Του Ivan Melchor.
Μετάφραση για το Αυτολεξεί από το resilience.org: Ευθύμης Χατζηθεοδώρου
Στο East Ward του Νιούαρκ, στο Νιου Τζέρσεϊ, η γειτονιά Ironbound, μια πολυεθνική κοινότητα 50.000 κατοίκων, ζει περιτριγυρισμένη από βιομηχανικά εργοστάσια, αποθήκες και τον μολυσμένο ποταμό Passaic. Όπως πολλές άλλες σε όλο το Νιου Τζέρσεϊ, η γειτονιά αυτή έχει υπάρξει ο οικονομικός πυλώνας της πολιτείας για δεκαετίες. Εδώ, εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά εργοστάσια βρίσκονται δίπλα-δίπλα με μεγαλοαποθήκες, από όπου περνούν χιλιάδες φορές την ημέρα φορτηγά που εκπέμπουν καυσαέρια.
Αν και το βιομηχανικό παρελθόν του Νιου Τζέρσεϊ έχουν τελειώσει, ο μεταβιομηχανισμός δεν οδήγησε σε μια μεταναπατυξιακή (post-growth) κοινωνία, αντίθετα, το κυνήγι της ανάπτυξης συνεχίστηκε με νέες μορφές. Σε ολόκληρη την πολιτεία, η ανάπτυξη αποθηκών έχει πολλαπλασιαστεί – το 2023, εκτιμάται ότι υπάρχουν 1.900 αποθήκες, ενώ μεταξύ 2021 και 2024 προγραμματίζονται περισσότερες από 80 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα αποθηκών, σύμφωνα με την πολιτειακή επιτροπή σχεδιασμού. Η ανάπτυξη αυτή έχει υποστεί κριτικές από τοπικούς περιβαλλοντικούς φορείς και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς όπως η Ironbound Community Corporation (ICC), οι οποίοι εκφράζουν ανησυχίες για τις κακές συνθήκες εργασίας και την ατμοσφαιρική ρύπανση από τα φορτηγά, που αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου και αναπνευστικών ασθενειών για τους κατοίκους.
Οι κάτοικοι του Ironbound αναφέρονται στην περιοχή αυτή ως “ζώνη θυσίας”, όπου η ανθρώπινη υγεία θυσιάζεται για το κέρδος.
Οι κριτικές της περιβαλλοντικής αδικίας συμπίπτουν με εκείνες του περιβαλλοντικού ρατσισμού. Στο Νιου Τζέρσεϊ, η πιθανότητα να είναι κάποιος μαύρος ή λατίνος σχεδόν διπλασιάζεται όταν κατοικεί σε απόσταση 400 μέτρων από μια αποθήκη. Παρά ταύτα, οι εργολάβοι και οι υποστηρικτές της έξυπνης ανάπτυξης προβάλλουν τις αποθήκες ως μια καλή ιδέα, υποστηρίζοντας ότι συμβάλλουν στην τοπική οικονομική ανάπτυξη μέσω της δημιουργίας θέσεων εργασίας και των φορολογικών εσόδων. Αντί να είναι μοναδική, η ιστορία αυτή είναι συνηθισμένη, εμβληματική μιας κοινωνίας που ορίζει την ευημερία μέσα από δείκτες κάποιας αφηρημένης ανάπτυξης και της υλικής κατανάλωσης.
ΟΙ ΖΩΝΕΣ ΘΥΣΙΑΣ ΣΤΗ ΧΙΛΗ
Στο Quintero-Puchuncavi της Χιλής, μια παράκτια περιοχή δύο ώρες από την πρωτεύουσα της χώρας, η οικονομική ανάπτυξη έχει επίσης ριζώσει, με τις επιπτώσεις της να επεκτείνονται σε γενιές ολόκληρες. Μεταλλουργεία χαλκού, σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα, πετροχημικές εγκαταστάσεις και εγκαταστάσεις φυσικού αερίου βρίσκονται παντού στο τοπίο, συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη της Χιλής και στην “πολύ υψηλή” θέση της στον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ. Όμως, παρά την παρουσία πολυάριθμων βιομηχανικών εγκαταστάσεων, η περιοχή είναι από τις φτωχότερες του Βαλπαραΐσο. Αποτελεί μέρος μιας συλλογής κοινοτήτων στη Χιλή που αναφέρονται ομοίως στους εαυτούς τους ως “Zonas de Sacrificio” ή “Ζώνες Θυσίας”.
Μια έκθεση του 2023 από το Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Περιβάλλοντος του ΟΗΕ απεικονίζει μια κοινότητα που αγωνίζεται να καταπολεμήσει το βιομηχανικό συγκρότημα που έχει εγκατασταθεί εκεί από τη δεκαετία του 1960. Στο Quintero-Puchuncavi, τα ατυχήματα από την ατμοσφαιρική ρύπανση έχουν αρρωστήσει εκατοντάδες μαθητές και το έδαφος της περιοχής περιέχει επίπεδα μολύβδου και χαλκού που υπερβαίνουν κατά πολύ τα διεθνή πρότυπα υγείας. Στην έκθεση, ο κύριος ερευνητής αφηγείται μια στιγμή που νεαρά κορίτσια του δίνουν ζωγραφιές που αναγράφουν “Tengo miedo de morir intoxicada” (“Φοβάμαι ότι θα πεθάνω από δηλητηρίαση”) και “estamos respirando veneno y a nadie le importa” (“αναπνέουμε δηλητήριο και κανείς δεν νοιάζεται”). Η Codelco, η κρατική εταιρεία της Χιλής που εποπτεύει τα χυτήρια χαλκού της χώρας, παράγει το 27% του παγκόσμιου χαλκού. Σύμφωνα με έκθεση της Envirotech, το 60% της ζήτησης χαλκού “προέρχεται από την κατασκευή υποδομών για την ηλεκτρική ενέργεια, πράγμα που σημαίνει ότι οι προοπτικές της Codelco γίνονται όλο και πιο λαμπρές καθώς ο κόσμος ηλεκτροδοτείται σε απάντηση στην κλιματική αλλαγή”. Σε κοινότητες όπως η Quintero, έγινε γρήγορα φανερό ότι η άφιξη της “πράσινης ανάπτυξης” δεν θα οδηγήσει σε αλλαγή της υλικής τους κατάστασης- μάλλον, είναι ενδεικτική ενός “πράσινου μέλλοντος” που έχει ήδη διαιρεθεί και κατανεμηθεί.
Μια φεμινιστική ομάδα από τα κάτω, οι “Γυναίκες της Ζώνης Θυσίας Quintero-Puchuncavi σε Αντίσταση (Muzosare)”, αγωνίζονται ενάντια σε αυτές τις συνθήκες για πάνω από μια δεκαετία, οργανώνοντας εργαστήρια εκπαίδευσης και υπεράσπισης, καθώς και χρησιμοποιώντας νομικά μέτρα για την επιδίωξη περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Οι προσπάθειές τους δεν έμειναν άκαρπες- το 2022, η Codelco ανακοίνωσε το κλείσιμο ενός από τα εργοστάσια τήξης χαλκού, αλλά παρόλα αυτά, πολλές από τις βιομηχανικές μονάδες παραμένουν ανοιχτές χωρίς να σχεδιάζεται το κλείσιμό τους. Ένα μέλος διηγείται μια περίοδο πίσω στη δεκαετία του 1980, όταν το δέρμα των ανδρών εργατών στο τοπικό εργοστάσιο χαλκού άρχισε να γίνεται πράσινο, αναφερόμενοι σε αυτούς ως “hombres verdes” ή “πράσινοι άνδρες”.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ
Στο βιβλίο του “Η καταναλωτική κοινωνία”, ο Ζαν Μποντριγιάρ υποστηρίζει ότι σήμερα, το άτομο έχει υποβιβαστεί σε καταναλωτή, εξαναγκασμένο στην κατανάλωση ως το μόνο μέσο για να “βρει τον εαυτό του”, προϋποθέτοντας ότι χωρίς τη συμμετοχή του στην καπιταλιστική κοινωνία, είναι χαμένος ή, ακόμη χειρότερα, χωρίς νόημα. Παρόλο που αυτό το σύστημα λογικής μας έχει οδηγήσει στο χείλος της οικολογικής κατάρρευσης, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι στον παγκόσμιο Βορρά εξακολουθεί να υπάρχει άρνηση να δούμε την αποανάπτυξη ως εναλλακτική μορφή ύπαρξης.
Το κίνημα της αποανάπτυξης ζητά να δοθεί προτεραιότητα στην “κοινωνική και οικολογική ευημερία αντί των εταιρικών κερδών, της υπερπαραγωγής και της υπερκατανάλωσης”, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε όταν η κοινωνική ιεραρχία και η ευημερία ορίζονται από δείκτες υπερκατανάλωσης; Η ευημερία και η κατανάλωση καθίστανται πολύ πιο δύσκολο να διαχωριστούν από ό,τι φανταζόμασταν προηγουμένως. Η αποανάπτυξη είναι μια έκκληση για μείωση του μεγέθους της υλικής μας οικονομίας και, κατ’ επέκταση, της κατανάλωσης, αλλά στον Παγκόσμιο Βορρά, αυτό έχει γίνει κάτι που μοιάζει με το “να μειώσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό”. Η άρνησή μας να φανταστούμε μια κοινωνική δομή χωρίς κατανάλωση και ανάπτυξη μας οδηγεί στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η αποανάπτυξη ζητάει να “θυσιάσουμε” τον εαυτό μας.
Η ΘΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΠΟΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η εμφάνιση και η διατήρηση των “ζωνών θυσίας” τόσο στον Παγκόσμιο Βορρά όσο και στον Παγκόσμιο Νότο αντανακλούν την εξάρτηση της ανάπτυξης από την υποταγή των κοινοτήτων με βάση τη φυλή, την κοινωνικοοικονομική τάξη και την εξουσία. Είτε καθοδηγούνται από το εμπόριο, τη βιομηχανική παραγωγή ή τις τεχνολογίες της κλιματικής αλλαγής, οι μελέτες περιπτώσεων στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ και στο Κιντέρο της Χιλής αποκαλύπτουν την εξάρτηση της ανάπτυξης από μια βίαιη μορφή “θυσίας” του ανθρώπου ή της φύσης ή και των δύο. Έτσι, η θυσία και οι τελετουργίες της εξόρυξης είναι συνυφασμένες με το καπιταλιστικό σύστημα, παρά τους νεοαποικιακούς ισχυρισμούς ότι η νεωτερικότητα τις έχει αφήσει πίσω της ως πρακτικές ενός “πρωτόγονου” παρελθόντος.
Όπως το θέτει ο Μποντριγιάρ, “Η θυσία άχρηστων εκατομμυρίων ανθρώπων στον αγώνα ενάντια σε αυτό που είναι απλώς το ορατό φάντασμα της φτώχειας δεν είναι πολύ υψηλό τίμημα, αν αυτό σημαίνει ότι ο μύθος της ανάπτυξης διατηρείται”. Στην επιδίωξη της περιβαλλοντικής και αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, η αποανάπτυξη είναι ένα κάλεσμα να βρούμε μια διέξοδο από τη μηχανή της ανάπτυξης και να αμφισβητήσουμε μια κοινωνία που έχει αντικαταστήσει τον όρο “θυσία” με τον όρο “κόστος” για να διατηρήσει την εμφάνιση του ορθολογισμού.
Στον παγκόσμιο Βορρά, η αποανάπτυξη δεν θα πρέπει να τίθεται ως ένα κίνημα που καλεί σε άδικες θυσίες, αλλά ως ένα εργαλείο που συμβάλλει στον τερματισμό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου