του Ανδρέα Κοσιάρη
Στις 23 Δεκεμβρίου 2022, ένας άνδρας άνοιξε πυρ στο πολιτιστικό κέντρο της Κουρδικής κοινότητας «Αχμέτ-Καγιά» στην περιοχή Στρασμπούρ-Σεντ-Ντενί του Παρισιού, σκοτώνοντας την Εμινέ Καρά, ηγέτιδα του κουρδικού γυναικείου κινήματος στη Γαλλία, τον μουσικό Μιρ Περβέρ και έναν απλό πολίτη, τον Αμπντουλραχμάν Κιζίλ. Η τριπλή δολοφονία, αλλά και η μυστηριώδης στάση του γαλλικού κράτους, προκάλεσε την οργή της κοινότητας των Κούρδων στη Γαλλία, και έφερε μνήμες από μία άλλη επίθεση, δέκα χρόνια νωρίτερα, που παραμένει ακόμα καλυμμένη από ένα πέπλο μυστικότητας.
Από όσα έχουν γίνει γνωστά μέχρι στιγμής, ο δολοφόνος είναι ένας 69χρονος Γάλλος με το όνομα Γουίλιαμ Μ., πρώην οδηγός τραίνου. Ο ίδιος δήλωσε στις αρχές ότι κίνητρό του ήταν το «ρατσιστικό μίσος», που του είχε γίνει «παθολογική εμμονή» — με βάση την κατάθεσή του και εξέταση από ψυχίατρο της γαλλικής αστυνομίας, ακυρώθηκε η προφυλάκισή του και διατάχθηκε ο εγκλεισμός του σε αστυνομικό ψυχιατρικό ίδρυμα. Οι γαλλικές αρχές δεν αντιμετωπίζουν το γεγονός ως τρομοκρατική ενέργεια, αλλά ως τη μεμονωμένη δράση ενός «ανισόρροπου ατόμου».
Μια περίεργα στοχευμένη «τυφλή επίθεση»
Όμως, όπως αποκάλυψε η γαλλική εφημερίδα L’Humanite, τα στοιχεία δείχνουν την ύπαρξη κινήτρων που ξεφεύγουν από την απλή «ψυχολογική ανισορροπία» ενός ρατσιστή. Ο δολοφόνος φαίνεται να είχε πολύ συγκεκριμένο στόχο: τη σχεδιαζόμενη συνάντηση μιας ομάδας περίπου 60 ακτιβιστριών της κουρδικής κοινότητας που επρόκειτο να διεξαχθεί στο πολιτιστικό κέντρο — σε ένα παιχνίδι της τύχης, η συνάντηση καθυστέρησε για μία ώρα και ο Γουίλιαμ Μ. δεν την πέτυχε.
Επιπρόσθετα, και αναντίστοιχα με μία υποτιθέμενη επίθεση τυφλού ρατσιστικού μίσους, ένα όχημα άφησε τον Γουίλιαμ Μ. ακριβώς έξω από το πολιτιστικό κέντρο — ο «ανισόρροπος ρατσιστής» αγνόησε τα δεκάδες καταστήματα μεταναστών της πολυπολιτισμικής περιοχής και στράφηκε σε παρακείμενο εστιατόριο και κομμωτήριο μόνο αφότου επιτέθηκε στο πολιτιστικό κέντρο.
Οι θαμώνες του κομμωτηρίου τον ακινητοποίησαν και τον αφόπλισαν, με τη γαλλική αστυνομία να επεμβαίνει μονάχα κατόπιν εορτής — παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με δηλώσεις εκπροσώπων της κουρδικής κοινότητας, 20 μέρες νωρίτερα είχαν εκφράσει φόβους για επιθέσεις εναντίον τους και είχαν ζητήσει από τις γαλλικές αρχές ενισχυμένη προστασία.
Ο υπουργός Εσωτερικών της Γαλλίας, Ζεράρ Νταρμαμάν, επισκέφτηκε το πολιτιστικό κέντρο μετά την επίθεση. Εκεί, αφότου αρνήθηκε να συναντηθεί με τους ηγέτες των κουρδικών οργανώσεων, δήλωσε ότι ο δολοφόνος ήταν άγνωστος στις γαλλικές υπηρεσίες εσωτερικής ασφάλειας και δεν ήταν καταγεγραμμένος στα κιτάπια τους ως «μέλος της ακροδεξιάς».
Οι δηλώσεις του Νταρμαμάν έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το γεγονός ότι ο Γουίλιαμ Μ. ήταν μέχρι μία εβδομάδα πριν προφυλακισμένος για επίθεση με σπαθί σε καταυλισμό μεταναστών στο πάρκο Μπερσί του Παρισιού τον Δεκέμβριο του 2021. Είχε επίσης εις βάρος του δύο καταδίκες, για ένοπλη βία το 2016 και παράνομη κατοχή όπλου το 2017. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος με πολλαπλές καταδίκες και μέχρι πρότινος προφυλακισμένος για ρατσιστική επίθεση, να μη βρίσκεται στο «ραντάρ» των υπηρεσιών ασφαλείας;
Οι μνήμες μιας άλλης δολοφονίας
Η συνάντηση των ακτιβιστριών, την οποία φαίνεται να στόχευε ο Γουίλιαμ Μ., επρόκειτο να διεξαχθεί για να οργανωθούν οι διαδηλώσεις μνήμης για τη συμπλήρωση 10 ετών από μια άλλη τριπλή δολοφονία στο ίδιο κουρδικό πολιτιστικό κέντρο στο Παρίσι. Τη νύχτα μεταξύ 9 και 10 Ιανουαρίου 2013, τρεις δραστήριες ακτιβίστριες της Κουρδικής κοινότητας βρέθηκαν νεκρές.
Επρόκειτο για την 29χρονη Φιντάν Ντογάν, την 24χρονη Λεϊλά Σαϊλεμέζ και την 59χρονη Σακινέ Τσανσίζ, συν-ιδρύτρια του Εργατικού Κόμματος Κουρδιστάν (PKK). Κάθε μία από τις τρεις δολοφονημένες βρέθηκε εκτελεσμένη με πολλαπλές σφαίρες στον λαιμό και το κεφάλι.
Ως ύποπτος για εκείνη τη δολοφονία συνελήφθη ο Ομέρ Γκιουνέι, 34χρονος Τούρκος υπήκοος που εργαζόταν στο αεροδρόμιο Σαρλ Ντε Γκολ. Από καταθέσεις συγγενών του προέκυψε πως ο Γκιουνέι ήταν υπερεθνικιστής και ανήκε στη νεοφασιστική οργάνωση των «Γκρίζων Λύκων». Προέκυψαν επίσης συνδέσεις του Γκιουνέι με τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, έπειτα και από διαρροή στο ίντερνετ τηλεφωνικών του συνομιλιών με ύποπτους ως πράκτορες της MIT.
Ο Γκιουνέι πέθανε τον Δεκέμβριο του 2016, συνέπεια ενός όγκου στο κεφάλι, πέντε εβδομάδες προτού την προγραμματισμένη έναρξη της δίκης του. Οι γαλλικές αρχές έσπευσαν να κλείσουν την υπόθεση, που θα ξανάνοιγε το 2019. Όμως οι λεπτομέρειες της είναι μέχρι και σήμερα άγνωστες, καλυμμένες από τον χαρακτηρισμό του «αμυντικού απόρρητου». Έτσι, δεν είναι γνωστός ο βαθμός συμμετοχής των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών στη δολοφονία, ούτε εάν επρόκειτο για εντολή της ηγεσίας τους ή δράση ημι-αυτονομημένων στοιχείων εντός τους — την εποχή της τριπλής δολοφονίας διεξάγονταν ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Τουρκίας και PKK, που ουσιαστικά σαμποταρίστηκαν και κατέρρευσαν έπειτα από αυτήν.
Ο τότε υπουργός Εσωτερικών Μανουέλ Βαλς, που έναν χρόνο αργότερα θα γινόταν πρωθυπουργός της κυβέρνησης Φρανσουά Ολάντ, είχε κάνει πολύ παρόμοιες δηλώσεις με τις σημερινές του Νταρμαμάν. Για την κουρδική κοινότητα, οι παραλληλισμοί είναι προφανείς.
Η επιθετικότητα του γαλλικού κράτους
Έπειτα από τη δολοφονία της 23ης Δεκεμβρίου, η κοινότητα των Κούρδων της Γαλλίας και αλληλέγγυα τμήματα της γαλλικής κοινωνίας πραγματοποίησαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Η πλειοψηφία των ΜΜΕ, όπως και διάφοροι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, προέβαλλαν τις διαδηλώσεις ως βίαιες αντιδράσεις, στοχοποιώντας την κουρδική κοινότητα σε ένα πλαίσιο γενικού χαρακτηρισμού των μεταναστών ως «ανεπίδεκτων ένταξης» στην ευρωπαϊκή κοινωνία.
Στην πραγματικότητα, η βία των διαδηλωτών αποτέλεσε απάντηση στη βία της γαλλικής αστυνομίας, που ειδικά επί της πολιτικής ηγεσίας του Νταρμαμάν έχει φτάσει σε νέα επίπεδα καταστολής. Η αστυνομία επιτέθηκε στους διαμαρτυρόμενους την ίδια ημέρα της δολοφονίας, όταν αυτοί επιχείρησαν να προσεγγίσουν την επικοινωνιακή φιέστα του Νταρμαμάν έξω από το πολιτιστικό κέντρο.
Επίθεση δέχτηκαν οι διαδηλωτές και την επόμενη ημέρα, σε μια επιλογή του γαλλικού κράτους να καταστείλει όσους απαιτούσαν δικαιοσύνη για τη δολοφονία. Η επιλογή αυτή εντάσσεται σε ένα γενικό πλαίσιο επιθετικότητας του γαλλικού κράτους προς τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, αλλά και τους πολίτες που δεν μπορούν να ενταχθούν στο προφίλ του «παραδοσιακού (δηλαδή λευκού) Γάλλου».
Όπως έχουμε τονίσει και στο πρόσφατο παρελθόν, ο γαλλικός νεοφιλελευθερισμός είτε στη σοσιαλιστική είτε στη δεξιά του εκδοχή, αλλά ειδικά στη Μακρονική, έχει οικειοποιηθεί τη συνθηματολογία και τα προτάγματα της ακροδεξιάς, φτάνοντας να κατηγορεί τη Μαρίν Λε Πεν ως «επιεική απέναντι στο Ισλάμ» (!). Το γαλλικό κράτος έχει οξύνει τη ρητορική, τη νομοθεσία και την αστυνομική δράση απέναντι σε αυτούς που επιχειρεί να βαπτίσει ως «εσωτερικούς εχθρούς», πριμοδοτώντας έτσι τη ραγδαία άνοδο της ακροδεξιάς και τις τρομοκρατικές της φαντασιώσεις περί «πολέμου των πολιτισμών». Άλλωστε και η πολύ «μοδάτη» το τελευταίο διάστημα ρατσιστική θεωρία της «Μεγάλης Αντικατάστασης», έχει πολλές από τις ρίζες της στη γαλλική ακροδεξιά διανόηση.
Αν σε αυτήν την επιθετικότητα του γαλλικού κράτους προσθέσουμε τη μυστικοπάθειά του και τη διφορούμενη στάση του απέναντι στις φετινές, αλλά και στις προ δεκαετίας δολοφονίες, δημιουργείται ένα περίεργο κοκτέιλ καταστολής και απόκρυψης.
Μπορεί από τα μέχρι στιγμής γνωστά δεδομένα να μην στοιχειοθετείται κάποια ευθεία ανάμειξη της Τουρκίας στην τριπλή δολοφονία, όμως οι χρονικές συμπτώσεις, τα ανοιχτά ερωτηματικά και η στάση των γαλλικών αρχών ρίχνουν σκιές στην υπόθεση. Ειδικά αν συνυπολογιστούν οι παραδοσιακά καλές σχέσεις μεταξύ των μυστικών υπηρεσιών Γαλλίας και Τουρκίας — παρά τις κατά καιρούς δημόσιες «κόντρες» Μακρόν και Ερντογάν.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου