Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όπως γνωστοποιήθηκε, καταδίκασε απερίφραστα την Ελλάδα για παραβιάσεις. 9 όμως από τις 29 γυναίκες που γνώρισαν τη διαπόμπευση το 2012 δεν βρίσκονται στη ζωή για να γνωρίσουν τη δικαίωση.
Της Μαρίας Λούκα
Εκείνες οι ημέρες του 2012, «προεκλογικές», ήταν από τα πιο ανατριχιαστικά πράγματα που έχουμε ζήσει μέσα σε μια δεκαπενταετία πολλαπλής και εναλλασσόμενης κρισιακότητας. Άνδρες της αστυνομίας φορώντας γάντια περιέφεραν 29 καταρρακωμένες γυναίκες στα ανακριτικά γραφεία της Ευελπίδων ανάμεσα σε απανωτά αδιάκριτα φλας που έπεφταν πάνω στα χλωμά και κατεβασμένα τους πρόσωπα. Στο χώρο που κατέθεταν τα πάντα ήταν καλυμμένα με πλαστικά.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος ούρλιαζε στα κανάλια περί «υγειονομικής βόμβας». Οι σημειολογίες και το λεξιλόγιο που επιλέχθηκαν για να περιβάλλουν το έγκλημα ήταν επιμελώς στοχευμένες για να διεγείρουν τα πιο ταπεινά ανακλαστικά του εκλογικού σώματος, σκορπώντας «ηθικό πανικό». Ήταν άλλωστε η περίοδος που ανέβαινε η Χρυσή Αυγή και η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να διαγκωνιστεί μαζί της σε μια ακροδεξιά πλειοδοσία.
Αυτές οι γυναίκες δεν είχαν διαπράξει κανένα ποινικό αδίκημα. Ήταν οροθετικές, χωρίς καν να το γνωρίζουν. Με πρόσχημα την προστασία της δημόσιας υγείας, η οποία πλέον μετατοπιζόταν από το πεδίο της πρόνοιας και της περίθαλψης στο πεδίο της καταστολής και της πειθάρχησης, γυναίκες που ήταν τοξικοεξαρτημένες, άστεγες, απολύτως ευάλωτες, συνελήφθησαν βίαια, ελέχθηκαν χωρίς τη συναίνεση τους και όσες ήταν οροθετικές διώχθηκαν ποινικά και διαπομπεύτηκαν μέσα από τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών τους και των προσωπικών τους στοιχείων.
Σε κατάφωρη παραβίαση κάθε έννοιας ιατρικού απορρήτου, τεκμηρίου αθωότητας και δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αυτά τα κορίτσια χρησιμοποιήθηκαν εντελώς εργαλειακά, για την αναβίωση του κυνηγιού μαγισσών, τα σώματά τους –πολλαπλώς τραυματισμένα – σημασιοδοτήθηκαν ως εστίες «κοινωνικής μόλυνσης» και η ίδια η ύπαρξή τους έχασε την υπόστασή της. Οδηγήθηκαν στη φυλακή, εξασθενημένες, σοκαρισμένες, με στερητικά οι περισσότερες. Οι μαρτυρίες που συλλέχθηκαν τότε περιέγραφαν μια απάνθρωπη συνθήκη, όπου τους έδιναν φαγητό μέσα από τα κάγκελα και κάποιες από αυτές έκοβαν τις φλέβες τους.
«Αυτό που διαδραματίζεται στην κατάσταση εξαίρεσης είναι η συγκρότηση και η διαρκής παραγωγή ενός ορίου που αφορά το ποιες ζωές αναγνωρίζονται ως αξιοβίωτες και ποιες εγκαταλείπονται και μετατρέπονται σε επισφαλείς, και μάλιστα χωρίς λογοδοσία, αφού στη ζώνη της κατάστασης εξαίρεσης όλα επιτρέπονται εν ονόματι, ακριβώς, μιας αδήριτης και επιτακτικής έκτακτης ανάγκης. Επομένως η κατάσταση εξαίρεσης συνδέεται θεμελιακά με την κανονιστική διαχείριση της ζωής μέσω της παραγωγής σωμάτων που μετράνε ή απλώς μετριούνται. Το σώμα (ως ξένο ή οικείο, πάσχον ή υγιές, λειτουργικό ή δυσλειτουργικό) είναι το κατεξοχήν πεδίο εγκαθίδρυσης των όρων απονομής της ανθρώπινης και της πολιτικής ιδιότητας.
Με αυτή την έννοια, η κατάσταση εξαίρεσης είναι μια βιοπολιτική συνθήκη (…) Ο νεοφιλελεύθερος κοινωνικός δαρβινισμός, που παραλύει τη δημοκρατία, επιστρατεύει τη στρατηγική του φόβου, καταστρέφει το κράτος πρόνοιας και υποδουλώνει την εργασία, παράγει τις έμφυλες, ταξικές και εθνικές νόρμες που ορίζουν ποιες μορφές ζωής λογίζονται ως κοινωνικά βιώσιμες και αξιοβίωτες. Όπως έδειξε ο ηθικός πανικός για τα μολυσματικά, γυναικεία ξένα σώματα, το καθεστώς της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής κρίσης γίνεται πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση καθεστώτων νόμου και τάξης, με γνώμονα την εθνική, οικογενειακή και έμφυλη πειθαρχία» έγραφε το Σεπτέμβρη του 2012 η Καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Αθηνά Αθανασίου.
Η Κατερίνα αυτοκτόνησε τον Νοέμβριο του 2014. Νωρίτερα είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας ο πατέρας της. Σ’ ένα από τα κείμενα της, προτού πεθάνει, έγραφε: «Η βλάβη που μας έγινε θα κυνηγάει αιώνια εμάς και τα παιδιά μας». Το Μάιο του 2016, γνωστοποιήθηκε και ο θάνατος της Μαρίας.
Αθωώθηκαν το 2017 αλλά η ζημιά είχε γίνει. Το πλήγμα που είχαν δεχτεί στη σωματική και ψυχική τους υγεία, στην ιδιωτικότητα τους, στην αξιοπρέπεια τους ήταν συντριπτικό. Διέλυσε τις ίδιες και τις οικογένειες τους. Κάποιες δεν άντεξαν. Η Κατερίνα αυτοκτόνησε τον Νοέμβριο του 2014. Νωρίτερα είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας ο πατέρας της. Σ’ ένα από τα κείμενα της, προτού πεθάνει, έγραφε: «Η βλάβη που μας έγινε θα κυνηγάει αιώνια εμάς και τα παιδιά μας». Το Μάιο του 2016, γνωστοποιήθηκε και ο θάνατος της Μαρίας.
Η μητέρα της με επιστολή της που δημοσιεύτηκε ανέφερε μεταξύ άλλων: «Έγινε πια κι αυτό και τώρα ο κύριος Λοβέρδος μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Η κοινωνία σχεδόν καθάρισε από αυτές τις κοπέλες κι αυτό το φρόντισε ο ίδιος. Εξευτέλισαν το παιδί μου, ήρθαν στο χωριό και το ΚΕΕΛΠΝΟ εξέτασε το εγγόνι μου μέσα στο σχολείο, μας εκθέσαν όλους, μας ξεφτίλισαν». Τουλάχιστον εννέα από τις 29 οροθετικές που διαπομπεύτηκαν το 2012 έχουν πεθάνει. Κάποιες έχουν εξαφανιστεί. Άλλες κοπέλες παραμένουν αγκιστρωμένες στον πλαστικό και αγκαθωτό κόσμο των ναρκωτικών, ραγισμένες και λαβωμένες, με πολύ λιγότερα κίνητρα από πριν να ξεφύγουν. Ολόκληρες οικογένειες σπιλώθηκαν και θρυμματίστηκαν.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όπως γνωστοποιήθηκε, καταδίκασε απερίφραστα την Ελλάδα για παραβιάσεις του άρθρου 8 (δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ως προς την αναγκαστική υποβολή σε αιμοληψία για την ανίχνευση του ιού HIV στο πλαίσιο των αστυνομικών επιχειρήσεων και ως προς τη δημοσιοποίηση φωτογραφιών και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.
Το ελληνικό κράτος πρέπει να καταβάλει αποζημίωση 70.000 ευρώ στις γυναίκες αυτές για ηθική βλάβη. Η απόφαση αφορά τέσσερις από τις οροθετικές που διαπομπεύτηκαν και την αδερφή μιας από τα θύματα. Πέντε από τις προσφεύγουσες πέθαναν μέχρι να εκδοθεί η απόφαση και κάποιες γυναίκες δεν είχαν προφανώς τα αποθέματα ανθεκτικότητας να φτάσουν μέχρι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. «Είναι μια σημαντική απόφαση που καταδικάζει τη βαρβαρότητα και δικαιώνει έστω και καθυστερημένα τα θύματα που συνεχίζουν τη ζωή τους αλλά και τη μνήμη των γυναικών, δυστυχώς των περισσοτέρων, που δεν κατάφεραν να επιβιώσουν» επισημαίνει η ανακοίνωση της ομάδας δικηγόρων.
Είναι, όντως, κάτι αυτή η απόφαση. Μια ελάχιστη πικρή δικαίωση και μια επιβεβαίωση των φωνών που από τότε διαφοροποιήθηκαν από τις αισχρές πολιτικές που υλοποιήθηκαν, φέροντας στον πυρήνα τους το κουρέλιασμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τον μισογυνισμό και τη δαιμονοποίηση της οροθετικότητας. Δε γίνεται εδώ να μην επαναλάβουμε πως το ελληνικό κράτος φέρει τεράστια ευθύνη για ότι συνέβη και για την ατιμωρησία όσων το σχεδίασαν και το υλοποίησαν.
Ήταν μια κάθετη σύμπραξη τουλάχιστον δύο Υπουργών, του Ανδρέα Λοβέρδου και του Μιχάλη Χρυσοχόιδη, των αστυνομικών που έκαναν τις επιχειρήσεις, των δικαστικών αρχών που παρείχαν τη νομιμοποίηση στις επιχειρήσεις και διέταξαν τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών, των γιατρών του ΚΕΕΛΠΝΟ που συμμετείχαν σε ιατρικές πράξεις χωρίς τη συναίνεση των γυναικών και δεν προστάτευσαν το ιατρικό τους απόρρητο και φυσικά των media που δημοσιοποίησαν τις φωτογραφίες. Κανείς δεν κλήθηκε να λογοδοτήσει όταν κατέπεσαν οι κατηγορίες και φάνηκε η σκοπιμότητα των επιχειρήσεων.
Σε κανέναν δεν αποδόθηκαν ευθύνες. Αντίθετα, η Εισαγγελία Αθηνών αρχειοθέτησε τη μήνυση που κατατέθηκε από τις προσφεύγουσες και τις οργανώσεις. Οι αρχές δε μερίμνησαν αποφασιστικά για την απόσυρση των φωτογραφιών από το διαδίκτυο. Ακόμα και σήμερα είναι διαθέσιμες σε ορισμένα sites, καταδυναστεύοντας τις επιζώσες και εμποδίζοντας τες να αποτινάξουν το στίγμα που τους φορτώθηκε. Όχι μόνο, λοιπόν, δεν αναζητήθηκαν οι ευθύνες σε ποινικό και πειθαρχικό επίπεδο αλλά ούτε καν απομονώθηκαν πολιτικά. Αυτό είναι το πιο εξωφρενικό πως ο Μιχάλης Χρυσοχόιδης είναι πάλι Υπουργός «Προστασίας του Πολίτη» και ο Ανδρέας Λοβέρδος πλασάρεται ακόμα ως προσωπικότητα της πολιτικής ζωής, ως κάποιος που έχει κάποιου είδους βάρος η γνώμη του.
Ενώ τα πολλά από τα θύματα λείπουν εξαιτίας των δικών τους ενεργειών, αυτοί είναι ακόμα εδώ, απολαμβάνουν τα προνόμια τους, έχουν απεριόριστη πρόσβαση στον δημόσιο λόγο και βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας. Κανένας φυσικά – πλην του Θεόφιλου Ροζενμπεργκ ως προέδρου του ΚΕΕΛΠΝΟ το 2016 και ο οποίος ως άτομο δεν είχε καμία εμπλοκή στα γεγονότα του 2012 – δεν ζήτησε συγνώμη. Αμετανόητοι και αλαζόνες.
Ο ορισμός της μη επανόρθωσης. Γιατί η οξύτητα και οι επιπτώσεις του τραύματος δεν εξαρτώνται μόνο από τη σφοδρότητα του πλήγματος. Είναι άμεσα συνδεδεμένα με το κοινωνικό περιβάλλον που το επιτρέπει, με τις δικαστικές και κοινωνικές διαδικασίες που υποχρεώνουν τα θύματα στον επανατραυματισμό τους, με τη θεσμική αδιαφορία για την αποκατάσταση των θυμάτων. Δεκάρα δεν έδωσε το ελληνικό κράτος για τις οροθετικές γυναίκες που διαπόμπευσε. Καμία έγνοια για το τι απέγιναν, για την παροχή ψυχολογικής υποστήριξης, για τη δυνατότητα τους να επιβιώσουν οικονομικά, για τις οικογένειες τους, για την εργασιακή τους επανένταξη. Τις παράτησε με τους τόνους λάσπης που έριξε πάνω στα σώματα τους.
Οι οροθετικές στηρίχτηκαν μόνο από κάποιες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από τους φορείς απεξάρτησης, από αλληλέγγυους/ες δικηγόρους, από φεμινιστικές και ΛΟΑΤΚΙ+ συλλογικότητες και από οργανώσεις με επίκεντρο την οροθετικότητα. Και δε μπορώ εδώ να μην θυμηθώ πως στις συγκεντρώσεις συμπαράστασης στις οροθετικές εκείνες τις μουδιασμένες μέρες ήταν παρών ο Ζακ Κωστόπουλος, κι ούτε ότι ο Ζακ εξοντώθηκε κι αυτός από τις δυνάμεις του κοινωνικού εκφασισμού.
Είναι ένα διάβημα αλήθειας και ανθρωπισμού να μην ξεχάσουμε το έγκλημα που ασκήθηκε εις βάρος τους, αυτούς που το έκαναν κι αυτούς που το ανέχτηκαν.
***
-ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Διαπόμπευση και τιμωρία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου