Ο τουρισμός είναι η νέα θρησκεία του καιρού μας. Στο όνομα της “ανάπτυξης”, οι πόλεις μεταμορφώνονται σε καταναλώσιμα σκηνικά, οι κάτοικοι εκτοπίζονται, οι γειτονιές αδειάζουν και τα μνημεία φυλακίζονται μέσα σε ένα διαρκές déjà-vu. Η Sarah Gainsforth, με οξύτητα και πολιτική τόλμη, αποκαλύπτει τον “υπερτουρισμό” ως την πιο εξευγενισμένη εκδοχή της σύγχρονης αποικιοκρατίας.

Για δεκαετίες, η ιταλική πολιτική τάξη επαναλάμβανε σχεδόν θρησκευτικά το σύνθημα: «Ο τουρισμός είναι το πετρέλαιο της Ιταλίας!». Με αυτό το αξίωμα, εγκατέλειψε τις βιομηχανικές πολιτικές και προσέφερε τις πόλεις της στον βωμό του εκλογικού συμφέροντος και της κερδοφορίας. Όμως, όπως σημειώνει η Gainsforth, «ο τουρισμός δεν είναι αναπτυξιακή στρατηγική — είναι ιδεολογία». Υπόσχεται πλούτο και ευημερία, αλλά σπανίως τα προσφέρει δίκαια: «ο τουρισμός πλουτίζει λίγους —τους ιδιοκτήτες γης και κατοικιών— ενώ οι περισσότεροι παίρνουν μόνο τα ψίχουλα και επωμίζονται όλα τα κόστη».

Το βιβλίο εστιάζει ιδιαίτερα στην τουριστικοποίηση των πόλεων μέσω πλατφορμών τύπου Airbnb, που «ενσωματώνουν τις διαδικασίες απορρόφησης και εξαγωγής προσόδων από τα σπίτια», συμβάλλοντας στη στεγαστική κρίση που πλέον πλήττει ακόμα και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Οι ιστορικοί πυρήνες των πόλεων άδειασαν, οι τουρίστες αντικατέστησαν τους κατοίκους, ενώ «τα μαγαζιά δεν ξανάνοιξαν ούτε μετά το τέλος του lockdown». Ο τουρισμός, που υποσχόταν ανάκαμψη μετά την πανδημία, εξελίχθηκε σε εργαλείο κερδοσκοπίας εις βάρος της αστικής ζωής.

Η τουριστική ψευδαίσθηση και το τέλος της πραγματικότητας

Η Gainsforth δεν βλέπει τον τουρισμό απλώς ως οικονομική δραστηριότητα. Τον αναλύει ως φαινόμενο πολιτισμικής αποδόμησης: «Η τουριστική βιομηχανία βασίζεται στη διάρρηξη των ζωντανών σχέσεων. Απομονώνει τα τοπία, απλοποιεί τις ταυτότητες, εμπορευματοποιεί τις αναμνήσεις». Οι πόλεις χάνουν την πολυμορφία τους, γίνονται όλες ίδιες, πιο προβλέψιμες και πιο βαρετές. Η τουριστική λογική «διαχωρίζει, αποστειρώνει, παιδοποιεί την εμπειρία του κόσμου και μάς φυλακίζει σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν», κόβοντας τη σύνδεση μας με το παρόν και το μέλλον.

Η κριτική της συγγραφέα δεν στρέφεται εναντίον των επισκεπτών, αλλά εναντίον ενός συστήματος που χρησιμοποιεί τους τόπους σαν δεξαμενές προς εκμετάλλευση. «Ο τουρισμός δεν παράγει πλούτο – τον εξάγει από τα εδάφη, τα τοπία, τις κοινότητες, τις κουλτούρες». Και το πιο εύλογο ερώτημα που θέτει: «Αν ο τουρισμός γεννά πλούτο, για ποιον ακριβώς τον γεννά; Και ποιος πληρώνει το κόστος;»

Τοπική ανάπτυξη από τα κάτω – Όχι άλλη αυταπάτη

Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην πολιτική διάσταση του φαινομένου: «Ο υπερτουρισμός είναι αποτέλεσμα ευρωπαϊκών αναπτυξιακών πολιτικών που από τη δεκαετία του ’90 ενίσχυαν τον τουρισμό ως εργαλείο “ολοκληρωμένης ανάπτυξης”. Όμως παντού όπου εγκαθίσταται, η γη ιδιωτικοποιείται, υποβαθμίζεται, και τελικά καθίσταται μη παραγωγική».

Το αποτέλεσμα είναι μια κρίση που δεν είναι μόνο στεγαστική ή κοινωνική, αλλά οικολογική και υπαρξιακή: κρίση συνύπαρξης, κρίση νοήματος, κρίση πολιτισμού. «Ο τουρισμός επιταχύνει την αποσύνθεση των πόλεων και βαθαίνει τις ανισότητες». Η υπερπλήρωση των κέντρων και η ερημοποίηση της υπαίθρου, σημειώνει η Gainsforth, είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: της αυξανόμενης αβιωσιμότητας.

Ωστόσο, μέσα από αυτή την αποδόμηση, γεννιέται και η προοπτική: «Για να βγούμε από αυτό, πρέπει να κοιτάξουμε πέρα από τον τουρισμό – να αναζητήσουμε όσα λείπουν». Η λύση δεν θα έρθει από τα πάνω, από κρατικά σχέδια ή επενδυτικά πακέτα. «Η ανάπτυξη πρέπει να ξεκινήσει από τα κάτω: από τους ανθρώπους που κατοικούν τους τόπους, που συνδέονται μαζί τους, που τους φροντίζουν και χτίζουν ξανά τα συμφραζόμενά τους».

Η μετάφραση του Παναγιώτη Ιωάννου αναδεικνύει με ακρίβεια και καθαρότητα τις σύνθετες ιδέες του έργου, ενώ η έκδοση των Εκδόσεων Νεφέλη εντάσσει το βιβλίο στον δημόσιο διάλογο για την τουριστική πολιτική, ειδικά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που βιώνει έντονα τις συνέπειες της τουριστικής μονοκαλλιέργειας.

Το “Υπετουρισμός” είναι ένα βιβλίο επίκαιρο, ανησυχητικό και απολύτως αναγκαίο. Μας καλεί να δούμε τις πόλεις ξανά ως τόπους κατοίκησης, όχι ως σκηνικά. Μας καλεί να υπερασπιστούμε το δικαίωμα στη γειτονιά, στη μνήμη, στη διάρκεια. Κυρίως, μας καλεί να απελευθερώσουμε τον ορίζοντά μας από την ψευδαίσθηση ότι ο τουρισμός είναι πάντα καλός – γιατί, όπως όλα, πρέπει να τον ρωτήσουμε: “καλός για ποιον;”