*Κοινωνική Λειτουργός, 

ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Δεσμοί Καρδιάς»

 

Σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην Ελλάδα η συστηματική και χρόνια κακοποίηση που υφίστανται τα παιδιά στα ιδρύματα δεν έχει πάρει ποτέ τις διαστάσεις εθνικού σκανδάλου. Αυτό παρά το γεγονός ότι στους κύκλους αυτών που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά ή πολιτικά στο πεδίο της παιδικής προστασίας υπάρχει μια φαινομενική παραδοχή ότι η κακοποίηση των παιδιών στα ιδρύματα είναι ένα γενικευμένο φαινόμενο. Στην ευρύτερη κοινωνία ωστόσο μοιάζει να κυριαρχεί ακόμα η πεποίθηση ότι στα ιδρύματα συντελείται ένα «θεάρεστο έργο» ή ότι -αν μη τι άλλο – τα παιδιά που ζουν εκεί είναι προστατευμένα από τα δεινά που ζούσαν στα σπίτια τους. Αυτή η διαφορά ανάμεσα σ’αυτό που ξέρει η ευρύτερη κοινωνία και σε αυτό που ξέρει η επιστημονική κοινότητα και το Κράτος δεν είναι τυχαία και δεν είναι αποτέλεσμα της αδιαφορίας του κόσμου. Είναι αποτέλεσμα της συστηματικής εφαρμογής μεθόδων συσκότισης της κοινής γνώμης και ενσυνείδητης ή/και ασυνείδητης συγκάλυψης, μηχανισμό που θα αναλύσω παρακάτω.

Τα ιδρύματα όμως πρέπει να κλείσουν γιατί είναι αδιαμφισβήτητο δεδομένο ότι η ιδρυματική φροντίδα είναι μια μορφή κακοποίησης από μόνη της για τα παιδιά που χρειάζεται να απομακρυνθούν από την βιολογική τους οικογένεια (Κουβαριτάκη Ι., 2020). Αυτό ασφαλώς δεν είναι κάποια καινούρια γνώση ,άλλωστε γι’αυτό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η αναδοχή και η υιοθεσία είναι δύο θεσμοί που έχουν αναπτυχθεί και καθιερωθεί εδώ και δεκαετίες έχοντας κάνει εφικτή την πλήρη κατάργηση της ιδρυματικής φροντίδας. Στην χώρα μας αντιθέτως έχουμε 83 ιδρύματα παιδικής προστασίας σε πλήρη λειτουργία, ένα νούμερο που θα έπρεπε να γίνεται αντιληπτό ως η μεγαλύτερη απόδειξη της ακραίας και παγιωμένης θεσμικής αδιαφορίας γύρω από την προστασία του πιο κοινωνικά ευάλωτου πληθυσμού που είναι τα παιδιά.

Παραδοσιακά όλα τα ιδρύματα της χώρας μας (ιδιωτικά και δημόσια) προωθούσαν την αναδοχή και την υιοθεσία αποσπασματικά, περιορισμένα, επιλεκτικά και όχι για όλα παιδιά, χωρίς ένα εθνικό σχέδιο προώθησης των θεσμών αυτών και χωρίς επαρκή επιστημονική και νομική πλαισίωση- δηλαδή υψηλής επιστημονικής κατάρτισης και νόμων που να περιγράφουν και οργανώνουν τις ανάδοχες και θετές σχέσεις έτσι ώστε αυτά τα οικογενειακά σχήματα να ενσωματώνονται ομαλά στην οργανωμένη κοινωνία. Και μάλιστα στο βαθμό που αυτοί οι θεσμοί προωθήθηκαν έχει περισσότερο να κάνει με την πίεση που ασκούσαν τα άτεκνα ζευγάρια, τα οποία, παρά τις αντιστάσεις των ιδρυμάτων, επέμεναν και ακόμα με την παρουσία τους ζητούσαν το αυτονόητο:  η ανάγκη τους για να αποκτήσουν ένα παιδί να συνταιριαστεί με την ανάγκη των παιδιών για οικογένεια.

Το σκάνδαλο είναι μπροστά στα μάτια μας, εμείς γιατί δεν το βλέπουμε;

Όλα τα ιδρύματα παιδικής προστασίας πρέπει να κλείσουν. Αλλά ας συμφωνήσουμε στην κοινή λογική που λέει ότι πρέπει να κλείσουν πρώτα εκείνα για τα οποία ξέρουμε ότι υπάρχουν στοιχεία και καταγγελίες που αφορούν  κακοποίηση παιδιών και παρεμπόδιση της οικογενειακής τους αποκατάστασης. Στην Ελλάδα όμως τα ιδρύματα παιδικής προστασίας δεν κλείνουν ανεξάρτητα από το πώς διαβιούν εκεί τα παιδιά και τι χρειάζεται να υποφέρουν από τις διάφορες μορφές κακοποίησης που κατά καιρούς τεκμηριώνονται ακόμα και στις δικαστικές αίθουσες.

Και αυτό θα έπρεπε να νοείται ως ένα τερατώδες σκάνδαλο που χαρακτηρίζει εδώ και δεκαετίες το σύστημα παιδικής προστασίας της χώρας μας. Τραγικότερη απόδειξη αυτού η περίπτωση του ιδρύματος «Παιδικό Σπίτι» Πειραιά το οποίο λειτουργούσε από το 1963 έως και το 2018. Στο ίδρυμα αυτό, μετά από την αρχική μαρτυρία ενός ανήλικου φιλοξενούμενου ο οποίος εκμυστηρεύτηκε την συστηματική σεξουαλική κακοποίηση του από τον πρόεδρο του ιδρύματος Κ.Λαλαούνη, έγινε η αφορμή για περαιτέρω αποκαλύψεις και αντίστοιχες μαρτυρίες από άλλους 11 ανήλικους οι οποίοι και τελικά κατέθεσαν για σεξουαλική βία που βίωναν κατ’εξακολούθηση σε μια μακρά περίοδο από το  2001 έως το 2012. Ο παιδεραστής Κ.Λαλαούνης ο οποίος θήτευσε και ως πρόεδρος του εν λόγω ιδρύματος από την ίδρυση του το 1963, τελικά καταδικάστηκε , πρωτόδικα σε 40 χρόνια κάθειρξη, ποινή που τελικά στο Εφετείο μειώθηκε στα 28 χρόνια. Ωστόσο ήταν και ο μόνος που κρίθηκε ένοχος για όλο αυτό το ειδεχθές έγκλημα σε βάρος ανυπεράσπιστων παιδιών (Βήττας, 2018).

Παρά την καταδικαστική απόφαση του προέδρου του ιδρύματος γι’αυτές τις αποτρόπαιες κατά συρροή πράξεις σε βάρος ανηλίκων, καμία δικαστική αρχή ,ούτε το κράτος δεν αποφάσισε το σφράγισμα του ιδρύματος! Γιατί άραγε; Η απάντηση είναι απλή -αν και σκανδαλώδης: Γιατί για τα ιδρύματα παιδικής προστασίας της χώρας μας δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να ορίζει τις προϋποθέσεις καλής λειτουργίας, και αυτό αυτομάτως αφοπλίζει τις δικαστικές αρχές, αφοπλίζει την αδειοδοτούσα αρχή αφού δεν έχει το ρυθμιστικό πλαίσιο να βασίσει μια απόφαση σφράγισης του ιδρύματος και αφοπλίζει τον οποιοδήποτε θεσμό- ελεγκτικό μηχανισμό αφού δεν μπορεί να δεσμεύσει το ίδρυμα σε οποιαδήποτε σύσταση ή να βασίσει κάπου την τεκμηρίωση της σύστασης για σφράγιση.

Για τον ίδιο λόγο άλλωστε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης Λαλαούνη, κανένας άλλος δεν διώχθηκε ποινικά για αμέλεια καθήκοντος ή ηθική αυτουργία, παρά το γεγονός ότι κατά τη δίκη ειπώθηκαν πράγματα όπως ο ανεπαρκής έλεγχος από τις αρμόδιες υπηρεσίες, η ανυπαρξία ενδιαφέροντος και ουσιαστικής παρουσίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος κ.α. Οι δικαστικοί λειτουργοί λοιπόν δεν θα μπορούσαν να επιβάλουν πειθαρχικά μέτρα και ποινές στους όποιους ελεγκτικούς μηχανισμούς αφού δεν περιγράφεται πουθενά το τι οφείλουν αυτές οι αρχές να ελέγχουν. Έτσι λοιπόν, η ιδρυματική φροντίδα στη χώρα μας θεμελιώνεται σε ένα πλαίσιο αυθαιρεσίας , ατιμωρησίας και ομηρίας παιδιών. Όταν αλλάξει αυτό, ένα είναι βέβαιο: Τα στόματα των παιδιών και των ενήλικων που έχουν βιώσει την κακοποίηση μέσα στα ιδρύματα θα βρουν έδαφος να ανοίξουν για να απαιτήσουν δικαίωση. Όμως με αυτόν τον τρόπο θα ευεργετηθεί και ολόκληρη η κοινωνία γιατί θα αποκτήσει μια καθαρότερη εικόνα του τι συμβαίνει πίσω από τις πόρτες των ιδρυμάτων.

Είναι ένα κίνημα «me too» σε εκκρεμότητα που οφείλει μια οργανωμένη κοινωνία να διευκολύνει για να συμβεί.

Ναι, στην Ελλάδα δεν έχουμε σκάνδαλα παιδικής κακοποίησης στα ιδρύματα. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει επειδή τα παιδιά δεν κακοποιούνται. Συμβαίνει επειδή δεν έχουμε ένα επαρκές θεσμικό πλαίσιο αλλά και το αντίστοιχο έμψυχο δυναμικό, με επαρκή τεχνογνωσία που θα απαιτούσε η ορθή εφαρμογή του, ελλείματα δηλαδή που μεταξύ άλλων υποθάλπουν ένα τεράστιο έλλειμμα λογοδοσίας. Είναι σκανδαλώδες να ζούμε σε μια χώρα που είναι πιο εύκολο να ανοίξεις ένα ίδρυμα παιδικής προστασίας παρά ένα περίπτερο. Είναι σκανδαλώδες να μπορείς να είσαι στο Διοικητικό Συμβούλιο ενός ιδρύματος, να κεφαλαιοποιείς την κοινωνική αναγνώριση που απορρέει από αυτό χωρίς να έχεις καμία ευθύνη απέναντι στα παιδιά. Είναι σκανδαλώδες να πηγαίνεις στις γιορτές του ιδρύματος για να φωτογραφίζεσαι μαζί τους και όταν σε καλεί ο εισαγγελέας να καταθέσεις για διερεύνηση καταγγελιών που αφορούν την κακοποίηση τους να μπορείς να δηλώνεις «δεν ήξερα».

Δυστυχώς ως κοινωνία αποδεχόμαστε παθητικά τον ισχυρισμό από τους πολιτικούς ότι ο μηχανισμός λειτουργεί κανονικά ακόμα και όταν αποτυγχάνει να φέρει τα προσδοκόμενα αποτελέσματα. Αν φαίνεται ότι κινητοποιήθηκε ο μηχανισμός αρκεί. Για όσο ανεχόμαστε αυτή τη συνήθη πολιτική τακτική και στα θέματα παιδικής προστασίας θα επιτρέπουμε την εγκληματική αμέλεια σε βάρος των παιδιών να συνεχίζεται. Το Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού (ΙΥΠ), σε πρόσφατο Δελτίο Τύπου που έβγαλε με αφορμή την διερεύνηση σεξουαλικής και σωματικής κακοποίησης παιδιών που ζουν σε ίδρυμα των Αθηνών, αναφέρει ορθά ότι «συνήθως οι μορφές θυματοποίησης των παιδιών στα ιδρύματα των ανεπτυγμένων χωρών δεν αφήνουν ίχνη ούτε ευρήματα που μπορεί να εντοπίσει κανείς με σωματικό έλεγχο.». Γι’αυτό κινήσεις εντυπωσιασμού για να «αποδείξουμε» ότι ένα περιβάλλον είναι ασφαλές ή κακοποιητικό με δήθεν εξονυχιστικούς ελέγχους που αναζητούν «ορατά τραύματα» , είναι εξαιρετικά επικίνδυνο γιατί αγνοεί τους πολλαπλούς και σύνθετους τρόπους με τους οποίους θυματοποιούνται αυτά τα παιδιά. Μια τέτοια πρακτική είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσει μια κατασκευασμένη πραγματικότητα διαμορφωμένη από ψεύδη και αποσιώπηση.

Η σιωπή της επιστημονικής κοινότητας ως μέρος της επιχείρησης συγκάλυψης

Δυστυχώς, η συγκάλυψη του τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες των ιδρυμάτων θεμελιώνεται και από τους ίδιους τους επαγγελματίες της παιδικής προστασίας , αυτούς που στην ευρύτερη κοινωνία αναγνωρίζουμε ως «ειδικούς». Αυτού του τύπου η συγκάλυψη δημιουργήθηκε εξ αρχής από την άποψη που κυριάρχησε ότι αυτά που συμβαίνουν στα ιδρύματα αφορούν μόνο τις «αρμόδιες αρχές» και τους «ειδικούς» που δουλεύουν στο πεδίο της παιδικής προστασίας. Οι ίδιοι οι «ειδικοί» κατάφεραν να επιβάλλουν αυτή την αντίληψη στην ευρύτερη κοινωνία η οποία παθητικά δέχθηκε ότι η προστασία των παιδιών είναι μια υπόθεση των «ειδικών» και δεν πρέπει να ανακατεύονται «στα πόδια τους». Αυτή η εγκληματική συνθήκη θεμελίωσε ακόμα πιο στέρεα την κακοποίηση των παιδιών στα ιδρύματα εδώ και δεκαετίες χωρίς να αλλάζει κάτι ουσιαστικά.

Παρόλο δηλαδή που οι ειδικοί δεν καταφέρνουν να σταματήσουν το συστηματικό φαινόμενο της κακοποίησης των παιδιών στα ιδρύματα, απευθύνονται στην κοινωνία συχνά με την φράση «αφήστε τους ειδικούς/αρμόδιους να κάνουν την δουλειά τους» – λες και τους ενόχλησε ποτέ κανείς. Άλλος ένας τρόπος που χρησιμοποιούν οι ειδικοί για να αποτρέψουν τους πολίτες να κινητοποιηθούν γύρω από τα θέματα παιδικής προστασίας είναι προσπαθώντας να τους κάνουν να υποτιμήσουν ή αμφισβητήσουν την κρίση τους, λέγοντας τους κάτι τέτοιο: «δεν έχετε εσείς τις πληροφορίες που έχουμε εμείς και τις γνώσεις και γι’αυτό άθελα σας λέτε βλακείες ή ζητάτε ανέφικτα πράγματα». Ασφαλώς αυτοί που το ισχυρίζονται αυτό δεν μπαίνουν ποτέ στον κόπο να διαφωτίσουν με τις γνώσεις και τις πληροφορίες τους τον «απλό κόσμο» ούτε να τροφοδοτήσουν έναν δημόσιο διάλογο. Αυτό αντικατοπτρίζεται και από το γεγονός ότι σπανίως κείμενα που αφορούν την παιδική προστασία είναι σε γλώσσα κατανοητή από τον κόσμο που δεν έχει κάποια εξειδίκευση πάνω στο πεδίο.

Και γιατί δεν το κάνουν αυτό; Γιατί πολύ συχνά το κίνητρο τους να κρατήσουν την θέση του «ειδήμονα» είναι πιο σημαντικό από το ενδιαφέρον τους να φέρουν μια ουσιαστική αλλαγή στις ζωές των παιδιών, οπότε κρίσιμες πληροφορίες που πράγματι μπορεί να έχουν δεν τις μοιράζονται από εδώ και από εκεί. Ή ακόμα και να θέλουν να φέρουν κάποια ουσιαστική αλλαγή, το θέλουν υπό την προϋπόθεση να γίνει αυτό άμα έρθει από τους ίδιους ,από τους «ειδήμονες» γιατί μόνο έτσι αισθάνονται σημαντικοί.

Γι’αυτό άλλωστε, οι ομάδες της κοινωνίας των πολιτών σπανίως βρίσκουν συμμάχους μέσα από την επιστημονική κοινότητα για να τους ανοίγει δρόμο και βήμα στα κέντρα λήψης αποφάσεων που αφορούν τα θέματα κοινωνικής προστασίας. Το γεγονός ότι σαν χώρα έχουμε πάγια ένα ανέντιμο πολιτικό σύστημα που μονίμως ψάχνει τρόπους να αποφεύγει να λογοδοτεί και να αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος για τα δομικά κενά του συστήματος αποδυναμώνει στην πραγματικότητα την επιστημονική κοινότητα, αφού όσο και καλά να κάνουν οι επαγγελματίες τη δουλειά τους, τελικά η αποτελεσματικότητα τους στις ζωές των παιδιών δεν είναι αυτή που θα έπρεπε.

Αντίστοιχα, οι δικαστικές αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά είναι δίκαιες και τους παρέχουν ουσιαστική προστασία στο βαθμό που έχουμε δίκαιους και επαρκείς νόμους- αλλά δεν έχουμε τέτοιους νόμους, ούτε το δικαστικό σύστημα είναι επαρκές στο πεδίο της παιδικής προστασίας. Έτσι, οι επαγγελματίες και οι δικαστικοί λειτουργοί κάνουν την δουλειά τους σε ένα σύστημα που όμως έχει ήδη προδιαγράψει ότι θα αποτύχουν να προστατεύσουν τα παιδιά στο βαθμό που θα έπρεπε. Δουλεύοντας σε ένα τέτοιο σύστημα είναι δύσκολο να κρατήσεις την αίσθηση της αξίας σου. Και δυστυχώς η συνήθης τακτική που χρησιμοποιούν οι επαγγελματίες για να διατηρήσουν μια αίσθηση αυτοεκτίμησης είναι να εξωραΐζουν το σύστημα, κλείνοντας τα μάτια στην αναποτελεσματικότητα του και γραπώνοντας ακόμα πιο σφιχτά το κύρος τους ως «ειδήμονες».

Τι κρίμα! Δημιουργούμε με αυτόν τον τρόπο μια ψευδο-ελίτ, γιατί σε ένα σαθρό σύστημα παιδικής προστασίας το επίπεδο τεχνογνωσίας μας αναπόφευκτα παραμένει πολύ χαμηλό, αλλά συνεχίζουμε να υπηρετούμε τον φαύλο κύκλο που δημιουργήθηκε εξ’αρχής από το ίδιο το σύστημα, υπεραμυνόμενοι τις ανεπάρκειες του γιατί με αυτόν τον τρόπο καλύπτονται και οι δικές μας. Αυτή η ψεδο-ελίτ είναι χρήσιμη μόνο για το ανέντιμο πολιτικό μας σύστημα που συνεχίζει απρόσκοπτα να συσκοτίζει τη κοινή γνώμη και να συγκαλύπτει τα εγκληματικά κενά του συστήματος παιδικής προστασίας που πρώτοι από όλους αυτοί έχουν ευθύνη να συγκροτήσουν σωστά.

Ο παιδοκεντρισμός ως ουτοπία

Όσο και να έψαξα στα διάφορα δημοσιεύματα που αφορούσαν την υπόθεση Λαλαούνη δεν κατάφερα να βρω ούτε μια αναφορά για το τι απέγιναν τελικά τα παιδιά που διέμεναν σ’αυτό το κολαστήριο. Δεν βρήκα ούτε μια αναφορά για θεσμικές παρεμβάσεις που να αφορούν την προστασία τόσο των παιδιών που κατήγγειλαν τους βιασμούς τους αλλά ούτε καμία άλλη παρέμβαση που να αφορούσε την απομάκρυνση των άλλων παιδιών που ζούσαν εκεί. Η μόνη αναφορά που βρήκα ήταν ότι τελικά το ίδρυμα έκλεισε το 2018 μετά από απόφαση του ίδιου του Δ.Σ οι οποίοι προφασίστηκαν λόγους οικονομικούς χωρίς καμία αναφορά στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε βάρος των παιδιών. Το πέπλο της αποσιώπησης μπήκε ξανά στη θέση του και το συμβάν θεωρήθηκε λήξαν.

Στο δημοσίευμα του ThePressProject για τη δίκη Λαλαούνη, γίνεται αναφορά σε έναν ενδιαφέροντα και κρίσιμο διάλογο μεταξύ του τέως Συνηγόρου του Παιδιού και της Προέδρου του Δικαστηρίου:

«Επιτρέπεται να πηγαίνουν τα παιδιά στο εξοχικό του;» ρώτησε η πρόεδρος.

«Αν κάνανε τα ιδρύματα μόνο ό,τι επιτρέπεται, θα έκλειναν όλα», απάντησε ο κ. Μόσχος.

«Και γιατί δεν τολμήσατε να τα κλείσατε;»

«Δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα ο Συνήγορος».

Το κολαστήριο «Παιδικό Σπίτι» Πειραιά έπαυσε τη λειτουργία του με τον ίδιο τρόπο που έσβησαν οι φωτιές που κατέκαψαν την χώρα μας , χωρίς καμία κρατική ή δικαστική παρέμβαση αφού δεν υπάρχουν τα επαρκή μέσα για ουσιαστική και έγκαιρη δράση. Η υπόθεση της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών που διαβιούσαν στο «Παιδικό Σπίτι» θα έπρεπε να διδάσκεται στα Πανεπιστήμια διάφορων ανθρωπιστικών και κοινωνικών σχολών. Θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει χαρακτηριστεί ως «πολύκροτη» υπόθεση ή δίκη. Και κυρίως θα έπρεπε να έχει οδηγήσει σε μια διακομματική δέσμευση και άμεση εφαρμογή από την πλευρά της κυβέρνησης μιας εθνικής στρατηγικής για την αποϊδρυματοποίηση των παιδιών. Μέχρι τότε ας υλοποιήσουμε την ριζοσπαστική ιδέα να κλείσει ένα ίδρυμα για το οποίο υπάρχουν ήδη στοιχεία ελέγχων για κακή λειτουργία και καταγγελίες για κακοποίηση των παιδιών. Άλλωστε δεν υπάρχει περιθώριο λάθους. Όλα τα ιδρύματα θα έπρεπε ήδη να έχουν κλείσει.

Η ομάδα υποψήφιων θετών και ανάδοχων γονέων Ν.Εύβοιας «Δεσμοί Καρδιάς» μαζί με άλλες τέσσερις συλλογικότητες, συνυπέγραψαν ένα ψήφισμα για το κλείσιμο του ιδρύματος παιδικής προστασίας για το οποίο υπάρχουν καταγγελίες και στοιχεία για κακή λειτουργία και κακοποίηση των φιλοξενούμενων παιδιών. Ψηφίζουμε εδώ: https://chng.it/HtKWZb5X

Βιβλιογραφία

Βήττας, Β. (2018). Μολύνοντας με ασέλγεια ένα “Παιδικό Σπίτι”. The Press Project. Ανάκτηση από https://thepressproject.gr/molunontas-me-aselgeia-ena-paidiko-spiti/

ΙΥΠ. (19/01/2022). Τα παιδιά θα πάψουν να θυματοποιούνται στα ιδρύματα. Αθήνα.

Κουβαριτάκη Ι., Σ. Σ. (2020). Από το ίδρυμα στην κοινότητα: εναλλακτική φροντίδα ευάλωτων παιδιών. Αθήνα: Συνήγορος του Πολίτη. Ανάκτηση από https://www.synigoros.gr/?i=stp.el.eidikesektheseis