Tο υπόστρωμα ενός κύματος «Μεγάλης Παραίτησης» καταγράφει για πρώτη φορά και στη χώρα μας έρευνα για τις συνθήκες εργασίες που πραγματοποίησε το «Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς» σε συνεργασία με την Prorata.Τα ευρήματα ενισχύθηκαν χθες και από την ενδιάμεση έκθεση για την ελληνική οικονομία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ).
Αλλαγές που γίνονται υποδορίως της αγοράς, αλλά συνδέονται, σε μεγάλο βαθμό, με τις συνθήκες εργασίας και αμοιβών, καθώς μεγάλο ποσοστό εργαζομένων, που φτάνει το 42,3%, δηλώνει ότι θα εξέταζε το ενδεχόμενο να παραιτηθεί από τη δουλειά του για οικονομικούς λόγους, ακόμη και χωρίς να έχει βρει άλλη δουλειά.
Το ποσοστό όλων όσοι δήλωσαν ότι θα παραιτούνταν προκειμένου «να αποφύγουν ένα τοξικό περιβάλλον» αγγίζει το 14,1%, ενώ 1 στους 10 δηλώνει ότι θα παραιτείτο εξαιτίας εξαντλητικών ωραρίων. Αξιοπρόσεκτο το ποσοστό των εργαζομένων που δήλωσαν ότι, υπό τις υφιστάμενες συνθήκες, δεν θα παραιτούνταν για κανένα λόγο, δεν ξεπερνά το 24,4%, δηλαδή μόνο ένας στους τέσσερις δεν προτίθεται να μετακινηθεί.
Παραίτηση και στην Ελλάδα
Αν σε αυτές τις απαντήσεις, που εδράζονται και σε διαφορετικές ατομικές και εργασιακές πραγματικότητες, προσθέσουμε το πρόσφατο έλλειμμα εργαζομένων στον τουριστικό κλάδο το καλοκαίρι, τη διαρκή γκρίνια για «έλλειμμα δεξιοτήτων» ακόμη και από μικρομεσαίες επιχειρήσεις που με πενιχρές αμοιβές θέλουν τον «τέλειο» εργαζόμενο, και τη διεθνή τάση Παραίτησης από την εργασία, τάση που αποτυπώθηκε προτού καν λήξει η πανδημία, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό που καταγράφει η έρευνα, συνδέεται με την ήδη ενεργητική ή σιωπηλή (silent quit)*.
Σύμφωνα με τη Γεωργία Πετράκη, καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (συμμετείχε στη δημόσια παρουσίαση της έρευνας του ΙΝΠ), η Μεγάλη Παραίτηση «εκφράζει μια γενικότερη τάση επανεκτίμησης της σχέσης ζωής και εργασίας, κάτι που σαφώς επηρεάστηκε από τις συνθήκες κινδύνου και αφανισμού λόγω πανδημίας.
Ωστόσο «...η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας (κάτι που περιλαμβάνει και την αμοιβή, αλλά όχι μόνο κι ίσως όχι κυρίαρχα) αποτελεί ένα δυναμικό υπόβαθρο» γι’ αυτήν την Παραίτηση. Αλλωστε, όπως αναφέρει και η ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ, «το β’ τρίμηνο του 2022, το ποσοστό απασχόλησης ήταν το δεύτερο χαμηλότερο στην Ε.Ε., με 9,5 ποσοστιαίες μονάδες απόσταση από τον μέσο όρο της Ε.Ε.».
Νωπά τα σενάρια μη επιστημονικής, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων, φαντασίας για το ξέφρενο πάρτι που τάχα θα άρχιζε στην οικονομία και την κοινωνία μετά το τέλος της πανδημίας. Τελικώς, η ανάκαμψη των προσδοκιών των εργαζομένων δεν είναι αντίστοιχη της μεταβολής που θα ανέμενε κανείς με το τέλος της πανδημίας. Και στην Ελλάδα, 10 χρόνια μετά την υποτίμηση των μισθών και την κατάργηση συλλογικών διαπραγματεύσεων, ο κατώτατος μισθός συνεχίζει να είναι ακόμη πιο χαμηλός από αυτόν του 2012, παραμένει μισθός σχετικής φτώχειας.
Το αν και πώς οι συνθήκες εργασίας και τα χαμηλά επίπεδα αμοιβών επηρεάζουν την πολιτική αξιολόγηση από τους εργαζομένους θα είναι ένα από τα ζητούμενα των εθνικών εκλογών. Ωστόσο, βάσει της έρευνας, περίπου 1 στους 2 εργαζόμενους -ψηφοφόρους- της Ν.Δ. (το 49,3% των ψηφοφόρων στις εθνικές εκλογές του 2019) έκρινε «αρνητικά» ή «μάλλον αρνητικά» την κυβέρνηση στο φλέγον ζήτημα για την εξασφάλιση αξιοπρεπών αμοιβών και προστασίας του εισοδήματος των εργαζομένων.
Τον βαθμό ανασφάλειας από τις συνθήκες εργασίας σε μεταμνημονιακό περιβάλλον κατέγραψε η έρευνα, διαπιστώνοντας ότι, κατά μέσο όρο, περίπου 1 στους 5 θεωρεί πιθανό να απολυθεί ή να μην του ανανεωθεί η σύμβαση από την οποία κερδίζει το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού εισοδήματος, μέσα στον επόμενο χρόνο. Επίσης, οι 7 στους 10 δηλώνουν ότι οι αποδοχές τους δεν επαρκούν για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, με το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων να αγγίζει το σχεδόν το 82%.
Μετά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού το 2022, η Ελλάδα ανήλθε στην 11η από τη 16η στην οποία βρισκόταν το 2021. Θετική εξέλιξη, αλλά ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η απώλεια αγοραστικής δύναμής του είναι διαρκής όσο αυξάνεται το επίπεδο τιμών και, επομένως, θα πρέπει να υπάρξει νέα και σημαντική αύξηση το 2023. Πώς, όμως, θα γίνει, όσο παραμένει απονεκρωμένο το σύστημα των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων;
Κι όπως διαπιστώνει η ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ, «η προστασία των εργαζομένων στην Ελλάδα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι αξιοσημείωτα περιορισμένη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με σχετική Οδηγία της Ε.Ε., η Ελλάδα πρέπει να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης των ΣΣΕ κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες... Αντιθέτως, στις χώρες της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης τα ποσοστά κάλυψης ξεπερνούν το 70%. Αρα, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, τα επόμενα έτη, να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης στο 80%».
* Δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία επαρκή για τον εάν εκδηλώνονται και στη χώρα φαινόμενα σιωπηλής Παραίτησης (από την ανάληψη υψηλόβαθμων θέσεων και μπόνους από την επιχείρηση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου