H Ελλάδα δεν έχει το θλιβερό προνόμιο να προσπαθεί με την αυστηροποίηση του ποινολογίου στα σχολεία και της δικαστικής αντιμετώπισης των ανηλίκων να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της βίας, ως ένα απλό αποτέλεσμα και γεγονός. Και στη γειτονική Ιταλία, το διάταγμα του υπουργού Παιδείας Βαλντιτάρα στη νεοφασιστική κυβέρνηση της Τζόρτζιας Μελόνι, που συνδέει τη «διαγωγή» με τον προβιβασμό και θεσπίζει αποβολές και την απαγόρευση κατοχής κινητού σε μαθητές κάτω των 14 ετών, εκκινεί από τον ίδιο ιδεολογικό και στρατηγικό μικροπολιτικό βατήρα.
Αγνοώντας ηθελημένα τις πολυδιάστατες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και ψυχολογικές αιτίες που το ίδιο το μοντέλο παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής των σχέσεων που ακολουθεί έχει δημιουργήσει, το σύστημα εξουσίας ποινικοποιεί τα αποτελέσματά του. Εξάλλου, η αυστηροποίηση των σχολικών κανόνων συνδέεται άμεσα και με την αντίστοιχη αυστηροποίηση στους ποινικούς κώδικες, στους κανονισμούς εργασίας και στο δικαίωμα στην απεργία και η ευρύτερη ψυχολογική και ιδεολογική πίεση που καλλιεργείται στον πληθυσμό για την «έλλειψη ασφάλειας» και την «ανασφάλεια» γενικώς, ως ευρύτερο κατασταλτικό μέτρο, το οποίο οδηγεί αυτόβουλα τους πολίτες να αναζητήσουν καταφύγιο στην «ασφάλεια» των κρατικών μηχανισμών και των κατασταλτικών του δομών. Άλλωστε όλα τα καθεστώτα, είτε αυταρχικά, είτε τα παραδομένα στον έλεγχο της αγοράς, ποντάρουν πάντοτε στη δημιουργία της «ανασφάλειας» σε όλους τους τομείς που αυτή μπορεί να καλλιεργηθεί: στην εργασία, τις συνθήκες ζωής, τη βία σε κάθε τομέα της κοινωνίας (από το σχολείο, το γήπεδο, την εγκληματικότητα).
Τη στιγμή που στην Ιταλία έχουν αρχίσει και ποινικοποιούνται ακόμη και οι απεργίες (βλέπε τη διάταξη Σαλβίνι), την ώρα που η οικονομική κατάσταση, μέσα κι από τη διχαστική «διαφοροποιημένη αυτονομία» και τις κοινωνικο-οικονομικές της συνέπειες, φτωχοποιεί και περιθωριοποιεί ολάκερες περιφέρειες, η ιταλική κυβέρνηση επιδιώκει το συντομότερο να εγκαθιδρύσει ένα εκφοβιστικό και κατασταλτικό σύστημα. Με πρώτο στόχο τη λαϊκή διαμαρτυρία και δεύτερο και πιο έμμεσο τη διαπαιδαγώγηση στο δόγμα «πειθαρχία και υπακοή» στις νεότερες γενιές.
Το θέμα της πειθαρχίας, που έρχεται φιλισταϊκά να αντιμετωπίσει την αυξημένη ανήλικη παραβατικότητα -που και στην Ιταλία, όπως σε όλα τα δυτικά νεοφιλελεύθερα κράτη, έχει εκτοξευθεί- έρχεται στην ουσία να καλύψει τις πραγματικές σκοπεύσεις, τόσο της ιταλικής, όσο και της ελληνικής κυβέρνησης και να αποσπάσει την προσοχή από τα πραγματικά προβλήματα του σχολείου.
Την ώρα που στη δημόσια εκπαίδευση και στην Ιταλία η κατάσταση επιδεινώνεται καθημερινά, με την έλλειψη μόνιμων καθηγητών και δασκάλων, τις ακατάλληλες αίθουσες, μόνο πέρυσι σημειώθηκαν 70 καταρρεύσεις, με αυξανόμενο αριθμό μαθητών στις ανεπαρκείς τάξεις, την απουσία επαρκούς διδακτικού εξοπλισμού, τη σαφή στροφή της διδακτέας ύλης και του προγράμματος, όχι προς τη μάθηση, αλλά για την κατάρτιση εργατικού δυναμικού που έχει ανάγκη η αγορά και την απόρριψη όσων δεν μπορούνε να ενταχθούν στο απόλυτα τεχνοκρατικό μοντέλο της παραγωγής, η αυστηροποίηση και η πειθαρχία είναι απαραίτητες μέθοδοι για τον κατευνασμό και την ποδηγέτηση των μαθητών, μελλοντικών πολιτών.
Παράλληλα, η διόγκωση του προβλήματος της βίαιης συμπεριφοράς των ανηλίκων και ιδίως μέσα στο σχολείο, παρ’ όλο που είναι το αποτέλεσμα του κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής, το οποίο βασίζεται στον ατομισμό, τον ανταγωνισμό, την κυνική διεκδίκηση του κέρδους και της υπεροχής με κάθε μέσο, υποβοηθά στην ουσία και τη φυγή των μαθητών από τη δημόσια εκπαίδευση προς αναζήτηση καλλίτερων ευκαιριών στα ιδιωτικά σχολεία. Τα οποία θεωρητικά, όλοι έχουν πιστέψει ότι σου εξασφαλίζουν ευκολότερη έξοδο στην αγορά εργασίας.
Εξάλλου, όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στην Ιταλία το υπουργείο τοις των εργοδοτών ρήμασιν πειθόμενο ενέκρινε άλλα 55 εκατ. ευρώ για να χρηματοδοτήσει τα ιδιωτικά τεχνολογικά ιδρύματα (τις Ακαδημίες ITS). Αυτά που αποτελούν τον πολιορκητικό κριό για τη διείσδυση των ιδιωτών στα μαθήματα κατάρτισης, αρχικά, και βάσει του νόμου Καλντερόλι για τη «διαφοροποιημένη αυτονομία» να αποτελέσουν τις βάσεις για την ιδιωτικοποίηση ολάκερου του εκπαιδευτικού τομέα και την είσοδο των επιχειρήσεων στα σχολεία. Πρώτα στις πλούσιες περιοχές και κατόπιν -στο πλαίσιο της «ανταγωνιστικότητας» και της παροχής φθηνού καταρτισμένου προσωπικού και στις υπόλοιπες επαρχίες.
Όπως είναι φυσικό, για να συγκαλυφθεί η κλιμάκωση της ιδιωτικοποίησης του εκπαιδευτικού τομέα, το καλύτερο μέσο είναι η διάδοση της ανασφάλειας για τον σχολικό εκφοβισμό (bullying), την ανυπακοή των μαθητών. Και ταυτόχρονα δοξάζεται στα μάτια της κοινής γνώμης η αυταρχικότητα του κρατικού μηχανισμού, που διαφημίζεται ως ανάγκη να καταπολεμηθούν τα φαινόμενα τούτα και να αποκατασταθεί η εξουσία των εκπαιδευτικών στην τάξη.
Μία αντίφαση εν τοις όροις, καθώς -όπως θα έλεγε και στο ομώνυμο βιβλίο του ο François Grimaud- η «προλεταριοποίηση» των εκπαιδευτικών (και μισθολογικά και εργασιακά, αλλά και ως κύρος και αποστολή μέσα στο γενικότερο σχέδιο της Παιδείας), ιδίως στο επίπεδο που έχει φθάσει ο «γνωσιακός καπιταλισμός» (cognitive capitalism) και η αδιαφορία του για τις γνώσεις ή την κριτική ικανότητα -σε αντίθεση με τη επιδεξιότητα και την πειθαρχημένη συγκέντρωση σε μία μηχανική επεξεργασία- αφαιρεί διαρκώς από τους δασκάλους/καθηγητές τον ρόλο που οφείλει ένας θεράπων της γνώσης να παίζει μέσα στο σχολείο και τη δυνατότητα διαπαιδαγώγησης και της έμπνευσης και ενθουσιασμού που πρέπει να μεταδίδει. Μία περιθωριοποίηση που ακόμη και ο ίδιος ο ξενοφοβικός υπουργός Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι φροντίζει να νομιμοποιεί, διαιωνίζοντας μεροληπτικά και ψευδεί στερεότυπα του είδους «εργάζονται ελάχιστα και κάνουν 3 μήνες διακοπές». Στερεότυπα που φυσικά επαναλαμβάνονται από τους «ειδικούς», δηλ. δημοσιογράφους και δημοσιολογούντες, σε αντίστοιχα talk show στην τηλεόραση.
Μόνο που η πραγματικότητα, απογυμνωμένη από τις ανοησίες της κυβέρνησης, είναι ότι η νεοφασιστική κυβέρνηση της Μελόνι, πέρα από τις ιδεολογικές αποβλέψεις της για την εγκαθίδρυση των γνωστών αρχών του «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια» -που άλλωστε εκφράζονται με την απάνθρωπη μεταναστευτική πολιτική της, την πολιτική της για τις ταυτότητες και τα φύλα κι ιδίως τις αμβλώσεις- επιδιώκει να βάλει ένα ισχυρό κατασταλτικό εργαλείο στα χέρια των διευθυντών των σχολείων. Τη στιγμή που ο μαθητής με 5 στη διαγωγή στον έλεγχο θα χάνει τη χρονιά, ανεξαρτήτως βαθμών στα μαθήματα, εκείνος που έχει 6 θα μένει μεταξεταστέος και θα αυτομαστιγώνεται για τη συμπεριφορά του σε γραπτή έκθεση, ο φόβος και η ταπείνωση θα αποτελούν αποτρεπτικά μέσα όχι για την σχολική, αλλά για την κοινωνική επίδοση και την πολιτική συνειδητοποίηση των εφήβων.
Μέτρο πολύ αποτελεσματικό, καθώς δημιουργεί μία συναίνεση στις πλατιές κι ανυποψίαστες μάζες. Γιατί κανείς δε θα τολμήσει να αντικρούσει ότι πρέπει να αντιμετωπισθεί η ενδοσχολική ή η ανήλικη βιαιότητα. Όπως έγινε με το μάθημα της «Αγωγής του Πολίτη» που θέλησε να περάσει ο Βαλντιτάρα και απορρίφθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Δημόσιας Εκπαίδευσης ακριβώς για το περιεχόμενό της: την «κουλτούρα του καθήκοντος» που είναι απαραίτητη για τον σεβασμό «των κανόνων μίας οργανωμένης κοινωνίας». Προτάσεις που απηχούν τα αισχρότερα και πιο αντιδημοκρατικά και σκοταδιστικά συνθήματα του φασισμού : όχι συμμετοχή των πολιτών στη δημοκρατία, αλλά καθήκον και σέβας στην καθεστηκυία τάξη.
Από την άλλη, τα τιμωρητικά μέτρα εμπεριέχουν και το μήνυμα του κέρδους: οι χρηματικές ποινές έως και 10.000 ευρώ για ζημιές ή προσβολές και σωματικές βλάβες στο εκπαιδευτικό προσωπικό, απολύτως εκτός πραγματικότητας, κλείνει το μάτι στους διευθυντές. Τους ενθαρρύνει να εξαντλούν την αυστηρότητα γιατί έτσι θα βρουν έναν έμμεσο τρόπο να χρηματοδοτείται το σχολείο, του οποίου τις ανάγκες οι τοπικές αρχές και οι υπηρεσίες του υπουργείου αγνοούν. Πάντως τα μέτρα σε πρώτη φάση έχουν συναντήσει αντιδράσεις, τέτοιες που ακόμη και τοπικές αρχές που ανήκουν στο κυβερνητικό στρατόπεδο, όπως στο Τρεντίνο, ανακοινώνουν πως δεν θα εφαρμόσουν.
Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι ο δρόμος που ακολουθεί η κυβέρνηση είναι αυτός της καταστολής των συγκρούσεων που η ίδια η πολιτική και η υποταγή της στα κυρίαρχα μοντέλα παραγωγής δημιουργούν, τόσο στα σχολεία, όσο και στην κοινωνία, για την ένταξη και την (και ιδεολογική) αναπαραγωγή της οποίας το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ένας βασικός παράγοντας. Η διαλεκτική της δημοκρατικής διαδικασίας, που εμπεριέχει και την αμφισβήτηση, μέσα από την ενεργό συμμετοχή και την αντιπαράθεση ιδεών, του κοινωνικού μοντέλου καθαυτού με την αυστηροποίηση και την πειθάρχηση μέσα στο σχολείο ουσιαστικά καταργείται. Η κριτική και η αντιπαράθεση ιδεών -μέσα από την μονόπλευρη υπερπροβολή της παρεκτροπής που γεννούν οι παθολογίες του ίδιου του μοντέλου παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής του- γίνονται αυτομάτως αντικοινωνική στάση, οι μαθητικοί και φοιτητικοί σύλλογοι και κάθε λογής συλλογικότητα γίνονται αντικοινωνικές εστίες παραβατικότητας. Η καταστολή γίνεται αποδεκτό δόγμα και για το σχολείο, αλλά και για την κοινωνία, την εργασία, τις διεκδικήσεις και τα δικαιώματα, αυτή η χειραγώγηση είναι ένα πολύ ανησυχητικό γεγονός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου