Με την κατάθεση, την Πέμπτη (σ.σ.: 2/2/2023), του νομοσχεδίου του υπουργείου Πολιτισμού, για την μετατροπή πέντε μεγάλων μουσείων σε ΝΠΔΔ, κλείνει ένας κύκλος εμπορευματοποίησης της μουσειακής διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, ο οποίος ξεκίνησε από το 2000.
Ουσιαστικά, δεν υπάρχει κυβέρνηση που να μην υπονόμευσε τον δημόσιο χαρακτήρα της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ειδικά τα μουσεία, όπως και τα αρχαία θέατρα, εκλαμβάνονται ως οικονομικά – αλλά και ιδεολογικά – «φιλέτα» για την αστική τάξη και τους πολιτικούς υπηρέτες της.
Το θεσμικό καθεστώς των μουσείων δεν είναι νομικό ζήτημα.
Είναι απόλυτα, βαθιά, αποκλειστικά ιδεολογικό. Διότι συνοψίζει τον προσανατολισμό του κράτους στην διαχείριση των άυλων και υλικών σπαραγμάτων της αρχαιότητας.
Για τον καπιταλισμό, λοιπόν, είναι αδιανόητη οποιαδήποτε άλλη διάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς, από αυτήν του κέρδους.
Υπάρχει, όμως, μία επιπρόσθετη «χρησιμότητά» της, εξαιρετικά σημαντική για τα αφεντικά:
Η ιδεολογική χειραγώγηση των συνειδήσεων, που μόνο ο πολιτιστικός τομέας, η εκπαίδευση και η επικοινωνία μπορούν να προσφέρουν.
Ειδικά τα μουσεία είναι το «βαρύ πυροβολικό» αυτής της διαχείρισης.
Διότι, το τι επιλέγεται κάθε φορά να εκτεθεί, αλλά και το πώς, αντανακλά τον κάθε φορά κυρίαρχο προσανατολισμό της έρευνας, ο οποίος, με την σειρά του, υπηρετεί τις κάθε φορά ανάγκες της κυρίαρχης τάξης.
Πρόκειται για μια αξεδιάλυτη εξίσωση εντός συστημικού πλαισίου, είναι αντικειμενική και, από αυτή την άποψη, άσχετη με τις προθέσεις αλλά και τον αγώνα των πρωτοπόρων ερευνητών και αρχαιολόγων που παλεύουν για μια διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς στο όνομα του λαού, του πραγματικού ιδιοκτήτη της.
Κάθε πολιτική για τα μουσεία βασίζεται σε αυτήν την εξίσωση και αυτή είναι ο πυρήνας της νέας αντιπαράθεσης που έχει ξεσπάσει γύρω από την νέα απόπειρα του κράτους να προχωρήσει στην μετατροπή του νομικού καθεστώτος των κρατικών μουσείων με τέτοιο τρόπο, ώστε να τα αποσπάσει από τον οργανικό κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, δηλαδή από τον άμεσο έλεγχο του κράτους, με στόχο το πέρασμά τους, με κάθε μορφή, στην αγορά και την εμπορευματοποίησή τους.
Συνεπώς, ο αγώνας των εργαζομένων στην πολιτιστική κληρονομιά για την υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της, για την ανάδειξή της ως λαϊκή περιουσία, μας αφορά όλους και όλες, άμεσα.
Διότι εάν η μνήμη βγει στην αγορά, θα επιστρέψει ως αμνησία.
Και τότε θα είμαστε καταδικασμένοι να επαναλάβουμε τα λάθη μας.
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου