Ο διασυρμός της υπεράσπισης των δικαιωμάτων και ελευθεριών σαν «αντεθνική προπαγάνδα» έχει μια πλούσια προϊστορία σε τούτο τον τόπο.
Αν κάτι θα μείνει στην Ιστορία από τη συζήτηση της προηγούμενης εβδομάδας για την πρόταση μορφής, αυτό δεν θα είναι και τόσο η άτσαλη προσπάθεια του πρωθυπουργού να διασκεδάσει όπως όπως την έκταση των υποκλοπών και την προσωπική του ανάμιξη σ’ αυτές. Μπορεί κάποιες στιγμές να θύμισε γελοιογραφία του Αρκά, όταν ισχυρίστηκε λ.χ. ότι στην επίμαχη επιστολή του προέδρου της ΑΔΑΕ «ονόματα δεν υπήρχαν» και (σχεδόν ταυτόχρονα) πως «οι επισυνδέσεις αυτές ήταν νόμιμες»· παρόμοιες λεκτικές ακροβασίες, από κυβερνήσεις που πιάστηκαν με τη γίδα στην πλάτη, δεν υπήρξαν ωστόσο καθόλου σπάνιες στην πενηντάχρονη κοινοβουλευτική μας δημοκρατία.
Επικίνδυνη τομή σε σχέση με τα δημοκρατικά κεκτημένα αυτού του μισού αιώνα αποτέλεσε αντίθετα το κεντρικό πολιτικό μήνυμα που εξέπεμψαν τόσο ο πρωθυπουργός όσο και βασικοί συνεργάτες του, για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Ο λόγος, φυσικά, για τη ρητή εξίσωση κάθε κριτικής ή πολεμικής για την παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών με συνειδητή ή αθέλητη εξυπηρέτηση των εχθρών του έθνους. Συλλογιστική κι επιχειρηματολογία που από το 1974 και μετά θεωρούνταν αδιανόητη απ’ οποιοδήποτε κόμμα του περίφημου «δημοκρατικού τόξου», επειδή ακριβώς έχει άρρηκτα συνδεθεί με τις πιο μαύρες στιγμές της μεταπολεμικής μας ιστορίας.
Από το Predator στη μικρή Μαρία
Είδαμε τον πρωθυπουργό να καταγγέλλει τη δημόσια συζήτηση για τις υποκλοπές σαν δώρο προς την…Τουρκία («όσα ισχυρίζεται η αντιπολίτευση έγιναν ξανά πρωτοσέλιδα στην Αγκυρα. […] Κανένα άλλο ξένο μέσο δεν αναπαρήγαγε τη συζήτηση αυτή, παρά μόνο τα μέσα της Τουρκίας») και, καταχειροκροτούμενος από τους βουλευτές του, να απαιτεί από την αντιπολίτευση «μια δημόσια συγγνώμη για τον διασυρμό της πατρίδας στον οποίο πρωτοστάτησε για τον δήθεν θάνατο της “μικρής Μαρίας”». Το μήνυμά του ήταν κάτι παραπάνω από σαφές: «Δεν επιτρέπεται τα στελέχη σας να αναπαράγουν διαρκώς fake news διαφόρων μη κυβερνητικών οργανώσεων υπόπτου προέλευσης κατά των ελληνικών δυνάμεων. […] Δεν καταλαβαίνετε ότι τελικά με αυτή την εμμονή σας να αγκαλιάζετε κάθε τέτοιο fake news παίζετε το παιχνίδι της Τουρκίας; Το καταλαβαίνετε αυτό; Και τι είστε τελικά; Είστε αφελής ή είστε επικίνδυνος, όταν αδιαφορείτε συνειδητά για το εθνικό συμφέρον πάνω στη μανία σας να υπονομεύσετε την κυβέρνηση;».
Από τη στιγμή που κυβέρνηση κι εθνικό συμφέρον περίπου ταυτίζονται, ο σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων μεταφέρεται αυτόματα στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΥΠ και της ΕΛ.ΑΣ.: «Συμμετείχατε σε αυτή την πρωτοφανή προσπάθεια διασυρμού της χώρας για ένα περιστατικό το οποίο από την πρώτη στιγμή ο υπουργός σάς είχε πει ότι ήταν ψεύτικο», υποστήριξε έτσι ο κ. Μητσοτάκης. «Γιατί ήμασταν τόσο σίγουροι ότι δεν υπήρχε “μικρή Μαρία”; Ακριβώς γιατί έχουμε υπηρεσίες πληροφοριών που μπορούν να μας παρέχουν τέτοια δεδομένα!». Πίστευε τον υπουργό ή την ΕΥΠ και μη ερεύνα…
Ο αντίλογος σ’ αυτές τις αιτιάσεις είναι, φυσικά, αυτονόητος. Πρώτον, οι ισχυρισμοί κυβερνητικών αξιωματούχων και υπηρεσιών ασφαλείας (όπου Γης) είναι κάτι που κάθε δημοσιογράφος με στοιχειώδη επαγγελματική συνείδηση και κάθε ενεργός πολίτης με στοιχειώδη αξιοπρέπεια οφείλουν ν’ αντιμετωπίζουν με τη μέγιστη δυνατή επιφύλαξη. Δεύτερον, το μητρώο της κυβέρνησης Μητσοτάκη -ειδικά στο προσφυγικό- έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα τόσο βεβαρυμένο με παραβιάσεις του διεθνούς κι εσωτερικού δικαίου και κραυγαλέα ψέματα (από τα «ανύπαρκτα» θύματα του 2020 στον Εβρο μέχρι τις αλλεπάλληλες «εξαφανίσεις» και παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων με μεθόδους καθαρά γκανγκστερικές), ώστε οποιαδήποτε πίστη στους ισχυρισμούς των καθ’ ύλην αρμόδιων υπουργών θα ισοδυναμούσε με ασύγγνωστη αφέλεια μέχρι βλακείας.
Ακόμη και στην υπόθεση της «μικρής Μαρίας» (και τους πρόσφατους ισχυρισμούς ενός από τους πρόσφυγες της ομάδας περί σκηνοθεσίας του θανάτου της), ένας στοιχειωδώς σοβαρός αναγνώστης θα στεκόταν λιγότερο στο (όποιο ή υποτιθέμενο) τέχνασμα των ανέστιων οικογενειών από τη φλεγόμενη Συρία, που αργοπέθαιναν εγκλωβισμένες επί έναν μήνα σε διαμφισβητούμενης κυριαρχίας νησίδες του Εβρου, και περισσότερο σε όσα ο ίδιος αυτός άνθρωπος καταμαρτυρά για τη συμπεριφορά των οργάνων του ελληνικού κράτους: μόλις οι πρώτοι πρόσφυγες αποβιβάστηκαν στο ελληνικό έδαφος, διαβάζουμε στο επίμαχο ρεπορτάζ της «Καθημερινής» (22.1), «διασταυρώθηκαν με άτομα που [ο αφηγητής] περιγράφει ως “μαυροντυμένους κουκουλοφόρους”. Τους χτύπησαν και τους υποχρέωσαν να επιστρέψουν πίσω στην τουρκική όχθη». Η όλη ιστορία ξεκίνησε, λοιπόν, με μια καραμπινάτη βαναυσότητα και παρανομία από πλευράς των «ελληνικών δυνάμεων», τον έλεγχο και την επίκριση των οποίων ο κ. Μητσοτάκης θεωρεί προδοσία της πατρίδας.
Από κει και πέρα, δικαιούμαστε να διατηρούμε κάθε επιφύλαξη για την ακρίβεια μιας ομολογίας που αποσπάται σε συνθήκες καταφανούς ομηρίας του μάρτυρα απ’ όσους έχουν επενδύσει το υπηρεσιακό και πολιτικό τους μέλλον στο περιεχόμενό της. Στο ίδιο ρεπορτάζ, οφθαλμοφανής είναι άλλωστε η προσπάθεια του παλαίμαχου αστυνομικού συντάκτη που πήρε τη συνέντευξη να κρατήσει διακριτικά αποστάσεις, τόσο από επιμέρους λεπτομέρειες της αποκάλυψης όσο κι από τις συνθήκες που την εκμαίευσαν: «Στο τέλος της συνέντευξης, τον ρωτάμε εκ νέου γιατί αποφάσισε να εκθέσει δημοσίως, πολλώ δε μάλλον να περιγράψει σε ένορκη κατάθεσή του στην αστυνομία, τη δική του εκδοχή των γεγονότων. “Ηταν ένα ωραίο σενάριο, αλλά δεν ήταν αληθινό. Αργά ή γρήγορα, η αλήθεια θα μαθευόταν και τότε, εγώ και οι άνθρωποί μου ενδεχομένως να αντιμετωπίζαμε πρόβλημα με δικαστήρια και άλλα. Αν με ρωτάς αυτό, όχι, κανείς δεν μου είπε τι να πω”».
Χρειάζεται άραγε ιδιαίτερη σοφία για ν’ αντιληφθεί κανείς πως, ό,τι κι αν συνέβη τον περασμένο Αύγουστο στην εν λόγω νησίδα, ο άνθρωπος αυτός καταθέτει σήμερα ό,τι αντιλαμβάνεται πως θέλουν εκείνοι που ορίζουν πλέον τη μοίρα του; Φαινόμενο καθόλου πρωτόγνωρο, άλλωστε, στην ιστορία των «ελληνικών δυνάμεων», όταν ζορίζονταν να διαψεύσουν σαν επίβουλα fake news όσα κατήγγελαν στη διεθνή κοινή γνώμη οι «ανθέλληνες Ελληνες».
Μια σκοτεινή παράδοση
Ας πάμε μισόν αιώνα πίσω στη θεσμική συνέχεια του ελληνικού κράτους. Εν έτει 1968, η διεθνής κοινή γνώμη και το Συμβούλιο της Ευρώπης είχαν αρχίσει ν’ ασχολούνται σοβαρά με τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά σώματα ασφαλείας στον αντίστοιχο εθνικό αγώνα της εποχής, ενάντια στην (από Βορράν) εχθρική επιβουλή και τις ντόπιες παραφυάδες της.
Οι συνθήκες που αντιμετώπιζαν τότε οι ενσαρκώσεις του «εσωτερικού εχθρού» μπορεί να θεωρούνται αδιανόητες σήμερα για τους Ελληνες πολίτες, που απολαμβάνουν τις στοιχειώδεις συνταγματικές εγγυήσεις του habeas corpus, δεν απέχουν όμως και τόσο από το καθεστώς αυθαίρετου εγκλεισμού και γενικευμένης ανασφάλειας στο οποίο υποβάλλονται οι περισσότεροι ξένοι πρόσφυγες (πλην Ουκρανών, εννοείται). Ως γνωστόν, η επίγνωση της δυνατότητας να κρατηθεί κανείς αυθαίρετα επ’ αόριστο είτε στην Ασφάλεια είτε σε κάποια «κλειστή δομή» συνιστά όχι μόνο ψυχολογικό βασανιστήριο αλλά και τεχνική προϋπόθεση για όλα τα υπόλοιπα.
«Η θέσις των Ελλήνων είναι εις δύο στρατόπεδα, εις το στρατόπεδον της Ελλάδος και εις το στρατόπεδον των εχθρών της Ελλάδος» | Γεώργιος Παπαδόπουλος (24.7.1967)
Το 1968, λοιπόν, διάφοροι επίβουλοι «ανθέλληνες» συγκέντρωναν στοιχεία για την κακομεταχείριση και τα συστηματικά βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλαν τα θύματά τους η χουντική Ασφάλεια και η ΕΣΑ· καμπάνια που έληξε ως γνωστόν επιτυχώς, με την αποβολή (τύποις: καταναγκαστική αποχώρηση) της Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών από το Συμβούλιο της Ευρώπης τον Δεκέμβριο του 1969. Με την υπόθεση αυτή έχουμε ασχοληθεί στο «Φάντασμα της Ιστορίας» («Το “τέταρτο ΟΧΙ” της χούντας», «Εφ.Συν.» 14/12/2019), οπότε δεν χρειάζεται να επεκταθούμε εδώ. Για το σημερινό μας θέμα, σημασία έχει μόνο η επιχειρηματολογία που επιστρατεύτηκε τότε από τους ταγούς της εθνικής μας ασφάλειας, για την εθνοπρεπή καταδίκη και προσχηματική «διάψευση» όσων εξέθεταν σε δημόσια θέα τις σκοτεινές πλευρές αυτής της τελευταίας.
Για τον ταξίαρχο Παττακό, αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Εσωτερικών της χούντας, δεν υπήρχε λ.χ. η παραμικρή αμφιβολία ότι «μερικοί ανθέλληνες, περιφερόμενοι εις τας αυλάς των Περσών, δίκην υβριζόντων αρχαίων προγόνων, ασφαλείς, παριστάνουν τους ήρωας», προσπαθώντας «να πείσουν τας κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών να στραφούν εναντίον του ελληνικού λαού» («Το Βήμα» 10/5/1968). Οταν οι εφοπλιστές, με τον Ωνάση επικεφαλής, έσπευσαν να διακηρύξουν τη στήριξή τους στο καθεστώς, ο Παττακός δεν παρέλειψε πάλι να τονίσει πως «εναντίον της ελπίδος ταύτης, που αποτελεί πρωτίστως την μεγίστην ελπίδα διά τον εργαζόμενον κόσμον της χώρας, βυσσοδομούν μετά λύσσης οι ολίγοι ανθέλληνες εν Ευρώπη, υπηρετούντες ξένα ιδιοτελή συμφέροντα και τον διεθνή κομμουνισμόν, μεθ’ ου συνεβλήθησαν» («Μακεδονία» 6/8/1968).
Σαν «μάχη της Ελλάδος», ενάντια στις συκοφαντίες του διεθνούς κομμουνισμού και των ψευτοδημοκρατών συνοδοιπόρων του, εμφάνιζε έτσι η χουντική προπαγάνδα την προσπάθειά της να διαψεύσει τις αποκαλύψεις για βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας, στο «Ελλη» ή το ΕΑΤ-ΕΣΑ. «Ηθικώς πάνοπλος κατέρχεται η Ελλάς εις την μάχην της αληθείας, την οποίαν θα δώση κατά την αποφασιστικήν αυτήν εβδομάδα», διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε κύριο άρθρο του ημιεπίσημου οργάνου των δικτατόρων, λίγες μέρες πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση του Συμβουλίου της Ευρώπης. «Και με το στίγμα ότι διέπραξαν μίαν άνευ προηγουμένου ατιμίαν, διά να προκαταβάλουν την διεθνή κοινήν γνώμην, κατέρχονται εις την μάχην οι αντίπαλοί της. Παραβιάζοντες το Καταστατικόν του Συμβουλίου της Ευρώπης, εδημοσίευσαν ασύνδετα και δολίως επιλεγέντα αποσπάσματα της απορρήτου εκθέσεως διά τα δήθεν βασανιστήρια. Σκοπός των ήτο να δημιουργήσουν ψευδή εικόνα περί της καταστάσεως, να κερδίσουν υπέρ αυτών τον ψυχολογικόν παράγοντα. […] Οιαδήποτε και αν είναι η απόφασις η οποία θα ληφθή τελικώς, η ηθική νίκη θα ανήκη εις την Ελλάδα. Διότι το ψεύδος και η αδικία ουδέποτε ηδυνήθησαν να κατισχύσουν έναντι της αληθείας και του δικαίου» («Νέα Πολιτεία» 7/12/1969).
Ιδια γεύση και τις επόμενες μέρες, όταν ο λονδρέζικος «Observer» έφερε στη δημοσιότητα έκθεση του διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του Παπαδόπουλου, πρέσβη Μ. Κοττάκη, για τις προσπάθειες της ελληνικής χούντας να εξαγάγει (μέσω Πλεύρη) την εθνοσωτήρια συνταγή της στη γειτονική Ιταλία: «Συκοφαντικόν δημοσίευμα της εφημερίδος “Ομπσέρβερ” προεκάλεσε την εύλογον ελληνικήν αντίδρασιν. Διά το δημοσίευμα αυτό η ελληνική κυβέρνησις υποβάλλει εντός της ημέρας μήνυσιν επί συκοφαντική δυσφημίσει τόσον κατά της εφημερίδος όσον και κατά του συντάκτου του δημοσιεύματος. Πρόκειται, άλλωστε, περί χαλκευθέντος υπό των γνωστών ανθελληνικών κύκλων του εξωτερικού κειμένου εις την προσπάθειαν όπως δυσφημίσουν την Ελλάδα και δημιουργήσουν προβλήματα μεταξύ αυτής και άλλων χωρών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ώστε να εξασφαλίσουν την ένταξίν των εις το εχθρικόν προς ημάς στρατόπεδον» («Νέα Πολιτεία» 9/12/1969). «Το δημοσίευμα αυτό αποτελεί μίαν ακόμη απόδειξιν των ευτελών μέσων τα οποία χρησιμοποιούν οι αντίπαλοι της Ελλάδος διά να την δυσφημίσουν», συμπληρώνει στο ίδιο φύλλο, με τηλεγράφημά του από το Παρίσι, ο τότε διευθυντής του ΑΠΕ.
Θλιβερά οικεία ακούγονται και τα επίσημα επιχειρήματα της τότε ελληνικής κυβέρνησης, όπως αναπτύχθηκαν στο φυλλάδιο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών με τίτλο «Η αλήθεια σχετικά με τους εκτοπισθέντες κομμουνιστές και τα υποτιθέμενα βασανιστήρια» (1968). Η Διεθνής Αμνηστία κατηγορούνταν εκεί πως «υιοθέτησε τις κομμουνιστικές απόψεις χωρίς καμιά εξέταση των κατηγοριών», σε αντίθεση με «τρεις έγκυρους και σοβαρούς [συλλογικούς] ερευνητές» που διέψευσαν «αυτές τις πρωτοφανείς και αστήρικτες συκοφαντίες του διεθνούς κομμουνισμού και των συνοδοιπόρων του».
Ο πρώτος ήταν η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (που διαμαρτυρήθηκε έντονα για παραποίηση των εκτιμήσεών της κι απαίτησε την απόσυρση του φυλλαδίου). Ο δεύτερος, πέντε Βρετανοί βουλευτές των τριών μεγάλων κομμάτων, που επισκέφθηκαν την Ελλάδα κι έδωσαν συνέντευξη Τύπου στη «Μεγάλη Βρεταννία», ισχυριζόμενοι πως «οι ισχυρισμοί του ξένου Τύπου ότι εφαρμόζονται βασανιστήρια σε πολιτικούς κρατούμενους στα κεντρικά γραφεία της Αστυνομίας [στην Μπουμπουλίνας] είναι γελοίες», αφού «κανείς πολιτικός κρατούμενος δεν θα μπορούσε να βασανιστεί μπροστά σε όλο τον κόσμο». Οπως αποκαλύφθηκε λίγο αργότερα, η επίσκεψή τους είχε οργανωθεί από ένα λονδρέζικο γραφείο δημοσίων σχέσεων που δούλευε για λογαριασμό της χούντας. Ο τρίτος «έγκυρος» παρατηρητής ήταν ο Βρετανός βουλευτής (και τσιφλικάς της Εύβοιας) Φράνσις Νόελ Μπέικερ, που αποφάνθηκε -κι αυτός- πως η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τα βασανιστήρια στην Ελλάδα «δεν πληροί τις προϋποθέσεις» ενός εξαντλητικού «ελέγχου των γεγονότων»…
Ανθελληνικά fake news κατήγγειλαν ακόμη και κάποιοι εθνικόφρονες μετανάστες, κατά την είσοδό τους στο ελληνικό έδαφος για τις καλοκαιρινές διακοπές: «Τονίζοντες την κακοήθειαν των κομμουνιστών, ανέφερον ούτοι ότι καθημερινώς οι ανθέλληνες διαδίδουν ότι “εις την πατρίδα το αίμα ρέει στους δρόμους”, ενώ παρουσιάζουν άτομα αποβιώσαντα εκ φυσιολογικού θανάτου προ της επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967 ως δολοφονηθέντες προσφάτως εν μέση οδώ», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στη «Μακεδονία» (9/7/1969).
Πραγματική βόμβα διά τους συκοφάντας
Βαρύ πυροβολικό της χουντικής προπαγάνδας υπήρξαν όμως -και τότε- οι συνεντεύξεις ορισμένων μαρτύρων που ανακάλεσαν προηγούμενες καταθέσεις τους για βασανιστήρια που είχαν υποστεί, επιστρατεύοντας διάφορα συνωμοτικά σενάρια περί προηγούμενου καταναγκασμού τους από τους «εχθρούς της Ελλάδος». Χαρακτηριστικό δείγμα, ένας κεντρώος συνδικαλιστής από το Λαύριο, «οπαδός του Γεωργίου Παπανδρέου» και αντιδικτατορικών φρονημάτων, τον οποίο ο Αντρέας (υποτίθεται πως) επιχείρησε ανεπιτυχώς να στρατολογήσει «εις μίαν συνδικαλιστικήν κομμουνιστικήν οργάνωσιν, την ΠΑΚ» (sic). Η ανάκληση της κατάθεσής του, όχι ενώπιον του Συμβουλίου αλλά με «αποκλειστική συνέντευξή» του σε μια άκρως φιλοχουντική εφημερίδα των Βρυξελλών, παρουσιάστηκε ως εξής στα (πανομοιότυπα) δημοσιεύματα του λογοκριμένου ελληνικού Τύπου:
«“Ολα όσα έχω καταθέσει ενώπιον του Συμβουλίου της Ευρώπης εναντίον της Ελλάδος είναι ψευδή. Ουδέποτε συνελήφθην, ουδέ εβασανίσθην από το καθεστώς των συνταγματαρχών”. Τα ανωτέρω εδήλωσεν ο Νικόλαος Βαρδίκος, ο υπ’ αριθμόν 1 μάρτυς κατά της Ελλάδος εις την επιτροπήν ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, εις αποκλειστικήν συνέντευξίν του προς την μεγάλην βελγικήν εφημερίδα “Λα Λιμπρ Μπελζίκ”. Την είδησιν χαρακτηρίζουν οι εν Βρυξέλλαις πολιτικοί και διπλωματικοί κύκλοι ως πραγματικήν βόμβαν, η οποία θα συνταράξη τους κατηγόρους και συκοφάντας της Ελλάδος εις το Συμβούλιον της Ευρώπης» («Μακεδονία» 13/12/1968).
Ο ίδιος μάρτυρας περιέγραψε ως εξής τον «εξαναγκασμό» του να καταθέσει «εναντίον της Ελλάδος»: «Εις την Αγγλίαν ήλθον εις επαφήν με τους Ελληνας αυτοεξορίστους. Μου εζήτησαν να υπογράψω μίαν έκκλησιν υπέρ των πολιτικών κρατουμένων. Υπέγραψα το σχετικόν κείμενον, χωρίς προηγουμένως να το αναγνώσω. Αργότερον επληροφορήθην ότι είχα υπογράψει μίαν πλήρη εξομολόγησιν, διά της οποίας υπεστήριζον ότι εβασανίσθην. Την 21ην Μαΐου εκλήθην υπό του Συμβουλίου της Ευρώπης εις το Στρασβούργον. […] Μου είπον ότι έπρεπε να επαναλάβω ακριβώς ό,τι ανέφερε το έγγραφον που είχον υπογράψει, διότι άλλως θα εδιωκόμην υπό της δικαιοσύνης».
Σαφώς διαφωτιστικότερη για το πραγματικό διακύβευμα της ανάκλησης υπήρξε μια παράπλευρη λεπτομέρεια της ίδιας συνέντευξης: ο Δανός αντιπρόσωπος στο Συμβούλιο, ισχυρίστηκε ο Βαρδίκος, «μοι υπεσχέθη ότι θα εγίνοντο τα πάντα διά να δυνηθή η οικογένειά μου να διαφύγη εξ Ελλάδος»· φως φανάρι ότι δεν τα κατάφερε εγκαίρως. Την ίδια ανησυχία, για όσα μπορούσαν να υποστούν οι δικοί του πίσω στην Ελλάδα, άφησε να διαφανεί ως αιτία τής (ακόμη πιο μυθιστορηματικής) μεταστροφής του κι ένας ακόμη μάρτυρας που ανακάλεσε, ο Παντελής Μαρκετάκης (Σόλων Γρηγοριάδης, «Ιστορία της δικτατορίας», Αθήνα 1975, τ.Α΄, σ.328-32).
Μισόν
αιώνα μετά, ξέρουμε πολύ καλά την αξία εκείνων των «διαψεύσεων». Οσα
χειροκροτήματα κι αν απέσπασαν, στον καιρό τους, απ’ όσους θεωρούσαν
επίδειξη πατριωτισμού να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου