Γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
Σε ένα οικόπεδο στο Μενίδι βρέθηκε την Κυριακή το πτώμα ενός Τσιγγάνου χτυπημένου έως θανάτου από έναν αστυνομικό της Άμεσης Δράσης, που βρισκόταν εκτός υπηρεσίας και από το σπίτι του οποίου φημολογείται πως ο νεκρός αποπειράθηκε να κλέψει κάποιο κλιματιστικό, και έναν περίοικο, ίσως και κάποια ακόμα άτομα. Οι δύο συλληφθέντες παραπέμφθηκαν στην Εισαγγελία κατηγορούμενοι για ανθρωποκτονία από πρόθεση και ο εισαγγελέας άσκησε δίωξη για θανατηφόρα σωματική βλάβη στον αστυνομικό και για συνέργεια στο γείτονα. Δηλαδή, δεν σκόπευαν οπωσδήποτε να τον σκοτώσουν, αλλά αδιαφόρησαν για το αν θα πέθαινε από τα χτυπήματά τους. Οι κατηγορίες φαίνονται παρεμφερείς, αλλά στον υπολογισμό των ποινών έχουν μεγάλη διαφορά…
Μίσος κατά των Τσιγγάνων, λοιπόν, σε μια κοινωνία στην οποία περισσότεροι άνθρωποι γίνονται φασίστες. Όχι απαραίτητα ιδεολογικοπολιτικά συγκροτημένοι ναζιστές, αλλά αγανακτισμένοι και φανατικοί καθημερινοί υποψήφιοι δολοφόνοι του αδύνατου, του διαφορετικού, του «εκφοβιστικού». Ιδιαίτερα, αν τα δυνάμει θύματά τους βρίσκονται κοντά τους κοινωνικά και χωροταξικά. Η Χίος, η Νέα Κίος, ο Έβρος, το Μενίδι κάτι λένε για αυτό. Βεβαίως, η κρατική ατιμωρησία αποτελεί την ισχυρότερη ασπίδα για τούτο το θρασύδειλο κανιβαλισμό. Η ρατσιστική τραγωδία της τσιγγανούλας μικρής Όλγας, που αφέθηκε να πεθάνει εγκλωβισμένη επί μισή ώρα στην γκαραζόπορτα της ΑΛΛΑΤΙΝΗΣ στο Κερατσίνι, υπό τα αδιάφορα βλέμματα «κανονικών ανθρώπων», για να θυμηθούμε την Χάνα Άρεντ, και η αδιαφορία, στην ουσία συγκάλυψη, των δικαστικών αρχών βοούν για τον κοινωνικό εκφασισμό και τους μέντορές του.
Δεν νομίζω πως πρέπει να αμφιβάλλουμε ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός είναι ευρύχωρος στη βαρβαρότητα. Ωστόσο, δεν νομίζετε πως στους καιρούς μας τούτη η βαρβαρότητα απογειώνεται; Ότι οι γυναικοκτονίες και η ενδοοικογενειακή βία αυξάνονται, ότι το σχολικό μπούλινγκ και η τυφλή νεανική βία θεριεύουν, ότι όλα τούτα δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο με τις σκοτεινές πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού ή τις διαταραχές που προκαλεί η πολύπλευρη κρίση και ο πανδημικός εγκλεισμός; Για να το πω αλλιώς: Γιατί κατά πλειοψηφία αντί να γινόμαστε καλύτερες γινόμαστε χειρότεροι; Δεν πιστεύω ότι φταίνε κυρίως η φτώχεια και η επιβιωτική ανασφάλεια. Απλώς θυμίζω πως σε εποχές πολύ δυσμενέστερες και επικίνδυνες πάρα πολλοί άνθρωποι επέδειξαν αλληλεγγύη, ανιδιοτέλεια, αυτοθυσία. Γιατί, λοιπόν, γινόμαστε πιο αδιάφοροι και εγωιστές, περισσότερο δυσανεκτικοί και αντικοινωνικοί;
Επ’ ουδενί διαθέτω ολοκληρωμένες απαντήσεις, επίσης υπάρχουν πολλές σοβαρές προσεγγίσεις απέναντι στα προαναφερθέντα ερωτήματα. Σίγουρα ως κοινωνίες βαλλόμεθα πανταχόθεν: Από πάνω και από κάτω, από έξω και από μέσα, από τη διεθνή άνοδο της Ακροδεξιάς, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας, από τον καταλυτικό ρόλο των ΜΜΕ, των κοινωνικών μέσων συμπεριλαμβανομένων, στην καλλιέργεια ανθρωποφαγικών και διχαστικών στερεοτύπων, από την πρωτοφανή αντικοινωνικότητα της κυβέρνησης ως τη φασιστικοποίηση της αστυνομίας. Όλα αυτά, μαζί με την έλλειψη ελπίδας για μια καλύτερη ζωή που ταλανίζει και παραλύει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, αποτελούν θερμοκήπιο ανάπτυξης των χειρότερων ανθρώπινων χαρακτηριστικών, που σχετίζονται με το ζήτημα του κοινωνικού εκφασισμού.
Θέλω, λοιπόν, σε αυτό το σύντομο σχόλιο να παραθέσω κάποιες «πινελιές» που δεν αναφέρονται ιδιαίτερα στο δημόσιο διάλογο: Την ιδιαίτερα αρνητική αντιμετώπιση των Τσιγγάνων, ακόμα και από μεγάλα τμήματα της Αριστεράς, τη μεγάλη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, την ασθενή θέση της έννοιας της συνύπαρξης στους κόλπους της και την ηγεμονία των μάτσο προτύπων.
Αρχίζω με την αντιμετώπιση των Τσιγγάνων: Ενώ είναι ντόπιοι, αντιμετωπίζουν διαχρονικό κοινωνικό αποκλεισμό που επιτείνει την περιθωριοποίησή τους, αυξάνοντας ταυτόχρονα την περιφρόνηση του λευκού πληθυσμού απέναντί τους. Είναι όμως και διαφορετικοί. Ζουν, μιλούν, ντύνονται και βιοπορίζονται αλλιώς, απέχουν δε πολύ περισσότερο από τον «ελληνικό τρόπο ζωής» απ’ ό,τι οι αλλοδαποί μετανάστες-ριες, που ναι μεν φτάνουν εδώ ανέστιοι και πλάνητες, ωστόσο υιοθετούν και με θυσίες διεκδικούν την ενσωμάτωσή τους στο κυρίαρχο μοντέλο. Κάπως σχηματικά, οι Τσιγγάνοι αποτελούν μια προκαπιταλιστική/νομαδική κοινότητα μέσα στον καπιταλισμό, αταίριαστη και ενοχλητική στον κοινωνικό κορμό. Κατ’ αναλογία, το ίδιο συμβαίνει και με την πλειονότητα της Αριστεράς, ακόμα και σε περιοχές που ζουν Τσιγγάνοι, οπότε γνωρίζει από πρώτο χέρι τα όσα υφίστανται.
Ως προς τη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, αυτό μπορεί να απασχολεί κάποια τμήματα της Αριστεράς, αν και δεν το θέτουν στο δημόσιο χώρο γιατί νομίζουν ότι βλάπτει την επικοινωνία της με τις «μάζες». Το ίδιο κάνουν και με την καταναλωτική αλλοτρίωση του πληθυσμού αντίστοιχα, γιατί θεωρούν ότι αποδυναμώνονται οι –ορθές βέβαια– καταγγελίες τους για τη λιτότητα και την ακρίβεια. Το χειρότερο δε, μεγάλο τμήμα της Αριστεράς αγνοεί την κοινωνική συντηρητικοποίηση, αφού η ύπαρξή της διαψεύδει το μύθο του για τον «αλάθητο λαό». Όμως, η συντηρητικοποίηση καλπάζει, η επιρροή της εκκλησίας και του στρατού αυξάνονται, ο αντιπροσφυγικός ρατσισμός και βεβαίως ο μισοτσιγγανισμός μαίνονται. Ειδικότερα για τους Ρομά, άφθονη κρατική καταστολή και ουδεμία κοινωνική μέριμνα. Αυτό κάνει το κράτος και στην ουσία αυτό θέλει η πλειονότητα της κοινωνίας. Έτσι ακριβώς τίθεται και το ζήτημα της συρρίκνωσης της κοινωνικής συνύπαρξης. Είμαστε αρνητικοί απέναντι στους Τσιγγάνους διατυμπανίζοντας ότι (μας) κλέβουν, ενώ στην πραγματικότητα η κοινωνία μας, η ίδια που τους έχει καταδικάσει σε πολύ χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής από το λευκό πληθυσμό, τους ωθεί στην επαιτεία και την (όποια) παραβατικότητα.
Αν εξαιρέσουμε τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες η Ελλάδα έχει τον πλέον μάτσο –και ομοφοβικό βεβαίως– αρσενικό πληθυσμό της Γηραιάς Ηπείρου. Από την οικογένεια μέχρι το σχολείο και από την εκκλησία ως το στρατό όλοι γονιμοποιούν τη ματσίλα. Φυσικά, και οι Τσιγγάνοι είναι μάτσο, πώς θα γινόταν άλλωστε; Το πρόβλημά μας βρίσκεται στο ότι συνήθης άσκηση ματσίλας των πάσης ηλικίας ελληνοπαίδων είναι η βία κατά Τσιγγάνων, που συνήθως δεν γίνεται ευρύτερα γνωστή. Αν μάλιστα υπάρχει ή φημολογείται κάποια αφορμή, όπως στην προς συζήτηση περίπτωση, η βία είναι θανατηφόρα. Ούτως ή άλλως, η ματσίλα, απ’ όπου κι αν… προέρχεται, είναι αποκρουστική, όταν δε γίνεται τοξική, πρέπει να πατάσσεται. Ελπίζω σε αυτό τον κτηνώδη φόνο τόσο η οικογένεια και η κοινότητα του αδικοχαμένου Τσιγγάνου όσο και το ευρύτερο κίνημα να απαντήσουμε όπως πρέπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου