Είναι αλήθεια ότι η πλανητική ηγεμονία των ΗΠΑ αμφισβητείται. H αμφισβήτηση της πλανητικής ηγεμονίας τους δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι ένας νέος ηγεμόνας(Κίνα και Ρωσία) νικά κατά μέτωπον και αντικαθιστά τον παλαιό, αλλά «μπορεί και να σημαίνει, πιο περιορισμένα, ότι μια ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη συγκροτεί βαθμηδόν γύρω της έναν μείζονα χώρο και απαγορεύει στην πλανητική ηγεμονική Δύναμη να επεμβαίνει με οιονδήποτε τρόπο στον χώρο αυτό...» (Π. Κονδύλης: Θεωρία του Πολέμου, σελ. 369).
Τι συμβαίνει, λοιπόν, σήμερα; Η Ουάσινγκτον επιχειρεί να περιορίσει τον «μείζονα χώρο» τόσο της Κίνας όσο και της Ρωσίας. Αυτό σημαίνει ότι προετοιμάζεται ένας μεγάλος πόλεμος; Όχι. Αυτό σημαίνει ότι προετοιμάζονται πολλοί μικροί, ελεγχόμενοι (όσο μπορεί να λεχθεί αυτό) πόλεμοι. Για έναν τέτοιο πόλεμο μίλησε (του ξέφυγε) ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν στην Ουκρανία.
Για να υλοποιηθεί το σχέδιο των περιορισμένων πολεμικών συγκρούσεων είναι απαραίτητος ο συνδυασμός αναρίθμητων περιστάσεων και να προετοιμαστούν οι άνθρωποι να τον δεχθούν. Σήμερα όμως υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα αποδοχής, καθώς η κρίση στην Ουκρανία εκτυλίσσεται σε μια εποχή που ο θεσμικός σκεπτικισμός είναι ενδημικός στον δυτικό κόσμο, παρατηρεί ο αρθρογράφος των Financial Times, Γκίντεον Ράχμαν: «Οι ηγέτες που προσπαθούν να δώσουν μια αποτελεσματική και ενιαία απάντηση στη Ρωσία γνωρίζουν ότι η κοινή γνώμη είναι ζωτικής σημασίας. Ωστόσο, στη Δύση, η κοινή γνώμη δεν ήταν ποτέ τόσο αρνητική απέναντι στους πολιτικούς ηγέτες». Σύμφωνα με το τελευταίο ετήσιο βαρόμετρο εμπιστοσύνης από το Ινστιτούτο Edelman, υπάρχει «κατάρρευση εμπιστοσύνης στις ανεπτυγμένες δημοκρατίες», καθώς μόνο το 46% των Γερμανών, το 44% των Βρετανών και το 43% των Αμερικανών εμπιστεύονται τις κυβερνήσεις τους. Αυτό το πρόβλημα επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με μεγαλύτερη ένταση της προπαγάνδας του πολέμου, που εκδιπλώνεται σε τέσσερα επίπεδα: Α) Απόκρυψη των συμφερόντων Β) Η δαιμονοποίηση του αντιπάλου Γ) Απόκρυψη της ιστορίας της περιοχής, και Δ) Η οργάνωση της αμνησίας: Σύμφωνα μ’ αυτόν τον κανόνα πρέπει να αποφεύγεται κάθε σοβαρή υπενθύμιση προηγούμενων χειραγωγήσεων της κοινής γνώμης από μέσα μαζικής ενημέρωσης, που θα καθιστούσε δύσπιστη την κοινή γνώμη.
Το ιστορικό της σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας
Στις 22 Φεβρουαρίου 2014, ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ο αυταρχικός φιλορώσος πρόεδρος της Ουκρανίας ανατράπηκε μετά από διαδηλώσεις που ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2013, μετά την ενίσχυση ακόμα και φιλοναζιστικών οργανώσεων από τους Αμερικανούς. Ο Γιανουκόβιτς θα εκπαραθυρωθεί και θα αντικατασταθεί από μία φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση. Οι πληθυσμοί των ουκρανικών περιοχών στα νοτιοανατολικά, κυρίως φιλορώσοι, διαδηλώνουν ενάντια σε αυτό που οι ίδιοι θεωρούν πραξικόπημα. Έκτοτε έχουμε τον πόλεμο του Ντονμπάς, όπου αντιμάχονται η Ρωσία με τη φιλορωσική πλειονότητα των κατοίκων και αφετέρου η Ουκρανία, η οποία θεωρεί ότι είναι έδαφός της και παρέχει στρατιωτική βοήθεια στην φιλοουκρανική μειονότητα της περιοχής. Η Ουκρανία επωφελείται στην στάση της αυτή από την «στήριξη» των Δυτικών (Αμερικανοί και χώρες του ΝΑΤΟ).
Η σύνθεση του πληθυσμού του νοτιοανατολικού τμήματος της Ουκρανίας είναι ρωσόφωνη.
Όσον αφορά δε την κατάσταση στην Κριμαία, πριν κατηγορήσουμε τη Ρωσία για προσάρτηση το 2014 και για διατήρηση εντάσεων, θα πρέπει να σταθούμε στην ιστορία της. Για την ιστορία: το 2016, η Κριμαία είχε 2,2 εκατομμύρια κατοίκους, συμπεριλαμβανομένων 65% Ρώσων, 16% Ουκρανών και 14,9% Τατάρων.
Η προσάρτηση της Κριμαίας έγινε το 1783, στο τέλος του πρώτου Ρωσοτουρκικού πολέμου (1788-1774). Η Κριμαία, που ήταν μέχρι τότε ανεξάρτητη, προσαρτήθηκε από τη Ρωσία της Αικατερίνης Β'. Ήδη από το 1921, η χερσόνησος έγινε αυτόνομη δημοκρατία με το όνομα Δημοκρατία του Ταταρστάν, μια κίνηση της σοβιετικής εξουσίας με στόχο την αποκατάσταση της κακομεταχείρισης των Τατάρων κατά την τσαρική περίοδο. Τον 20ο αιώνα, όμως, οι Ρώσοι έγιναν εκεί η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα.
Το 1954, η Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας «προσφέρθηκε» στην Ουκρανία από τον Χρουστσόφ, τότε Πρώτο Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Εξήντα χρόνια αργότερα και εν όψει των γεγονότων του χειμώνα του 2014, φαίνεται ότι οι Ρώσοι άλλαξαν τη στάση τους απέναντι σε αυτή τη χερσόνησο της Μαύρης Θάλασσας που παλαιότερα είχαν παραμελήσει.
Τον Αύγουστο του 1991 , λίγο μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, η κατοχή της Κριμαίας πυροδότησε εντάσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ιδιαίτερα λόγω της στάθμευσης του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας στη Σεβαστούπολη. Το Κοινοβούλιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας κηρύσσει άκυρη τη μεταβίβαση του 1954 που προσάρτησε την Κριμαία στην Ουκρανία και προσέδωσε ξανά το καθεστώς της αυτόνομης Δημοκρατίας στην περιοχή αυτή.
Πολύπλοκη κατάσταση από την πτώση της ΕΣΣΔ Στις πρώτες προεδρικές εκλογές της Κριμαίας, που διεξήχθησαν τον Ιανουάριο του 1994, πέντε από τους έξι προεδρικούς υποψηφίους υποστήριξαν δημόσια την πρόσδεση της Κριμαίας στη Ρωσία. Ο Γιούρι Μετσκόφ, νικητής αυτής της ψηφοφορίας, υπόσχεται στους ψηφοφόρους ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της περιοχής. Τελικά αντικαταστάθηκε από μια δημοσκόπηση στην οποία πάνω από το 70% των ψηφοφόρων στην Κριμαία ήταν υπέρ της μεγαλύτερης ανεξαρτησίας από την Ουκρανία.
Ένα χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του 1995, το ουκρανικό κοινοβούλιο αποφάσισε να ακυρώσει την αυτονομία που παραχώρησε η Ρωσία στη Δημοκρατία της Κριμαίας.
Στις 16 Μαρτίου 2014, ενώ οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις ήταν ήδη στο έδαφος της Κριμαίας, οι ηγέτες της οργάνωσαν δημοψήφισμα προκειμένου η περιοχή τους να μην είναι πλέον μέρος της Ουκρανίας και να «ξανά» ενωθεί με τη Ρωσία. Η Κριμαία ήταν μέρος της ΕΣΣΔ όπως η Ουκρανία μέχρι το 1991, και στη συνέχεια της Ουκρανίας. Το 96,6% τάχθηκε υπέρ της ένωσης με τη Ρωσία. Αυτό το δημοψήφισμα δεν αναγνωρίστηκε από το Κίεβο, ούτε από τις δυτικές κυβερνήσεις. Ως εκ τούτου, η Κριμαία εγκαταλείπει την Ουκρανία, παρά τις διαμαρτυρίες του Κιέβου και πολλών δυτικών χωρών, που θεωρούν ότι αυτή η περιοχή έχει προσαρτηθεί από τη Ρωσία. Από εκεί και πέρα, θυμόμαστε τις οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, οι οποίες μερικές φορές συνόρευαν με το παράλογο, κοστίζοντας ακριβά στους φορολογούμενους και σε εταιρείες που συναλλάσσονται με τη Ρωσία...
Για τους δυτικούς νομικούς που επικαλούνται το διεθνές δίκαιο για να δικαιολογήσουν τη στήριξη στην Ουκρανία, σύμφωνα με αυτούς, το δημοψήφισμα που διοργανώθηκε στην Κριμαία θα έπρεπε να είχε οργανωθεί από την κυβέρνηση του Κιέβου και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα να αναγνωριστεί από αυτήν, κάτι που όμως έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση. Αυτό νομίμως έκανε η Κριμαία με το δημοψήφισμα, δεδομένου ότι ο πληθυσμός της είναι στη συντριπτική του πλειονότητα Ρώσοι και Ρωσόφωνοι.
Σήμερα
Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος Μπάιντεν είπε στον Ρώσο ομόλογό του Πρόεδρο Πούτιν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ανοιχτές στον διάλογο για την Ουκρανία, αλλά και έτοιμες για «όλα τα άλλα σενάρια», δηλαδή την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι ΗΠΑ δεν θα δίσταζαν να «απαντήσουν αποφασιστικά και να επιβάλουν σοβαρές και άμεσες κυρώσεις στη Ρωσία», είπε ο Μπάιντεν.
Ο διπλωματικός σύμβουλος του Προέδρου Πούτιν, Γιούρι Ουσάκοφ, δήλωσε ότι «η υστερία είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της», διευκρινίζοντας παράλληλα ότι «οι πρόεδροι συμφώνησαν να συνεχίσουν τις επαφές σε όλα τα επίπεδα». «Τις τελευταίες ημέρες και ώρες, η κατάσταση έχει οδηγηθεί στον παραλογισμό», είπε ο Ουσάκοφ, προσθέτοντας ότι «οι Αμερικανοί ανακοινώνουν την ίδια την ημερομηνία της ρωσικής εισβολής».
Είναι προφανές ότι ούτε οι Ρώσοι, ούτε οι Ουκρανοί και οι Ευρωπαίοι έχουν κανένα συμφέρον από μια ένοπλη σύγκρουση. Μόνο οι Αμερικανοί έχουν συμφέρον, γιατί, ο πόλεμος θα γίνει πολύ μακριά από τις ΗΠΑ. Επίσης, εκμεταλλευόμενες τη βέβαιη αποδυνάμωση των δύο οικονομικών ανταγωνιστών, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν επίσης να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία της σύγκρουσης για να ενσωματώσουν άμεσα την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ...
Όμως, μέσα από το παιχνίδι των συμμαχιών και του ντόμινο, μπορούμε να φοβόμαστε ότι εάν συμβεί όντως μια σύγκρουση με τη Ρωσία, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια παγκόσμια στρατιωτική ανάφλεξη, με τις χειρότερες συνέπειες που μπορούμε να φανταστούμε. Εκτός από τους Αμερικάνους, επειδή βρίσκονται σε μια άλλη ήπειρο μακριά «από τα θέατρα των επιχειρήσεων», ούτε οι Ρώσοι, ούτε οι Ουκρανοί αλλά ούτε και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν συμφέρον από τον πόλεμο. Αλλά για να αποφευχθεί αυτός, θα ήταν απαραίτητο να σταματήσει η "προπαγάνδα του πολέμου" και η ρητορική των "προκλητικών εικασιών» από την πλευρά των Αμερικανών.
Πηγές: Artinews.gr, AgoraVox, Π. Κονδύλης: Θεωρία Πολέμου
*****
(AP Photo/Carolyn Kaster)
Γιατί ο Μπάιντεν συντηρεί τη ρητορική του πολέμου;
Γιατί ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζο Μπάιντεν επιμένει να συντηρεί την ένταση με τη Ρωσία;
Γιατί οι ΗΠΑ έχουν ανάγκη από έναν εχθρό, ειδικά σήμερα που στο εσωτερικό τους υπάρχει ισχυρός ο κίνδυνος εμφύλιας αντιπαράθεσης.
Η Barbara F. Walter, καθηγήτρια πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο και μέλος μιας συμβουλευτικής επιτροπής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ ( CIA ) που ονομάζεται «Πολιτική Αστάθεια Task Force», εξέδωσε ένα βιβλίο στο οποίο υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα είναι μια «anocratie» - «κάπου ανάμεσα στη δημοκρατία και το αυταρχικό κράτος», και πως είναι «πιο κοντά σε έναν εμφύλιο πόλεμο από όσο θα ήθελε να πιστέψει ο καθένας μας.»
Αν ισχύουν τα παραπάνω, τότε οι ΗΠΑ έχουν ανάγκη από έναν εξωτερικό εχθρό για να παρέξει στην αμερικανική κοινωνία τη χαμένη της συνοχή. Μη λησμονούμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σχηματισθεί ως έθνος με βασικό πολιτιστικό στοιχείο τον προτεσταντισμό αλλά και κατ’ ετεροκαθορισμό. Με βάση δηλαδή τις κοινές εσωτερικές και εξωτερικές απειλές, πραγματικές ή φανταστικές. Δεν είναι τυχαία συνεπώς η ανάγκη εφεύρεσης εχθρών. Χωρίς τους τελευταίους υπάρχει πάντα ο κίνδυνος διάρρηξης του κοινωνικού και του πολιτικού ιστού.
Οι επινοήσεις των εχθρών στηρίχθηκαν αρχικά στη θρησκεία, ενώ στη συνέχεια εμπλουτίστηκαν με μία σειρά δήθεν επιστημονικών ανακαλύψεων που νομιμοποιούσαν το ρατσισμό, όπως ο «κοινωνικός δαρβινισμός». Έτσι, οι εχθροί απέκτησαν εθνο-φυλετικά χαρακτηριστικά(συστημικός ρατσισμός). Τέλος, ο συνταγματικός Πατριωτισμός θα γίνει η ιδιότυπη πολιτική «θρησκεία» των ΗΠΑ, οπότε οι εχθροί θα λάβουν στο εσωτερικό τα χαρακτηριστικά του αντι-πατριώτη (προδότη) και στο εξωτερικό του αντι-αμερικανού.
Η δημιουργία «εχθρών» συνεισέφερε στη συνοχή της ετερόκλητης αμερικανικής κοινωνίας και στη δημιουργία του αισθήματος του συνανήκειν των Αμερικανών. Έτσι, οι ΗΠΑ από μία πολιτική κατασκευή των ιδρυτών-πατέρων θα γίνει ένα οργανικό έθνος, εθνικοποιημένο μέσω ενός προγράμματος διαδοχικών αποκλεισμών (εχθρών) αλλά και επιλεκτικών συμπεριλήψεων μεταναστών.
Συμπερασματικά, η βαθιά διχασμένη αμερικανική κοινωνία έχει ανάγκη και σήμερα από έναν εξωτερικό εχθρό για να μην διαλυθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου