06 Απριλίου 2025

O ανταγωνισμός ΗΠΑ – Κίνας: H Ελλάδα στην «παγίδα του Θουκυδίδη»; - Του Δημήτρη Καλτσώνη*

US China Competition Ο καθηγητής Δημήτρης Καλτσώνης εξετάζει τη φύση του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και τη θέση της Ελλάδας σε αυτόν.

Ο καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου, Δημήτρης Καλτσώνης* εξετάζει τη φύση του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και τη θέση της Ελλάδας σε αυτόν. Πρόκειται για την εισήγηση του στην ημερίδα του Ομίλου Μαρξιστικών Ερευνών (ΟΜΕ), με θέμα: «Κρίση και πόλεμος. Ποια προοπτική για την ειρήνη;» που πραγματοποιήθηκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στις 29 Μαρτίου του 2025.

Ακολουθεί το κείμενο της εισήγησης:

ΗΠΑ

            «Ας ξεκινήσουμε από τις ΗΠΑ. Ποια είναι η βασική τους επιδίωξη; Δεν είναι άλλη από τη διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας στο διηνεκές. Η καπιταλιστική παλινόρθωση στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στις υπόλοιπες πρώην σοσιαλιστικές χώρες σήμανε μια περίοδο απόλυτης επανακυριαρχίας του καπιταλισμού αλλά και πλανητικής πλέον κυριαρχίας των ΗΠΑ. Όμως, νέες αντιθέσεις ήταν αναπόφευκτο να αναδυθούν σταδιακά. Αυτές τις νέες αντιθέσεις προσπαθεί το κράτος των ΗΠΑ, ως συλλογικός καπιταλιστής, να διαχειριστεί.

            Η δεκαετία του 1990 υπήρξε μια στιγμή ευφορίας κατά την οποία πολλοί από τους ιθύνοντες θεώρησαν ότι οι πιθανότητες αμφισβήτησης της αμερικανικής κυριαρχίας είναι μηδαμινές, αν όχι ανύπαρκτες. Σε ένα βαθμό, κάποιοι από αυτούς μπορεί να έπεσαν θύματα της δικής τους προπαγάνδας περί τέλους της ιστορίας κλπ.

            Αυτό δεν ισχύει για το σύνολο των πολιτικών εκπροσώπων καθώς οι πλέον διορατικοί, όπως για παράδειγμα ο Άντριου Μάρσαλ, έβλεπαν ειδικά από το 2000, όταν η Κίνα έγινε μέλος του ΠΟΕ, ότι η ασιατική χώρα είναι η μόνη που μπορεί να αναδυθεί ως μεγάλη δύναμη και να αμφισβητήσει την παντοκρατορία των ΗΠΑ. Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι το 1999 είχε δοθεί ένα μήνυμα σε αυτή την κατεύθυνση με τον δήθεν κατά λάθος βομβαρδισμό της κινεζικής πρεσβείας στο Βελιγράδι.

            Ήδη πολύ νωρίτερα, το 1992 ένα αμερικανικό κείμενο στρατηγικής για το μεταψυχροπολεμικό κόσμο έθετε ως κύριο στόχο την προληπτική αποτροπή εμφάνισης και ανόδου ανταγωνιστικών μεγάλων δυνάμεων. Στο πνεύμα αυτό υπήρξαν διάφορες προτάσεις διαχείρισης της κατάστασης, ανάμεσα στις οποίες και το περίφημο έργο του Μπρεζίνσκι Η μεγάλη σκακιέρα που εκδόθηκε το 1994.

            Τις δυο πρώτες δεκαετίες μετά τη διάλυση του σοσιαλιστικού μπλοκ οι ΗΠΑ ασχολήθηκαν κυρίως με την εδραίωση των συμφερόντων τους στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία (Ιράκ, Αφγανιστάν), στην Αφρική και στην Ανατολική Ευρώπη. Μόνο το 2011, όταν είχε ήδη ξεσπάσει η οικονομική κρίση, η κυβέρνηση Ομπάμα υιοθέτησε την πολιτική «επανατοποθέτηση στην Ασία» που σήμαινε ανάσχεση της Κίνας. Ωστόσο, αυτό έγινε αρχικά με αργά βήματα. Τα βήματα επιταχύνθηκαν επί πρώτης προεδρίας Τραμπ όταν ξεκίνησε ουσιαστικά τον εμπορικό πόλεμο ενάντια στην Κίνα. Ενισχύθηκαν παραπέρα επί προεδρίας Μπάιντεν καθώς προστέθηκε ο τεχνολογικός πόλεμος και εντάθηκε ο προπαγανδιστικός.

            Στην τωρινή προεδρία Τραμπ διακρίνεται καθαρά ήδη η επικέντρωση των ΗΠΑ στην αντιπαράθεση με την Κίνα. Η πίεση των ΗΠΑ περιλαμβάνει, εκτός των οικονομικών μέτρων, εντατικοποίηση και ενίσχυση των συμμαχιών των ΗΠΑ ιδίως στον Ειρηνικό και την περικύκλωση της Κίνας με βάσεις.

            Αναδιάταξη συμμαχιών;

            Οι εξελίξεις στην Ουκρανία και η προσπάθεια αναζήτησης ενός οικονομικού και στρατιωτικο-πολιτικού διακανονισμού με τη Ρωσία στοχεύουν ακριβώς σε αυτό. Οι ΗΠΑ φιλοδοξούν να κλείσουν αυτό το μέτωπο για να προσηλωθούν στην Κίνα. Ακόμη περισσότερο, φιλοδοξία των ΗΠΑ είναι η τυχόν αναδιάταξη συμμαχιών με την απόσπαση της Ρωσίας από τη συνεργασία και συμμαχία της με την Κίνα ή έστω η χαλάρωση της μεταξύ τους συνεργασίας, αν και δεν φαίνεται πιθανή η επιτυχία του εγχειρήματος. Θυμίζει πάντως αντεστραμμένο το σχήμα της προσέγγισης των ΗΠΑ με τη μαοϊκή Κίνα το 1972, που στόχευε στην απομόνωση και αποδυνάμωση της ΕΣΣΔ.

            Η αναδιάταξη συμμαχιών δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, ειδικά σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και όξυνσης των ανταγωνισμών για την αναδιανομή των οικονομικών και πολιτικών σφαιρών επιρροής. Μην ξεχνάμε ότι ο βρετανο-ρωσικός ανταγωνισμός στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ού αιώνα για την Κεντρική Ασία και ο βρετανο-γαλλικός ανταγωνισμός της ίδιας περιόδου για την Αφρική, παραγκωνίστηκαν το 1914 μπροστά στην ανάγκη της από κοινού αντιμετώπισης της ανερχόμενης Γερμανίας.

            Αλλά μια αναδιάταξη δυνάμεων δεν είναι και δεδομένη. Κάθε μεγάλη δύναμη συνυπολογίζει τις οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές παραμέτρους, τους ιστορικούς δεσμούς αλλά και τις προοπτικές, τις δυνατότητες και τους κινδύνους, το συσχετισμό των δυνάμεων, μετρά τα υπέρ και τα κατά, χωρίς να σημαίνει ότι στον υπολογισμό αυτό δεν μπορούν να γίνουν σφάλματα.

            Κίνα

            Ας δούμε τώρα την εξωτερική πολιτική της Κίνας από το 1990 και μετά. Μπορεί να χωριστεί σε δυο περιόδους: κατά την πρώτη επικρατούσαν οι αρχές τις οποίες χάραξε ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ. Αυτές συνοψίζονταν με τον κινεζικό χαρακτηριστικό τρόπο ως εξής: 1. να παρατηρείς ήρεμα, να σιγουρεύεις τη θέση σου, να ασχολείσαι ήρεμα με τις υποθέσεις, να κρύβεις τις ικανότητές σου και να περιμένεις τη στιγμή σου, να κρατάς χαμηλό προφίλ, ποτέ να μην διεκδικείς την ηγεσία. 2. να μην υψώνεις το λάβαρο του σοσιαλισμού, να μην εμπλέκεσαι σε συγκρούσεις, να μην κάνεις εχθρούς, να πηγαίνεις πέρα από τις ιδεολογίες, να αποστασιοποιείσαι από τα συγκεκριμένα γεγονότα.

            Με βάση τις παραπάνω αρχές οι κινεζικές ηγεσίες επέδειξαν αξιοθαύμαστη στρατηγική υπομονή. Για δεκαετίες κρατούσαν χαμηλούς τόνους, επιδίωκαν την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη της χώρας και στη συνέχεια, κυρίως μετά το 2001 όταν η χώρα έγινε μέλος του ΠΟΕ, την αθόρυβη οικονομική διείσδυση σε άλλες χώρες, χωρίς την υπαγόρευση πολιτικών όρων.

            Η πολιτική της άρχισε να διαφοροποιείται ελαφρά από την έλευση της ηγεσίας του Σι Ζινπίνγκ. Ψήγματα της διαφορετικής εξωτερικής πολιτικής μπορούν ωστόσο να εντοπιστούν και λίγο νωρίτερα. Πρόκειται για αλλαγή που δεν σχετίζεται κυρίως με το πρόσωπο του ηγέτη αλλά εκφράζει βαθύτερες διεργασίες. Η Κίνα αναδύεται πανίσχυρη, έγινε στο μεταξύ η δεύτερη οικονομική δύναμη στον πλανήτη. Αν δεν υπάρξουν εκπλήξεις και ανατροπή της τάσης, σχετικά σύντομα θα γίνει η πρώτη οικονομία στον κόσμο. Είναι ήδη η πρώτη χώρα σε επενδύσεις στη Λ. Αμερική και στην Αφρική ενώ η παρουσία της στην Ασία (ειδικά στη Νοτιοανατολική) και στην Ευρώπη είναι σημαντική. Αποτελεί την πρώτη εξαγωγική δύναμη στον κόσμο.

            Παράλληλα ενισχύεται μέρα με τη μέρα η διπλωματική της δραστηριότητα και οι επιτυχίες της[6]. Ειδικά μετά την έξαλλη πολιτική Τραμπ, η Κίνα φαντάζει ως η ήρεμη δύναμη.

            Ταυτόχρονα σημαντικές είναι και οι εξελίξεις στο στρατιωτικό δυναμικό της Κίνας. Πριν λίγες μόνο δεκαετίες η Κίνα ήταν ένας στρατιωτικός νάνος μπροστά στις ΗΠΑ. Σήμερα τα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται ακόμη πολύ μπροστά από την άποψη του στρατιωτικού δυναμικού.

            Η Κίνα συστηματικά ενισχύει τις στρατιωτικές της δυνατότητες. Ο αμυντικός της προϋπολογισμός από το 2019 και μετά αυξάνεται κατά 7% ετησίως. Από το 2016 έχει στρατιωτική παρουσία στο Τατζικιστάν ενώ από το 2017 διαθέτει στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί στο ανατολικό κέρας της Αφρικής, που έχει στρατηγική σημασία ως πέρασμα από την Ερυθρά θάλασσα στον Ινδικό ωκεανό. Στρατιωτική παρουσία προετοιμάζει στα νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού ωκεανού Βανουάτου και Κιριμπάτι, που βρίσκονται ανατολικά της Αυστραλίας, στην αφρικανική Ισημερινή Γουινέα, στην Καμπότζη. (καμιά σύγκριση βέβαια με τις σχεδόν 800 βάσεις των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο!)

            Η ίδια η Κίνα είναι στρατηγικά περικυκλωμένη από διαμετρικά διασπαρμένες βάσεις των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα ευάλωτη αισθάνεται η Κίνα από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ μπορούν σχετικά εύκολα να ελέγξουν τα στενά της Μάλακα από όπου διέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών και εξαγωγών της. Δυνητικά αυτό θα σήμαινε στραγγαλισμό της κινεζικής οικονομίας.

            Στρατηγική του ώριμου φρούτου

            Από το 2013 η εξωτερική πολιτική της νέας κινεζικής ηγεσίας υπό τον Σι Ζιπίνγκ έγινε πιο φιλόδοξη και ενεργητική, χωρίς όμως να αποστασιοποιηθεί πλήρως από τις προηγούμενες κατευθύνσεις. Εξακολουθούν σε ένα βαθμό οι χαμηλοί τόνοι, η πολιτική της ήπιας διπλωματίας αλλά η δοσολογία αλλάζει. Αναπτύσσει πολυεπίπεδες συμμαχίες, ακολουθεί ευλύγιστη πολιτική, προσπαθεί να διαμορφώνει διπλωματικές πλειοψηφίες στα διάφορα fora.

            Ήδη στο 19ο συνέδριο του ΚΚ Κίνας το 2017 διακηρύχθηκε από τον πρόεδρο με έμφαση ότι «είναι καιρός η Κίνα να καταλάβει το κέντρο της διεθνούς σκηνής». Στο ίδιο συνέδριο τάχθηκε ρητά υπέρ της παγκοσμιοποίησης και των ελεύθερων οικονομικών συνόρων κατηγορώντας τις ΗΠΑ για προστατευτισμό.

            Ο Σι εξέφρασε με πιο ολοκληρωμένο τρόπο τις επιδιώξεις της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής στην 12η Σύνοδο Κορυφής των κρατών BRICS το 2020. «Πρέπει, τόνισε, να προωθήσουμε τις αρχές της κοινής, παγκόσμιας ασφάλειας, διαρκούς και συνεργατικής, να αμβλύνουμε τις αντιθέσεις με διαπραγματεύσεις και διαβουλεύσεις, να απορρίψουμε την παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων, τις μονομερείς κυρώσεις, τους εθνικούς νόμους εξωεδαφικής ισχύος, για να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον σταθερής και ειρηνικής ανάπτυξης».

            Στην τοποθέτηση αυτή, η οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει μια σειρά θεμελιώδεις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, διακρίνεται ξεκάθαρα η αιχμή ενάντια στην πολιτική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Αν και υπάρχουν ερωτήματα για τη συνέπειά της, το 2014 η Κίνα δια στόματος Σι Ζιπίνγκ είχε διακηρύξει ότι οι αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης στις οποίες βασίστηκε ο ΟΗΕ δεν είναι ξεπερασμένες.

            Διαπιστώνεται επομένως ότι η Κίνα δεν έχει συμφέρον στην όξυνση της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ. Ακολουθώντας τη στρατηγική της παράδοση, επιθυμεί να δρέψει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία ως ώριμο φρούτο που θα πέσει στα χέρια της ως συνέπεια της οικονομικής της εκτόξευσης. Προετοιμάζεται όμως, όπως είναι φανερό και αναμενόμενο, για όλα τα ενδεχόμενα. Και πρόσφατα τοποθετήθηκε δημόσια με αυτό τον τρόπο.

            Συμπεράσματα

            Οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με την Κίνα, είναι μια υπερδύναμη σε αποδρομή. Πριν 50 χρόνια το μερίδιό τους στην παγκόσμια παραγωγή ήταν στο 28%, πριν 20 χρόνια έφτανε στο 23,5% για να πέσει σήμερα στο 15,6%. Γι’ αυτό αντιδρούν με τη λογική του πληγωμένου θηρίου. Χρησιμοποιούν τη στρατιωτική τους υπεροπλία για να διασφαλίσουν την ηγεμονία τους και να αποτρέψουν την άνοδο της κινεζικής ισχύος. Επισείουν ακόμη και την απειλή των πυρηνικών όπλων, όπως δείχνει ήδη η μονομερής αποχώρησή τους από τη Συνθήκη ABM το 2002 αλλά και το γεγονός ότι μέρος τουλάχιστον των επιτελείων τους δεν αποκλείει τη χρήση πυρηνικών εναντίον της Κίνας καθώς θεωρεί ότι το δυναμικό της τελευταίας δεν είναι σε επίπεδο που να εξασφαλίζει την αμοιβαία καταστροφή (MAD).

            Ωστόσο, αντικειμενικά κερδισμένος από αυτή την πολιτική είναι η Κίνα. Οι ΗΠΑ στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους κινδυνεύουν να αποξενωθούν ακόμη και από τους παραδοσιακούς τους συμμάχους (ΕΕ, Βρετανία). Δεν αποκλείεται να υπάρξει μια κάποια προσέγγιση ΕΕ – Κίνας.

            Διολίσθηση στον πόλεμο;

            Είναι αναπόφευκτη η διολίσθηση στον πόλεμο, που μπορεί να λάβει τη μορφή της απευθείας αντιπαράθεσης των δύο δυνάμεων; Είναι μοιραίο να εγκλωβιστεί η ανθρωπότητα στην κατά G. Allison «παγίδα του Θουκυδίδη», που μπορεί να οδηγήσει στον όλεθρο;

            Η τάση όξυνσης της σύγκρουσης είναι νομοτελειακή, όχι για τους λόγους που αναλύει ο Allison αλλά γιατί η φύση του ιμπεριαλιστικού συστήματος είναι τέτοια. Γνωρίζουμε από τη θεωρητική ανάλυση των Μαρξ και Λένιν αλλά και από την ιστορική εμπειρία ότι η ανακατανομή ισχύος στο καπιταλιστικό σύστημα λύνεται με τη δύναμη, παρότι δεν αποκλείονται «διαλείμματα» με συμφωνίες. Μόνο εξαιρετικά ειδικές συνθήκες μπορούν να επιτρέψουν την παραχώρηση της κρατούσας θέσης, όπως κατ’ εξαίρεση έγινε το 1945 από τη Βρετανία στις ΗΠΑ.

            Σήμερα, οι λιγοστές φωνές στις ΗΠΑ που καλούν σε μια συναινετική διευθέτηση και διανομή των σφαιρών επιρροής με την Κίνα δεν εισακούονται. Αντίθετα επικρατούν οι πιο ακραίες φωνές τόσο επί Μπάιντεν όσο και επί Τραμπ. Έρχονται στην επιφάνεια ανοιχτά οι πιο ληστρικές μορφές εξωτερικής πολιτικής που διατυπώνονται και υλοποιούνται με απίστευτο κυνισμό. Επικρατεί ξεκάθαρα η αρχή “άρπαξε από όπου μπορείς”, τόσο από τον αντίπαλο, όσο και από το σύμμαχο όπως δείχνει το παράδειγμα της αποικιοκρατικής στάσης των ΗΠΑ έναντι της Ουκρανίας, ή το φίλο, όπως δείχνει η στάση των ΗΠΑ έναντι της ΕΕ ή του Καναδά. Το κουρέλιασμα ή μάλλον οι πρακτικές βιασμού του διεθνούς δικαίου φτάνουν μέχρι την πρόθεση των ΗΠΑ να αποχωρήσουν από τον ΟΗΕ.

            Τι μπορεί να αποτρέψει τη διολίσθηση στον παγκόσμιο πόλεμο; Μόνον η πάλη των λαών μπορεί να βάλει κάποιο φρένο. Η τυχόν επανεμφάνιση νικηφόρου επαναστατικού εγχειρήματος θα ανασχέσει την πορεία αυτή καθώς ενώπιον των αστικών τάξεων θα αναφανεί το φόβητρο της εναλλακτικής λύσης. Ταυτόχρονα, η πάλη των λαών για ειρήνη, ενάντια στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, για τήρηση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ μπορεί να συμβάλλει σε ένα βαθμό. Κρίσιμο ζήτημα για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό είναι να απεμπλακεί πλήρως από τη σύγκρουση των γιγάντων και να στραφεί πρωτίστως ενάντια στον «δικό της ιμπεριαλιστή». Τούτο σημαίνει ότι το αίτημα της απεμπλοκής από την Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή αλλά και η αποχώρηση της χώρας από το ΝΑΤΟ αποκτούν ζωτική σημασία για τη ζωή και το μέλλον μας. Μια ενεργητική, ουδέτερη, φιλειρηνική πολιτική της Ελλάδας θα μπορούσε να βάλει το δικό της λιθαράκι στην παγκόσμια ειρήνη.

            Συνοψίζω με δυο σενάρια προς συζήτηση:

Α. Η σύγκρουση κλιμακώνεται (ακόμη και αν ξεκινήσει ως περιορισμένη) και οδηγεί σε ανείπωτες καταστροφές και δεινά ή ακόμη στον αφανισμό της ανθρωπότητας.

Β. Οι ΗΠΑ ξεκινούν την αντιπαράθεση μέσω «αντιπροσώπων» αλλά υπαναχωρούν για να μην τα χάσουν όλα, κάτω από το βάρος της στρατιωτικής, οικονομικής ήττας, της παγκόσμιας κατακραυγής και των λαϊκών αντιδράσεων».

*Ο Δημήτρης Καλτσώνης είναι καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου