
Κλιματική Κρίση: Τα σημάδια επιτάχυνσης είναι εδώ
Την τελευταία εβδομάδα του Ιούνη οι βορειανατολικές ΗΠΑ, από τη Βοστώνη ως τη Φιλαδέλφεια, είδαν το θερμόμετρο να φτάνει τους 40 βαθμούς Κελσίου (κάτι το πρωτοφανές τέτοια εποχή). Οι ΗΠΑ και η Βόρεια Ευρώπη νωρίτερα τον μήνα σκεπάστηκαν από σύννεφα καπνού από δασικές πυρκαγιές στον Καναδά, του οποίου τα δάση δεν ανανεώνονται από τη φωτιά (όπως τα πευκοδάση) και επομένως δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένα σε μεγάλες δασικές πυρκαγιές, πόσω μάλλον τόσο νωρίς -φέτος ήταν μια εξαιρετικά ξηρή και ζεστή χρονιά εκεί.
Από αυτή τη μεριά του Ατλαντικού από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μήνα και μετά, ο καύσωνας δεν εισέβαλε απλώς στη Δυτική Ευρώπη, αλλά έσπασε την πόρτα με μια κλωτσιά και θρονιάστηκε φαρδύς πλατύς στον καναπέ στο σαλόνι.
Ο επίμονος θόλος ζέστης που καλύπτει όλη την περιοχή ήδη έσπασε το ρεκόρ θερμοκρασίας για τον Ιούνιο στην Ισπανία με 46 °C κοντά στη Χουέλβα. Την εβδομάδα αυτή θα δώσει μέγιστες θερμοκρασίες που θα φτάνουν επί μέρες τους 41-43 °C στη Γαλλία, τους 35 °C στην νότια Αγγλία, τους 45 °C (ίσως και παραπάνω) στην Πορτογαλία και την Ισπανία, κοντά στους 40 στην Γερμανία, και μέχρι και 38-41 °C στην Ιταλία και τα κεντρικά Βαλκάνια. Με κάποια χαιρεκακία να σημειώσουμε ότι όπως φαίνεται, εμείς θα μείνουμε «απλώς» στην πάρα πολλή και επίμονη ζέστη και θα γλυτώσουμε τον πολύ βαθύ καύσωνα. Αυτή τη φορά· το καλοκαίρι έχει ακόμα δρόμο.
Είναι αυτές φυσιολογικές τιμές θερμοκρασίας; Καλοκαίρι είναι, ζέστη κάνει, λέει μια άποψη. Ναι μεν, αυτή είναι μια μεγάλη αλήθεια, υπάρχει όμως και η στατιστική που λέει ότι σε μεγάλο βαθμό η πύκνωση των καυσώνων τα τελευταία χρόνια και η σταδιακή εξάπλωσή τους προς τα βόρεια δεν είναι φυσιολογική. Οφείλονται λοιπόν αυτά τα φαινόμενα στην αύξηση της πλανητικής θερμοκρασίας και σε ποιον βαθμό; Και, αφού το έφερε η κουβέντα, πώς μετράμε την κλιματική αλλαγή; Και ειδικότερα, πώς ξέρουμε ότι η θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται;
Ψυχραιμία. Για μια ακόμα φορά το ηρωικό πλήρωμα του «Κ» αψηφώντας τη ζέστη, βουτάει στα χαμηλότερα στρώματα της πυρωμένης ατμόσφαιρας για να αναζητήσει τις απαντήσεις στις καυτές αυτές ερωτήσεις, επιτρέποντάς σας να τις διαβάσετε στη δροσιά του AC, αν έχετε αυτή την δυνατότητα και δεν είστε καμιά φτωχάντζα.
Μετρήσεις, μετρήσεις…
Πώς μετράμε λοιπόν τις μακροπρόθεσμες πλανητικές τάσεις της θερμοκρασίας; Ένας τρόπος είναι φυσικά ο κλασικός. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες μετεωρολογικοί σταθμοί σκορπισμένοι στον πλανήτη που καταγράφουν θερμοκρασίες αέρα δύο μέτρα πάνω από το έδαφος· κάποιοι λίγοι από αυτούς το κάνουν αυτό εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Επίσης μετράμε την επιφανειακή θερμοκρασία των ωκεανών. Όλες αυτές οι μετρήσεις μας δίνουν έναν μέσον όρο, τη μέση θερμοκρασία της Γης. Παίρνοντας τα δεδομένα των τελευταίων 50 χρόνων, που έχουμε πλέον έναν μεγάλο αριθμό σχετικά αξιόπιστων μετρήσεων, μπορούμε να υπολογίσουμε την εξέλιξη του μέσου όρου των θερμοκρασιών σε πλανητικό επίπεδο. Μάλιστα, βασισμένοι στην εμπειρία μας από αυτούς τους σταθμούς και με τη βοήθεια και των δεδομένων από τους παλιότερους σταθμούς, μπορούμε να κάνουμε σχετικά αξιόπιστες εκτιμήσεις για το άμεσο παρελθόν, τον 19ο αιώνα. Ακόμα πιο πίσω έχουμε δεδομένα από έμμεσες πηγές όπως δακτύλιοι δέντρων ή δείγματα από γεωτρήσεις σε παγετώνες, που μας επιτρέπουν μια αρκετά καλή εκτίμηση των μεγάλων μεταβολών που υπέστη το κλίμα στο απώτερο γεωλογικό παρελθόν.

Παρόλα αυτά, η διαδικασία μέτρησης της μέσης θερμοκρασίας σήμερα, λόγω μεγάλων τοπικών διακυμάνσεων μέρα τη μέρα, μικροδιαφορών στα όργανα και άλλων παραγόντων, είναι δύσκολη και ευεπίφορη σε λάθη. Έχει καταβληθεί τεράστια προσπάθεια τα τελευταία χρόνια για να ξεκαθαριστούν οι όποιες πηγές λαθών. Εντούτοις, οι διαφορές στις τοπικές μετρήσεις και οι ελαφρά διαφορετικές μεθοδολογίες που ακολουθούν οι φορείς που υπολογίζουν αυτό το τελικό νούμερο της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη έχουν ως αποτέλεσμα τα αποτελέσματα που δίνουν αυτοί οι οργανισμοί να είναι διαφορετικά μεταξύ τους.
«Αχά!» αναφωνεί η πάντα δύσπιστη ως προς τις αγαθές προθέσεις των κρατικών ή υπερθνικών οργανισμών μοναδική αναγνώστρια του «Κ». «Ορίστε! Μας κοροϊδεύουν, ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν τι λένε!»
Πράγματι, όντως υπάρχουν διαφορές. Για παράδειγμα, είχαμε μια μεγάλη διαμάχη για την μέση θερμοκρασία του 2024. Οι μεγάλοι μονομάχοι ήταν ο Ευρωπαίος Copernicus από τη μία και οι δύο Αμερικανοί, ο NOOA και η NASA από την άλλη. Ο Copernicus, με το σύνολο δεδομένων ERA5, βρήκε ότι η μέση θερμοκρασία του 2024 ήταν 1.52 βαθμούς πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Οι Αμερικανοί, πολύ πιο αισιόδοξοι, είπαν πως όχι, δεν ξεπεράσαμε τους 1.5οC πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, μείναμε «μόνο» στους 1.47C. Είναι επομένως προφανές ότι παρά τις διαφορετικές μεθοδολογίες και τα διαφορετικά δεδομένα, η διαφορά στις εκτιμήσεις είναι της τάξης των λίγων εκατοστών του βαθμού, ή αλλιώς έχουμε ουσιαστική συμφωνία: βρισκόμαστε κοντά, ίσως και λίγο πάνω, από το συμβατικό όριο των 1.5 βαθμών πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, δεν υπάρχει αμφιβολία και καμιά διαφωνία για αυτό…
Αλλά αν αυτά όλα δεν σας φαίνονται πειστικά, εδώ και πενήντα περίπου χρόνια χρησιμοποιούμε και μια άλλη μέθοδο που δεν έχει τις ίδιες δυσκολίες. Δεν εξαρτάται ούτε από τις τοπικές ιδιομορφίες, ούτε από τις διακυμάνσεις των μετρήσεων και μπορεί να μας δώσει μια πολύ καθαρή εικόνα του τι συμβαίνει: μπορούμε πλέον να μετράμε με αρκετά μεγάλη ακρίβεια πόση συνολικά ενέργεια από τον ήλιο μπαίνει στην ατμόσφαιρα και πόση ενέργεια εκπέμπεται πίσω προς το διάστημα από την γη. Τα μετράμε όλα αυτά με τη χρήση δορυφόρων.
Πώς δουλεύει το σύστημα
Λίγη φυσική (πολύ λίγη, μην ανησυχείς μοναδική μας αναγνώστρια) είναι ίσως αναγκαία εδώ. Λοιπόν, ο ήλιος εκπέμπει ενέργεια. Αυτή φτάνει στη γη, τη ζεσταίνει και επιτρέπει τη ζωή στον πλανήτη. Αποθηκευμένη ηλιακή ενέργεια είναι και τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία προέρχονται από βιομάζα. Αλλά η τελευταία είναι βασικά αποθήκη ηλιακής ενέργειας μέσω της φωτοσύνθεσης. Η μόνη μορφή ενέργειας στον πλανήτη που δεν οφείλεται άμεσα ή έμμεσα στον ήλιο είναι η γεωθερμία.
Από την προσπίπτουσα στη γη ενέργεια του ήλιου τώρα, ένα τμήμα ανακλάται κατευθείαν πίσω στο διάστημα, από τα σύννεφα, τις υδάτινες επιφάνειες, τους πάγους κλπ. Όπως εξηγούσε ο Vangelis (ο Παπαθανασίου) το 1976 στο οπισθόφυλλο του δίσκου “Albedo 0.39”: «Η ανακλώμενη ισχύς από έναν πλανήτη ή άλλο μη αυτόφωτο ουράνιο σώμα, λέγεται Albedo. Ένα τέλεια ανακλαστικό σώμα έχει Albedo 1 ή 100%. Η Γη έχει Αlbedo 0.39 ή 39%».
![]() |
Τότε ακόμα οι επιστημονικές μετρήσεις ήταν κάπως ατελείς και η παραδεκτή τιμή του Αλμπέντο (σημαίνει «λευκότητα» και προέρχεται από το λατινικό albus=λευκός) ήταν όντως 39%, τιμή πάντως που έκτοτε ξεπεράστηκε (όπως και το άλμπουμ του Βαγγέλη που πια δύσκολα ακούγεται πλέον). Σήμερα ξέρουμε ότι η σωστή τιμή του αλμπέντο είναι πιο κοντά στο 31%.
Τι γίνεται με το υπόλοιπο 69% το οποίο δεν ανακλάται αμέσως πίσω στο διαστρικό κενό; Αυτό απορροφάται από την ατμόσφαιρα κυρίως αλλά και από το έδαφος. Τελικά και αυτό θα επανεκπεμφεί στο διάστημα, αλλά σε δεύτερο χρόνο και με άλλη μορφή από αυτήν που ήρθε, σε άλλα μήκη κύματος όπως λένε οι φυσικοί. Κανονικά, αν η Γη βρισκόταν σε ισορροπία με το περιβάλλον της, δηλαδή τον ήλιο, θα εξέπεμπε σε κάθε στιγμή και σε όλα τα μήκη κύματος τόση ακριβώς ενέργεια όση λαμβάνει από τον ήλιο.

Γενικά μιλώντας, δεν είναι αναγκαστικό να υπάρχει ισοζύγιο. Η Γη έχει περάσει από φάσεις αστάθειας στο παρελθόν. Για παράδειγμα έχει περάσει από φάση «αρνητικού βρόγχου ανάδρασης» την εποχή των παγετώνων: ο πάγος έχει μεγάλη ανακλαστικότητα, άρα αν υπάρχει πολύς πάγος ανακλάται πολύ φως (το αλμπέντο είναι μεγάλο). Όμως τότε λιγότερη ενέργεια απορροφάται από τη Γη, άρα η θερμοκρασία πέφτει, άρα περισσότερος πάγος σχηματίζεται, πάρα ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του αλμπέντο κλπ, είναι δηλαδή μια διαδικασία φαύλου κύκλου.
Γενικά, υπάρχουν άπειρα φαινόμενα που μεταβάλλουν ή επηρεάζουν τον τρόπο που ανακλάται και απορροφάται η ηλιακή ενέργεια. Για παράδειγμα, τα φυτά είναι σκουρόχρωμα και έτσι απορροφούν πάρα πολλή ηλιακή ενέργεια. Θα έτειναν έτσι να ανεβάζουν τη θερμοκρασία, αν ένα κομμάτι της ενέργειας αυτής δεν πήγαινε στην φωτοσύνθεση. Αυτή οδηγεί στη δημιουργία οργανικών ενώσεων άνθρακα δεσμεύοντας ατμοσφαιρικό διοξείδιο (και για αυτό είπαμε ότι τα ορυκτά καύσιμα είναι αποθηκευμένη κατά το απώτατο παρελθόν ηλιακή ενέργεια). Άρα τα φυτά όχι μόνο μειώνουν τα αέρια θερμοκηπίου, μειώνοντας έτσι και την θερμοκρασία, αλλά επίσης δεσμεύουν ηλιακή ενέργεια και την αποθηκεύουν σε ενώσεις άνθρακα. Αυτή η ενέργεια δεν αυξάνει τη θερμοκρασία, άρα το τελικό ισοζύγιο των φυτών είναι θετικό, λειτουργούν σε γενικές γραμμές ως μηχανισμός μείωσης της θερμοκρασίας. Αυτό βέβαια μπορεί υπό κατάλληλες συνθήκες (πχ πυρκαγιές που δεν ακολουθούνται από ανάκαμψη του δάσους, ή συνθήκες υψηλής αποσύνθεσης και παραγωγής μεθανίου) να αντιστραφεί. Ο ακριβής τρόπος που επιδρά η βλάστηση στη θερμοκρασία δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί.
Εντούτοις, η μέτρηση με δορυφόρο αδιαφορεί για όλες αυτές τις περίπλοκες λεπτομέρειες και τις ακριβείς αιτίες. Ο δορυφόρος μετρά πόση ενέργεια έρχεται από πάνω (από τον ήλιο) και πόση από κάτω (από τη γη) και μπορεί να μας πει αν τα δύο μεγέθη είναι ίσα ή όχι. Το σύστημα λειτουργεί κάπως σαν τραπεζικός λογαριασμός. Όταν βάζετε χρήματα σε αυτόν, ο λογαριασμός αυξάνεται. Όταν κάνετε αναλήψεις μειώνεται. Αν κατά τη διάρκεια του μήνα τα ποσά που καταθέτετε είναι ακριβώς ίσα με τα ποσά που αναλαμβάνετε, ο λογαριασμός μένει κατά μέσον όρο σταθερός. Αν οι μηνιαίες καταθέσεις σας είναι περισσότερες από τις αναλήψεις (ναι, ξέρω, αυτό είναι σενάριο φαντασίας για την αναγνώστρια του «Κ»), τότε ο λογαριασμός αυξάνει. Έτσι είναι και το ισοζύγιο ενέργειας του πλανήτη. Αν η «κατάθεση», η ενέργεια που δέχεται από τον ήλιο είναι κατά μέσον όρο ίση με την «ανάληψη», την ενέργεια που τελικά επανεκπέμπει στο διάστημα, η θερμοκρασία θα μείνει σταθερή. Αν όμως δέχεται περισσότερη ενέργεια από αυτήν που επανεκπέμπει, τότε ο λογαριασμός αυξάνεται, ή η θερμοκρασία ανεβαίνει.
Αποδεικνύεται ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τις δορυφορικές μετρήσεις, η Γη εκπέμπει λιγότερη ενέργεια από όση λαμβάνει, ή αλλιώς υπάρχει μια διαρκής συσσώρευση υπερβάλλουσας ενέργειας, άρα αύξηση της θερμοκρασίας.
Όλο και περισσότερες έρευνες με βάση δορυφορικά δεδομένα βλέπουν ότι τα τελευταία 20 περίπου χρόνια η ανισορροπία στο ισοζύγιο έχει διπλασιαστεί. Περί τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Γη δεχόταν περισσότερη ενέργεια από όση εξέπεμπε με ρυθμό περίπου 0.6 βατ ανά τετραγωνικό μέτρο (W/m2). Το 2024 ο ρυθμός συσσώρευσης ενέργειας στη γη έχει διπλασιαστεί και είναι πλέον 1.3 W/m2. Να το ξαναπούμε: ο πλανήτης όχι μόνο συσσωρεύει ενέργεια από τον ήλιο, αλλά από πάνω ο ρυθμός συσσώρευσης ενέργειας κοντά στην επιφάνεια διαρκώς επιταχύνεται.
Η αύξηση του ρυθμού συσσώρευσης ενέργειας συνδέεται ίσως και με μία άλλη παρατήρηση. Τα τελευταία δύο με τρία χρόνια ήταν πιο ζεστά από όσο περιμέναμε, η θερμοκρασία έκανε ένα απότομο άλμα προς τα πάνω. Οι ακριβείς λόγοι αυτής της απότομης περαιτέρω θέρμανσης δεν είναι ακόμα σαφείς.
Πάντως ο λόγος για την εν γένει αύξηση της θερμοκρασίας είναι γνωστός: τα αέρια θερμοκηπίου που εκπέμπει ο τεχνολογικός καπιταλισμός. Πάνω από δύο τρισεκατομμύρια τόνοι διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων έχουν ως τώρα εκπεμφθεί από την καύση ορυκτών καυσίμων. Αυτά τα αέρια είναι που παγιδεύουν τμήμα της εισερχόμενης θερμότητας του ήλιου και δεν την αφήνουν να επανεκπεμφθεί στο διάστημα. Είναι ενδιαφέρον ότι από αυτήν την παγιδευμένη ενέργεια, μόνο ένα μικρό τμήμα (γύρω στο 10%) αυξάνει τη θερμοκρασία του αέρα και της γης.
Το υπόλοιπο 90% της θερμότητας πηγαίνει στους ωκεανούς. Το νερό έχει πολύ μεγάλη θερμοχωρητικότητα, δηλαδή μπορεί να αποθηκεύει εύκολα μεγάλα ποσά θερμότητας. Έτσι ως τώρα η αύξηση της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας ήταν μικρότερη από ότι θα αναλογούσε σε όλο αυτό το διοξείδιο που έχει απελευθερωθεί. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι οι ωκεανοί έχουν φτάσει κοντά στα όρια της ικανότητάς τους να αποθηκεύουν όλη αυτήν την ποσότητα ενέργειας κάτι που θα σήμαινε απότομη, εκθετική αύξηση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας. Ευτυχώς (ή δυστυχώς), δεν είμαστε ακόμα βέβαιοι για το αν ισχύει αυτό το όριο στην αποθηκευτική ικανότητα των ωκεανών.
Αέρια, θερμοκήπια και λάθος στα μοντέλα
Μόλις το 2010 στα διεθνή φόρα εκφραζόταν στα σοβαρά από διάφορες πλευρές η ελπίδα ότι θα καταφέρουμε να σταματήσουμε την άνοδο της θερμοκρασίας στον ένα βαθμό πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Ο ένας βαθμός ξεπεράστηκε ήδη το 2015-2016. Ο στόχος που τέθηκε από την διεθνή διάσκεψη για το κλίμα το 2015 ήταν να μην ξεπεράσουμε τον 1.5 βαθμό αύξησης.
Αυτή τη στιγμή η επιταχυνόμενη ανισορροπία στο ενεργειακό ισοζύγιο έχει ήδη φτάσει τη θερμοκρασία επιφανείας κάπου κοντά στον 1.5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Δεν υπάρχει πλέον καν η συζήτηση για το αν είμαστε σε θέση να την περιορίσουμε εδώ, κάτι τέτοιο είναι πλέον αδύνατο. Και, παρά τα ευχολόγια, ούτε οι 2 βαθμοί αύξησης δεν φαίνονται να είναι ένας ρεαλιστικός στόχος αν δεν ληφθούν (χτες όμως) πραγματικά ριζοσπαστικά μέτρα που απαιτούν ριζική αλλαγή παραγωγικού μοντέλου -άρα και τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας. Δεν μπορούμε να φανταστούμε αυτή τη στιγμή έναν τρόπο να σταματήσει στους 2 βαθμούς η αύξηση που να μπορεί να εφαρμοστεί στα πλαίσια του καπιταλισμού, επειδή δεν υπάρχει τρόπος οι λύσεις να είναι κερδοφόρες. Αυτό το έχουν καταλάβει στην Ουάσινγκτον. Το «μεγάλο όμορφο νομοσχέδιο» που προτίθεται να καταθέσει η κυβέρνηση Τραμπ (και το οποίο θα είναι μόλις το πρώτο νομοσχέδιο που θα καταθέσει, ως τώρα κυβερνά μόνο με προεδρικά διατάγματα), προβλέπει τεράστια δωράκια στους φίλους του πετρελαιάδες και καρβουνάδες (και ο Έλον πάει να σκάσει…) Στις 23 Ιουνίου μέσω του προσωπικού του σόσιαλ, ο Τραμπ έστειλε μήνυμα στο υπουργείο ενέργειας: ‘DRILL, BABY, DRILL!!! And I mean NOW!!!’

Οι άνθρωποι ήμασταν ήδη εδώ όταν η γη ήταν σκεπασμένη με παγετώνες και περίπου 6 βαθμούς πιο κρύα από σήμερα. Από το τέλος της τελευταίας παγετώδους πριν 12.000 χρόνια και για όλη την περίοδο μέχρι πριν 100 περίπου χρόνια, η μέση θερμοκρασία επιφανείας του πλανήτη είχε μείνει σχεδόν σταθερή γύρω στους 14°C (με κάποια μικρά σκαμπανεβάσματα όπως την λεγόμενη «μικρή παγετώδη εποχή» μεταξύ 16ου αι 19ου αιώνα). Τα αέρια θερμοκηπίου την έχουν εκτοξεύσει με ρυθμούς πραγματικά πρωτοφανείς στην γεωλογική ιστορία.
Εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση. Στο απώτερο παρελθόν η γη είχε φτάσει να είναι πολύ πιο ζεστή από τώρα. Οι δεινόσαυροι λχ ζούσαν σε έναν πολύ ζεστό πλανήτη. Αλλά από όσο ξέρουμε το ρεκόρ το έχει το θερμικό μέγιστο Παλαιόκαινου-Ηώκαινου (PETM), που συνέβηκε πριν 54 εκατομμύρια χρόνια, όταν η μέση θερμοκρασία ήταν περί τους δέκα, ίσως και παραπάνω, βαθμούς μεγαλύτερη από τώρα. Το ζήτημα επομένως δεν είναι τόσο η ανώτατη θερμοκρασία που μπορεί να φτάσει ο πλανήτης· ως προς αυτό έχουμε ακόμα περιθώρια. Το ζήτημα είναι η ταχύτητα με την οποία ανεβαίνει η θερμοκρασία. Το ΡΕΤΜ χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια για να φτάσει στο μέγιστο – και μετά η γη χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια για να κρυώσει ξανά. Η ζωή είχε χρόνο να προσαρμοστεί στις αλλαγές αυτές χωρίς συνέπειες.
Η τρέχουσα ταχύτητα αύξησης που αυτή τη στιγμή μετριέται με τις δεκαετίες δεν έχει προηγούμενο στο γεωλογικό αρχείο της γης. Ακόμα και η αστραπιαία για γεωλογικά γεγονότα θέρμανση στο τέλος της παγετώδους, κράτησε συνολικά πάνω από 10.000 χρόνια, με μια απότομη επιτάχυνση στο τέλος που κράτησε πάνω από 1.000 χρόνια, όταν η θερμοκρασία ανέβηκε 5 βαθμούς, με ρυθμό δηλαδή 1 βαθμός ανά διακόσια χρόνια. Εμείς έχουμε προκαλέσει αύξηση μισού βαθμού σε μια δεκαετία και σκοπεύουμε αυτό το ρεκόρ να το επιταχύνουμε πολύ στο άμεσο μέλλον. Η τωρινή αύξηση είναι πολύ επικίνδυνη επειδή δεν αφήνει καθόλου χώρο στα οικοσυστήματα να εξελιχθούν και έτσι σταδιακά να προσαρμοστούν στην νέα θερμική πραγματικότητα. Αν η θέρμανση συνεχίσει με τους ίδιους (ή ακόμα χειρότερα επιταχυνόμενους) ρυθμούς σαν αυτούς που έχουμε τώρα, θα είναι ισοδύναμη όχι με κάποια από τις αλλαγές θερμοκρασίας του παρελθόντος, αλλά με ένα από τα 6 μεγάλα γεγονότα εξαφάνισης της ζωής στον πλανήτη, ένα από τα οποία (όχι το μεγαλύτερο) ήταν η εξαφάνιση των δεινοσαύρων.
Βέβαια, η καλόπιστη αναγνώστρια θα ρωτήσει εδώ: η IPCC, η διεθνής διακυβερνητική για το κλίμα, έχει δώσει μερικά εξαιρετικά επείγουσες προειδοποιήσεις. Και όμως, δεν είχε ανάμεσα στις προβλέψεις της την τρέχουσα επιτάχυνση. Μα δεν έβλεπαν τι έκαναν στην IPCC; Αν ισχύουν τα παραπάνω, τότε όλες οι προβλέψεις τους ήταν …αισιόδοξες σε σχέση με αυτό που συμβαίνει. Γιατί;
Λοιπόν, οι διεθνείς διασκέψεις βασίζουν τις προβλέψεις τους σε στατιστικά μοντέλα. Αυτά είναι κατασκευασμένα με βάση τις ως τώρα παρατηρήσεις. Δυστυχώς όμως, η πρόβλεψη είναι μια πολύ δύσκολη δουλειά, ειδικά αν αφορά το μέλλον.
Είδαμε ότι ακόμα και για την εκτίμηση της τρέχουσας μέσης θερμοκρασίας υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ των φορέων που κάνουν αυτή τη δουλειά, μικρές μεν, υπαρκτές δε. Οι εκτιμήσεις για το τι θα γίνει από εδώ και πέρα είναι πολύ πιο αποκλίνουσες γιατί κάθε ένα μοντέλο πρόβλεψης ενσωματώνει με διαφορετικές υποθέσεις τις αβεβαιότητες που έχουμε για το τι θα συμβεί. Υπάρχουν πολλά μοντέλα, που εκκινούν από πολλές διαφορετικές αρχικές υποθέσεις και που έχουν πίσω τους πολύ διαφορετικές μεθοδολογίες. Άλλα από αυτά είναι κάπως πιο αισιόδοξα, άλλα είναι πολύ πιο απαισιόδοξα.
Οι προβλέψεις του IPCC δεν μπορούν να βασίζονται στις προβλέψεις ενός μόνο από αυτά τα μοντέλα, αφού δεν μπορούμε να ξέρουμε εκ των προτέρων πιο από όλα θα είναι το σωστό. Ετσι οι προβλέψεις και οι συστάσεις του IPCC βασίζονται στον μέσο όρο όλων των μοντέλων. Όμως σωστό μοντέλο δεν είναι ο μέσος όρος των μοντέλων, σωστό είναι το μοντέλο που θα αποδειχτεί (εκ των υστέρων) ότι έκανε τις σωστές προβλέψεις. Και από ό,τι φαίνεται σήμερα, συγκρίνοντας με τις προβλέψεις πριν δέκα χρόνια, τα πιο σωστά ήταν τα πιο απαισιόδοξα από όλα τα μοντέλα. Ο μέσος όρος του IPCC ήταν μάλλον αισιόδοξος. Η αύξηση των τελευταίων λίγων χρόνων είναι πιο γρήγορη από όσο προέβλεπε η απόλυτη πλειονότητα των μοντέλων μας, κάτι που επιβεβαιώνεται επίσης και από την εκτίμηση για το ενεργειακό ισοζύγιο που παρατηρείται μέσω δορυφόρων: τα περισσότερα μοντέλα υποτιμούν το ισοζύγιο αυτό και χρειάζονται δραστικές τροποποιήσεις προς το χειρότερο.
![]() |
| Του Paolo Lombardi |
Ναι, αλλά γιατί συμβαίνει αυτή η επιτάχυνση;
Σύντομη απάντηση: Δεν ξέρουμε με ακρίβεια ακόμα («Αχά! Ώστε δεν ξέρετε τι λέτε!» κλπ κλπ).
Έχουμε όμως κάποιες υποψίες. Μια πιθανή αιτία είναι, τι ειρωνεία, η
μείωση της ρύπανσης. Για αρχή εδώ και τρία χρόνια έχει αλλάξει ο
κανονισμός ως προς το ναυτιλιακό πετρέλαιο, το οποίο πλέον δεν περιέχει
θείο. Το θείο όταν καίγεται δίνει διοξείδιο του θείου το οποίο είναι
επικίνδυνο όταν εισπνέεται (για αυτό και απαγορεύτηκε), αλλά επίσης έχει
την ιδιότητα να αυξάνει και το αλμπέντο. Μείωση του θείου στο
πετρέλαιο, σημαίνει αύξηση της ηλιακής ακτινοβολίας που απορροφάται από
την ατμόσφαιρα, άρα και αύξηση της θερμοκρασίας. Βέβαια σύμφωνα με τους
υπολογισμούς, αυτός ο παράγοντας δεν αρκεί για να εξηγήσει την τρέχουσα
αύξηση. Η σοβαρή μείωση της αστικής μόλυνσης που έχουν πετύχει οι
Κινέζοι και μερικές ακόμα αναπτυσσόμενες χώρες τα τελευταία 10 χρόνια σε
συνδυασμό με την ταχύτατη εισαγωγή ηλεκτροκίνησης συμπληρώνει ένα ακόμα
κομμάτι του παζλ. Η ατμοσφαιρική μόλυνση και αυτή, με τα μικροσωματίδιά
της, κάνει κακό στους πνεύμονες αλλά αυξάνει το αλμπέντο.
Μια
άλλη υποθετική αιτία είναι η (για άγνωστους λόγους) μείωση της
ικανότητας των ωκεανών να αποθηκεύουν ενέργεια με τον τρόπο που το
έκαναν μέχρι πρόσφατα. Τα όλο και πιο συχνά και οξέα επεισόδια θαλάσσιων
καυσώνων που συμβαίνουν συνηγορούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Να
σημειώσουμε ότι οι θαλάσσιοι καύσωνες στην Μεσόγειο σημαίνουν αυξημένη
εξάτμιση, άρα βίαιες καταιγίδες στο τέλος του καλοκαιριού ή το
φθινόπωρο. Τέλος εξετάζονται και διάφοροι άλλοι παράγοντες που αφορούν
τις αλλαγές στην νεφοκάλυψη, την αύξηση των πυρκαγιών κ.ά..
Η διευκρίνιση των λόγων της αύξησης είναι βέβαια σημαντική. Ακόμα
περισσότερο σημαντικό είναι να καταλάβουμε αν η επιτάχυνση των
τελευταίων χρόνων είναι μόνιμη ή ίσως παροδική, αν θα σταματήσει για
κάποιους λόγους από μόνη της (μην κρατήσετε την αναπνοή σας, που λένε οι
αγγλοσάξονες…).
Το απολύτως κρίσιμο και σημαντικό είναι να
σταματήσει άμεσα η αιτία της θέρμανσης. Και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί
με τους απαιτούμενους ρυθμούς αν το αφήσουμε στα χέρια του
καπιταλισμού.



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου