26 Δεκεμβρίου 2022

Βιβλίο: «Εθνικά κόμματα και πρώιμος μακεδονισμός. Η πολιτική και κοινωνική διάσταση της εθνικής διαπάλης στην ύστερη οθωμανική Μακεδονία», του Τάσου Κωστόπουλου, εκδόσεις "Βιβλιόραμα"

Τάσος Κωστόπουλος, «Εθνικά κόμματα και πρώιμος μακεδονισμός. Η πολιτική και κοινωνική διάσταση της εθνικής διαπάλης στην ύστερη οθωμανική Μακεδονία» (2 τόμοι, 1.224 σελ., Αθήνα 2022, εκδ. Βιβλιόραμα)

 

Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου για τη διαμόρφωση των εθνικών νοερών κοινοτήτων στη Μακεδονία του 1860-1912.

 

Μέχρι σήμερα, η στήλη –όπως και το «Φάντασμα της Ιστορίας», που προηγήθηκε στο κύριο σώμα της «Εφ.Συν.»– έχει παρουσιάσει ουκ ολίγα βιβλία που έκρινε ενδιαφέροντα. Ηρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο επιμελητής της ν’ αφιερώσει ένα δημοσίευμα στη δική του δουλειά. Ο λόγος για τη διδακτορική διατριβή μου, με τίτλο «Εθνικά κόμματα και πρώιμος μακεδονισμός. Η πολιτική και κοινωνική διάσταση της εθνικής διαπάλης στην ύστερη οθωμανική Μακεδονία», που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες σε δυο τόμους από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα.

Πρόκειται, κατά κάποιο τρόπο, για έργο ζωής: η καθαυτό έρευνα και συγγραφή του κράτησε κάπου δέκα χρόνια, στην πραγματικότητα όμως αξιοποίησε διαβάσματα κι αναζητήσεις τριών σχεδόν δεκαετιών. Από τότε, δηλαδή, που ανακάλυψα πως το Μακεδονικό προσφέρει ένα μοναδικό (και παραγνωρισμένο) κλειδί για να καταλάβεις οτιδήποτε συνέβη σε τούτη τη χώρα τον ενάμιση τελευταίο αιώνα, αφ’ ότου ο ελληνικός εθνικισμός απέβαλε τον γενέθλιο απελευθερωτικό «ερυθρό σκούφο» του Ρήγα και του Ροβεσπιέρου για να ντυθεί την αυτοκρατορική χλαμύδα του Μεγαλέξανδρου.

Κεντρική ιδέα του έργου είναι ότι, μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στα γειτονικά βαλκανικά κράτη, το Μακεδονικό δεν υπήρξε μια διένεξη διακριτών ή σαφώς οριοθετημένων «εθνοτήτων», αλλά μια αργόσυρτη και αντιφατική διαδικασία διαμόρφωσης αλληλοαποκλειόμενων εθνικών συλλογικών ταυτοτήτων. Πάνω από όλα, δε, μια καθαρά πολιτική αντιπαράθεση που ξετυλίχθηκε στο εσωτερικό των εγχώριων γλωσσοπολιτισμικών κοινοτήτων, ανάμεσα σε συλλογικότητες που οι πηγές της εποχής αποκαλούν συνήθως «κόμματα», «παρατάξεις» ή «μερίδες»: ελληνικό, βουλγαρικό και σερβικό κόμμα στην περίπτωση των σλαβόφωνων Μακεδόνων, ελληνικό και ρουμανικό σε εκείνη των Βλάχων, ελληνικό και αλβανικό στην περίπτωση των χριστιανορθόδοξων Αρβανιτών κ.ο.κ. Εξ ου και κάποιος σλαβόφωνος Μακεδόνας μπορούσε σε μια φάση της ζωής του να είναι «Ελληνας» και σε μιαν άλλη «Βούλγαρος» ή «Σέρβος», ή ένας Βλάχος τη μια «Ελληνόβλαχος» και την άλλη «Μακεδονορουμάνος», για λόγους που μπορεί να οφείλονταν σε ορθολογική ανάγνωση των συσχετισμών της συγκυρίας, σε απλή ιδιοτέλεια ή σε ειλικρινή στράτευση, απόρροια της ταύτισής του με τα πολιτικοϊδεολογικά συμφραζόμενα αυτής της επιλογής – όπως ακριβώς κάποιος πολίτης μπορεί στις μέρες μας να μεταπηδήσει, απολύτως ειλικρινά και πραγματικά, από το ΠΑΣΟΚ στη Ν.Δ. ή τον ΣΥΡΙΖΑ, κι από εκεί στο ΚΚΕ ή την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τούμπαλιν. Από κάποια στιγμή και μετά, η εθνοκομματική εκείνη αντιπαράθεση και οι εσωτερικές τριβές των αντίπαλων παρατάξεων γέννησαν με τη σειρά τους το «μακεδονικό κόμμα»· ακριβέστερα, μια πλειάδα από ομοειδή εγχειρήματα, διαφορετικής το καθένα προέλευσης, κοινωνικής σύνθεσης και προοπτικής, με κοινό χαρακτηριστικό ένα όραμα συλλογικής απαλλαγής από την «αποικιακή» κηδεμονία των εθνικών κέντρων ή/και τις παρενέργειες του κομματικού/εθνικού διαχωρισμού των τοπικών κοινωνιών.

Αντικείμενο της δίτομης διατριβής, που βασίστηκε σε πρωτογενή έρευνα 45 κρατικών και ιδιωτικών αρχείων της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Βρετανίας και εξαντλητική μελέτη της προϋπάρχουσας σχετικής βιβλιογραφίας σε οκτώ γλώσσες, είναι ακριβώς η διερεύνηση των πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών χαρακτηριστικών αυτής της διαμάχης: τι ακριβώς σήμαινε (και πώς ένας σλαβόφωνος Μακεδόνας γινόταν) «Ελληνας», «Βούλγαρος», «Σέρβος» ή απλώς «Μακεδόνας» στο δεύτερο μισό του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα; Ποιες ελπίδες και ποιοι φόβοι επενδύθηκαν κάθε φορά σ’ αυτό τον αυτοπροσδιορισμό; Τι περιθώρια σχετικής επιλογής διέθεταν κάθε φορά οι απλοί άνθρωποι στις πόλεις και τα χωριά; Ποιοι μηχανισμοί επικαθόριζαν και σε ποιο βαθμό αυτή την εξέλιξη; Ποιος υπήρξε ο ρόλος της εκκλησίας, του σχολείου, των χρηματικών ροών, των μεταναστευτικών δικτύων και της ταξικής πάλης στην όλη διαδικασία; Πόσο έμοιαζαν και πόσο διέφεραν σ’ αυτό τα αντιμαχόμενα εθνικά κόμματα, σε κεντρικό αλλά και σε τοπικό επίπεδο; Ποια υπήρξε η στάση των οθωμανικών αρχών απέναντι σε αυτές τις αντιθέσεις και πόσο καταλυτική αποδείχθηκε η θεσμική, εξωθεσμική ή επαναστατική προσφυγή στη βία για το ξεκαθάρισμά τους;

Ο πρώτος τόμος ξεκινά με την περιγραφή του κοινωνικού και εθνολογικού τοπίου της οθωμανικής Μακεδονίας του 19ου αιώνα, για να εξετάσει κατόπιν τη μετάβαση των χριστιανικών κοινοτήτων της (κυρίως των σλαβόφωνων, που λόγω του όγκου τους αποτέλεσαν και το κατεξοχήν διακύβευμα της όλης διαμάχης) από την προεθνική, θεοκρατική οθωμανική τάξη στη νεωτερική πραγματικότητα των αντιμαχόμενων εθνικών κοινοτήτων και κινημάτων: μετασχηματισμός (μιας μερίδας) των Ρωμιών σε Ελληνες, ανάδυση και ανάπτυξη του σλαβοβουλγαρικού κινήματος κατά περιοχή, πρώτες εκδηλώσεις του «μακεδονικού σεπαρατισμού». Η φάση αυτή ολοκληρώνεται με τη μεγάλη Ανατολική κρίση της δεκαετίας του 1870, η έκβαση της οποίας σηματοδότησε και τη σταδιακή αποκοπή του «Μακεδονικού» από το ευρύτερο «Βουλγαρικό» ζήτημα.

Ο δεύτερος τόμος προχωρά κατόπιν στην ανάλυση των αντίπαλων εθνικών κομμάτων, των εθνικών κέντρων και μηχανισμών που παρενέβαιναν στην εξέλιξη και τις αναμετρήσεις τους, της ιδεολογίας που επένδυσε και τις μεθόδους με τις οποίες διεξήχθησαν αυτές οι τελευταίες, των μορφών συλλογικής κινητοποίησης αλλά και των πρακτικών ορίων του εθνικού διαχωρισμού στο εσωτερικό των τοπικών κοινωνιών. Το τελευταίο κεφάλαιο περιγράφει αναλυτικά τις διάφορες εκδοχές πρώιμου μακεδονισμού που αναδύθηκαν στο γύρισμα του 20ού αιώνα, εκβάλλοντας στο επαναστατικό κίνημα των κομιτατζήδων.

Στις σελίδες που ακολουθούν παραθέτουμε ένα απόσπασμα του βιβλίου, με θέμα τις παρενέργειες της χρηματοδότησης του εθνοκομματικού ανταγωνισμού από τα αντίστοιχα, αντίζηλα εθνικά κέντρα. Για λόγους χώρου έχουν απαλειφθεί βιβλιογραφικές και λοιπές υποσημειώσεις:

________________________________________________________________________

Απ’ τους «αλύτρωτους» στους «θα-μου-δωσεις-άκηδες»

Οι οικονομικές κρίσεις στα εθνικά κέντρα κι οι συνακόλουθες περικοπές των διαθέσιμων κονδυλίων έχουν φυσικά άμεσο αντίκτυπο στην εμβέλεια και το κύρος της αντίστοιχης προπαγάνδας στη Μακεδονία. «Επήλθον εν τέλει αι οικονομικαί του Κράτους δυσχέρειαι, αίτινες ηνάγκασαν ημάς να περικόψωμεν σπουδαίως τα εκπαιδευτικά χορηγήματα ημών καθ’ όν χρόνον οι εθνικοί ημών αντίπαλοι επολλαπλασίασαν αυτά και συνέστησαν ίδια σχολεία όπου διελύθησαν τα ημέτερα», διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε έκθεση του έλληνα προξένου Θεσσαλονίκης κατά τις παραμονές της χρεωκοπίας του 1893. «Η καθυστέρησις επί τοσούτον χρόνων των μισθών των διδασκάλων εμάρανε τον ζήλον αυτών. Η υπό της δημοσιογραφίας διασαλπισθείσα οικονομική του Κράτους κατάστασις εμείωσε μεγάλως το γόητρον ημών απέναντι των εν Μακεδονία χριστιανών και τας ελπίδας αυτών περί απελευθερώσεώς των δι’ ημών».

Για το βουλγαρικό μηχανισμό, η ώρα μιας παρόμοιας κρίσης θα έρθει το 1899-1900, με τη δραματική έλλειψη ρευστότητας που προκάλεσε η καταστροφική διαχείριση του σιδηροδρομικού ζητήματος της πρώην Ανατολικής Ρωμυλίας. «Η κυβέρνηση δεν έχει λεφτά, αλλά ελπίζει πως οι τράπεζες θα της δώσουν, για να θέσει σε κίνηση την κρατική μηχανή και συνεπώς θα κατατεθούν και για το σχολικό έργο εδώ», σημειώνει στο ημερολόγιό του στις 19.9.1899 ο έξαρχος· ένα μήνα αργότερα συμπληρώνει απελπισμένος πως η «οικονομική κατάσταση στη Βουλγαρία [φτάνει] μέχρι χρεωκοπίας», για να συνοψίσει στον τελικό απολογισμό της χρονιάς: «Φέτος χρήματα σχεδόν δεν έρχονται και το σχολικό έργο υποφέρει από τη μείωση του ποσού εδώ και 2-3 χρόνια, και από τη μη έγκαιρη άφιξη χρημάτων εξαιτίας της έλλειψης χρυσού στη Βουλγαρία και της οικονομικής κρίσης».

Ακόμη πιο δραματικοί είναι οι τόνοι που χρησιμοποιεί το επόμενο φθινόπωρο προς το βούλγαρο υπουργό Εξωτερικών, εκλιπαρώντας για την άμεση αποστολή 300.000 λέβα προκειμένου να μην καταρρεύσει οσονούπω ο (απλήρωτος από καιρό) σχολικός μηχανισμός της Εξαρχίας: «Οι σκαπανείς της υπόθεσης αναγκάζονται από τη βία των πραγμάτων να πεινάνε, να ταπεινώνονται για ένα κομμάτι ψωμί μπροστά σε διάφορους κερδοσκόπους και νταραβεριτζήδες και σε συμπλήρωμα όλων αυτών να κοροϊδεύονται από δικούς και ξένους, πως η Εξαρχία φαλίρησε, πως ο βουλγαρικός λαός εξάντλησε τις υλικές του δυνάμεις και ως εκ τούτου δεν υπάρχει λόγος πια για φιλοφρονήσεις μαζί του, όταν αυτός έφτασε μέχρις εκεί, ώστε οι ηγέτες του, οι διαφωτιστές του να απλώνουν χείραν βοηθείας δεξιά κι αριστερά. Άσχημο πράγμα! Οι δάσκαλοι σέρνονται για χρέη στα δικαστήρια και τις φυλακές από κερδοσκόπους πιστωτές, τόσο ξένους όσο και δικούς, Βουλγάρους· τα Οικοτροφεία δεν έχουν ακόμη πληρώσει τα χρέη τους στους προμηθευτές για την περασμένη σχολική χρονιά, και τούτη τη χρονιά μετά βίας μπόρεσαν να βρουν νέους προμηθευτές για να βγάλουν δυο μήνες· αλλά κι αυτό δεν βοηθά. […] Αν μέχρι το τέλος του μήνα δεν πληρωθούν τα χρέη των οικοτροφείων κι οι μισθοί των δασκάλων, κλείνουν τα οικοτροφεία κι οι δάσκαλοι εγκαταλείπουν τα σχολεία, για να μην είναι υπεύθυνοι απέναντι στη συνείδησή τους και την κοινωνία, ότι με όλη την αφέλειά τους πίστεψαν ότι μπορεί να γίνει δουλειά χωρίς λεφτά ψωμί και να τρέφονται οι οικογένειες μόνο με πατριωτικές ιδέες». Η δραματική αυτή κατάσταση δεν εμπόδισε, πάντως, τον προκαθήμενο της βουλγαρικής εκκλησίας ν’ αγοράσει στις αρχές της κρίσης (8.4.1899) την έπαυλη του Λεόν Μπέη, όπου ο ίδιος κατοικούσε επί 19 χρόνια, έναντι 204.000 γροσίων «από άδειες γάμων».

Η εθνική γκρίνια


Από τους τροφίμους των κονδυλίων και το ευρύτερο δίκτυο των εθνικώς ανησυχούντων σε κάθε χώρα, οι όποιες περικοπές καταγγέλλονται άλλωστε σαν ασύγγνωστη ολιγωρία (αν όχι συνειδητή μειοδοσία) απέναντι στον «πακτωλό» των αντίπαλων προπαγανδών. «Οι πλείστοι των Συλλόγων εξέλιπον και, αν τινες διασώζονται έτι, ούτοι επαύσαντο σχεδόν ενεργούντες», θρηνεί λ.χ. η αθηναϊκή «Ελλάς» ήδη από το 1889, καθώς η κυβέρνηση Τρικούπη επιχειρεί ένα στοιχειώδες συμμάζεμα της ακραίας σπατάλης του ΣΔΕΓ [Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, κεντρικού μηχανισμού οργάνωσης κι επιδότησης της ελληνικής εκπαίδευσης και προπαγάνδας στις «αλύτρωτες» οθωμανικές επαρχίες]. «Αι πλείσται των συνδρομών εστείρευσαν και, αν τινες εξακολουθώσιν έτι παρεχόμεναι, αύται δεν εξαρκούσι πλέον ή δεν διατίθενται επιμελώς».

Ακόμη δραματικότερες είναι οι δημόσιες αντιδράσεις μετά τη χρεωκοπία του 1893: οι Μακεδόνες, διαβάζουμε το 1894 σε χαρακτηριστική ανταπόκριση από το Μοναστήρι, μεταπηδούν ομαδικά στην Εξαρχία επειδή «απηλπίσθησαν πλέον εκ της αστοργίας της μητρός των Ελλάδος», οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι της οποίας περιορίζουν τα έξοδά τους «εις ψευδοεπιδείξεις και λουκούλεια γεύματα μετά των εκάστοτε τούρκων διοικητών»· ο ΣΔΕΓ «αρνείται να μισθοδοτή καθηγητάς και διδασκάλους δια τας μεγαλοπόλεις και ενίας των μεγάλων κωμοπόλεων της Μακεδονίας, ενώ τα μικρότερα χωρία, τα και υφιστάμενα αλλεπαλλήλους εφόδους υπό των προπαγανδιστών Βουλγάρων, εγκαταλείπει εις την τύχην των».

Παρόμοια γκρίνια αναπτύσσεται και στις εκθέσεις των δυνητικών παραληπτών του εθνικού χρήματος, ιδίως των πατριαρχικών αρχιερέων. «Οι αρμόδιοι παραβλέποντες όλως την υψίστην σημασίαν» της επισκοπής Πολυανής «υπό έποψιν χωρογραφικήν» επιδεικνύουν «αδιαφορίαν και ακηδείαν ου μην αλλά και αστοργίαν προς την επαρχίαν ταύτην», καταγγέλλει π.χ. το 1900 σε έκθεσή του προς το ΥΠΕΞ ο εκεί επίσκοπος Παρθένιος, «ζητώντας να διατεθή υπέρ αυτής ποσόν ανάλογον της σημασίας και των αναγκών της προς εξυπηρέτησιν των εθνικών συμφερόντων»· μεταξύ των αναλυτικών προτάσεών του για τις σχετικές δαπάνες, περίοπτη θέση περιλαμβάνει –φυσικά– η αύξηση του δικού του επιδόματος. Σε δική του έκθεση προς τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, ο Βοδενών (και πρώην Στρωμνίτσης) Ιερόθεος θεωρεί «απόλυτον και κατεπείγουσα ανάγκην» τον εφοδιασμό του ελληνικού μηχανισμού «δι’ επαρκών οπωσούν μέσων, διότι άλλως άνευ και της ελαχίστης αμφιβολίας και έθνος και εκκλησία απώλωλεν εν Μακεδονία». Τα περί ου ο λόγος μέσα είναι, εννοείται, χρηματικά: «όπως καταπνιχθή εν Γενιτσοίς και τοις περιχώροις ο Βουλγαρισμός και διατηρηθή η επαρχία μου τη εκκλησία και τω έθνει είναι απόλυτος και αναπόφευκτος ανάγκη εφέτος μεν […] να δαπανηθώσιν υπέρ τας πεντακοσίας λίρας, κατόπιν δε, ετησίως και δι’ ολίγον μάλιστα καιρόν, αφ’ ού νομίζω ότι ευρισκόμεθα εις το τέρμα του αγώνος, θα αρκώσι πεντακόσιαι λίραι εκτός των τακτικώς προσφερομένων».

Η απαξίωση των ντόπιων


Αν και σε αισθητά χαμηλότερους τόνους, από τον ενδοϋπηρεσιακό και (σπανίως) το δημόσιο διάλογο δε λείπουν και κάποιες επικρίσεις για τις παρενέργειες αυτής της πολιτικής. Ο ΣΔΕΓ θα παρονομαστεί κάποια στιγμή ειρωνικά σε «Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Χρημάτων», η δε ομοειδής σερβική Εταιρεία του Αγίου Σάββα αποκαλείται κατ’ ιδίαν από τον πρόξενο Κάριτς «Εταιρεία Εκμετάλλευσης του Πατριωτισμού των Λαών της Βαλκανικής Χερσονήσου».

Ακόμη πιο διαφωτιστική είναι η εξατομικευμένη κριτική συγεκριμένων τοπικών στελεχών. Τυπικό δείγμα οι καταγγελίες του προξένου Μοναστηρίου Ναπολέοντα Μπέτσου για δυο καλοπληρωμένους δασκάλους της περιφέρειάς του, τον οχριδινό Πέτρο Πηχεώνα και το μπλατσιώτη Πέτρο Κωνσταντινίδη. Ο πρώτος, «μακαρίως καρπούμενος το αρκετά παχύ επίδομα των 60 λιρών» που του καταβάλλει κάθε χρόνο το προξενείο, αποφεύγει ακόμη και να πληροφορήσει τους εργοδότες του για τις παρενέργειες αυτής της πολιτικής στη μικροσκοπική τοπική πατριαρχική κοινότητα· αποτελούμενη από 15 μόλις οικογένειες «εν μέσω κόσμου καθ’ ολοκληρίαν ξένου προς ημάς», αυτή η τελευταία έχει διχαστεί «εις δύο φατρίας αλληλομαχούσας» που δε διστάζουν να φτάσουν «μέχρι προδοσιών και καταγγελιών» στις αρχές, προκειμένου να ιδιοποιηθούν το πολυπόθητο επίδομα· «εκβληθείς υπό της Εφορίας» απ’ το ελληνικό σχολείο, ο Πηχεών διδάσκει «εν ιδιωτικώ σμικρώ οικήματι παιδία τινά», υποστηριζόμενος από τον πρώην μητροπολίτη Πρεσπών κι «αδιαφορών διά τα συμβαίνοντα, διότι σκοπός αυτού δεν ήτο η εργασία αλλ’ η απόκτησις του μισθού». Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα με τον δεύτερο, «επωφελούμενον της προξενικής αγνοίας και απειρίας και εμπορευόμενον τα εκπαιδευτικά και άλλα ζητήματα» του καζά Καϊλαρίων, όπου ως δάσκαλος του Εμπορίου ασκούσε «φαινομενικώς εποπτικήν εργασίαν». Σύμφωνα με τον Μπέτσο, «ο νέος ούτος ο γιγνώσκων τα κοινά γράμματα και μη εστερημένος ευφυΐας δεν εσυνήθισε ποτέ να εργασθή, θεωρήσας ως και ήτο ευκολώτερον και επικερδέστερον το επάγγελμα του πατριώτου». Μετά τη μετάθεσή του απ’ το Εμπόριο στο Τίρνοβο εγκατέλειψε τη Μακεδονία και τον Αύγουστο του 1894 κατέφυγε στην Αθήνα, «καραδοκών την επάνοδον της εποχής εκείνης καθ’ ήν τόσα και τόσα παράσιτα εκ του εθνικού χρήματος ετρέφοντο, δημιουργήσαντα δυσχερείας και ζητήματα και περιπετείας ή εις προδοσίας καταλήξαντα»· επιπλέον, «εν Αθήναις άνευ θέσως και χρημάτων παραμένων, ο Π. Κωνσταντινίδης κατώρθωσε να εκδίδη και εφημερίδα δαπάνη, ως κοινώς πιστεύεται, της Τουρκικής Πρεσβείας εγκωμιάζων εν μέσαις Αθήναις και στεφανώνων τον Σουλτάνον, καθ’ όν χρόνον ούτος κατεπάτει τα προνόμια της Μεγάλης Εκκλησίας και εξέδιδε φιρμάνια εις τους Βουλγάρους αρχιερείς».

Για τον έλληνα πρόξενο, είναι προφανές πάντως ότι το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε μια-δυο ατομικές περιπτώσεις αλλά αφορά μια ολόκληρη κοινωνική κατηγορία τροφίμων των εθνικών κονδυλίων: «οι ανά το στόμα την πατρίδα και τα συμφέροντα αυτής φέροντες, οι εκλιπαρούντες και μύρια μετερχόμενοι τεχνάσματα όπως προσενέγκωσιν υπηρεσίας», αποφαίνεται, «απεδείχθη εκ μακράς πείρας ότι είναι ή τυχοδιώκται ή ανίκανοι να μετέλθωσι πάσαν άλλην εργασίαν, εξ ής να πορισθώσιν εντίμως τα προς το ζην· αποτυγχάνοντες δε του σκοπού των προσφεύγουσιν εις την προδοσίαν προς τους Τούρκους και τούτους αντί χρημάτων υπηρετούντες ή προσφεύγοντες από της ελληνικής φιλοπατρίας εις την ρουμανικήν, την σερβικήν, την βουλγαρικήν, καθόσον αρχικός αυτών σκοπός και κύριον ελατήριον δεν ήτο η φιλοπατρία, υπέρ ής εφαίνοντο κοπτόμενοι, αλλά το ακόπως ζην και εκμεταλλεύεσθαι τας περιστάσεις».


Επιστέγασμα αυτής της κριτικής θ’ αποτελέσουν οι καταγγελίες της «διαφθοράς» κι «εθνικής ασυνειδησίας» των Μακεδόνων, με έμφαση στην κουλτούρα συναλλαγής με τα αντιμαχόμενα εθνικά κέντρα που αυτοί έχουν αναπτύξει στο πέρασμα του χρόνου. Όπως διαπιστώνουμε από το διαθέσιμο αρχειακό υλικό, η αντίληψη αυτή συνιστά κοινό τόπο στο εσωτερικό όλων ανεξαίρετα των εθνικών επιτελείων· ουδέποτε όμως διατυπώνεται δημόσια και πανηγυρικά, μ’ εξαίρεση τις διαμαρτυρίες των ίδιων των Μακεδόνων για τη συνακόλουθη περιφρονητική αντιμετώπισή τους.

Υπάρχουν βέβαια κάποιοι εξωτερικοί παρατηρητές που δε διστάζουν να εκφράσουν ανοιχτά αυτή τη διάχυτη αντίληψη. «Δώστε λεφτά και θ’ αγοράσετε ακόμη και το Σύλλογο των Ελλήνων», δηλώνει το 1881 στους βούλγαρους συνομιλητές του ένας εβραίος μεσίτης της Θεσσαλονίκης, ένας ρώσος πρόξενος θεωρεί το 1901 δεδομένο ότι χιλιάδες μακεδονόπουλα θα προσέφευγαν στις «εθνικές» εκπαιδευτικές υπηρεσίες ακόμη και μιας κινέζικης αποστολής προκειμένου να τραφούν κι ενδυθούν δωρεάν, ενώ ένας γάλλος πρόξενος θα δηλώσει χαριτολογώντας στον Μπρέιλσφορντ «ότι μ’ ένα κονδύλι ενός εκατομμυρίων φράγκων θ’ αναλάμβανε να κάνει όλη τη Μακεδονία γαλλική. Αυτός θα κήρυττε πως οι Μακεδόνες είναι οι απόγονοι των γάλλων σταυροφόρων που κατέκτησαν τη Θεσσαλονίκη το δωδέκατο αιώνα, τα δε φράγκα θα κανόνιζαν τα υπόλοιπα». Πολύ πιο εντυπωσιακές απ’ αυτή την εξωτερική ειρωνική ματιά είναι ωστόσο οι αντίστοιχες παραδοχές των ίδιων των εθνικών επιτελείων που διασταυρώνουν τα ξίφη τους για τον προσεταιρισμό του επίμαχου πληθυσμού.

«Φαίνεται ότι οι κάτοικοι της επαρχίας ταύτης υπήρξαν εις πολλά μέρη εκπεφυλισμένοι, αλλάζοντες ευκόλως θρησκείαν και εθνικότητα», αποφαίνεται εν έτει 1900 ο Πολυανής Παρθένιος, λίγα χρόνια μετά τον τσιφλικά Χατζηλαζάρου που καυτηρίαζε τους «απλοϊκούς χωρικούς» ότι «δελεάζονται διά 5 ή 6 λιρών ίν’ αποβάλωσι την πάτριον θρησκείαν». «Πολλάκις απεδείχθη η ηθική διαφθορά των Ελληνοβλάχων», αποφαίνεται το 1890 ο πρόξενος Μοναστηρίου, για «φαύλους πλειστηριαστάς της συνειδήσεώς των» κάνει λόγο ο συνάδελφός του στις Σέρρες το 1900, «συρφετόν άνευ συνειδήσεως και αρχών» χαρακτηρίζει το 1906 «το πλείστον του χριστιανικού πληθυσμού των Γενιτσών» ο σχολικός επιθεωρητής Χατζηκυριακού, ενώ το 1899 ο γιατρός και πράκτορας στο Μοναστήρι Ανδρέας Αρβανίτης εξηγεί στην Αθήνα πως «ο κόσμος εδώ διεφθάρη εις απίστευτον βαθμόν, και όσοι δύνανται να πράξωσί τι υπέρ ημών θέλουσι και κάποιαν παροχήν».

Εξίσου προβληματική εμφανίζεται η κατάσταση στα διαμφισβητούμενα χωριά, όπου σύμφωνα με τον πρόξενο Σερρών «οι χωρικοί μεταβάλλουσι θρησκείαν [=μιλέτ] ευκολώτερον παρ’ ό,τι τις εξ ημών αλλάσσει ενδύματα». «Η καθ’ ημάς ελληνική» κοινότητα «ευρίσκεται εν τελεία αποσυνθέσει», διαπιστώνει το 1903 στο Εμπόριο Καϊλαρίων ο επιθεωρητής Αναστάσιος Νάλτσας. «Εθνικόν φρόνημα δεν υπάρχει, άγονται και φέρονται υπό καθαρώς συμφεροντολογικών ρημάτων». Στο χωριό υπήρχαν επίσημα 175 εξαρχικές κι 22 ή 39 πατριαρχικές οικογένειες, την πραγματικότητα θ’ αναλάβει όμως να εξηγήσει στον επιθεωρητή ένας ντόπιος πατριαρχικός προύχοντας: «την αλήθειαν αν θέλης, 3 ή 4 οικογένειαι είνε ημέτεραι και 4-5 βουλγαρικαί, αι λοιπαί κατά το χρήμα που θα βγη». Την ίδια εικόνα συμμερίζεται κατά την παραμονή του στη Γευγελή στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου κι ο συνταγματάρχης Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, μετέπειτα διοικητής του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Μικρασία: «Ο κόσμος είναι πολύ πρόστυχος εδώ και πολύ Μακεδόνες, μ’ εννοείς», γράφει χαρακτηριστικά στη γυναίκα του τον Απρίλιο του 1913. «Πατριωτισμός είναι το συμφέρον και η ανάγκη».

Παρόμοιες εκτιμήσεις συναντάμε και στη βουλγαρική πλευρά, και δη στο ψηλότερο δυνατό επίπεδο. «Χθες είμουνα στο Ορτάκιοϊ και συναντήθηκα με την Αυτού Αγιότητα», σημειώνει π.χ. στις 18.7.1904 στο ημερολόγιό του ο βούλγαρος διπλωματικός πράκτορας στην Κωνσταντινούπολη, Γκριγκόρ Νάτσοβιτς. «Συζητήσαμε για πολλά πράγματα, άκουσα όμως ένα καινούριο, καινούριο επειδή βγαίνει από το στόμα του Εξάρχου. Σύμφωνα με αυτόν, οι Μακεδόνες είναι έτοιμοι ν’ ασπαστούν όποια εθνικότητα και νάναι, μόνο και μόνο για να βγάλουν λεφτά. Ο Έξαρχος τους άκουσε να λένε πως είναι καλό να υποκρίνονται σερβικά αισθήματα μόνο και μόνο για να παίρνουν κι από τους Σέρβους λεφτά. “Ας μας στείλουν κι οι Σέρβοι λίγα λεφτά, έλεγαν, για να σπουδάσουμε τα παιδιά”. “Τέτοιοι είναι αυτοί”, προσθέτει». Η επισήμανση του Νάτσοβιτς, πως τα παραπάνω είναι «καινούρια» μόνο και μόνο επειδή τα συμμερίζεται ο προκαθήμενος της Εξαρχίας, δεν είναι καθόλου τυχαία: στον καθημερινό λόγο των Βουλγάρων της Ηγεμονίας, «μακεδονικές πόρτες» αποκαλούνται την ίδια εποχή οι πόρτες που ανοιγοκλείνουν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση τις σπρώξει κανείς, ενώ αρκετά διαδεδομένος ήδη από τη δεκαετία του 1890 είναι ο εκ μέρους τους προσβλητικός χαρακτηρισμός των Μακεδόνων σαν «θα-μου-δωσεις-άκηδες» (ќемидадешковци) και η περιφρονητική απαξίωση του πατριωτισμού τους με τις εκφράσεις –στα σλαβομακεδονικά– «θα μου δώκεις λεφτά, θα με κάμω Βούλγαρο» (ќе ми дадеш пари, ќе ми чинам Бугарин) ή «σφραγίδα μου είναι, κι εδώ τη βάνω κι εκεί τη βάνω» (мюхюр ми е, и овде го клаам и онде го клаам).

Η ίδια περίπου απαξιωτική αποστροφή για το «εμπόριο με την εθνική συνείδηση», που στη Μακεδονία «έχει καταστεί σύνηθες γεγονός», κυκλοφορεί και στο εσωτερικό του σερβικού μηχανισμού: «δώσε λεφτά, θα γίνω Σέρβος, δε δίνεις, γίνομαι ό,τι θέλω». Ακόμη πιο εύγλωττη είναι η εξομολογητική αποστροφή του γεωγράφου Βλάντιμιρ Κάριτς για τη φύση της σχέσης του με το ντόπιο πληθυσμό στα Σκόπια, όπου υπηρετεί ως σέρβος πρόξενος: «Το τρίτο το οποίο χρειάζομαι», γράφει τον Ιανουάριο του 1891 στον πρωθυπουργό Σάβα Γκρούιτς, «είναι ν’ αγοράζω ιερείς, κοινοτάρχες και να εξαγοράζω τούρκους υπαλλήλους. Όποτε σκέφτομαι αυτόν τον ακραία εξαχρειωμένο λαό, πάντα μου έρχεται στο νου ο ήρωας του Γκόγκολ στις “Νεκρές Ψυχές”, ο Τσιτσικόφ, που αγοράζει νεκρές ψυχές. Εδώ η ψυχή είναι για πούλημα, αυτό το γεγονός πρέπει να το αναγνωρίσουμε με απόγνωση».

Η άλλη όψη

Μολονότι ανταποκρίνονται σε υπαρκτές πραγματικότητες, συμπεριλαμβανομένης της αυτοδιάψευσης των ίδιων των αντίζηλων εθνικών προπαγανδών, οι παραπάνω αφορισμοί αδυνατούν ωστόσο να ερμηνεύσουν σφαιρικά το αντιφατικό φαινόμενο της εθνικής συγκρότησης στο μακεδονικό χώρο κατά τις ύστατες δεκαετίες της οθωμανικής κυριαρχίας. Η συλλογική «εξαγορά» των Μακεδόνων από το χρήμα των εθνικών κέντρων δεν μπορεί π.χ. να εξηγήσει την εμμονή του σκληρού πυρήνα των αντίπαλων εθνικών κομμάτων –στο μικροεπίπεδο ιδίως του χωριού– στη διατήρηση των θέσεων και της ταυτότητάς τους, ακόμη κι όταν αυτή η τελευταία συνεπαγόταν προσωπικές θυσίες δυσανάλογες προς τις όποιες προσόδους· αν η εθνική διαπάλη ήταν αποκλειστικά και μόνο υπόθεση κονδυλίων, τότε στο γύρισμα του αιώνα δε θα χρειαζόταν να χυθεί καθόλου αίμα. Η εθνική ιδεολογία έχει κι αυτή τη δική της υλικότητα, καθώς διαπλέκεται με ποικίλες κοινωνικές αντιθέσεις τις οποίες πολιτικοποιεί ως εθνικές. Για μια πλήρη εικόνα, θα πρέπει ως εκ τούτου να εξετάσουμε δυο ακόμη πτυχές του εθνικού φαινομένου, αλληλένδετες μεταξύ τους: την ιδεολογία και κυρίως την κοινωνική πρακτική των αντίπαλων εθνικών παρατάξεων.

ΠΗΓΗ: της "ΕφΣυν" 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου