Το σχέδιο «παγκάρι.gr» με ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος της Εκκλησίας – Η απάντηση της Ιεράς Συνόδου
Το σχέδιο «παγκάρι.gr» με ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος της Εκκλησίας – Η απάντηση της Ιεράς Συνόδου
Αναδημοσιεύουμε από την kathimerini.gr το δημοσίευμα με τίτλο «Το σχέδιο για “παγκάρι.gr”»
(της Δ. Αντωνίου) και αμέσως μετά την ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου
σχετικά με την «ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος», όπως και τη συνέχεια που
έδωσε η kathimerini.gr, με νέο δημοσίευμα χτες.
Δεν έχουμε κάποιο σχόλιο. Παρακολουθούμε το θέμα θα σας ενημερώνουμε, διότι έχει, θα λέγαμε, ένα «άγιο ενδιαφέρον»…
Το σχέδιο για «παγκάρι.gr»
Πριν από περίπου τρία χρόνια στη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος
έφτασε μια πρόταση, η οποία αφορούσε τη διερεύνηση των προθέσεων της
Ιεραρχίας έναντι πρότασης για δωρεά μετοχών μιας υπό σύσταση τράπεζας.
«Κάναμε μια προσπάθεια τότε και η Σύνοδος την ενστερνίστηκε μέχρι ενός
σημείου», θυμάται σήμερα εκκλησιαστικό στέλεχος που συμμετείχε στις
συζητήσεις. Πολύ νερό κύλησε έκτοτε και ακόμη και κάποιοι από τους
ιεράρχες που συμμετείχαν σε εκείνη την αρχική συζήτηση και
ενστερνίστηκαν «μέχρι ενός σημείου» το σχέδιο που παρουσιάστηκε,
ενδεχομένως δεν το θυμούνται καν. Ομως, εκείνοι που συνέλαβαν την ιδέα,
έχοντας λάβει την εξουσιοδότηση που επεδίωξαν, εργάστηκαν μεθοδικά για
την υλοποίηση του πρότζεκτ. Σήμερα, τρία χρόνια αργότερα, η ίδρυση μιας
ψηφιακής τράπεζας με μέτοχο την Εκκλησία της Ελλάδος είναι προ των
πυλών. Οπως αναφέρουν καλά ενημερωμένες πηγές, μέχρι τον Μάιο, το
αργότερο στις αρχές Ιουνίου, σχεδιάζεται να κατατεθεί στην Τράπεζα της
Ελλάδος ο φάκελος με όλα τα απαραίτητα στοιχεία, προκειμένου να
αδειοδοτηθεί η λειτουργία της τράπεζας.
Καθώς οι ημερομηνίες «τρέχουν» και «ο καιρός γαρ εγγύς» για την
υλοποίηση του εγχειρήματος που καιρό τώρα προετοιμάζεται μεθοδικά, το
θέμα αρχίζει να ανακινείται στο εσωτερικό της Εκκλησίας, προκαλώντας
ανησυχία και ερωτήματα για το κατά πόσον είναι σωστό η Εκκλησία να
εμπλακεί σε κάτι τέτοιο. Από ορισμένες πλευρές της Ιεραρχίας, μάλιστα,
διατυπώνονται αμφιβολίες αν, τελικά, η προσπάθεια θα στεφθεί με
επιτυχία.
Εκκλησιαστικό στέλεχος με συμμετοχή στην προεργασία, αναφέρει
μιλώντας στην «Κ» ότι όλα τα βήματα έγιναν με ιδιαίτερη προσοχή και
χωρίς να ανακοινωθεί κάτι, διότι υπήρχε ανησυχία για πρόκληση
αντιδράσεων, πρωτίστως από όσους θεωρήσουν ότι ενδεχομένως θίγονται τα
συμφέροντά τους, όπως το υφιστάμενο τραπεζικό σύστημα που θα μπορούσε να
δει την εκκλησιαστική «εισπήδηση» στην αγορά ανταγωνιστικά.
Η ίδια πηγή αναφέρει ότι το εγχείρημα αφορά τη λειτουργία μιας
αποκλειστικά ψηφιακής τράπεζας. Ενός οργανισμού, δηλαδή, που θα παρέχει
το σύνολο των υπηρεσιών που παρέχει μια κλασική τράπεζα, χωρίς, όμως, να
διαθέτει φυσικά υποκαταστήματα, αλλά να λειτουργεί αποκλειστικά μέσω
της οθόνης των υπολογιστών ή των κινητών τηλεφώνων των πελατών της. «Θα
είναι μια πολύ σύγχρονη ηλεκτρονική τράπεζα, η οποία δεν έχει collateral
την περιουσία της Εκκλησίας», διευκρινίζει ο συνομιλητής μας.
Απορρίπτει κατηγορηματικά όποια αναφορά σε «Ιερά Τράπεζα».
«Θεωρήθηκε ποτέ Ιερά Τράπεζα η Εθνική Τράπεζα, επειδή ένας από τους
ιδρυτικούς μετόχους της ήταν η Εκκλησία; Ή μήπως το “Ταμείο ανταλλαξίμων
και κοινωφελών περιουσιών” του 1930 κατέστη “Ιερό”, μόνο και μόνο
επειδή αντικατέστησε τον αποτυχημένο υπάλληλο του υπουργείου Εξωτερικών,
που το διηύθυνε, με την εμβληματική εκκλησιαστική προσωπικότητα του
Χρυσάνθου Τραπεζούντος, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών; Ιερά Τράπεζα;
Ποτέ. Θέσμια Τράπεζα, ναι».
Τι βάζει η Εκκλησία σε αυτό το εγχείρημα ώστε να είναι μέτοχος;
Το πολύ ισχυρό brand name που διαθέτει. Εκείνοι που συνέλαβαν την ιδέα
προσδοκούν ότι η εμφάνιση μιας τράπεζας που θα έχει ευθεία αναφορά στην
Εκκλησία της Ελλάδος θα έχει απήχηση. «Η Εκκλησία είναι πρωτίστως ιδέα.
Ακόμη και στα οικονομικά. Θα ακουμπήσουν σε αυτήν Ελληνες του εσωτερικού
και του εξωτερικού, αλλά και ένα ευρύτερο ακροατήριο», είναι η
εκτίμηση. Η εταιρεία Financial Innovation Holding Α.Ε., της οποίας είναι
μέτοχος η Εκκλησία, είναι ο επίσημος φορέας του εγχειρήματος.
Εμπνευστής είναι σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές ο πρώην πρόεδρος του
Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, Αγγελος Φιλιππίδης. «Τον παρακαλέσαμε να
προχωρήσουμε μαζί όταν ακούσαμε την ιδέα του», αναφέρει εκκλησιαστική
πηγή.
Οι
υπερασπιστές του εγχειρήματος σπεύδουν να διευκρινίσουν ότι «δεν θα
γίνουμε Βατικανό», προφανώς για να προκαταλάβουν οποιαδήποτε ενδεχόμενη
συσχέτιση με τα ουκ ολίγα οικονομικά σκάνδαλα που κατά καιρούς έχουν
απασχολήσει σε σχέση με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της Αγίας
Εδρας.
Η συμμετοχή της Εκκλησίας στο εγχείρημα, σύμφωνα με πρωτεργάτη της
προσπάθειας, είναι η δημιουργία ενός κοινώς αποδεκτού πόλου έλξης φορέων
και προσωπικοτήτων που επιθυμούν να υπηρετήσουν το «κοινό καλό», ώστε
το εγχείρημα να είναι πολυδύναμο και πολυσυλλεκτικό, με μετόχους από
διάφορους χώρους και διακυμαινόμενης ισχύος ως προς την οικονομική τους
επιφάνεια, αλλά με κοινό στοιχείο την αγάπη προς την Ελλάδα, την
αφοσίωσή τους στην οικουμενική ιδέα της αρμονικής συνύπαρξης των λαών,
την ευαισθησία τους σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ίσων ευκαιριών.
«Ο σκοπός, λοιπόν, και όχι η τράπεζα», αναφέρει, «είναι ιερός, όπως
είναι ιερό κάθε ανθρώπινο πρόσωπο που έχει δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή
διαβίωση, στη μόρφωση, στην ευτυχία, και όπως ιερή είναι κάθε συνεργασία
που αποσκοπεί στο κοινό καλό, όχι μόνο μιας ομάδας, ενός έθνους, μιας
χώρας, αλλά όλης της υφηλίου».
Για την ώρα, η προσπάθεια επικεντρώνεται στη συγκέντρωση κεφαλαίων
από ιδιώτες επενδυτές, ώστε να ολοκληρωθεί η απαραίτητη προεργασία και
να κατατεθεί ο φάκελος προς αδειοδότηση. Με τους συμμετέχοντες να
αποκρούουν τη φημολογία για άδεια που θα ζητηθεί από το εξωτερικό. «Ούτε
με Λιθουανία υπάρχει σχέση ούτε με κάποια άλλη χώρα. Στην Τράπεζα της
Ελλάδος θα απευθυνθούμε», επισημαίνουν.
Με έδρα την Ελλάδα, στόχος είναι να αναπτύξει τις εργασίες της στους
τόπους όπου ανθεί η ελληνική διασπορά και ομογένεια. Οπως μας
εκμυστηρεύθηκε ένας από τους «θεωρητικούς» θεμελιωτές της προσπάθειας,
«αποστολή της τράπεζας είναι η ανάπτυξη ενός σύγχρονου αποτελεσματικού
τρόπου αξιοποίησης του ελληνισμού ως μήτρας της οικουμενικής ιδέας, η
δημιουργία δηλαδή μιας νέας εκδοχής του ολυμπισμού στον χώρο της
καθημερινής οικονομίας».
Και μπορεί σε αυτή τη φάση να υπογραμμίζεται ότι η Εκκλησία δεν θα
βάλει κεφάλαια παρά μόνον το ισχυρό όνομά της, αλλά είναι σαφές ότι σε
δεύτερο χρόνο θεωρείται ότι υπάρχει τέτοια προσδοκία. «Να δούμε όταν θα
αρχίσουν να προκύπτουν αποτελέσματα, αν θα θέλουν οι μητροπολίτες να
μπουν μέτοχοι σιγά σιγά», σχολιάζει άμεσα εμπλεκόμενος. Φαίνεται ότι η
βασική αγωνία όσων εντός της Εκκλησίας υποστηρίζουν το εγχείρημα της
ψηφιακής τράπεζας είναι να καταφέρει η Εκκλησία να αναπληρώσει ένα μέρος
από τις μεγάλες απώλειες που υπέστη από τη συμμετοχή της στη μετοχική
σύνθεση της Εθνικής Τράπεζας και τις ανάγκες που προέκυψαν για τη
στήριξη του τραπεζικού συστήματος την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
«Η Εκκλησία έβαλε την περιουσία της και την έχασε. Πάνω από μισό δισ.
ευρώ. Δεν έμεινε τίποτα. Η Εκκλησία έβαλε πλάτη στην εποχή της κρίσης
και το πλήρωσε με αίμα. Ο σκοπός είναι να καταφέρουμε τώρα κάτι να
έχουμε στα χέρια μας», αναφέρει συνομιλητής μας και παραπέμπει στο
παράδειγμα της Εκκλησίας της Κύπρου και της δικής της επιχειρηματικής
δραστηριότητας. Και αν κάπως έτσι περιγράφεται το σχέδιο και η ιδανική
εξέλιξη του εγχειρήματος, καθώς πλέον εισερχόμαστε στην τελική ευθεία
για την ολοκλήρωση της προεργασίας, φαίνεται ότι στο εσωτερικό της
Εκκλησίας και της Ιεραρχίας αρχίζουν να εμφανίζονται προβληματισμοί και
αντιδράσεις.
Ενα από τα ερωτήματα που τίθενται είναι αν όταν κληθεί να δώσει
οριστικά το πράσινο φως για την υλοποίηση του εγχειρήματος, η Ιεραρχία
θα πει το μεγάλο «ναι». Οι υποστηρικτές του πρότζεκτ δηλώνουν έτοιμοι να
συζητήσουν όλα τα θέματα και να απαντήσουν σε όλα τα ερωτήματα. «Και αν
τεθούν αιτιολογημένες ενστάσεις, εδώ είμαστε να τις ακούσουμε».
Ιεράρχης με τον οποίο συνομίλησε η «Κ» εμφανίζεται ιδιαίτερα
προβληματισμένος για τις προοπτικές που διαμορφώνονται. «Ενας πολύ
σημαντικός παράγοντας που δεν λαμβάνεται υπόψη είναι ότι για αρκετούς
ιεράρχες είναι εντελώς ακατανόητος ο μηχανισμός λειτουργίας μιας
ψηφιακής τράπεζας. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί κάποιος να
υπερασπιστεί το εγχείρημα σε αυτό το ακροατήριο, να καταφέρει να
εξηγήσει τι ακριβώς επιδιώκει να κάνει και με ποιον τρόπο θα το
πετύχει», είναι η πρώτη παρατήρηση που κάνει ο συνομιλητής μας.
Από εκεί και μετά, τίθεται μια σειρά από ερωτήματα, τα οποία θα
πρέπει να απαντηθούν. «Είναι η αποστολή της Εκκλησίας να κάνει μπίζνες;
Δεν κάνεις την “τράπεζα των φτωχών” με μικροδάνεια και ευνοϊκούς όρους,
πας να μπεις στον τραπεζικό ανταγωνισμό. Χωρίς κεφάλαια; Πώς; Πας να
“σηκώσεις” χρήμα από επενδυτές;». Αυτά είναι μερικά μόνο από τα
ερωτήματα που ακούγονται. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι
πρόκειται για πολύ ριψοκίνδυνο εγχείρημα για να μπορέσει να προχωρήσει.
Οσοι εκφράζουν προβληματισμούς για το εάν η Εκκλησία μπορεί ή και πρέπει
να κάνει ένα τέτοιο βήμα βάζουν στο κάδρο και την παράμετρο των πιστών.
Από τη μια υπάρχει το μετριοπαθές εκκλησιαστικό ακροατήριο, ο μεγάλος
όγκος των πιστών, οι οποίοι είναι πιθανό να ενοχληθούν στο άκουσμα μιας
τέτοιας είδησης.
«Πώς μπορούμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα που αυθόρμητα θα γεννηθούν
για τον ρόλο που πρέπει να έχει η Εκκλησία και για το πώς μπορεί να
λειτουργεί με κριτήριο το επιχειρηματικό κέρδος; Πολύ περισσότερο που,
ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση και μετά, για πολύ κόσμο η λειτουργία
του τραπεζικού συστήματος είναι έννοια αρνητικά φορτισμένη. Πώς θα
απευθυνθούμε σε όσους, πιεζόμενοι από οικονομικά βάρη, καταφεύγουν στην
Εκκλησία για να
αναζητήσουν παρηγορητικό λόγο, όταν την ίδια στιγμή θα γνωρίζουν ότι ασκούμε μια τέτοια δραστηριότητα;», αναρωτιέται ιεράρχης.
Υπάρχει φυσικά και το άλλο ακροατήριο. Οι παραθρησκευτικές
οργανώσεις, οι ακραίοι, που θεωρείται βέβαιο ότι ακούγοντας για ψηφιακή
τράπεζα, θα αρχίσουν τους συνειρμούς με το «χάραγμα» και το «θηρίο». Είναι και αυτό ένα
ενδεχόμενο που προβληματίζει κάποιους ιεράρχες, οι οποίοι εδώ και καιρό
εκφράζουν ανησυχία για τη διάδοση που, όπως λένε, φαίνεται να έχουν οι
περισσότερο συντηρητικές έως και σκοταδιστικές αντιλήψεις στο
εκκλησιαστικό ακροατήριο.
Συνομιλητής μας, εκ των θερμών υποστηρικτών του εγχειρήματος, ζητεί να
αντιμετωπιστεί με ενότητα το εγχείρημα και παραφράζοντας απόσπασμα από
την Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου, τονίζει: «Ούτε του
Απολλώ, ούτε του Κηφά, ούτε του Παύλου. Είναι μια προσπάθεια της
Εκκλησίας».
Η Ιερά Σύνοδος σχετικά με την ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος της Εκκλησίας
Σε ανακοίνωση
(1/4/2025) σχετικά με δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για σύσταση
πιστωτικού ιδρύματος από την Εκκλησία της Ελλάδος προέβη η Ιερά
Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αργά το βράδυ της Δευτέρας, λέγοντας
ότι δεν έχει ληφθεί κάποια σχετική απόφαση.
Επ’ αυτού ανακοινώνει ότι: «Εν σχέσει προς δημοσιεύματα περί
επικειμένης υποβολής από την Εκκλησία της Ελλάδος αιτήματος στην Τράπεζα
της Ελλάδος με σκοπό την ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος ανακοινώνεται ότι
ουδέποτε ελήφθη σχετική απόφαση από την αρμόδια Διαρκή Ιερά Σύνοδο (ΔΙΣ)
της Εκκλησίας της Ελλάδος». Στην ανακοίνωση προστίθεται με έμφαση ότι
«υπεύθυνος ενημερώσεως περί των αποφάσεων και προθέσεων της Εκκλησίας
της Ελλάδος είναι ο Συνοδικός Μητροπολίτης που ορίζεται κάθε Σεπτέμβριο
από τη ΔΙΣ ως Εκπρόσωπος Τύπου και ουδείς άλλος».
Από τις 7 Ιανουαρίου 2021 η Εκκλησία της Ελλάδος κατέστη μέτοχος της
εταιρείας Financial Innovation Holding, καθώς ο μέχρι τότε μοναδικός
μέτοχός της, Αγγελος Φιλιππίδης, μεταβίβασε ως δωρεά το 40% των μετοχών,
ενώ ένα επιπλέον 10% πήγε στο Ιδρυμα «Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου».
Σκοπός της εταιρείας, όπως αναφέρεται στον φάκελό της, είναι οι
δραστηριότητες εταιρειών χαρτοφυλακίου (Ηolding), υπηρεσίες εταιρειών
χαρτοφυλακίου (Ηolding), άλλες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, εκτός από
τις ασφαλιστικές και τη χρηματοδότηση συντάξεων, ΠΔΚΑ, βοηθητικές
υπηρεσίες σχετικές με τραπεζικές επενδύσεις, δραστηριότητες παροχής
επιχειρηματικών συμβουλών και άλλων συμβουλών διαχείρισης.
Χθες η Ιερά Σύνοδος κήρυξε άτυπο σιωπητήριο για το σχέδιο ίδρυσης
ψηφιακής τράπεζας με τη συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος και
τοποθετήθηκε επίσημα με ανακοίνωσή της, στην οποία αναφέρεται ότι «εν
σχέσει προς δημοσιεύματα περί επικειμένης υποβολής από την Εκκλησία της
Ελλάδος αιτήματος στην Τράπεζα της Ελλάδος με σκοπό την ίδρυση
πιστωτικού ιδρύματος ανακοινώνεται ότι ουδέποτε ελήφθη σχετική απόφαση
από την αρμόδια Διαρκή Ιερά Σύνοδο (ΔΙΣ) της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Σημειώνεται ότι υπεύθυνος ενημερώσεως περί των αποφάσεων και προθέσεων
της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι ο συνοδικός μητροπολίτης που ορίζεται
κάθε Σεπτέμβριο από τη ΔΙΣ ως εκπρόσωπος Τύπου και ουδείς άλλος».
Σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές η ανακοίνωση κρίθηκε επιβεβλημένη,
καθώς η πλειονότητα των ιεραρχών της Ιεράς Συνόδου δεν γνώριζε για το εν
λόγω project και το πληροφορήθηκε από το δημοσίευμα της «Κ» την
περασμένη Κυριακή, με αρκετούς από αυτούς να καλούνται να σχολιάσουν την
πληροφορία χωρίς να γνωρίζουν το παραμικρό. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν
ότι το θέμα αναμένεται να συζητηθεί την επόμενη εβδομάδα στη συνεδρίαση
της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Την ίδια στιγμή, πηγές της Τράπεζας της Ελλάδος επιβεβαιώνουν ότι
έχει περιέλθει σε γνώση τους ο σχεδιασμός και ότι έγιναν κάποιες πρώτες
κρούσεις και ενημερωτικές συναντήσεις, στις οποίες παρουσιάστηκε το
σχέδιο της εταιρείας Financial Innovation Holding για την ίδρυση της
ψηφιακής τράπεζας. Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι οι εκτιμήσεις από την
πλευρά της εταιρείας ότι πολύ σύντομα –ακόμη και μέσα στον Μάιο– θα
είναι σε θέση να καταθέσει φάκελο για την αδειοδότηση της τράπεζας,
κρίθηκαν εξαρχής υπερβολικά αισιόδοξες. Τραπεζικοί κύκλοι εκτιμούν ότι
θα χρειαστεί σημαντικά περισσότερος χρόνος για να ολοκληρωθεί η
προπαρασκευαστική περίοδος και να συμπληρωθεί ο φάκελος που απαιτείται.
Η είδηση ότι η Εκκλησία της Ελλάδας προτίθεται να “κτίσει” τη δική της ψηφιακή τράπεζα, στα πρότυπα λειτουργίας της Revolut προκαλεί ήδη ποικίλες αντιδράσεις εντός και εκτός του εκκλησιαστικού κοινού και των πιστών.
Η είδηση είναι επιβεβαιωμένη από πολλές πηγές καθώς ήδη
πραγματοποιήθηκε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 30 εκατ. ευρώ, η
εταιρεία που θα αναλάβει την υλοποίηση του πρωτόγνωρου αυτού
εγχειρήματος είναι η Financial Innovation Holding που
λειτουργεί ήδη από το 2021 με ιδρυτή τον “μάνατζερ” Άγγελο Φιλιππίδη,
πρώην πρόεδρο του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Ο οικονομολόγος και
στέλεχος του οργανισμού επί κυβέρνησης Κ. Καραμανλή, ξεμπέρδεψε οριστικά
από τη δικαστική περιπέτεια του, το 2020 με την απόφαση του Εφετείου
που τον αθώωσε από τις κατηγορίες των επισφαλών δανείων του
Ταμιευτηρίου.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα στον οικονομικό Τύπο, ο Άγγελος Φιλιππίδης έχει ενεργό ρόλο στη δημιουργία της εκκλησιαστικής τράπεζας στην
οποία προβλέπεται μέσω της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου να ενταχθούν
αρχικά η Εκκλησία της Κύπρου, αλλά και ιδιώτες επενδυτές.
Οι αντιδράσεις για την ίδρυση της ηλεκτρονικής “Phos Bank” είχαν ως αποτέλεσμα την επίσημη παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου η οποία με ανακοίνωσή της επιχείρησε να απαντήσει στα αποκαλυπτικά δημοσιεύματα. Δεν διαψευδει ωστόσο την είδηση της πρόθεσης για τη λειτουργία τράπεζας.
Διαψεύδει ότι ελήφθη ήδη η απόφαση για να κατατεθεί το απαιτούμενο
αίτημα αδειοδότησή της προς την Τράπεζα της Ελλάδας! Συγκεκριμένα στην
ανακοίνωση της η Ιερά Σύνοδος αναφέρει ότι: «Εν σχέσει
προς δημοσιεύματα περί επικείμενης υποβολής από την Εκκλησία της Ελλάδος
αιτήματος στην Τράπεζα της Ελλάδος με σκοπό την ίδρυση πιστωτικού
ιδρύματος ανακοινώνεται ότι ουδέποτε ελήφθη σχετική απόφαση από την
αρμόδια Διαρκή Ιερά Σύνοδο (ΔΙΣ) της Εκκλησίας της Ελλάδος”. Παραπέμπει
δε για τις επίσημες ανακοινώσεις στον αρμόδιο Συνοδικό Μητροπολίτη.
Τα σχέδια για τη λειτουργία της τράπεζας
Η αποκάλυψη για το σχέδιο δημιουργίας ηλεκτρονικής τράπεζας από την
Εκκλησία της Ελλάδας φαίνεται πως σχετίζονται άμεσα με τις πρόσφατες
εξελίξεις σε ότι αφορά την ακίνητη περιουσία της, την αξιοποίησή της και
των σχέσεων της με το κράτος. Διόλου τυχαίο δεν είναι ότι στο
τέλος Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκε μια ακόμη συνάντηση του πρωθυπουργού
Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Στο μενού της συνάντησής τους ήταν και το “αγκάθι” της αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Μια περιουσίας που το κράτος εδώ και πολλά χρόνια έχει στο προσκήνιο εκμετάλλευσης ή συνεκμετάλλευσης του με την Εκκλησία. Σε εκείνη τη συνάντηση για την οποία κρατήθηκαν χαμηλοί τόνοι και δεν υπήρξαν εκτενείς ανακοινώσεις, γνωστοποιήθηκε ότι συμφωνήθηκε “να συσταθούν κοινές ομάδες εργασίας
που θα πρέπει να καταγράψουν τα ακίνητα και τις εκτάσεις της Εκκλησίας,
να διαπιστώσουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται, αν είναι
κατοικήσιμα, να καταγράψουν το νομικό καθεστώς τους κι αν εκκρεμούν
αμφισβητήσεις ή είναι διεκδικήσιμα”.
Η αποκάλυψη για την πρόθεση της Εκκλησίας της Ελλάδας να καταθέσει φάκελο στην Τράπεζα της Ελλάδας για τη σύσταση “ψηφιακής τράπεζας” στα πρότυπα των λεγόμενων fintech εταιρειών οι οποίες προσφέρουν πολύ περισσότερες οικονομικές υπηρεσίες,
όπως μεταφορές χρημάτων μεταξύ λογαριασμών, μετατροπή συναλλάγματος,
αγοραπωλησία μετοχών και εμπορευμάτων (commodities) αλλά και
κρυπτονομισμάτων, ήρθε μετά από τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ιερώνυμου.
Όπως γράφει πλειάδα οικονομικών ιστοσελίδων τις τελευταίες ημέρες η τράπεζα “Phos Bank” θα λειτουργήσει από την εταιρεία Financial Innovation Holding που
ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 2021 ως ΙΚΕ από τον Άγγελο Φιλιππίδη και τον
Απρίλιο του 2022 μετατράπηκε σε ΑΕ. Πριν από αυτή την μετατροπή ο
Άγγελος Φιλιππίδης δώρισε το 50% των μετοχών της ΙΚΕ (2.000 εταιρικά
μερίδια) στην Εκκλησία της Ελλάδος. Σήμερα ως μέτοχοι της Financial
Innovation Holding εμφανίζονται ο ‘Αγγελος Φιλιππίδης με 50% και η Εκκλησία της Ελλάδος με 32%. Τη
μετοχική σύνθεση φέρεται ότι συμπληρώνουν το Φιλανθρωπικό Ίδρυμα «Ο
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» με 8% και η συνδεόμενη με την Εκκλησία Αστική
Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «ΝΑΥΣ – Ελληνική Εταιρεία για τον Πολιτισμό
και την Αξιοπρέπεια του Ανθρώπου» με ποσοστό 10%. Στην Αστική Μη
Κερδοσκοπική Εταιρεία ΝΑΥΣ μετέχουν με ποσοστό 98% ο Αρχιμανδρίτης
Νικόδημος Φαρμάκης, με ποσοστό 1% η Ιερά Μονή «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» Βαρνάβα
Αττικής και με ποσοστό 1% το φιλανθρωπικό Σωματείο «Ο Ευαγγελισμός της
Θεοτόκου».
Το οικονομικό επιτελείο της Ιεράς Συνόδου φέρεται να βρίσκεται σε
προχωρημένο στάδιο για την εκπόνηση του τελικού business plan το οποίο
θα πρέπει να κατατεθεί μαζί με την αίτηση στην Τράπεζα της Ελλάδας.
Σύμφωνα με άλλα δημοσιεύματα ως επικεφαλής της νέας ψηφιακής τράπεζας θα
είναι “γνωστός εν ενεργεία τραπεζίτης”.
Η ακίνητη περιουσία και η συμμετοχή σε Τράπεζες
Πολλές φορές γίνεται λόγος για την “αμύθητη περιουσία” της ελληνικής Εκκλησίας, χαρακτηρισμός που δεν αποδέχεται η εκκλησιαστική κεφαλή. Ωστόσο στα στοιχεία που είδαν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας, είναι αποκαλυπτικά. Η Εκκλησία της Ελλάδας μετείχε προ μνημονίων με σημαντικό μερίδιο στην Εθνική Τράπεζα. Το 2024 η Εκκλησία κλήθηκε να καταβάλει ποσό 2 εκατ. ευρώ για τον ΕΝΦΙΑ των χιλιάδων ακινήτων που διαθέτει. Η Εκκλησία της Ελλάδος φέρεται επίσης ως “πρωταγωνίστρια” σε αρκετά σε πρότζεκτ εκατομμυρίων ευρώ, αφού διαθέτει σημαντικά ακίνητα, ορισμένα εκ αυτών είναι “φιλέτα”. Εξού και η πολιτική συζήτηση για την “αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας” της Εκκλησίας για την οποία δείχνει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Όπως έγραψε στο παρελθόν η ιστοσελίδα του skai.gr σε παλιά καταγραφή, με βάση στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, υπολογίζεται ότι η συνολική έκταση της εκκλησιαστικής περιουσίας φτάνει τα 1.300.000 στρέμματα.
Από αυτά 732.000 είναι βοσκότοποι, 367.000 δασικές εκτάσεις και 189.000
γεωργικές. “Η Εκκλησία της Ελλάδος διαθέτει παράλληλα και ολόκληρα
νησιά και βραχονησίδες σε νησιωτικά συμπλέγματα, όπως π.χ. στις Σποράδες
και στις Κυκλάδες. Διαθέτει επίσης 900 ακίνητα προς αξιοποίηση,
εκ των οποίων το 85% είναι διαμερίσματα, αλλά και γραφεία, καταστήματα,
εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία, ακόμα και μισθωμένα βενζινάδικα”!
Ενδεικτικά αναφέρονται τα κτίρια του υπουργείου Εσωτερικών
στην πλατεία Κλαυθμώνος, τα νοσοκομεία Σωτηρία, Ασκληπιείο Βούλας,
Ερυθρός Σταυρός, το παλιό υπουργείο Παιδείας στην οδό Μητροπόλεως που
τώρα είναι πολυτελές ξενοδοχείο, η Σχολή της Αστυνομίας, το ξενοδοχείο
Athens Lycabettus, αλλά και 250 ακόμη ακίνητα στην παραλιακή ζώνη. Σύμφωνα με την Εκκλησία τα ακίνητα αυτά αποφέρουν πενιχρά έσοδα στα ταμεία της,
κυρίως επειδή οι μισθώσεις των μεγάλων εκκλησιαστικών ακινήτων από το
κράτος είναι σε πολύ χαμηλό αντίτιμο σε σχέση με την αξία του ακινήτου
και τις τιμές της αγοράς.
Το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας διαχειρίζεται ο Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας που
είχε σκοπό να ρευστοποιήσει την περιουσία προκειμένου να συντηρηθεί η
κεντρική διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά και να ενισχυθεί το
φιλανθρωπικό της έργο. Με δεδομένες τις απαιτήσεις της κεντρικής
κρατικής διοίκησης για την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας της
Εκκλησίας, η δημιουργία και λειτουργία μιας ψηφιακής τράπεζας
φέρεται να προσφέρει στην Ιεραρχία ευκαιρία για τη μεγιστοποίηση των
κερδών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου