Τρεις όμως έτυχε να είναι και οι μάνες που στοίχειωσαν τα όνειρα του αγέννητου τέκνου, που φόρτωσαν τη μετά-μεταπολιτευτική εποχή μας με συμβολικά βαρίδια, που έμελλε να αποτελέσουν τη μαγεία, τη δημιουργία δηλαδή ελπίδας, κόντρα στον ισοπεδωτικό επιστημονισμό, την κυριαρχία του φαινομένου της κίβδηλης αναπαράστασης, τα οποία είχαν ήδη εξαφανίσει το γόητρο της χρησιμότητας των πραγμάτων και των σχέσεων των ανθρώπων. Ή για να το πούμε αλλιώς, αυτό που έβγαλαν – έστω και για λίγο – στην επιφάνεια, οι τρεις αυτές συναιρούμενες σε ένα πρόσωπο, γυναίκες – είναι αυτό ακριβώς, ότι η αλήθεια των πραγμάτων είναι δυνατόν να υπάρχει. Πέρα απ’την εικόνα, τη ζωή μας με χρήση μόνο πια της αναπαράστασης και της έλλειψης πραγματικού βιώματος, φαινόμενα που οδηγούν στη δήθεν θεώρηση των πραγμάτων «σε όλες τους τις διαστάσεις», οδηγώντας το σημαίνον σε ένα αχαλίνωτο ξεχείλωμα για λόγους δήθεν προοδευτισμού, τα τρία κυρίαρχα εν προκειμένω πρόσωπα μας θύμισαν λοιπόν ότι υπάρχουν και σχέσεις που λειτουργούν αιωνίως ίδια, χωρίς να θεωρούνται παρωχημένες, χωρίς να είναι παλαιακές κι άρα αυτόματα απορριπτέες, χωρίς να μπαίνουν στα ψεύτικα όρια μιας αισχρής τηλεοπτικής εικόνας.
Τρεις οι μάνες – σύμβολα, τρία και τα χαμένα παιδιά. Τρία τα δάκρυα που έχυσαν και τρία τα ανεκπλήρωτα όνειρα που τις στοίχειωσαν. Και μαζί μ’αυτές, στοίχειωσαν και μας, αφού στην εποχή του ίδιου, οι τρεις περιπτώσεις τους αποτέλεσαν από τις ελάχιστες φορές που πολλοί μαζί άνθρωποι είδαν να κινείται ένα φυλλαράκι απτον αέρα, στην πλήρη νηνεμία, αφού κατάφεραν να μας θυμίσουν αυτό που λέει περίτεχνα η Ρουκ: «Βουβά τα κατώφλια/δυσπιστούν στο φως/Τώρα μένει το θαύμα». Κι αν λοιπόν για τους άλλους δεν περιμέναμε τίποτα άλλο παρά το φρικώδες κακό, αφού «έξεσται Κλαζομενίοις ασχημονείν», τις μάνες αυτές τις διαπέρασε μια για πάντα μια αόρατη βελόνα και τις ένωσε με το άφθαρτο νήμα της απώλειας των παιδιών τους. Αυτή η κλωστή που δε σπάει με τίποτα, που δένει πραγματικά, που δεν αφήνει χώρο για χαλαρές ενώσεις. Θυμάμαι την προγιαγιά μου τη Ζωή, καθώς μάζευε φασολάκια στον κήπο, σκυμμένη, να τις φεύγουν βουβά δάκρυα κι αυτή να τα σκουπίζει με σπουδή, να μη φανεί η πίκρα της που έχασε τα δυο της κορίτσια στην προσφυγιά απ’την Τραπεζούντα. Ίδια πάντα εικόνα, ίδιοι οι άνθρωποι, ένα το πρόσωπο.
Κι ένα όμως το κακό. Κι αν αυτό αναγνωρίστηκε εντελώς στην περίπτωση της μάνας Φύσσα, κι αν αναγνωρίστηκε μερικώς στην περίπτωση της μάνας Ζακ, δεν αναγνωρίστηκε καθόλου απ΄τη δικαιοσύνη στην περίπτωση της μάνας Καρυστιανού. Το έγκλημα στα Τέμπη δεν ήρθε τυχαία. Θυμάμαι το Νοέμβριο του 2009 όταν με μισθωμένο τρένο απ’τους τότε ελπιδοφόρους Οικολόγους – Πράσινους, είχαμε κάνει το ταξίδι Θεσσαλονίκη – Φλώρινα και κατόπιν ανατολική – δυτική Πελοπόννησος, σε εγκαταλελειμμένο μάλιστα δίκτυο - για να δείξουμε ότι η υπονόμευση των τραίνων είναι μόνο ζήτημα πολιτικής και μάλιστα συγκεκριμένων πολιτικών που κυριαρχούν πάντα στον τόπο, προς ενίσχυση των πετρελαϊκών κολοσσών και των τσιρακίων τους στην Ελλάδα, για τους οποίους το χρήμα είναι το μόνο ιερό σύμβολο που στοιβάζεται στην άμοιρη ψυχή τους. Εξ’ου και οι συνεχώς εμφανιζόμενοι αυτοκινητόδρομοι, η συνεχής ανάπτυξη της αυτοκίνησης και της τεχνολογίας των αυτοκινήτων. Κι ενώ αυτοί πλούτισαν, ο σιδηρόδρομος φύρανε κι εξαφανίστηκε. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που με τις ευλογίες των δύο μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων που ποτέ δε νοιάστηκαν (ούτε) για το σιδηρόδρομο αλλά μόνο για το χρήμα, άφησαν τον αρμόδιο δημόσιο οργανισμό, τις εγκαταστάσεις και τέλος τους εγκληματικά αδιάφορους τρίτους που τους τον πούλησαν να ακολουθήσουν τη μοιραία πορεία των εγκαταλελειμμένων πραγμάτων μέσα στο χρόνο, την κατάρρευση.
Όταν λοιπόν 28/7/2022 έπαιρνα, μετά από χρόνια το διαφημιζόμενο υπερσύγχρονο «Λευκό Βέλος» για να πάω απ’την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, ούτε φανταζόμουν τι θα επακολουθούσε. Αν και χρόνια χρησιμοποιούσα τραίνο στη Γαλλία, αν και έχω ταξιδέψει απ’την Αφρική μέχρι τη Συρία, πρώτη φορά ένιωσα να απειλείται η ζωή μου. Σταματημένοι στη Δεκέλεια, χωρίς ηλεκτρισμό, κλεισμένοι τέλη Ιουλίου, 5 και 30 το απόγευμα σε πυρωμένα βαγόνια, χωρίς ανοιγόμενα παράθυρα, χωρίς ενημερώσεις για το τι συνέβαινε, με φωνές, ουρλιαχτά και κρίσεις πανικού αφού είχαμε την αίσθηση ότι θα πεθαίναμε εκεί μέσα, απ’τη ζέστη, απ’την ασφυξία, έτσι απλά. Φτάνοντας τελικά διαλυμένος στο σπίτι μου στις 5 το πρωί, θεωρούσα ότι αυτό δε μπορεί να το είχα ζήσει σε μια καπιταλιστική, δυτική χώρα όπου όταν πληρώνεις – αφού μόνο αυτός είναι παράγων σεβασμού – έχεις κι αντιστοίχως τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Κι αν συνέβαινε, τότε πως το επέτρεπε η δικαιοσύνη να συνεχίζει να υπάρχει; Πώς ο Άρειος Πάγος και η Εισαγγελία του αποδέχονταν ένα τέτοιο αίσχος, το οποίο στην έρευνα που κατόπιν έκανα και μέσω της Εφημερίδας των Συντακτών που ασχολήθηκε ενδελεχώς με τη διάλυση του ελληνικού σιδηροδρόμου, διαπίστωσα ότι απ’τη στιγμή της πώλησης κι έπειτα, το αίσχος αυτό ήταν επαναλαμβανόμενο.
Όταν κατέθετα λοιπόν την αγωγή αποζημίωσής κατά της εταιρείας γι’αυτό το φρικώδες που είχα περάσει, δε μπορούσα να φανταστώ τι θα επακολουθούσε. Ή μήπως μπορούσα; Όποιος ταξίδεψε την ημέρα του συμβάντος μαζί μου, είχε διαισθανθεί την τυχαιότητα της κατάστασης κι ότι με ένα λάθος χειρισμό, θα είχαμε χειρότερες συνέπειες. Και η ίδια η πραγματικότητα ήρθε να επιβεβαιώσει ότι ήταν φανερό και βέβαιο από πριν σε όποιον ήθελε να το δει. Ότι κάποιος σκοπίμως άφησε το τραίνο στην Ελλάδα να καταρρεύσει, απαξίωσε έως εσχάτων το λιγότερο επιβαρυντικό για το περιβάλλον και την τσέπη του πολίτη αυτό μέσο μεταφοράς ανθρώπων κι ότι το συμβάν αυτό ήρθε σαν παρεπόμενο κι αναπόφευκτη συνέπεια της κατάστασης που επικρατούσε στο σιδηρόδρομο όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, σε μια παρακμιακή δημοκρατία που τείνει το χέρι της μόνο σε ό,τι παράγει χρήμα. Αν ο Υπουργός Μεταφορών δεν είχε ευθύνη για τις πλημμέλειες και τις αμέλειες της κεντρικής διοίκησης τότε ποιος είχε; Αν η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δε διαβλέπει το προφανές όταν όμως πάει στην Ευρώπη κάνει χρήση των τραίνων και δεν αισθάνεται ντροπή για την κατάσταση των σιδηροδρόμων στη χώρα της και το θάνατο τόσων ανυποψίαστων συμπολιτών της από τη βαρεία αμέλεια της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία απαξιώνεται όλο και περισσότερο δεδομένης και της μη συμμετοχής της πλειοψηφίας των πολιτών στην ανάδειξή της, τότε γιατί είναι Εισαγγελία του Αρείου Πάγου;
Το
έγκλημα στα Τέμπη είναι μόνο έγκλημα πολιτικό, όπως ήταν και οι
δολοφονίες του Π. Φύσσα και του Ζ. Κωστόπουλου. Εδώ όμως έχουν ευθύνη
και πολιτικά πρόσωπα. Το έγκλημα στα Τέμπη, είναι απόδειξη του
«στεγνώματος της ψυχής», όπως γράφει ο Σεφέρης. Της ψυχής των ανθρώπων,
των ανθρωπιδίων, των εκτελεστών κάθε είδους εξουσίας.
Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την εκδίκαση αγωγής μου κατά της Hellenic Train, στις 25 Οκτωβρίου 2024, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου