Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εσχάτως ακούγεται σαν χαλασμένο κασετόφωνο (για όσους είμαστε ολίγον boomers και θυμόμαστε τα κασετόφωνα) που «μασάει την κασέτα» και επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια με ολοένα χειρότερο ήχο. Οι καταλήψεις στα πανεπιστήμια από φοιτητές έφεραν τις ίδιες δηλώσεις από πλευράς κυβέρνησης περί νομιμότητας και παρανομίας, ληστών, αλητείας κλπ., που έχουμε ακούσει τόσες φορές. Όλα αυτά έχουν ολοένα μικρότερη επίδραση, ωστόσο δεν πρέπει ποτέ να μένουν αναπάντητα, έστω και μόνο για να υπενθυμίζουμε την πραγματικότητα και σε ό,τι αφορά τη νομιμότητα στη χώρα.
Πρώτα απ’ όλα, το να μιλάει για νομιμότητα η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι σαν να υπερασπίζεται ο Αλ Καπόνε το κράτος δικαίου. Για να σταθούμε σε μία μόνο από τις πολλές, τις πάρα πολλές, καταφανείς και κορυφαίων συνεπειών παραβιάσεις του νόμου από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αρκεί να αναφερθούμε στο έγκλημα των Τεμπών και στη συγκάλυψή του. Τα όσα κατατίθενται στη Βουλή και συγκαλύπτονται από τα μέσα ενημέρωσης αποδεικνύουν αυτό που ήδη γνωρίζαμε πέραν πάσης αμφιβολίας: ότι μια εγκληματική συμμορία, αποτελούμενη κατεξοχήν από μέλη αυτής της κυβέρνησης (αλλά και προηγουμένων) έστειλε στο θάνατο 57 συμπολίτες μας, ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι έχει λεηλατήσει δισεκατομμύρια ζεστού χρήματος. Δίπλα σε αυτήν την ακραία από πλευράς αντικοινωνικότητας παρανομία έχουμε το έγκλημα στην Πύλο, τις υποκλοπές, τα 8 δις. απευθείας αναθέσεων και άλλα εγκλήματα, ων ουκ έστιν αριθμός. Ακόμα και στελέχη της Δεξιάς, ομολογούν κατ’ ιδίαν ότι τέτοιο πλιάτσικο είχε δεκαετίες, από τη χούντα ακόμα, να γίνει.
Αυτό όμως το οποίο είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό συνίσταται στο ότι οι καταλήψεις εν προκειμένω όχι μόνο δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως παράνομες, αλλά αποτελούν το κορυφαίο και το πλέον ήπιο μέσο υπεράσπισης της συνταγματικής νομιμότητας. Το γράψαμε και σε προηγούμενο κείμενο: το ζήτημα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων με τυπικό νόμο αποτελεί πρωτίστως συνταγματικό και όχι εκπαιδευτικό ή ακαδημαϊκό ζήτημα. Η προτεινόμενη κυβερνητική ρύθμιση κινείται μεταξύ ευθείας παραβίασης του συντάγματος και πολιτειακής κρίσης.
Η κυβέρνηση, πρώτον, ψεύδεται.
Το άρθρο 16 δεν μιλά μόνο για ίδρυση, αλλά συνολικώς για παροχή της ανωτάτης εκπαίδευσης μόνο από ΝΠΔΔ. Καμία δήθεν τελολογική ερμηνεία δεν μπορεί να οδηγεί σε παραβίαση της ρητής και σαφέστατης συνταγματικής διάταξης. Επιπλέον, όμως, από κανένα στάδιο καμιάς Αναθεωρητικής Βουλής δεν προκύπτει ότι με τη συγκεκριμένη συνταγματική διατύπωση, ο συνταγματικός νομοθέτης σκόπευε να επιτρέψει τη λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων. Πέραν όλων των προηγουμένων, τούτο κατέστη σαφές με την τελευταία αναθεωρητική Βουλή. Οι δε εξυπνακισμοί περί παρωχημένου άρθρου μπορούν να εκφωνούνται μόνο από αγράμματους περί τη νομική επιστήμη, με ή χωρίς πτυχίο νομικής και πανεπιστημιακή έδρα.Αν όλα τα παραπάνω συνιστούν ευθεία σύγκρουση με το Σύνταγμα, ακόμα χειρότερα η «γραμμή» η οποία διατείνεται ότι θα καταστεί εφικτή η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων δια του άρθρου 28, δηλαδή με την κύρωση και επικύρωση διεθνών συμβάσεων, τις οποίες θα υπογράψει η κυβέρνηση εν γνώσει του γεγονότος ότι έρχονται σε σύγκρουση με το Σύνταγμα, ακριβώς προκειμένου να καταργήσει ένα άρθρο του παρανόμως, αποτελεί συνειδητή παραβίαση του κυβερνητικού όρκου στο Σύνταγμα όπως και της Προέδρου της Δημοκρατίας. Πρόκειται για παραβιάσεις οι οποίες εγείρουν μείζον πολιτειακό ζήτημα. Για πρώτη φορά μια κυβέρνηση δηλώνει ευθέως ότι θα καταλύσει μια ορισμένη συνταγματική διάταξη και επομένως το ίδιο το Σύνταγμα (βασική αρχή του τελευταίου αποτελεί η συνολική και ισοϋψής του τήρηση αντί της επιλεκτικής και κατατμημένης προσέγγισής του).
Με αυτά τα δεδομένα, ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιεί ή αν (εντελώς λανθασμένα) δεν το διακηρύσσει, το φοιτητικό κίνημα δίνει έναν συνταγματικό αγώνα, έναν αγώνα υπέρ της συνταγματικής νομιμότητας, για πρώτη φορά με τόση καθαρότητα, μετά από το 114. Αυτό που κυρίως διακυβεύεται δεν είναι αν κάποιο απίθανο κολλέγιο σε κάποια πολυκατοικία των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης θα βαφτιστεί πανεπιστήμιο, κάτι που από μόνο του είναι αρκούντως σοβαρό. Ούτε καν είναι το κυριότερο η περαιτέρω διάλυση της αγοράς εργασίας. Είναι αν κυριολεκτικώς θα εξακολουθήσουμε να έχουμε όντως Σύνταγμα, σεβαστό ως τέτοιο, είτε αρέσει είτε όχι στην εκάστοτε κυβέρνηση ή αν θα έχουμε ένα κουρελόχαρτο.
Βεβαίως, αυτό δεν έχει συμβεί ήδη εν πολλοίς; Ναι. Πράγματι, ήδη από τα πρώτα μνημόνια, ένα πολύ μεγάλο μέρος του ουσιαστικού περιεχομένου του Συντάγματος αφαιρέθηκε. Αλλά το τωρινό διακύβευμα είναι αν θα «αναβαθμιστεί» η απαξίωση του Συντάγματος στο επίπεδο ευθείας και ευθέως παράνομης κατάργησης άρθρων του, κατά παράβαση ακόμα και αυτής της τυπικής νομιμότητας. Μετά το άρθρο 16 θα ακολουθήσουν και άλλα. Η κυβέρνηση, με τυπικούς νόμους θα καταργεί όποιο συνταγματικό άρθρο θέλει. Αυτή η διαδικασία που ξεκίνησε ως μια πανταχού παρούσα κατάσταση δημοσίου κινδύνου εν μέσω πανδημίας, έχει πλέον εξελιχθεί στη δυνατότητα της κυβέρνησης να χρίζει όποιο άρθρο του Συντάγματος θέλει παρωχημένο και άρα ανεφάρμοστο ή όχι.
Οι φοιτητικές καταλήψεις είναι ο αγώνας για νομιμότητα. Αν δε, είχαμε ένα νομικό κόσμο συνολικώς αξιοπρεπή θα ήταν στο πλευρό τους. Αλλά δυστυχώς…
***
-ΣΧΕΤΙΚΟ και το ακόλουθο:
Η δήλωση του Δημήτρη Βερβεσού:
«Η επέμβαση δημόσιας δύναμης στους χώρους των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων προβλέπεται κατ’ εξαίρεση, για συγκεκριμένους λόγους και στο αναγκαίο μέτρο.
Η επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων στη Νομική Σχολή Κομοτηνής δημιουργεί έντονο προβληματισμό ως προς τη σκοπιμότητά της τόσο για την επιλεκτικότητα της επέμβασης σε ένα ακριτικό Πανεπιστήμιο, όσο και για την έντασή της με τη χρήση μεγάλης αστυνομικής δύναμης έναντι μικρού αριθμού φοιτητών και υπέρμετρης εντάσεως χρήσης βίας, τη στιγμή, μάλιστα, που ο Κοσμήτορας της Σχολής είχε ανακοινώσει την αναστολή των εξετάσεων και τη δρομολόγηση διαδικτυακών εξετάσεων και οι Πανεπιστημιακές αρχές, που, κατά την Αστυνομία, ζήτησαν τη συνδρομή της δεν είχαν προβεί σε καμία ενέργεια από την προηγούμενη εβδομάδα που η Σχολή τελούσε υπό κατάληψη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επέμβαση αυτή έλαβε χώρα σε μία χρονική περίοδο, που οι κινητοποιήσεις διαφόρων κοινωνικών κλάδων ενάντια στην κυβερνητική πολιτική βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και διαρκώς αυξάνονται.
Οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με ποινική καταστολή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου