1. H χορωδία των μέσων μαζικής ενημέρωσης καλεί σε πλήρη κινητοποίηση «στο πλευρό του ελεύθερου κόσμου». Η διοίκηση Μπάιντεν και η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του ΝΑΤΟ καλούν καθημερινά τους συμμάχους να είναι πιστοί, στιγματίζοντας ακόμα και κάθε δειλή προσπάθεια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να παγώσουν την κρίση. Και οι σύμμαχοι, πρώτα από όλους η υπερατλαντική Ιταλία του Ντράγκι, απαντούν με ξαφνικές διαβεβαιώσεις για την αποστολή στρατευμάτων. Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία εκμεταλλεύεται τη συγκυρία, προσπαθώντας να σπάσει τους κινδύνους πολιορκίας που διαισθάνεται εδώ και καιρό στα ανατολικά σύνορά της, κυρίως όμως, να παίξει εκ νέου τον ρόλο της κύριας «ανταγωνιστικής» δύναμης, ρόλος που έχει καταστεί προ πολλού εντελώς απίθανος στην νέα παγκόσμια διευθέτηση.
Υπάρχει κάτι προφανώς αποπροσανατολιστικό στην ουκρανική κρίση, μια ξαφνική βύθιση σε μια προσομοίωση ψυχρού πολέμου, χωρίς καμία από τις προϋποθέσεις του ψυχρού πολέμου, ούτε τη δύναμη των δρώντων, ούτε το συνολικό παγκόσμιο σενάριο. Η κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας είναι ένα γεγονός που λαμβάνεται υπόψη εδώ και καιρό στα σενάρια της φάσης αυτής, στην οποία οι παγκόσμιες διαδικασίες είναι πολυπολικές και στερούνται κεντρικότητας, αφήνοντας χώρο σε σενάρια που περιγράφονται ποικιλοτρόπως με όρους όπως «φυγόκεντρη πολυπολικότητα» ή «συγκρουσιακή πολυπολικότητα». Η εκλογή του Μπάιντεν ανέκοψε, τουλάχιστον προσωρινά, χάρη κυρίως στην ευρεία αντίσταση και στα κινήματα, την εκτροπή του Τράμπ, αλλά παραμένει εντελώς μέσα σε αυτή την κρίση. Αυτό καθιστά αδιαφανή, και ενίοτε παράδοξη, την αμερικανική στάση: οι λόγοι της επιτάχυνσης της ουκρανικής κρίσης φαίνεται να διαφεύγουν εν μέρει από τις προσπάθειες ερμηνείας. Μπορεί κανείς ωστόσο να προσπαθήσει να σκεφτεί κάποιες βασικές γραμμές.
Η πεποίθησή μας είναι ότι, πράγματι, αυτή τη στιγμή, η απουσία μιας άποψης γύρω από την παγκόσμια κρίση είναι σημαντική αδυναμία στην προοπτική των κινημάτων. Θα πρέπει να βρεθεί επειγόντως ένας τρόπος για να σπάσει αυτή η αίσθηση ότι συνθλίβεται κανείς από τις δικές του εσωτερικές ατζέντες, ή ακόμη και ότι παραμείνει κολλημένος σε μία, όσο ρεαλιστική και αν είναι αυτή, θεώρηση των αντικειμενικών ορίων της δικής του πολιτικής δράσης. Εν ολίγοις: θα πρέπει να ανακτήσουμε εδώ και τώρα την ικανότητα να μιλάμε ενάντια στον πόλεμο.
2. Η εξωτερική πολιτική του Μπάιντεν, αν και απέχει σαφώς από το λαϊκιστικό μείγμα απομονωτισμού και κυριαρχίας που πρεσβεύει ο Τράμπ, δεν φάνηκε σίγουρα να επικεντρώνεται στο ευρωπαϊκό σενάριο. Η αποχώρηση από το Αφγανιστάν, η οποία έλαβε χώρα «εν αγνοία» της Ευρώπης, σηματοδότησε μια σαφή απόσταση, μια ρητή δυσπιστία, για τους ευρωπαίους συμμάχους. Γενικότερα, η εστίαση στην Κίνα και στο τεταρτημόριο του Ινδικού-Ειρηνικού (με νέες γεωμετρίες συμμαχιών στους άξονες που ορίζουν τα ακρωνύμια Quad και Aukus), φάνηκε σαφώς πιο επίκαιρη από τα ζητήματα της γηραιάς ηπείρου.
Η επιδείνωση της κατάστασης στο εσωτερικό μέτωπο ωθεί προφανώς τον Μπάιντεν σε μια στάση πολύ πιο αντιδραστική απέναντι σε αυτό που διαφορετικά θα περιοριζόταν σε μια σημαντική, αλλά περιφερειακή κρίση. Οι εκλογές που πλησιάζουν βρίσκουν τον Μπάιντεν αποδυναμωμένο και με απώλειες συναινέσεων: η δυσκολία ελέγχου του πληθωρισμού είναι σαφώς η πηγή μιας μεγάλης αδυναμίας, καθώς και μιας επιδείνωσης των προοπτικών μιας εκρηκτικής επιστροφής των λαϊκιστών, σε έναν ορίζοντα «αμερικανικού εμφυλίου πολέμου» που καθόλου δεν έχει απομακρυνθεί.
3. Ένας αδύναμος Μπάιντεν χρειάζεται και πάλι την Ευρώπη. Για την ακρίβεια, χρειάζεται τη Δύση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ατλαντισμός καθίσταται βασικό σημείο αναφοράς. Αυτή η επιστροφή στη Δύση, με αυτόν τον τρόπο, αποτελεί ένδειξη ακραίας πολιτικής αδυναμίας και είναι εντελώς ανεπαρκής σε σχέση με τα πραγματικά προβλήματα της διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης: αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο διαφορετικά κινείται η Κίνα, η οποία επανειλημμένα προσπαθεί να αποφύγει κάθε πειρασμό να δημιουργήσει ένα «ανατολικό μπλοκ», αλλά δηλώνει συνεχώς ότι τοποθετεί τον εαυτό της σε ένα συνολικό παγκόσμιο επίπεδο, προκαλώντας τους άλλους σε μια διαφορετική ερμηνεία της παγκοσμιοποίησης. Το μεγάλο υλικοτεχνικό σχέδιο του «νέου δρόμου του μεταξιού» (One Belt one Road), το οποίο μόλις τις τελευταίες εβδομάδες επεκτάθηκε για παράδειγμα στην Λατινική Αμερική με την Συμφωνία με τον Ισημερινό και την Αργεντινή, είναι υπ’αυτή την έννοια θεμελιώδες. Από την σκοπιά της Ευρώπης, η αντίφαση που περιέχεται στις ολοένα και πιο εκκωφαντικές και ιδεολογικές εκκλήσεις προς τη Δύση, είναι ευδιάκριτη: τα ευρωπαϊκά συμφέροντα έρχονται σε αντίθεση με την παραδοχή του ατλαντισμού ως υποχρεωτικού ορίζοντα, ξεκινώντας φυσικά από τα ενεργειακά συμφέροντα.
Eδώ όμως προκύπτει και το θεμελιώδες πρόβλημα: αυτή η αντίφαση μεταξύ Ευρώπης και Ατλαντισμού είναι εκτός της εμβέλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διεύρυνση της Ένωσης προς τα ανατολικά, υπό αυτή την έννοια, αποσταθεροποίησε σε μεγάλο βαθμό την σχέση μεταξύ της Ευρώπης και του Ατλαντισμού: τα ανατολικά κράτη εξαρτούν σαφώς τη συμμετοχή στην ΕΕ από τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ. Θα πρέπει εντούτοις να επανακκινήσουμε και να κυνηγήσουμε το όνειρο μιας Ευρώπης ικανής να σπάσει το στρατιωτικό σύμφωνο του ΝΑΤΟ.
4. Η ευθραυστότητα της Ευρώπης αποδεικνύεται δομική. Η Γερμανία και η Γαλλία βρίσκονται σε προφανή δυσκολία και τους υπενθυμίζεται συνεχώς από τον αμερικανό σύμμαχο, η ανάγκη για ατλαντική πίστη κυρίως όμως από τις φωνές του ΝΑΤΟ. Όσο όμως και παρά την αρχική σιωπή ακολούθησε κάποια πρωτοβουλία υπέρ της αποκλιμάκωσης, αυτή την στιγμή φαντάζει ρεαλιστικά ανέφικτο για την Ευρώπη να ακολουθήσει οποιαδήποτε πολιτική, στο ελάχιστο απαγορευτική, εκτός από το να προσαρμοστεί εκούσια ή ακούσια στο νεοατλαντικό κάλεσμα. Ακόμη και μια απάντηση σε επίπεδο στρατιωτικής παρέμβασης, ως ένδειξη δημιουργίας του πολυσυζητημένου ευρωπαϊκού στρατού, στην παρούσα κατάσταση της Ένωσης δεν είναι εφικτή. Ο μόνος ορίζοντας που φαντάζει εφικτός για την ΕΕ, είναι εκείνος της πολιτικής μετριοπάθειας, ενός είδους «μεγάλης Ελβετίας», στην πραγματικότητα εξαιρετικά αδύναμης, για να αποτελέσει μια εναλλακτική στο νεοατλαντικό κάλεσμα. Εν τω μεταξύ, η Γαλλία και η Γερμανία κινούνται επιδιώκοντας διαφορετικά μεταξύ τους συμφέροντα και από εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς όμως η δράση τους να παραπέμπει σε έναν αυτόνομο άξονα.
5. Η αντίφαση μεταξύ ατλαντισμού και Ευρώπης δύσκολα μπορεί να αρθρωθεί αυτή την στιγμή, στο πλαίσιο μιας ελπίδας αναβίωσης του θεσμικού ευρωπαϊκού σχεδίου. Μια από τις κύριες πολιτικές δυσκολίες να αναπτυχθεί ένα κίνημα για την ειρήνη βρίσκεται πιθανώς ακριβώς στη σχέση με τον ευρωπαϊκό χώρο. Από τη μία πλευρά, αν κάποιος δεν θέλει να περιοριστεί στην επίκληση της ειρήνης ως ηθικής επιταγής, αλλά θέλει να προσπαθήσει να ορίσει ένα κάποιο χώρο αποτελεσματικής πολιτικής παρέμβασης, η Ευρώπη είναι ο απαραίτητος ορίζοντας αναφοράς. Το αίτημα για μια ενιαία και αυτόνομη ευρωπαϊκή δράση θα πρέπει γίνει πυξίδα δράσης για ένα κίνημα για την ειρήνη, αλλά και αντιπαράθεσης και σύγκρουσης με την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, είναι προφανές ότι αυτός ο ευρωπαϊκός χώρος, ζει σήμερα μέσα σε πολιτικά ερείπια: η διάσχισή του, με στόχο την πολιτική αυτονομία της Ευρώπης, είναι σίγουρα μια ριψοκίνδυνη επιλογή. Εδώ όμως, μπορεί να ανοίξει ένας χώρος για διεθνιστική δράση. Η Ευρώπη μπορεί να αποτελέσει αυτή τη στιγμή έναν λογικά εφαρμόσιμο ορίζοντα, μόνο ιδωμένη από τα περιθώριά της και σε μια παγκόσμια προοπτική. Ένα κίνημα για την ειρήνη, το οποίο σήμερα απουσιάζει από τις επιμέρους εθνικές προοπτικές, θα μπορούσε να αναπτυχθεί υπ’ αυτή την έννοια, ανοίγοντας καταρχάς διαύλους σύνδεσης με ό,τι κινείται με μαχητική έννοια στα αμερικανικά κινήματα. Κυρίως, όμως, η πρόταση για να διευρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η αντίφαση μεταξύ της ευρωπαϊκής πολιτικής και του ατλαντισμού, σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει μια πρώτη προσέγγιση, μια πρώτη στρατηγική προσέγγιση για την παραγωγή κινηματικών πολιτικών: θα είναι όμως επείγον, τα κινήματα να θέσουν (ή να ξαναθέσουν) στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα των παγκόσμιων χώρων, του μετασχηματισμού των υπερεθνικών σχέσεων εξουσίας.
Με άλλα λόγια: θα πρέπει να ασχοληθούμε ξανά με την γεωπολιτική. Χώρος όπου ενώ τα κινήματα τον τελευταίο καιρό, έχουν συσσωρεύσει έναν σημαντικό πλούτο με όρους διατομεακής και οικολογικής γνώσης (ας μην το ξεχνάμε και ας το υπενθυμίζουμε σε όσους περιγράφουν τα τελευταία αυτά χρόνια μόνο ως μια άνυδρη έρημο νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας!), πολύ συχνά αφήνεται στις άθλιες επιδρομές των εθνικοκυριαρχιστών. Τώρα όμως, το ζήτημα των παγκόσμιων χώρων, των συμμαχιών και των σχέσεων εξουσίας, της αποσύνθεσης και της ανασύνθεσης των μεγάλων μπλοκ, πρέπει επειγόντως να ανακτηθεί, επανεπενδυμένο όμως με όλη την μετασχηματιστική δύναμη που κατακτήθηκε πρόσφατα από την ταξική πάλη και επαναπροσδιορίστηκε σε βάθος από τα παγκόσμια φεμινιστικά και οικολογικά κινήματα.
6. Ωστόσο, μια ευρωπαϊκή πολιτική για την ειρήνη, αν θέλει να ξεπεράσει το προφανές αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η ευρωπαϊκή θέση, θα πρέπει να φέρει σήμερα τη σύγκρουση στην κατεύθυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Το γεγονός ότι, ξεκινώντας από την Γερμανία, ο θεσμικός ευρωπαϊκός οικολογισμός είναι όλος μέσα στον ατλαντισμό, είναι από αυτή την άποψη, μια αντίφαση ακόμα και συμβολικά διαφωτιστική. Ένας αγώνας για την ειρήνη σήμερα, επί ευρωπαϊκού εδάφους, θα μπορούσε να προταθεί ως παράγοντας μετασχηματιστικός και ρεαλιστικός ταυτόχρονα, αν καταφέρει να επιβάλλει την οικολογική και ενεργειακή ανασυγκρότηση ως στόχο για την επανάκτηση του αυτόνομου ευρωπαϊκού ελέγχου στον παραγωγικό κύκλο, ξεκινώντας φυσικά από την ενεργειακή πολιτική. Και εδω: μια πολιτική που απλώς επιδιώκει ένα είδος ευρωπαϊκής ενεργειακής «κυριαρχίας» είναι ρεαλιστικά ανέφικτη για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η ευρωπαϊκή αποδοχή της πυρηνικής ενέργειας ως πιθανής καθαρής ενέργειας ή η επανέναρξη των γεωτρήσεων στην Ιταλία, την οποία επικαλέστηκε ο Υπουργός Οικολογικής Μετάβασης Τσινγκολάνι, προσφέρουν σημαντικές εικόνες, ακόμα και συμβολικά, των άμεσων επιπτώσεων της ενεργειακής αυτονομίας που γίνεται αντιληπτή με αυτούς τους όρους. Τα κινήματα αντίθετα των τελευταίων ετών, έχουν οικοδομήσει με κόπο αλλά και συνέπεια μια πλατφόρμα που είναι ταυτόχρονα και οικοφεμινιστική και ταξική, η οποία μπορεί να δημιουργήσει ένα πεδίο βαθιάς πολιτικής και τεχνολογικής καινοτομίας: το μόνο που μπορεί ρεαλιστικά να προταθεί στην Ευρώπη για να αποκτήσει έναν αυτόνομο έλεγχο των παραγωγικών της διαδικασιών και για να ξεκινήσει τον ριζικό μετασχηματισμό τους.
Ένα κίνημα για την ειρήνη σήμερα, μπορεί επομένως να διασχίσει το ριψοκίνδυνο και αντιφατικό έδαφος του αγώνα για την Ευρώπη ενάντια στην ατλαντική υποτέλεια, αν καταφέρει να προσδιοριστεί σε ταξικό, οικολογικό και φεμινιστικό έδαφος. Σε αυτό το έδαφος, μπορεί να ξανανοίξει ένας διεθνιστικός αγώνας που στο ευρωπαϊκό έδαφος αρθρώνεται στο άμεσο μέλλον με το σύνθημα της ουδετερότητας της Ουκρανίας, του όχι στην επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ανατολή, της υπέρβασης του ίδιου του ΝΑΤΟ. Ένα κίνημα αυτού του είδους μπορεί να δημιουργήσει τις πυξίδες για να πλεύσει κανείς σε μια πολυπολική, διαφοροποιημένη παγκοσμιοποίηση, αρνούμενο τον εκβιασμό όσων θα ήθελαν αναχρονιστικά και παρανοϊκά, να σηκώσουν ξανά τις σημαίες της Δύσης ενάντια στον «εχθρό».
*Η φωτογραφία είναι από διαδήλωση του 2014 στο Παρίσι ενάντια στον πόλεμο στην Ουκρανία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου