Υπό το λάβαρο της καταπολέμησης της διακίνησης μεταναστών, και αξιοποιώντας μαζικά «μυστικές ανακρίσεις», η Frontex έχει επί χρόνια συλλέξει και μεταβιβάσει παράνομα στην Europol προσωπικά δεδομένα — καταχωρώντας αθόρυβα χιλιάδες μετανάστες, καθώς και πολίτες της ΕΕ που υποστηρίζουν πρόσφυγες, σε ένα διευρυνόμενο δίκτυο ποινικοποίησης.

«Όλη μου η ζωή βρισκόταν μέσα σε εκείνον τον αστυνομικό φάκελο: οι συγγενείς μου, τα τηλεφωνήματά μου στη μητέρα μου, ακόμη και ψευδείς λεπτομέρειες για τη σεξουαλική μου ζωή. Ήθελαν να με παρουσιάσουν ως έκφυλη, ως λεσβία, χρησιμοποιώντας την ηθική για να με κάνουν να φαίνομαι ύποπτη», λέει η Helena Maleno, Ισπανίδα ερευνήτρια και υπερασπίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το έργο της, που αφορά στην ενημέρωση των αρχών όταν μετανάστες κινδυνεύουν στη θάλασσα προσπαθώντας να φτάσουν στην Ευρώπη, την έχει φέρει στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών.

Όμως ήταν η ποινική έρευνα, που ξεκίνησε πριν από περισσότερο από μία δεκαετία, αυτή που αποκάλυψε το δίκτυο επιτήρησης που είχε στηθεί γύρω της.

Ο φάκελός της, που συντάχθηκε από την ισπανική αστυνομία, περιλάμβανε τρεις αναφορές της Frontex, του οργανισμού συνοριοφυλακής της ΕΕ, αποτέλεσμα συνεντεύξεων που πραγματοποιήθηκαν το 2015 και το 2016 με μετανάστες που είχαν φτάσει με σκάφη στην Ισπανία. Στις αναφορές, που είδε το Solomon, οι αξιωματικοί της Frontex συγκέντρωσαν πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου του λογαριασμού της στο Facebook, παρουσιάζοντάς την ίδια να συνδέεται με δίκτυα διακίνησης.

Η ισπανική αστυνομία απέκτησε τις αναφορές της Frontex από την ποινική βάση δεδομένων της Europol, του αστυνομικού οργανισμού της ΕΕ, στα τέλη του 2016.

Αν και τον Απρίλιο του 2017 ένας Ισπανός εισαγγελέας απέρριψε την υπόθεση, μη βρίσκοντας κάτι εγκληματικό στις ενέργειες της Maleno, ο φάκελος μεταφέρθηκε από την αστυνομία —χωρίς δέουσα διαδικασία— στις μαροκινές αρχές. Εκεί, άνοιξε νέα ποινική έρευνα, κατά την οποία βρέθηκε να κατηγορείται για διακίνηση μεταναστών και διευκόλυνση παράτυπης μετανάστευσης.

Όταν κλήθηκε να καταθέσει στο δικαστήριο στην Ταγγέρη αργότερα το ίδιο έτος, η Maleno έμεινε άναυδη ακούγοντας τον δικαστή να επικαλείται τις αναφορές της Frontex: «Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ο δικαστής με ρωτούσε συγκεκριμένα για πληροφορίες που περιέχονταν στα έγγραφα της ισπανικής αστυνομίας και της Frontex».

Το 2019, το δικαστήριο την αθώωσε από όλες τις κατηγορίες. Όμως, τα ερωτήματα παραμένουν. «Πώς είναι δυνατόν η Frontex να ανέκρινε μετανάστες για μένα;», ρωτά η Maleno. «Είναι πραγματικά δουλειά τους να κατασκοπεύουν ακτιβιστές;».

Η Maleno είναι μόνο μία από τους χιλιάδες ανθρώπους, τα προσωπικά δεδομένα των οποίων συγκέντρωσε η Frontex μέσω «συνεντεύξεων απολογισμού» – διαδικασία που στερείται βασικών νομικών διασφαλίσεων, και οι ειδικοί χαρακτηρίζουν «μυστική ανάκριση». Μεταξύ 2016-2023, η Frontex διαβίβασε παράνομα τα δεδομένα περισσότερων από 13.000 ατόμων στην Europol, όπου αποθηκεύονται σε αρχεία ποινικών πληροφοριών και χρησιμοποιούνται σε έρευνες των αστυνομικών αρχών των κρατών-μελών της ΕΕ.

Για χρόνια, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν προειδοποιήσει για μια ανησυχητική τάση: την ποινικοποίηση των παράτυπων μεταναστών, καθώς και των πολιτών της ΕΕ που παρέχουν ανθρωπιστική βοήθεια στα σύνορα της Ευρώπης, συχνά με επισφαλή νομική βάση και ασθενή αποδεικτικά στοιχεία. Όμως, ο αδιαφανής ρόλος της Europol και της Frontex —οργανισμών στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών της ΕΕ για την καταπολέμηση της διακίνησης— έχει σε μεγάλο βαθμό διαφύγει του δημόσιου ελέγχου.

Αυτή η έρευνα —βασισμένη σε εκατοντάδες σελίδες εσωτερικών εγγράφων και συνεντεύξεις με εμπειρογνώμονες προστασίας προσωπικών δεδομένων, δικηγόρους, παράγοντες που γνωρίζουν το ζήτημα «από μέσα» και ανθρώπους που εργάζονται στην πρώτη γραμμή— εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο εμπλοκής της Frontex και της Europol.

Παγιδευμένοι στο δίκτυο

Ένα άτομο που αγνοούσε ότι, τόσο η Frontex, όσο και η Europol, διατηρούν πληροφορίες γύρω από τις δραστηριότητές του, είναι ο Tommy Olsen, ένας 52χρονος νηπιαγωγός από τη Νορβηγία. 

Ο Olsen εδώ και πολλά χρόνια καταγράφει τις βίαιες επαναπροωθήσεις του ελληνικού Λιμενικού. Από το 2019, ο Olsen έχει αντιμετωπίσει πολλαπλές ποινικές έρευνες των ελληνικών αρχών, που τον κατηγορούν για εμπλοκή σε διακίνηση μεταναστών — κατηγορίες που αρνείται κατηγορηματικά.

Αιτήματα πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία (FOIA), που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, αποκαλύπτουν ότι το Κέντρο Καταπολέμησης της Διακίνησης Μεταναστών της Europol διαθέτει τουλάχιστον τρεις αναφορές με πληροφορίες που αναφέρουν την Aegean Boat Report — την μονομελή οργάνωση του Olsen. 

Η Europol αρνήθηκε να αποκαλύψει το «άκρως ευαίσθητο» περιεχόμενό τους, που έχει αποσταλεί μέσω της Εφαρμογής Ασφαλούς Ανταλλαγής Πληροφοριών (SIENA) της Europol, επειδή, όπως ισχυρίζεται, έχει «άμεση συνάφεια με παρελθούσες και εν εξελίξει έρευνες» των αρχών επιβολής του νόμου. Λίγες μόνο ημέρες μετά τις δύο ανταλλαγές SIENA της Europol, τον Μάιο του 2024, εισαγγελέας στην Κω εξέδωσε νέο ένταλμα σύλληψης για τον Olsen. 

Ενώ επτά προηγούμενες αστυνομικές έρευνες για τον ίδιο είχαν απορριφθεί, τώρα αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης 20 ετών. «Δεν είχα ιδέα ότι η Europol είχε αρχεία για μένα. Γιατί συλλέγουν και μοιράζονται δεδομένα για τις δραστηριότητές μου, και την οργάνωσή μου, που απλώς προσπαθεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των προσφύγων;», λέει ο Olsen στο Solomon.

Η Frontex αρνήθηκε, επίσης, να δημοσιεύσει δύο αναφορές «απολογισμού» —που πιθανότατα έχουν κοινοποιηθεί στην Europol— που αναφέρουν την Aegean Boat Report, επικαλούμενη επιχειρησιακή εμπιστευτικότητα και τις αναφορές των εκθέσεων σε «διαδρομές, modus operandi και εμπλοκή διαμεσολαβητών και διακινητών».

Ο Olsen δεν είναι ο μόνος για την δραστηριότητα του οποίου βρίσκονται στοιχεία στη βάση δεδομένων της Europol. Τον Μάιο του 2022, αφού υπέβαλε Αίτημα Πρόσβασης Υποκειμένου Δεδομένων (DSAR) —ένα από τα λίγα νομικά εργαλεία που διαθέτουν οι πολίτες για να διαπιστώσουν ποια δεδομένα διατηρούν οι οργανισμοί της ΕΕ γι’ αυτούς — η Αυστριακή ακτιβίστρια Natalie Gruber έμαθε ότι η Europol διατηρεί φάκελο και για εκείνη.

Η Gruber είναι συνιδρύτρια της Josoor, μιας μικρής ΜΚΟ που καταγράφει επαναπροωθήσεις από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία προς την Τουρκία. Εισαγγελείς στην Ελλάδα της απήγγειλαν πολλαπλές κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένης της διευκόλυνσης της παράνομης εισόδου μεταναστών. Μία υπόθεση εναντίον της στη Λέσβο απορρίφθηκε πέρυσι, αλλά μια δεύτερη παραμένει ανοιχτή.

Η Europol αρνήθηκε να αποκαλύψει το περιεχόμενο του φακέλου της, ισχυριζόμενη ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να «θέσει σε κίνδυνο ποινικές έρευνες» και να εμποδίσει τις επιχειρήσεις της. Η Gruber έχει προσβάλει την απόφαση ενώπιον του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (EDPS), αλλά η καταγγελία της δεν έχει διεκπεραιωθεί από το 2022.

«Αντιμετωπίζεις αυτόν τον Γολιάθ της γραφειοκρατίας, που ποτέ δεν σου λέει τίποτα. Κάθε φορά, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να υποβάλεις άλλο ένα αίτημα και να περιμένεις. Περνούν χρόνια. Είναι εξαντλητικό — και επηρεάζει βαθιά τη ζωή σου», λέει η Gruber.

Το πώς ακριβώς η Europol απέκτησε πληροφορίες για την Gruber και την οργάνωση του Olsen, και εάν συνέβαλε στον σχηματισμό ποινικών υποθέσεων εναντίον τους, παραμένει ασαφές.

Ο Olsen θεωρεί «πολύ ανησυχητικό αν αυτού του είδους οι πληροφορίες μοιράζονται από υπηρεσίες της ΕΕ. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε προβλήματα για μένα στο μέλλον όταν κάνω αίτηση για βίζα; Σίγουρα με κάνει ακόμα πιο ανήσυχο να ταξιδεύω τώρα».

Μετατρέποντας ανθρώπους σε «υπόπτους»

Τον περασμένο Δεκέμβριο, η Nayra Perez, τότε επικεφαλής του Γραφείου Προστασίας Δεδομένων της Frontex, έστειλε email στον Εκτελεστικό Διευθυντή Hans Leijtens, στον αναπληρωτή του, Uku Särekanno, και στον πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του οργανισμού — το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Frontex.

«Ο EDPS», έγραψε η Perez, «καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Οργανισμός διαβίβαζε παράνομα επιχειρησιακά προσωπικά δεδομένα επί τέσσερα χρόνια στην Europol».

Στο επίκεντρο της έρευνας του EDPS βρίσκονταν οι λεγόμενες συνεντεύξεις «απολογισμού» της Frontex στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης. Από τα σημεία αποβίβασης στην ιταλική Λαμπεντούζα και την Ισπανία, μέχρι τους καταυλισμούς στα ελληνικά νησιά, οι «υπεύθυνοι απολογισμού» της Frontex διεξάγουν χιλιάδες τέτοιες συνεντεύξεις κάθε χρόνο.

Τα στελέχη της Frontex έχουν οδηγίες να παίρνουν πληροφορίες από μετανάστες το συντομότερο δυνατό μετά την άφιξή τους, παρά την ευάλωτη κατάστασή τους. Οι ερωτήσεις που θέτουν αφορούν τους λόγους για τους οποίους έφυγαν από τις πατρίδες τους, το ταξίδι τους, καθώς και τον τρόπο λειτουργίας των δικτύων διακίνησης.

Ενώ η Frontex παρουσιάζει τις ενημερώσεις ως απολύτως εθελοντικές και δεν συλλέγει ενεργά τα προσωπικά δεδομένα των ανακρινόμενων μεταναστών, νομικοί εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι η διαδικασία στερείται νομικών διασφαλίσεων που συνήθως συνδέονται με τις αστυνομικές ανακρίσεις, θέτοντας σε κίνδυνο, σύμφωνα με τον EDPS, το «τεκμήριο αθωότητας, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και το δικαίωμά τους να παραμείνουν σιωπηλοί» των ανακρινόμενων.

Η Frontex δεν έχει νομική εντολή να διερευνά προληπτικά εγκλήματα. Η αξιολόγηση του EDPS είναι σαφής: «Η Frontex δεν επιτρέπεται να συλλέγει συστηματικά, προληπτικά και μόνη της οποιοδήποτε είδος πληροφοριών σχετικά με υπόπτους για διασυνοριακά εγκλήματα».

Αλλά αυτό ακριβώς κάνει η Frontex. Μια προκαταρκτική έκθεση από την έρευνα του EDPS, τον Μάιο του 2023, διαπίστωσε ότι η Frontex χαρακτήριζε συστηματικά «ύποπτο» οποιονδήποτε αναφερόταν κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης απολογισμού, και «προωθούσε» αυτές τις πληροφορίες στην Europol, συμπεριλαμβανομένων «δεδομένων ατόμων για τα οποία ο ανακρινόμενος είχε ακούσει, είχε δει, αλλά δεν μπορούσε να επαληθεύσει την αξιοπιστία του ονόματος που του δόθηκε, ή αναφέρει υπό φόβο ή σε μια προσπάθεια να λάβει κάποια οφέλη».

Τον Μάρτιο του 2025, το Γραφείο Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Frontex ενημέρωσε το διοικητικό συμβούλιο του οργανισμού για περιπτώσεις, όπου πληροφορίες από ενημερώσεις χρησιμοποιήθηκαν «για μετέπειτα ποινική έρευνα του ερωτηθέντος μετανάστη και άλλων». Επισήμανε επίσης ανησυχίες «σχετικά με την πρόσβαση και τη συλλογή πληροφοριών που καταγράφονται στα τηλέφωνα των μεταναστών κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων ενημέρωσης».

Ο Daniel Arencibia, δικηγόρος που χειρίζεται υποθέσεις μεταναστών που κατηγορούνται για διακίνηση στις Κανάριες Νήσους, όπου δεκάδες μετανάστες έχουν καταδικαστεί για τον χειρισμό σκαφών, δήλωσε ότι «ό,τι κάνει η Frontex κατά τη διάρκεια αυτών των συνεντεύξεων λαμβάνει χώρα σε ένα μαύρο κουτί, ελλείψει τακτικών ποινικών διαδικασιών ή νομικών διασφαλίσεων που θα μπορούσαν να περιορίσουν την έκθεση ευάλωτων μεταναστών στην ποινικοποίηση».

Οι αξιωματικοί της Frontex χρησιμοποιούν τις μαρτυρίες των μεταναστών για να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με πρόσωπα που διευκόλυναν τα ταξίδια τους — δηλαδή, υποτιθέμενους διακινητές. Με περισσότερους από 800 αξιωματικούς ενημέρωσης που αναπτύχθηκαν στις επιχειρήσεις της το 2024, αυτές οι συνεντεύξεις αποτελούν τη «μεγαλύτερη συλλογή επιχειρησιακών προσωπικών δεδομένων στη Frontex» — τον οργανισμό της ΕΕ με προϋπολογισμό σχεδόν 1 δισεκατομμυρίου ευρώ με έδρα τη Βαρσοβία.

«Οι συνεντεύξεις αυτές δεν είναι εθελοντικές φιλικές συζητήσεις, όπως παρουσιάζονται. Είναι πολύ μεγάλο μέρος ενός συστήματος που οδηγεί ανθρώπους στη φυλακή. Αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξεταστεί πώς ακριβώς ανταλλάσσει δεδομένα με άλλους παράγοντες η Frontex, επειδή οι δικηγόροι κρατιόμαστε στο σκοτάδι», λέει ο Arencibia.

Παράνομες μεταφορές στην Europol

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομική εντολή της Frontex, που τέθηκε σε ισχύ το 2019, ο οργανισμός επιτρέπεται να μοιράζεται αυτά τα δεδομένα με την Europol μόνο «κατά περίπτωση» και μετά από αυστηρή αξιολόγηση. 

Ωστόσο, η τελική έκθεση έρευνας του EDPS, που επικεντρώνεται στις μεταβιβάσεις δεδομένων μεταξύ του 2019 και των μέσων του 2023, επιβεβαίωσε ότι τα στελέχη της Frontex έστελναν «αυτόματα» κάθε αναφορά στους συναδέλφους τους στην Europol.

Ένα αντίγραφο αυτής της τελικής έκθεσης, που αποκτήθηκε στο πλαίσιο της έρευνας, αποκαλύπτει την κλίμακα των παράνομων μεταφορών δεδομένων της Frontex:

  • Μόνο μεταξύ 2020-2022, η Frontex απέστειλε 4.397 «αναφορές απολογισμού» —συμπεριλαμβανομένων ονομάτων, αριθμών τηλεφώνου, προφίλ στο Facebook— στο Κέντρο Καταπολέμησης της Διακίνησης Μεταναστών της Europol.
  • Με βάση αυτές τις αναφορές, η Europol επεξεργάστηκε προσωπικά δεδομένα 937 υπόπτων και εξέδωσε 875 «αναφορές πληροφοριών», ενημερώνοντας τις εθνικές αστυνομικές αρχές για τις έρευνές τους κατά της διακίνησης.

Αυτά αποτελούν μόνο ένα κλάσμα των χιλιάδων ατόμων και εκατοντάδων οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων ανθρωπιστικών ΜΚΟ, που έχουν καταχωριστεί στις βάσεις δεδομένων της Europol από το 2016, που η Frontex ξεκίνησε αυτοματοποιημένες μεταφορές δεδομένων μεγάλης κλίμακας, στο πλαίσιο του λεγόμενου προγράμματος «PeDRA». Η Νιόβη Βαβούλα, εμπειρογνώμονας δικαίου προστασίας δεδομένων στο Πανεπιστήμιο του Λουξεμβούργου, σχολίασε ότι «οι αυτόματες μεταφορές δεδομένων δεν ήταν εξαρχής νόμιμες», κάτι για το οποίο είχε επίσης προειδοποιήσει ο EDPS πριν αρχίσουν οι μεταφορές.

Το διακύβευμα είναι μεγάλο. Ο EDPS προειδοποιεί για τις «βαθιές συνέπειες» για αθώους ανθρώπους που εμπλέκονται σε αυτές τις μεταφορές δεδομένων· διατρέχουν «τον κίνδυνο να συνδεθούν εσφαλμένα με εγκληματική δραστηριότητα σε όλη την ΕΕ, με όλες τις πιθανές ζημιές για την προσωπική και οικογενειακή τους ζωή, την ελευθερία μετακίνησης και την εργασία που συνεπάγεται αυτό».

Στις 21 Ιανουαρίου, ο διευθυντής της Frontex Hans Leijtens κοινοποίησε επίσημα στην ομόλογό του της Europol, Catherine De Bolle, ότι οι μεταφορές έγιναν παράνομα. Σύμφωνα με τον EDPS, Wojciech Wiewiórowski, αυτή η κοινοποίηση υποχρεώνει την Europol να «αξιολογήσει ποια προσωπικά δεδομένα αφορούν τη διαβίβαση και να προχωρήσει στη διαγραφή ή τον περιορισμό τους».

Ερωτώμενος για το θέμα, ο εκπρόσωπος της Europol, Jan Op Gen Oorth, αποστασιοποίησε τον οργανισμό από τα ευρήματα του EDPS. Η προσεκτικά διατυπωμένη απάντησή του αποφεύγει να απαντήσει στο βασικό ερώτημα: αν η Europol θα διαγράψει δεδομένα που στάλθηκαν παράνομα από τη Frontex.

Το γεγονός ότι ο EDPS επέπληξε τη Frontex για μη συμμόρφωση με το δίκαιο της ΕΕ «δεν σημαίνει ότι η επεξεργασία των δεδομένων από την Europol όσον αφορά τις πληροφορίες που έλαβε από τη Frontex ήταν μη συμμορφούμενη», δήλωσε ο Oorth.

Αμφότερες οι υπηρεσίες υποστηρίζουν ότι η συλλογή μεγάλου όγκου δεδομένων μπορεί να βοηθήσει στην ανάλυση του τρόπου δράσης των δικτύων διακίνησης και να συμβάλει στη δίωξη των μελών τους.

Ωστόσο, η Νιόβη Βαβούλα λέει ότι τυχόν υποτιθέμενα οφέλη δεν ανατρέπουν την υποχρέωση της Europol να τηρεί τους κανόνες: «Αυτές οι διαδικασίες τροφοδοτούν σαφώς την ποινικοποίηση της ανθρωπιστικής βοήθειας προς μετανάστες και πρόσφυγες. Ενώ η απαγόρευση των αυτοματοποιημένων μεταφορών δεδομένων είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα, η ευθύνη της Europol να διαγράψει τα δεδομένα που έλαβε παράνομα από τη Frontex δεν πρέπει να ξεχαστεί».

Παραμένουν τα προβλήματα

Παρ’ όλα αυτά, η Frontex ανέστειλε τις αυτόματες μεταφορές δεδομένων στην Europol μόλις τέσσερις ημέρες αφότου ο EDPS επισήμανε για πρώτη φορά σοβαρές παρατυπίες, τον Μάιο του 2023. Έκτοτε, αναθεώρησε τα πρωτόκολλά της: τα προσωπικά δεδομένα κοινοποιούνται πλέον στην Europol μόνο ως απάντηση σε «συγκεκριμένα και αιτιολογημένα» αιτήματα. 

Από 18 αιτήματα που υποβλήθηκαν έως τον Μάιο του 2025, η Υπεύθυνη Προστασίας Δεδομένων της Frontex, Perez, ενέκρινε μόνο τέσσερα. «Η Frontex δεσμεύεται να τηρεί τα υψηλότερα νομικά πρότυπα, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους συμμόρφωσης με τη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Ο οργανισμός έχει αντλήσει σαφή διδάγματα από αυτή την εμπειρία και συνεχίζει να εξελίσσει τις εσωτερικές του πρακτικές αναλόγως», δήλωσε ο εκπρόσωπος της Frontex, Chris Borowski, στο πλαίσιο της έρευνας.

Ενώ η Frontex δεν έχει ακόμη εφαρμόσει πλήρως όλες τις συστάσεις του EDPS, οι παρατηρητές ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Frontex φέρονται σήμερα να έχουν πρόσβαση στις συνεντεύξεις και, πέρυσι, ο Leijtens υιοθέτησε νέες —αν και μη δεσμευτικές— τυπικές διαδικασίες λειτουργίας με στόχο την ενίσχυση των διασφαλίσεων.

Ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες έχουν συναντήσει αντίσταση από ορισμένα κράτη-μέλη. Σύμφωνα με εσωτερικές αναφορές, στην Ισπανία οι αρχές ασκούν πίεση στους αξιωματικούς της Frontex, προκειμένου  να αποσπούν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες από τους νεοαφιχθέντες μετανάστες — παραβιάζοντας τις ίδιες τις διασφαλίσεις που ο οργανισμός ισχυρίζεται ότι έχει θέσει σε εφαρμογή. Εν τω μεταξύ, η Europol έχει επιμείνει στη διατήρηση ευρύτερης πρόσβασης στα δεδομένα ενημέρωσης της Frontex.

Σύμφωνα με την Gabriella Sanchez, κορυφαία ακαδημαϊκό στο Πανεπιστήμιο Georgetown και πρώην ποινική ανακρίτρια με ειδίκευση στη διακίνηση μεταναστών, «η έννοια της διακίνησης, με την οποία λειτουργούν η Frontex και η Europol, είναι απίστευτα απλή αλλά ισχυρή. Υποθέτει ότι όλοι οι διαμεσολαβητές είναι άνδρες που συγκροτούν δίκτυα· βασίζεται σε βαθιά ρατσιστικές αντιλήψεις για τους διακινητές». 

«Στην πραγματικότητα όμως», συμπλήρωσε, «οι μετανάστες κατηγορούνται συστηματικά για τη διευκόλυνση της δικής τους διακίνησης, γεγονός που επισπεύδει την ποινικοποίησή τους. Με άλλα λόγια, χιλιάδες άνθρωποι στην ΕΕ —ειδικά έγχρωμοι νέοι άνδρες και παιδιά— παγιδεύονται στο δίκτυο συλλογής δεδομένων και καταλήγουν να κατηγορούνται για διακίνηση».

Αποφυγή λογοδοσίας (1)