14 Οκτωβρίου 2025

Αρχαιολογία / Από τον Γλά στην Παπούρα: Χορηγίες, συμφέροντα και κρατικοεταιρική διαπλοκή (ΕΙΚΟΝΕΣ)

Από τον Γλά στην Παπούρα: Χορηγίες, συμφέροντα και κρατικοεταιρική διαπλοκή

Από τα πρώτα της βήματα, η εγκληματολογία αναπτύχθηκε ως επέκταση της κρατικής εξουσίας, ορίζοντας ως «έγκλημα» αποκλειστικά ό,τι το ίδιο το κράτος επιλέγει να ποινικοποιήσει. Έτσι, ενώ εστίαζε σε αδικήματα ατόμων όπως η κλοπή ή η ανθρωποκτονία, απέκρυψε συστηματικά τις βιαιότερες πρακτικές του ίδιου του κράτους: πολέμους, γενοκτονίες και καταπίεση, παρότι αυτές προξενούσαν και εξακολουθούν να προξενούν σημαντικές κοινωνικές βλάβες που επηρεάζουν τη ζωή πολύ μεγάλου αριθμού ανθρώπων 

Η αρχαιολογία είναι η ιστορική επιστήμη που εξάγει τα συμπεράσματά της από τη διαλεκτική σχέση της ύλης με τον ιστορικό χρόνο. Στην Ανθρωπόκαινο, όμως, αυτή η σχέση έχει αλλάξει ριζικά, καθώς οι ανθρωπόκαινες υλικότητες, όπως καταδεικνύουν οι Επιστήμες του Γήινου Συστήματος (Earth system sciences), προκάλεσαν τον συγχρονισμό του φυσικού με τον ιστορικό χρόνο. Σε αυτό το μεταίχμιο μεταξύ φυσικών και ανθρωπιστικών επιστημών, η αρχαιολογία αποκτά στρατηγική σημασία. Η συμβολή της γίνεται καθοριστική τόσο για τη διατήρηση της κληρονομιάς, όσο και για τη μελέτη της μεταβολικής σχέσης των κοινωνιών με τα οικοσυστήματα, ακόμη και για την ακριβή τεκμηρίωση εγκληματολογικών ερωτημάτων. Από αυτή την άποψη, η σχέση της αρχαιολογίας με την εγκληματολογία είναι οργανική, επειδή η ανάπτυξη του ενός κλάδου ενισχύει την επεξηγηματική ακρίβεια και δρομολογεί την ανάπτυξη του άλλου. Παράλληλα, οι αντιφάσεις του ενός κλάδου αντανακλούν αναγκαστικά και τις αντιφάσεις του άλλου. 

Από τα πρώτα της βήματα, η εγκληματολογία αναπτύχθηκε ως επέκταση της κρατικής εξουσίας, ορίζοντας ως «έγκλημα» αποκλειστικά ό,τι το ίδιο το κράτος επιλέγει να ποινικοποιήσει. Έτσι, ενώ εστίαζε σε αδικήματα ατόμων όπως η κλοπή ή η ανθρωποκτονία, απέκρυψε συστηματικά τις βιαιότερες πρακτικές του ίδιου του κράτους: πολέμους, γενοκτονίες και καταπίεση, παρότι αυτές προξενούσαν και εξακολουθούν να προξενούν σημαντικές κοινωνικές βλάβες που επηρεάζουν τη ζωή πολύ μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Με αυτόν τον τρόπο, λειτούργησε ως ιδεολογικός μηχανισμός που αποκρύπτει τις βίαιες και καταστροφικές πλευρές της κρατικής εξουσίας, νομιμοποιώντας την κρατική βία.  

Στη συνέχεια, η κριτική εγκληματολογία απομυθοποίησε αυτήν την επιλεκτική τύφλωση. Στο επίκεντρό της τοποθέτησε τη συμμαχία κράτους και κεφαλαίου, εισάγοντας τον κεντρικό όρο του κρατικο-εταιρικού εγκλήματος (state-corporate crime), ορίζοντας έτσι τις σοβαρές κοινωνικές βλάβες που πηγάζουν ακριβώς από την αλληλεπίδραση πολιτικών και οικονομικών οργανισμών.  

Η ιστορική πραγματικότητα επιβεβαιώνει ξεκάθαρα αυτή τη διαπίστωση: οι καταστροφές που προκλήθηκαν από αποφάσεις πολιτικών και οικονομικών ελίτ -από την αποικιακή λεηλασία και τη γενοκτονία αυτοχθόνων πληθυσμών έως τους παγκόσμιους πολέμους και τις οικολογικές καταστροφές της βιομηχανικής εποχής- υπερτερούν κατά πολύ, σε κλίμακα και επιπτώσεις, της παραδοσιακής «εγκληματικότητας του δρόμου». Παρ’ όλα αυτά, η παραδοσιακή εγκληματολογία αδυνατεί να εντάξει στο αναλυτικό της πλαίσιο τέτοιες περιπτώσεις δομικής βίας. Η εμμονή της στα ατομικά αδικήματα υποβαθμίζει συστηματικά τη σημασία των εγκλημάτων των ελίτ, των οποίων οι συνέπειες πλήττουν εκατομμύρια ανθρώπους. Όπως επισημαίνουν οι Chambliss, Michalowski και Kramer στο βιβλίο τους «State Crime in the Global Age», η εγκληματολογία πρέπει να επισημαίνει όχι μόνο το «παράνομο», αλλά και το «κοινωνικά επιβλαβές», δεδομένου ότι οι πιο ολέθριες πρακτικές των ελίτ νομιμοποιούνται συχνά μέσω των ίδιων των κρατικών μηχανισμών. Μέσα από αυτή τη θεωρητική μετατόπιση αποκαλύπτεται η δομική συνεργασία κράτους και κεφαλαίου, που όχι μόνο νομιμοποιεί, αλλά και διαιωνίζει πρακτικές με καταστροφικό αντίκτυπο σε κοινωνίες, οικοσυστήματα και πολιτισμικά τοπία. 

Σε αυτό το πλαίσιο τίθεται και το ζήτημα της ίδιας της ανασκαφής. Η αρχαιολογική ανασκαφή δεν είναι μια ουδέτερη ή «αθώα» επιστημονική πρακτική. Στη σύγχρονη επιστημονική κουλτούρα θεωρείται σχεδόν αυτονόητο ότι κάθε ανερχόμενος αρχαιολόγος θα πρέπει να έχει υπό την ευθύνη του μία ανασκαφή, ως εισιτήριο για την επαγγελματική του ανέλιξη. Η ανάπτυξη των δυνατοτήτων και της τεχνολογίας δρομολογεί ήδη τραγικές επιπτώσεις.  Όμως, σε μια εποχή υπερεκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας και των οικοσυστημάτων και της ραγδαίας αύξησης των καριεριστών της επιστήμης, αυτές οι πρακτικές πολλαπλασιάζουν την καταστροφή.  Η ανασκαφή κινδυνεύει έτσι να εκφυλιστεί από αναγκαίο μέσο επιστημονικής έρευνας σε εργαλείο προσωπικής προβολής και νομιμοποίησης εταιρικών χορηγιών, επιτείνοντας τη φθορά της κληρονομιάς αντί της απαιτούμενης διατήρησης στο όνομα των σύγχρονων και των επόμενων γενεών όλων των έμβιων όντων.  

Μέσα από αυτό το θεωρητικό πλαίσιο μπορούμε να δούμε καθαρότερα την υπόθεση της Παπούρας στην Κρήτη. Το βουνό της Παπούρας, με το μνημειακό του σύνολο και το φυσικό – ιστορικό τοπίο, αποτελεί ένα σπουδαίο αρχαιολογικό εύρημα με μεγάλη απήχηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι πρώτα απ’ όλα όμως μνημείο και τόπος αναφοράς του συγκεκριμένου τόπου τον οποίο χαρακτηρίζει.  Κι όμως, η γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου άνοιξε τον δρόμο για την εγκατάσταση ραντάρ ακριβώς πάνω στην κορυφή του βουνού, εντός του ευρύτερου μνημειακού συνόλου που δεν ορίζεται μόνο από τα ευρήματά του, αλλά από τη συνολική πολιτισμική του βαρύτητα. Η αξία και η σημασία της Παπούρας ξεπερνά κατά πολύ τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών· αποτελεί ένα σύνολο που ενσωματώνει το τοπίο, την ιστορία, τον συμβολισμό σε μια αδιάσπαστη ολότητα. Πρόκειται για μια απόφαση την οποία είχε προ-εξαγγείλει η ίδια η Υπουργός Πολιτισμού, λειτουργώντας αντιθεσμικά, όταν μόλις λίγες μέρες πριν τη συνεδρίαση του ΚΑΣ είχε δηλώσει από την Κρήτη ότι «μόνο η Ελλάδα μπορεί να έχει ένα σύγχρονο ραντάρ στη θέση όπου πριν κάποιες χιλιετίες υπήρχε ένα αντίστοιχο οικοδόμημα». Με τη διατύπωσή της αυτή προ-ανακοίνωσε ταυτόχρονα και την λειτουργία του αρχαίου οικοδομήματος, που ακόμα ανασκάπτεται, λειτουργώντας έτσι και αντιεπιστημονικά. Στη συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε μετά από αυτή τη δήλωση, η εισηγήτρια του θέματος κ. Έλενα Κουντούρη, προϊσταμένη της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, κράτησε ιδιαίτερα αυστηρή στάση απέναντι στους εκπροσώπους των πολιτών που ως μέλη της επιτροπής αγώνα, επιστημόνων και πολιτών είχαν ζητήσει να ακουστούν για να υποστηρίξουν το μνημείο, το βουνό και τον τόπο τους.  

Στην περίπτωση της Παπούρας, μια ενδιαφέρουσα παράμετρος είναι ότι η κ. Κουντούρη διευθύνει αρχαιολογική ανασκαφή στη μυκηναϊκή ακρόπολη του Γλά Βοιωτίας, η οποία χρηματοδοτείται από την εταιρεία ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ. Η εταιρεία αυτή, μέχρι την πρόσφατη εξαγορά της από τη Masdar, τον Απρίλιο του 2025, ανήκε στον Όμιλο ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ· τον ίδιο όμιλο στον οποίο ανήκει και η ΤΕΡΝΑ Α.Ε., βασικός ανάδοχος του νέου αεροδρομίου Ηρακλείου. Παρότι πλέον η ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ έχει νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς, η στενή της σχέση με τον Όμιλο ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ συνεχίζεται σε επίπεδο στρατηγικής συνεργασίας, όπως δηλώνεται ρητά και από τις δύο πλευρές. Συνεπώς, η εισηγήτρια που κλήθηκε να εισηγηθεί στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο το ζήτημα της «συνύπαρξης» του μνημείου με τις υποδομές του αεροδρομίου διατηρούσε οικονομική σχέση με εταιρεία του ίδιου επιχειρηματικού ομίλου που ωφελείται άμεσα από το έργο.  

Στο επίσημο site της, η ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ προβάλλει τη χορηγία της στον Γλά κάτω από τον τίτλο «Σεβασμός και ανάδειξη του πολιτιστικού πλούτου», επιχειρώντας να εμφανιστεί ως αρωγός της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ωστόσο, η «εταιρική ευαισθησία» για τον πολιτισμό που διαφημίζεται έρχεται σε οξεία αντίφαση με τις οικοσυστημικές και πολιτισμικές καταστροφές που προκαλούν τα συνδεδεμένα με τις κρατικοεταιρικές επιλογές μεγάλης κλίμακας έργα της. Έτσι, η χορηγία λειτουργεί μάλλον ως εργαλείο καρατικοεταιρικής νομιμοποίησης και ξεπλύματος, παρά ως ουσιαστική συμβολή στην προστασία της κληρονομιάς. 

Η σύμπτωση αυτή δεν είναι απλή λεπτομέρεια. Αντιθέτως, αποτελεί ζωντανό παράδειγμα του πώς η αλληλεπίδραση κράτους και εταιρειών μπορεί να διαβρώσει τον θεσμικό ρόλο της επιστήμης. Το ΚΑΣ, που θεσμικά υποτίθεται πως συγκροτήθηκε για να προστατεύει την πολιτιστική κληρονομιά, μετατρέπεται ξεκάθαρα σε ένα όργανο που νομιμοποιεί προειλημμένες αποφάσεις. Η επιστημονική έρευνα και η αρχαιολογική γνώση δεν λειτουργούν ως ανεξάρτητη βάση αξιολόγησης, αλλά ως μηχανισμός κάλυψης κρατικο-εταιρικών σχεδιασμών, πάνω στους οποίους χτίζονται καριέρες, αναπαράγοντας συγκεκριμένες μορφές εκμετάλλευσης εργασίας και φυσικών ή πολιτισμικών αξιών.  

Είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που η κριτική εγκληματολογία χαρακτηρίζει ως κρατικο-εταιρικό έγκλημα, δηλαδή μια συμμαχία κράτους και κεφαλαίου που, στο όνομα της ανάπτυξης, οδηγεί σε αλλοίωση, υποβάθμιση ή καταστροφή της κληρονομιάς στο αδιάσπαστο σύνολο της.  Όπως και σε άλλες περιπτώσεις μεγάλων έργων, η επιβλαβής αυτή πρακτική καλύπτεται με τον μανδύα της επιστημονικής τεκμηρίωσης, ενώ στην ουσία συνιστά πράξη βίας απέναντι σε ένα μνημείο με παγκόσμια σημασία. Η συμβιωτική σχέση κράτους και κεφαλαίου εκδηλώνεται σε έναν διπλό άξονα: την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας και τη συστηματική λεηλασία των φυσικών πόρων και της πολιτισμικής κληρονομιάς. 

Αυτή η ανάλυση βρίσκει μια ισχυρή συμμαχία στο επιστημονικό πεδίο της Εγκληματολογικής Αρχαιολογίας (Forensic Archaeology). Ο συνδυασμός της εγκληματολογίας με την αρχαιολογία μας παρέχει τα εργαλεία να αποδείξουμε ότι κάθε εγκληματική δραστηριότητα – συμπεριλαμβανομένης και της δομικής βίας ενάντια στην πολιτιστική κληρονομιά – αφήνει αναπόσπαστα υλικά ίχνη. Η μεθοδολογία της Εγκληματολογικής Αρχαιολογίας, που αναπτύχθηκε για τη διερεύνηση σκηνικών εγκλημάτων και παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δικαιωμάτων της φύσης, βασίζεται ακριβώς στην ιδέα ότι οι πράξεις βίας  διαμορφώνουν το χώρο και αφήνουν ένα ξεκάθαρο υλικό αποτύπωμα που μπορεί να τεκμηριωθεί, να αναλυθεί και να ερμηνευτεί ιστορικά. Στο πλαίσιο αυτό, η υπόθεση της Παπούρας δεν είναι απλώς άλλη μια πολιτισμική απώλεια, αλλά ένα εν δυνάμει εγκληματολογικό σκηνικό: ένας χώρος όπου η απόφαση, η χρηματοδότηση και η τεχνική επέμβαση έχουν αφήσει αναμφισβήτητα ίχνη μιας δομημένης βλάβης. Η εφαρμογή του πλαισίου της Εγκληματολογικής Αρχαιολογίας θα μπορούσε να αποκαλύψει το «πώς» και «γιατί» αυτής της ληστείας και της καταστροφής, μετατρέποντας την από ένα αφηρημένο αδίκημα σε μια τεκμηριωμένη απόδειξη ενός κρατικο-εταιρικού εγκλήματος.  

Αυτή η συζήτηση ωθεί απαραίτητα σε έναν βαθύτερο προβληματισμό σχετικά με τον ίδιο τον ρόλο των Ανθρωπιστικών Επιστημών και της Αρχαιολογίας ειδικότερα. Η κριτική εγκληματολογία μας υπενθυμίζει ότι οι θεσμοί δεν είναι ουδέτεροι. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, ως ο ανώτατος συμβουλευτικός φορέας για την προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς, δεν μπορεί να λειτουργεί ως «ελεγκτής νομιμότητας» που απλώς νομιμοποιεί πολιτικές αποφάσεις. Ο ρόλος του οφείλει να είναι προστατευτικός και οριοθετικός, δηλαδή οφείλει να ορίζει το ανώτατο όριο του τι μπορεί να γίνει, με βάση την επιστημονική γνώση και την ηθική ευθύνη, και όχι να βρίσκει τρόπους να συμβιβάζει την κληρονομιά με καταστροφικά έργα. Η επιστήμη, όταν υποτάσσεται στην λογική του ξεπλύματος κάθε επενδυτικού σχεδίου, παύει να είναι επιστήμη και μετατρέπεται σε μοχλό διαπλοκής. Ή όπως εύστοχα έχει διατυπώσει ο Ι. Μανωλεδάκης «επιστήμη αποκομμένη από τον λαό δεν είναι επιστήμη, αλλά δουλική υπηρεσία στον εκάστοτε ισχυρό της ημέρας».   

Η Παπούρα, επομένως, δεν είναι απλώς ένα ακόμη «εργοταξιακό εμπόδιο» ούτε ένα μεμονωμένο παράδειγμα διαπλοκής. Είναι ένα πιλοτικό εγκληματολογικό σκηνικό, όπου δοκιμάζεται ένα μοντέλο: η υποταγή της κληρονομιάς – και των ίδιων των θεσμών που οφείλουν να την προστατεύουν – στη λογική του κρατικο-εταιρικού εγκλήματος. Η επιτυχία αυτού του μοντέλου στην Παπούρα δεν θα είναι μια μεμονωμένη νίκη, αλλά ένα επικίνδυνο προηγούμενο, που θα σηματοδοτήσει την κλιμάκωση μιας ήδη εδραιωμένης πρακτικής δομικής καταστροφής, όπως αποδεικνύουν οι περιπτώσεις του Μετρό Θεσσαλονίκης, του ισθμού της Ιεράπετρας, του Ελληνικού, κ.ά.. Αυτή η περίπτωση αποκαλύπτει επίσης ότι η προστασία των φυσικών τοπίων, ως ζωντανών βιο-γεω-πολιτισμικών οντοτήτων, είναι δυνατή μόνο μέσω της ενεργού και αυτοδύναμης παρουσίας των τοπικών κοινοτήτων. Οι κοινωνίες αυτές, που διατηρούν μια συνεχή και συμβιωτική σχέση με τον τόπο τους, αποτελούν τον πιο αξιόπιστο φύλακα της βιοποικιλότητας, της μνήμης και της ποιότητας της ζωής. Κάθε πράξη που τις αποδυναμώνει ή τις παρακάμπτει είναι ουσιαστικά μια πράξη βίας εναντίον της ίδιας της ακεραιότητας του τόπου και μια άρνηση της βασικής αρχής ότι η πραγματική αλλαγή γεννιέται από τη συμβίωση, όχι από την επιβολή 

Η απάντηση που θα δοθεί στην Παπούρα θα καθορίσει αν η Ελλάδα του 21ου αιώνα αναγνωρίζει την κληρονομιά ως απαραβίαστο δημόσιο αγαθό πλανητικής κλίμακας. Με τον όρο «πλανητικό» δεν εννοούμε απλώς ό,τι είναι σημαντικό για όλους τους ανθρώπους («παγκόσμιο»), αλλά ό,τι αποτελεί συστατικό στοιχείο της ίδιας της βιο-γεω-ιστορικής ακεραιότητας του τόπου· ένα όν που διαπερνά τη διάκριση φύσης και πολιτισμού. Η εναλλακτική είναι να έχει ήδη παραχωρηθεί ως λάφυρο σε μια υποτιθέμενη ανάπτυξη – μια ανάπτυξη της οποίας το αποτύπωμα είναι νεκρή ύλη και η συστηματική αποδυνάμωση της ζωής και του πολιτισμού που βασίζεται σ’ αυτήν. 

 

* Μανόλης Κλώντζας, Αρχαιολόγος

Δέσποινα Μαρκάκη, Αρχαιολόγος-Νομικός

 

Βιβλιογραφία 

Αdelman, S. (2019) Justice, development and sustainability in the Anthropocene, in Cullet, Philippe; Koonan, Sujith (eds), Research Handbook on Law, Environment and the Global South. Edward Elgar Publishing. https://doi.org/10.4337/9781784717469.00008

Chambliss, W. J., Michalowski, R., & Kramer, R. C. (Eds.). (2010). State Crime in the Global Age. Willan Publishing. 

Fondebrider L (2016) The application of forensic anthropology to the investigation of cases of political violence: perspectives from South America. In: Blau S, Ubelaker DH (eds) Handbook of forensic anthropology and archaeology. Left Coast Press, Walnut Creek, pp. 67–75. 

Gellers, J.C. (2020) ‘Earth system law and the legal status of non-humans in the Anthropocene,’ Earth System Governance, 7, p. 100083. https://doi.org/10.1016/j.esg.2020.100083

Groen, W.J.M. (2018) ‘Forensic Archaeology: Integrating Archaeology with Criminalistics and Criminology,’ in Soil forensics, pp. 1–16. https://doi.org/10.1007/978-3-319-94397-8_1 

Kotzé, L.J. et al. (2021) ‘Earth system law: Exploring new frontiers in legal science,’ Earth System Governance, 11, p. 100126. https://doi.org/10.1016/j.esg.2021.100126

Κλώντζα-Γιάκλοβα, Β. και Κλώντζας, Μ. (2020) ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ: Το σημαντικότερο αρχαιολογικό εύρημα δεν θα βγεί από τη γη. Αθήνα: Εκδόσεις Άτεχνος. 

Zalasiewicz, J. et al. (2021) ‘The Anthropocene: Comparing Its Meaning in Geology (Chronostratigraphy) with Conceptual Approaches Arising in Other Disciplines,’ Earth S Future, 9(3). https://doi.org/10.1029/2020ef001896

ΠΗΓΗ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου