«Μετανάστες στον τόπο τους»: Οι εκτοπισμένοι της Θεσσαλίας που ζουν δύο χρόνια σε κοντέινερ
Στη Θεσσαλία, δύο χρόνια μετά τις καταστροφικές πλημμύρες του 2023, κάτοικοι ζουν ακόμη στην προσφυγική δομή του Κουτσόχερου. Την ίδια στιγμή, μόνο στη Φαρκαδόνα, η Ελλάδα έχει δαπανήσει διαχρονικά εκατ. ευρώ σε αναξιοποίητες υποδομές και «προσωρινές» λύσεις. Η νέα έρευνα του Solomon καταγράφει πώς, ενώ οι πιέσεις της κλιματικής κρίσης και της μετανάστευσης διασταυρώνονται, το ελληνικό κράτος παραμένει ανίκανο να τις διαχειριστεί.
Έρευνα:
Φωτογραφίες:
Εικονογράφηση:
Τα νερά που πλημμύρισαν τη Φαρκαδόνα Τρικάλων, τον Σεπτέμβριο του 2023, έφτασαν μέχρι το ταβάνι του σπιτιού της Αννούλας Βαλιάκου.
Όταν το νερό υποχώρησε, άφησε τα πάντα καλυμμένα στη λάσπη· το σπίτι, χτισμένο από τους γονείς της τη δεκαετία του ’70, δεν ήταν πλέον κατοικήσιμο — όπως και εκατοντάδες άλλα. Η κακοκαιρία Daniel έσπασε το ρεκόρ ημερήσιου ύψους βροχής στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω, σύμφωνα με την 59χρονη Βαλιάκου, «ολοκληρωτική καταστροφή».
Στις ημέρες που ακολούθησαν τα ακραία φαινόμενα, που μετέτρεψαν τη θεσσαλική πεδιάδα σε απέραντη λίμνη, και καθώς οικογένειες έβρισκαν καταφύγιο σε έναν πρόχειρο καταυλισμό, το Solomon επισκέφθηκε την περιοχή. Άνδρες του στρατού έστηναν λευκούς μουσαμάδες πάνω σε πασσάλους, δημιουργώντας χώρο για περίπου 80 ανθρώπους που δεν είχαν πού αλλού να μείνουν.

Εναέρια άποψη του Κεραμιδίου, χωριού δύο χιλιόμετρα από τη Φαρκαδόνα, το οποίο βυθίστηκε κάτω από το νερό μετά την κακοκαιρία Daniel, Σεπτέμβριος 2023. Φωτογραφίες: Iason Athanasiadis.

Οι σκηνές δεν προορίζονταν ποτέ για μακροχρόνια διαμονή. Υπό τον φόβο νέων έντονων βροχοπτώσεων, οι αρχές άρχισαν να πιέζουν τους κατοίκους να μετακινηθούν ξανά — αυτή τη φορά όχι σε σκηνές, αλλά στα κοντέινερ της προσφυγικής δομής στο Κουτσόχερο, που μέχρι τότε φιλοξενούσε αιτούντες άσυλο από τη Συρία, το Αφγανιστάν κι άλλες χώρες.
Τότε, πολλοί κάτοικοι αντέδρασαν.
Για τη Βαλιάκου, η προοπτική να ζήσει σε προσφυγική δομή φαινόταν αδιανόητη. Για χρόνια, τέτοιες δομές συνδέονταν με «τους άλλους» — ανθρώπους που έφταναν στην Ελλάδα με βάρκες ή με τα πόδια. Η δομή ήταν περιφραγμένη, επιτηρούμενη, μακριά από τον οικισμό.
«Όλοι θέλουμε να μείνουμε στον τόπο μας», είχε πει στο Solomon ένα ηλιόλουστο απόγευμα του Σεπτεμβρίου 2023, λίγες μέρες μετά την κακοκαιρία, καθώς στεκόταν στο γρασίδι δίπλα στη σκηνή που μοιραζόταν με την ξαδέλφη της. Ωστόσο, καθώς οι εβδομάδες περνούσαν και τα σπίτια παρέμεναν πλημμυρισμένα, την άρνηση αντικατέστησε η ανάγκη: το Κουτσόχερο εκκενώθηκε από σχεδόν 900 αιτούντες άσυλο για να φιλοξενήσει περίπου 180 Έλληνες πλημμυροπαθείς, ανάμεσά τους και τη Βαλιάκου.

Κατεστραμμένα αυτοκίνητα και συντρίμμια συσσωρευμένα στη Φαρκαδόνα μετά τις πλημμύρες, Σεπτέμβριος 2023. Φωτογραφία: Iason Athanasiadis.

Προσωπικά αντικείμενα και έπιπλα στοιβαγμένα έξω από κατεστραμμένα σπίτια στη Φαρκαδόνα μετά τις πλημμύρες. Φωτογραφία: Iason Athanasiadis.
Δύο χρόνια αργότερα, το Solomon επέστρεψε στη Φαρκαδόνα και τα γύρω χωριά, για να αναζητήσει τι απέγιναν όσοι εκτοπίστηκαν από τις πλημμύρες.
Έγγραφα που αποκαλύπτουν κρατικά σχέδια, επιτόπιο ρεπορτάζ —συμπεριλαμβανομένων συνεντεύξεων με ανθρώπους που εξακολουθούν να ζουν στο Κουτσόχερο, με τοπικούς αξιωματούχους που υπόσχονται εδώ και καιρό στεγαστικά έργα, και με ειδικούς που προειδοποιούν πως οι κλιματικές καταστροφές επιταχύνουν την ερήμωση της υπαίθρου— συνθέτουν το πορτρέτο μιας πολλαπλής κρίσης:
- οικογένειες εγκλωβισμένες στην αναμονή,
- κρατική βοήθεια που καθυστερεί,
- εκατ. ευρώ ξοδεμένα σε αναξιοποίητες υποδομές και «προσωρινές» λύσεις που κινδυνεύουν να γίνουν μόνιμες,
- και μια προσφυγική δομή που πλέον στεγάζει τους εκτοπισμένους των φυσικών καταστροφών με ελληνικό διαβατήριο.
Η διασυνοριακή έρευνα του Solomon, σε συνεργασία με το ιταλικό Meridio News, καταγράφει πώς, από την ελληνική ύπαιθρο έως τα ιταλικά νησιά, τέμνονται οι πιέσεις της κλιματικής κρίσης και της μετανάστευσης.
«Είναι τρελή ειρωνεία»
Από το 2016, το Solomon καταγράφει το φαινόμενο της μετανάστευσης στην Ελλάδα, παρακολουθώντας τη διαδρομή των ανθρώπων που πέρασαν από τις ίδιες ακριβώς δομές φιλοξενίας. Μόνο το 2015, περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι εισήλθαν στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας — οι περισσότεροι παραμένοντας για μήνες εγκλωβισμένοι στα νησιά — κατά τη διάρκεια αυτού που έμεινε γνωστό ως η «προσφυγική κρίση».
Ως ένα από τα κύρια εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί πύλη αλλά και τόπο φιλοξενίας για εκτοπισμένους ανθρώπους που αναζητούν καταφύγιο στην Ευρώπη.

Πλημμυροπαθής από τη Φαρκαδόνα μέσα στο κοντέινερ όπου διέμενε στην προσφυγική δομή του Κουτσόχερου πέρυσι. Φωτογραφία: Iason Athanasiadis.
Η ιστορία της Αννούλας Βαλιάκου αποτυπώνει μια νέα, ανατρεπτική πραγματικότητα: τα ακραία κλιματικά φαινόμενα οδηγούν πλέον και Έλληνες πολίτες στον εκτοπισμό. Οι ίδιοι άνθρωποι στεγάζονται σήμερα σε υποδομές που κάποτε χτίστηκαν για πρόσφυγες πολέμου — συχνά μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά από εκείνους, βιώνοντας μια εκδοχή της ίδιας εμπειρίας.
Στη Φαρκαδόνα, κάτοικοι διασώθηκαν με βάρκες, μεταφερόμενοι μέσα από δρόμους που είχαν μετατραπεί σε ποτάμια — σκηνές που θύμιζαν τις επικίνδυνες θαλάσσιες διαδρομές στη Μεσόγειο. Αργότερα, ο πρόχειρος καταυλισμός με τις σειρές από λευκές σκηνές του στρατού, έμοιαζε με τις σκηνές της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ στα νησιά του Αιγαίου, εκεί όπου έφταναν οι νεοαφιχθέντες πρόσφυγες.
«Είναι τρελή ειρωνεία», είπε στο Solomon η Πηνελόπη Παπαηλία, ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, που μελετά τις συνέχειες του εκτοπισμού στην ελληνική κοινωνία, αναφερόμενη στο θέαμα Ελλήνων πολιτών εκτοπισμένων από την κλιματική καταστροφή να ζουν σήμερα στο Κουτσόχερο. «Νιώθουν άραγε κάποια συγγένεια με αυτούς;».
Δύο χρόνια στο Κουτσόχερο
«Ίσως να μην έχει ξανασυμβεί ποτέ, παγκοσμίως, να φιλοξενεί ένας καταυλισμός ταυτόχρονα ντόπιους και μετανάστες», είχε πει στο Solomon ο πρώην διοικητής του Κουτσόχερου, Απόστολος Παπαπαρίσης, τον Σεπτέμβριο του 2024. Το χαρακτήρισε «ένα παγκόσμιο πείραμα με απόλυτη επιτυχία».
Για όσους ζούσαν μέσα στη δομή, όμως, η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο σύνθετη.
Η Έντιτα Φιλέροβα, που έμεινε εκεί οκτώ μήνες με την οικογένειά της, διανύοντας τον πρώτο δύσκολο χειμώνα, θυμάται την ανακούφιση της άφιξης: «Είπαμε “είναι μόνο για τον χειμώνα, θα περάσει”. Ήταν μια άμεση λύση. Υπήρχε θέρμανση, ζεστό νερό, φαγητό. Δεν είχαμε παράπονα».
Όταν όμως οι πρόσφυγες επέστρεψαν, οι εντάσεις δεν άργησαν να φανούν.
«Μερικοί [Έλληνες] έφυγαν, γιατί φοβήθηκαν», λέει. «Έλεγαν πως, αφού αυτοί προέρχονται από χώρες του πολέμου, ποιος ξέρει τι άνθρωποι είναι».
Ακόμα και τα δικά της παιδιά άρχισαν να επαναλαμβάνουν ρατσιστικά σχόλια που άκουγαν από ενήλικες. «“Εμείς είμαστε εδώ γιατί μας πλημμύρισε το σπίτι. Εκείνοι είναι τώρα εδώ γιατί έφυγαν από πόλεμο. Εσύ κάποια μέρα θα γυρίσεις σπίτι σου — αυτοί δεν μπορούν”», προσπάθησε να τους εξηγήσει. «Τέτοιες καταστάσεις είναι που δοκιμάζουν την ανθρωπιά σου», λέει στο Solomon.
Η Φιλέροβα είναι Τσέχα, που μετανάστευσε στην Ελλάδα πριν από δεκαετίες και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία.

Εναέρια άποψη της δομής του Κουτσόχερου, όπου μεταφέρθηκαν ορισμένοι πλημμυροπαθείς. Φωτογραφία: Iason Athanasiadis.

Στο Κουτσόχερο, οι διαμένοντες στη δομή έμεναν — και παραμένουν — χωριστά: από τη μία πλευρά οι πλημμυροπαθείς, από την άλλη οι πρόσφυγες, με έναν δρόμο να χωρίζει τις δύο κοινότητες στη μέση. «Δεν είχαμε καμία επαφή μαζί τους», θυμάται η Φιλέροβα.
Από την πλευρά των προσφύγων, η απογοήτευση ήταν έντονη.
«Η κατάσταση στο καμπ είναι φρικτή με κάθε δυνατό τρόπο», είπε στο Solomon ο Ζεινεντίν, ένας 17χρονος αιτών άσυλο από τη Συρία, που ζούσε στο Κουτσόχερο την ίδια περίοδο που μεταφέρθηκαν εκεί οι πλημμυροπαθείς.
«Περιμέναμε δύο μήνες για γιατρούς». Η επαφή με τους Έλληνες, πρόσθεσε, δεν επιτρεπόταν. «Ένα αυτοκίνητο σεκιούριτι μάς γυρνούσε πίσω. Είναι μόνοι τους κι είμαστε μόνοι μας».

Η Ελλάδα έχει ξοδέψει εκατ. ευρώ σε αναξιοποίητες δομές
Οι πρόσφυγες και οι πλημμυροπαθείς δεν είναι οι μόνες περιπτώσεις εκτοπισμού και μετακίνησης πληθυσμών στη σύγχρονη ιστορία της περιοχής.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, περίπου 250 οικογένειες Ποντίων — πολλές από τη Γεωργία, την Αρμενία και άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες — εγκαταστάθηκαν στη Φαρκαδόνα. Η Ελλάδα είχε τότε υποσχεθεί μόνιμες κατοικίες, όμως οι οικογένειες έζησαν για δεκαετίες σε «προσωρινά» κοντέινερ, που έγιναν τελικά τα μόνιμα σπίτια τους για πάνω από τριάντα χρόνια.

Στη Φαρκαδόνα εγκαταστάθηκαν 250 οικογένειες παλιννοστούντων το 1993 σε κοντέινερ, με αρκετές από αυτές να ζουν εκεί μέχρι και σήμερα. Άποψη του οικισμού, Σεπτέμβριος 2025.
Αεροφωτογραφία: © Γιάννης Φλούλης / Solomon
Στο μεταξύ, ένα ημιτελές συγκρότημα κατοικιών εξακολουθεί να στέκει στην άκρη της πόλης.
Ένα σχέδιο ανάπτυξης προοριζόταν να αντικαταστήσει τα κοντέινερ. Μέχρι το 2014 είχαν κατασκευαστεί 93 μικρές κατοικίες, με κόστος 3,8 εκατ. ευρώ. Όμως βασικά έργα, όπως η αποχέτευση και η ηλεκτροδότηση, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ και τα σπίτια έμειναν άδεια. Το 2019 δαπανήθηκε επιπλέον σχεδόν μισό εκατ. ευρώ (478.500) για την ολοκλήρωσή τους — χωρίς και πάλι να παραδοθούν.
Τον Μάιο του 2025, ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας, Δημήτρης Κουρέτας, ανακοίνωσε ότι 30 από τα σπίτια που παρέμεναν ανενεργά θα δοθούν επιτέλους σε οικογένειες, ενώ τα υπόλοιπα θα διατεθούν σε πλημμυροπαθείς. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τοπικού Τύπου, κατά τον απολογισμό πεπραγμένων στο Δημοτικό Συμβούλιο Φαρκαδόνας, ο περιφερειάρχης διαβεβαίωσε ότι έχει εξασφαλιστεί νέα χρηματοδότηση για τη συντήρηση των κατοικιών. Το Solomon κατά την επίσκεψή του στον οικισμό κατέγραψε τα σημάδια εγκατάλειψης και τις φθορές από τα χρόνια αχρησίας.
Η Περιφέρεια Θεσσαλίας δεν απάντησε σε ερωτήματα του Solomon σχετικά με τα σχέδια συντήρησης των κατοικιών, το κόστος και το χρονοδιάγραμμα μετεγκατάστασης των πλημμυροπαθών.
Ο δήμαρχος Φαρκαδόνας, ωστόσο, επιβεβαίωσε τις δηλώσεις του Περιφερειάρχη, αναφέροντας ότι έχει επιτευχθεί συμφωνία με την Περιφέρεια και το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας για την ολοκλήρωση των κατοικιών, ώστε οι οικογένειες να μπορέσουν να εγκατασταθούν.

Οι 93 μικρές κατοικίες στην Φαρκαδόνα, που προορίζονταν για τους παλιννοστούντες, ποτέ δεν κατοικήθηκαν. Φωτογραφία: Γιάννης Φλούλης / Solomon. Σεπτέμβριος 2025.

Τον Σεπτέμβριο του 2025, κατά την επίσκεψή του στον οικισμό, το Solomon κατέγραψε τα σημάδια εγκατάλειψης και τις φθορές από τα χρόνια αχρησίας ενός έργου που κόστισε πάνω από 4 εκατομμύρια. Φωτογραφίες: Γιάννης Φλούλης / Solomon. Σεπτέμβριος 2025.

Μετά τις πλημμύρες του 2023, παραδόθηκαν στη Φαρκαδόνα 28 προκατασκευασμένες μονάδες κοντέινερ, χρηματοδοτούμενες από έργο υποδομών ύψους άνω των 600.000 ευρώ. Τα κοντέινερ τοποθετήθηκαν στην ίδια περιοχή που είχε χρησιμοποιηθεί για τους σεισμοπαθείς του 2021 — με ορισμένους να ζουν ακόμη εκεί.
Ενώ λοιπόν η Ελλάδα έχει ξοδέψει διαχρονικά τουλάχιστον 4,7 εκατ. ευρώ σε αυτά τα έργα σε έναν μόνο δήμο, ορισμένες οικογένειες πλημμυροπαθών εξακολουθούν να ζουν μέχρι και σήμερα στην δομή του Κουτσόχερου.
Ο δήμαρχος Φαρκαδόνας, Σπύρος Αγνάντης, υποβάθμισε την κατάσταση, λέγοντας στο Solomon: «Οι λίγοι άνθρωποι που ζουν στο Κουτσόχερο θέλουν να μείνουν εκεί. Έχουν νερό, φαγητό, ρεύμα και ιατρική φροντίδα εντός της δομής».

Το 2021, σεισμόπληκτοι μεταφέρθηκαν σε κοντέινερ στη Φαρκαδόνα (στιγμιότυπο Google Maps κάτω). Ένα χρόνο μετά τον Daniel, τοποθετήθηκαν νέα κοντέινερ για να φιλοξενήσουν πλημμυροπαθείς, τα οποία παραμένουν άδεια μέχρι σήμερα (πάνω φώτο). Φωτογραφία: Γιάννης Φλούλης / Solomon

Για κατοίκους όπως η Αννούλα Βαλιάκου, όμως, αυτό που μετρά περισσότερο είναι να βρίσκονται κοντά στο σπίτι τους. Η ίδια είπε ότι θα έφευγε ευχαρίστως από το Κουτσόχερο για να μετακομίσει στα κοντέινερ της Φαρκαδόνας, απλώς και μόνο για να ξαναβρεθεί «στον τόπο της», εκεί όπου, όπως λέει, ανήκει.

Χάρτης της Φαρκαδόνας. Η Ελλάδα έχει δαπανήσει διαχρονικά τουλάχιστον 4,7 εκατ. ευρώ σε αναξιοποίητες υποδομές και «προσωρινές» λύσεις μόνο στην κοινότητα της Φαρκαδόνας, ενώ ορισμένες οικογένειες πλημμυροπαθών εξακολουθούν, δύο χρόνια μετά, να ζουν στη δομή του Κουτσόχερου. Εικονογράφηση: Γαλάτεια Ιατράκη / Solomon.
«Το κράτος έλειπε»
Στη Φαρκαδόνα, οι κάτοικοι περιγράφουν μια αίσθηση εγκατάλειψης από το κράτος, ακόμη και όταν τεράστιες εκτάσεις παρέμεναν πλημμυρισμένες. Τον Σεπτέμβριο του 2023, ενώ ελικόπτερα πετούσαν πάνω από τα χωριά, η βοήθεια που έφτανε στο έδαφος ήταν ελάχιστη. Ο 69χρονος Δημήτρης Μπρεζιώτης, που έχασε το σπίτι του στις πλημμύρες, λέει: «Μας άφησαν στο έλεος του Θεού».
Όπως λέει, δεν ήταν το κράτος που στάθηκε δίπλα τους, αλλά οι γείτονες, οι σύλλογοι και άγνωστοι με βάρκες. Δύο χρόνια αργότερα, το ίδιο συναίσθημα εξακολουθεί να κυριαρχεί.
«Έλειπαν. Το κράτος έλειπε», λέει ο Ξάνθος Νάτσινας, ιδιοκτήτης ταβέρνας στην Φαρκαδόνα και μέλος της τοπικής επιτροπής πλημμυροπαθών.
Κατά την επίσκεψή του σε πλημμυρισμένες περιοχές το 2023, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υποσχεθεί πως «ό,τι χάσαμε θα το ξαναχτίσουμε μαζί — το κράτος και οι πολίτες». Η κυβέρνηση ανακοίνωσε έκτακτη αποζημίωση για νοικοκυριά και αγρότες, με τις ευθύνες να μοιράζονται ανάμεσα στο κεντρικό κράτος και στις περιφερειακές και τοπικές αρχές της Θεσσαλίας.
Ωστόσο, οι κάτοικοι λένε ότι οι διαδικασίες ήταν αργές και αδιαφανείς, και ότι οι πληρωμές καλύπτουν μόνο ένα μέρος από ό,τι χάθηκε.

Η Ελένη Φασούλα, κάτοικος Φαρκαδόνας, μέσα στο σπίτι της που καταστράφηκε από τις πλημμύρες, Νοέμβριος 2023. Φωτογραφία: Λυδία Εμμανουηλίδου.

Η Φασούλα έξω από το σπίτι της που καταστράφηκε από τις πλημμύρες, Νοέμβριος 2023. Φωτογραφία: Λυδία Εμμανουηλίδου.
«Φτιάξαμε τις πόρτες, τα παράθυρα, μόνο τα απαραίτητα, αφού δεν έχουμε πάρει ακόμα τα χρήματα. Περιμένουμε», λέει η 66χρονη Ελένη Φασούλα, δύο χρόνια μετά τον Daniel. Πέρασε ένα χρόνο στο Κουτσόχερο με τον σύζυγό της και την ηλικιωμένη πεθερά της, αφού οι πλημμύρες κατέστρεψαν το σπίτι τους στη Φαρκαδόνα.
Οι πληγέντες από τις πλημμύρες είχαν δικαίωμα σε αρωγή έως και 6.600 ευρώ για οικοσυσκευές και πρώτες βιοτικές ανάγκες, και μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση για στεγαστική συνδρομή – δωρεάν κρατική αρωγή (80%) και άτοκο δάνειο (20%) με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου – για έως 150 τετραγωνικά μέτρα κατοικίας.

Η Αθηνά Μπαλάφα, μέλος της επιτροπής πλημμυροπαθών Φαρκαδόνας και η ίδια πλημμυροπαθής, Σεπτέμβριος 2025. Φωτογραφία: Γιάννης Φλούλης / Solomon

Κατεστραμμένο από τις πλημμύρες σπίτι στην Φαρκαδόνα, Σεπτέμβριος 2025. Φωτογραφία: Γιάννης Φλούλης / Solomon
«Τι να κάνεις με αυτά; Τι μπορείς πραγματικά να κάνεις;» αναρωτιέται η Αθηνά Μπαλάφα, πλημμυροπαθής και μέλος της επιτροπής πληγέντων Φαρκαδόνας.
«Κάνουν μια σούμα ό,τι έχεις στο σπίτι — 6.600 ευρώ, αυτά είναι. Με αυτά πρέπει να αγοράσεις πλυντήριο, κουζίνα, κρεβάτια, κουρτίνες, κουβέρτες, κατσαρόλες, ψυγείο… Και τι μένει για τα υπόλοιπα;».
Η αδερφή της τη φιλοξενεί μαζί με την οικογένειά της στα Τρίκαλα για δύο χρόνια. «Και πάμε για τρίτο», προσθέτει.
Περιμένοντας την επόμενη καταστροφή
Οι κάτοικοι υποστηρίζουν ότι το κράτος εμφανίστηκε προσωρινά μόνο
κατά τις πλημμύρες, αλλά η απουσία του στην προετοιμασία για την επόμενη
καταστροφή είναι ακόμη πιο εμφανής. «Η πρόληψη είναι το πιο σημαντικό —
όχι μόνο για τις πλημμύρες, αλλά και για τους σεισμούς, τις πυρκαγιές,
όλα», λέει ο Νάτσινας.
Απογοητευμένη από την αδράνεια, η επιτροπή
συνέταξε τη δική της λίστα απαιτήσεων: ενίσχυση αναχωμάτων,
αντιπλημμυρική θωράκιση αγροτικών εκτάσεων, αποκατάσταση δημόσιων
υποδομών και διασφάλιση διαφάνειας στον τρόπο υπολογισμού των
αποζημιώσεων.
Ωστόσο, η πρόοδος είναι αργή, λέει ο Νάτσινας.
Σε όλη τη Θεσσαλία, οι αρχές έχουν προειδοποιήσει ότι η ουσιαστική προστασία από πλημμύρες θα κόστιζε δισ. ευρώ. Μία πρόσφατη εκτίμηση τοποθετεί το κόστος στα περίπου 3 δισ. ευρώ, όμως μεγάλο μέρος της διαθέσιμης χρηματοδότησης δεν έχει ακόμα εκταμιευτεί από τις εθνικές αρχές, και λίγες εργασίες έχουν ξεκινήσει.
Το Solomon ζήτησε από το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας να σχολιάσει σχετικά με τη χρηματοδότηση και τις σχετικές εργασίες, χωρίς όμως να λάβει απάντηση.
Ένα εθνικό φαινόμενο
Η Φαρκαδόνα δεν αποτελεί εξαίρεση. Ό,τι συνέβη εκεί αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης πραγματικότητας: σε όλη την Ελλάδα, οι κλιματικές καταστροφές και οι πιέσεις της μετανάστευσης συγκρούονται στις ίδιες περιοχές, αναγκάζοντας συχνά υποδομές που χτίστηκαν για την μια κρίση να χρησιμοποιηθούν για την άλλη.
Το φετινό καλοκαίρι, η Κρήτη αποτέλεσε το ίδιο παράδειγμα σύγκλισης. Τον Ιούλιο, οι πυρκαγιές οδήγησαν στην εκκένωση περισσότερων από 5.000 κατοίκων και τουριστών, υπερφορτώνοντας τις τοπικές υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης στην καρδιά της τουριστικής περιόδου. Ταυτόχρονα, αυξήθηκαν οι αφίξεις από τη Λιβύη. Σύμφωνα με την ομάδα νομικής βοήθειας Refugee Support Aegean (RSA), περισσότεροι από 7.300 άνθρωποι έφτασαν στην Κρήτη και τη Γαύδο μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2025 — ξεπερνώντας τον συνολικό αριθμό της προηγούμενης χρονιάς.
Η κυβέρνηση απάντησε αναστέλλοντας τις αιτήσεις ασύλου για νέες αφίξεις από τη Βόρεια Αφρική, επικαλούμενη πίεση στα συστήματα υποδοχής. Στη συνέχεια, ψήφισε νόμο που επιβάλλει ποινές φυλάκισης για απορριφθέντες αιτούντες άσυλο. Στη Φαρκαδόνα κυκλοφόρησαν φήμες ότι οι Έλληνες πλημμυροπαθείς θα αναγκαστούν να φύγουν από το Κουτσόχερο για να φιλοξενηθούν κρατούμενοι.
«Οι κλιματικοί μετανάστες δεν ανήκουν στο μέλλον — είναι το ανθρώπινο πρόσωπο της σημερινής κλιματικής κρίσης», δήλωσε ο Κώστας Βλαχόπουλος, ερευνητής στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ). «Ως το μέτωπο της Ευρώπης, η Ελλάδα πρέπει να πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση μιας ανθρωπιστικής, βασισμένης στα δικαιώματα προσέγγισης που προστατεύει τους ανθρώπους και όχι μόνο τα σύνορα, πριν η μετακίνηση πληθυσμών γίνει ανθρωπιστική καταστροφή».
Το ΕΣΠ συνυπέγραψε πρόσφατα, μαζί με το WWF Ελλάς, μια έκθεση που ζητά δράση για τη μετανάστευση που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή.
Η κλίμακα του εκτοπισμού
Η ιστορία της Ελλάδας είναι γεμάτη μετακινήσεις ανθρώπων. Σχεδόν όλοι
γνωρίζουν κάποιον ή έχουν απόγονο που αναγκάστηκε να φύγει ή να
επιστρέψει. Κάποτε, οι λόγοι για μετανάστευση ήταν πόλεμος ή οικονομική
δυσκολία. Σήμερα, σε αυτούς προστίθεται μια νέα, ισχυρή δύναμη: τα
ακραία κλιματικά φαινόμενα.
Μεταξύ 2008-2023, η Ελλάδα κατέγραψε
περισσότερες από 213.000 εσωτερικές μετακινήσεις λόγω πλημμυρών,
πυρκαγιών και καταιγίδων — τον υψηλότερο αριθμό μεταξύ των κρατών-μελών
της ΕΕ, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία
Περιβάλλοντος.
Το Κέντρο Παρακολούθησης Εσωτερικού Εκτοπισμού (IDMC) κατέγραψε πάνω από 21.000 εσωτερικές μετακινήσεις στην Ελλάδα λόγω της κακοκαιρίας Daniel το 2023. Πρόκειται για περιπτώσεις όπου άνθρωποι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν, μία ή περισσότερες φορές, εξαιτίας της καταστροφής.
Παγκοσμίως, οι καταστροφές προκάλεσαν 26,4 εκατομμύρια νέους εσωτερικούς εκτοπισμούς — η πλειονότητα λόγω πλημμυρών και καταιγίδων, σύμφωνα με το IDMC.

Η επιστήμη μπορεί πλέον να ποσοτικοποιεί την επίδραση της κλιματικής αλλαγής σε αυτές τις καταστροφές. Μια μελέτη του 2025 από την ομάδα World Weather Attribution έδειξε ότι οι συνθήκες που τροφοδότησαν τις φονικές πυρκαγιές σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο ήταν περίπου δέκα φορές πιο πιθανές λόγω της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, ενώ κάποιες αναλύσεις δείχνουν ότι οι πυρκαγιές ήταν περίπου 20% εντονότερες απ’ ό,τι θα ήταν διαφορετικά.
Οι ίδιες ευπάθειες απειλούν όλη τη Μεσόγειο. Στο πλαίσιο της παρούσας διασυνοριακής έρευνας, το Solomon συνεργάστηκε με το ιταλικό Meridio News, που εξέτασε πώς η μετανάστευση και η κλιματική κρίση αλληλεπιδρούν στη Σικελία — μια ακόμη περιοχή της νότιας Ευρώπης με μακρά ιστορία μετανάστευσης και τώρα αντιμέτωπη με νέες μορφές εκτόπισης. Εκεί, πυρκαγιές, πλημμύρες και ακραία ζέστη αναγκάζουν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, ενώ οι αρχές παραμένουν εγκλωβισμένες σε αντιδραστικές, έκτακτες παρεμβάσεις. Περιβαλλοντικές οργανώσεις προειδοποιούν ότι, όπως στην Ελλάδα, ο ανεπαρκής αστικός σχεδιασμός και η αδύναμη διακυβέρνηση ενισχύουν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, αφήνοντας τους ανθρώπους απροστάτευτους απέναντι στην επόμενη καταστροφή.
Κοιτάζοντας μπροστά, η κλίμακα του εκτοπισμού που οφείλεται στην κλιματική κρίση αναμένεται να αυξηθεί δραματικά.
Προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας εκτιμούν ότι έως πέντε εκατ. άνθρωποι στην Ανατολική Ευρώπη και την Κεντρική Ασία μπορεί να αναγκαστούν να μετακινηθούν εντός των χωρών τους μέχρι το 2050, σε σενάρια κλιματικής καταστροφής. Οι προβλέψεις είναι υποθετικές, αλλά το μήνυμα των επιστημόνων είναι σαφές: η Νότια Ευρώπη — από τις ελληνικές πεδιάδες έως τα ιταλικά νησιά — είναι από τις περιοχές που εκτίθενται περισσότερο στη ζέστη, την ξηρασία, τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές.
«Χωρίς σημαντικές επενδύσεις στην ανθεκτικότητα και στη δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης οικοσυστημάτων, η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στις αυξανόμενες πιέσεις της κλιματικής κρίσης», δήλωσε στο Solomon η Θεοδότη Νάντσου, υπεύθυνη πολιτικής του WWF Ελλάς. Προειδοποίησε ότι, με την οικονομία ήδη πιεσμένη, η αυξανόμενη συχνότητα καταστροφών όπως η κακοκαιρία Daniel και οι μεγάλες πυρκαγιές απειλεί όχι μόνο το οικοσύστημα αλλά και την οικονομία και την κοινωνική συνοχή.
Η ζωή μετά τις πλημμύρες
Για χωριά όπως η Φαρκαδόνα, οι καταστροφές έχουν συνέπειες πέρα από τα κατεστραμμένα σπίτια και χωράφια. Αλλάζουν την καθημερινή ζωή, καθορίζουν ποιοι μένουν και ποιοι φεύγουν και επιταχύνουν τάσεις που ήδη απογυμνώνουν την ύπαιθρο.
Ένα Σάββατο του Σεπτεμβρίου 2025, η λαϊκή αγορά της Φαρκαδόνας απλωνόταν γύρω από την κεντρική πλατεία, αλλά οι σειρές των πάγκων ήταν πιο αραιές από ότι συνήθιζαν να είναι πριν τις πλημμύρες. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, πολλοί πωλητές έχουν φύγει και οι πελάτες είναι λιγότεροι. Ο αγρότης Βάιος Ρούντος, που πουλάει προϊόντα εδώ περίπου 20 χρόνια, στεκόταν στον πάγκο του με καρπούζια και πεπόνια, με ένα ξεθωριασμένο καπέλο με την ελληνική σημαία να σκιάζει το πρόσωπό του. «Μια φορά υπήρχε δουλειά, βγάζαμε το μεροκάματο», είπε. «Τώρα δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερα. Μας έπιασε η φτώχεια».
«Η Φαρκαδόνα τελείωσε, πέρασε», λέει η Ουρανία Βασιλείου, 52 ετών, ιδιοκτήτρια βενζινάδικου στην άκρη του χωριού.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2021, η κοινότητα της Φαρκαδόνας είχε πληθυσμό 1.829 κατοίκους. Σήμερα, και μετά την καταστροφή που μεσολάβησε από το 2021, οι κάτοικοι ισχυρίζονται πως πλέον δεν έχουν απομείνει περισσότεροι από 800 άνθρωποι στο χωριό, με πολλούς να μετακινούνται σε γειτονικά χωριά, τις πόλεις ή ακόμα και στο εξωτερικό. Ο δήμαρχος Φαρκαδόνας είπε στο Solomon πως οι αρχές δεν διαθέτουν επίσημα στοιχεία.
Η αποσπασματική αντίδραση του κράτους αποτελεί ένα μόνο μέρος της ιστορίας. Η βαθύτερη πρόκληση, προειδοποιούν οι ειδικοί, είναι δημογραφική. Τέτοιες καταστροφές, λέει ο Βύρων Κοτζαμάνης, δημογράφος στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, λειτουργούν ως «επιταχυντές» μακροχρόνιας παρακμής σε περιοχές όπως η Θεσσαλία, όπου ο πληθυσμός ήδη γηράσκει και συρρικνώνεται.
«Τώρα ο κόσμος είναι πολύ λιγότερος και φτωχοποιημένος. Δεν υπάρχει ρευστότητα. Πώς να κινηθεί η αγορά;», λέει η Μπαλάφα, που διατηρούσε επιχείρηση fitness και διατροφής με τον σύζυγό της πριν τις πλημμύρες.
Σε όλη τη Θεσσαλία, τέτοιες ιστορίες πληθαίνουν — οικογένειες διασκορπισμένες, επιχειρήσεις κλειστές, χωριά απογυμνωμένα. Όσοι μένουν αντιμετωπίζουν μια ακόμα πρόκληση: όχι μόνο να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους, αλλά και να ανακτήσουν τη θέση τους στο τοπίο που κάποτε αποκαλούσαν δικό τους.
Αναμένοντας την επιστροφή
Δύο χρόνια μετά την κακοκαιρία Daniel, η Αννούλα Βαλιάκου ζει ακόμη στην δομή του Κουτσόχερου — μία από περίπου 30 κατοίκους που παρέμεναν εκεί τον Σεπτέμβριο του 2025.
Ένας μανάβης κάθεται έξω από την δομή με το βαν του μέχρι το σούρουπο. Τη νύχτα, η Βαλιάκου κάνει βάρδιες ως καθαρίστρια στο νοσοκομείο· την ημέρα επιστρέφει στον οικίσκο της στη δομή, περιμένοντας την στιγμή που θα επιστρέψει στο σπίτι της στην Φαρκαδόνα.
Η ανοικοδόμηση προχωρά αργά και η ίδια βιώνει αβεβαιότητα. Η κρατική αποζημίωση που έλαβε δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τις ζημιές στο σπίτι της. Λέει ότι δεν έχει παράπονα από τη βοήθεια του κράτους μέχρι στιγμής — έχει στέγη, παρέχεται καθημερινά φαγητό και οι εκτοπισμένοι μπορούν να μείνουν όσο χρειαστεί. Όταν ρωτήθηκε αν αισθάνεται «κλιματική πρόσφυγας», αποφεύγει τη σύγκριση: «Δεν το νιώθω. Ήταν μια καταστροφή. Έγινε, πέρασε, γυρίζουμε σελίδα. Προχωράμε».
Για εκείνη, όπως και για πολλούς άλλους πριν από εκείνη, το στρατόπεδο έχει γίνει τόπος αναμονής. «Ελπίζω να φύγω σύντομα», είπε στο Solomon τον Σεπτέμβριο του 2025.
Για άλλους στη Φαρκαδόνα, η εμπειρία έχει θολώσει τα γνώριμα όρια. «Είναι μετανάστες στον τόπο τους», λέει ο Νάτσινας. «Αυτοί οι άνθρωποι δεν πήγαν εκεί γιατί το θέλανε. Ήταν αξιοπρεπείς, νοικοκυρεμένοι. Φύγανε γιατί τους έκανε η ανάγκη, δεν είχαν σπίτια να μείνουν».
Θυμάται πώς ο θείος του κάποτε είχε φύγει για την Αμερική, άλλοι συγγενείς για τη Γερμανία ή την Αυστραλία — και οι συγχωριανοί του έφευγαν για επιβίωση και καλύτερη ζωή. Σήμερα βλέπει το ίδιο στους Σύρους, Αφγανούς και Λίβυους που φτάνουν στις ελληνικές ακτές.
«Λέμε για ανθρώπους ότι είναι “λαθρομετανάστες”», λέει. «Αλλά υπάρχει λαθραίος άνθρωπος στον πλανήτη; Δεν υπάρχει παράνομος άνθρωπος».
Έκανε παύση. «Υπάρχει κοινωνική φροντίδα για τους ευάλωτους [μετανάστες]; Καμία. Και ούτε για εμάς υπάρχει».
Η παρούσα έρευνα αποτελεί μέρος της διασυνοριακής σειράς «Από τόπους άφιξης σε τόπους αναχώρησης: πώς οι κρίσεις του προσφυγικού και της κλιματικής αλλαγής τέμνονται σε Ελλάδα και Ιταλία», και πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Journalismfund Europe.
Η Stefania D’Ignoti συνέβαλε με ρεπορτάζ από τη Σικελία, ενώ οι Iason Athanasiadis και Florian Schmitz με ρεπορτάζ από τη Θεσσαλία.
Κεντρική φωτογραφία: Στη Φαρκαδόνα, που επλήγη από τις πλημμύρες, ένας άνδρας 70 ετών, που έμεινε άστεγος, περιμένει στο δρόμο με τα προσωπικά του αντικείμενα, ελπίζοντας να βρει μεταφορά προς το επόμενο χωριό. Φωτογραφία: Iason Athanasiadis, Σεπτέμβριος 2023.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου