Όποιο κόμμα και αν είναι στην κυβέρνηση, οι πολιτικές λιτότητας, περικοπών και δημοσιονομικής προσαρμογής, θα συνεχιστούν για τα επόμενα τουλάχιστον δέκα χρόνια Τους «μεσοπρόθεσμους κινδύνους» από το υψηλό χρέος της χώρας επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση της Επιτροπής είναι ότι όποιο κόμμα και αν είναι στην κυβέρνηση, για τα επόμενα τουλάχιστον δέκα χρόνια θα πρέπει να συνεχίσει τις πολιτικές λιτότητας, περικοπών και «δημοσιονομικής προσαρμογής», όπως ακριβώς παρουσιάζεται και στη σχετική έκθεση της Κομισιόν.
Αναλυτικά, σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, η Ελλάδα εκτιμάται ότι αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους βραχυπρόθεσμα, υψηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα και χαμηλούς κινδύνους μακροπρόθεσμα. Έτσι, αν και βραχυπρόθεσμα (2023-2024) αναμένεται να καλυφθεί η αποπληρωμή του χρέους, εντούτοις, το γεγονός ότι το 2034 αρχίζει η αποπληρωμή του ESM, απαιτεί τη σχετική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι δημοσιονομικής βιωσιμότητας για την Ελλάδα εμφανίζονται συνολικά υψηλοί. Η ανάλυση της βιωσιμότητας, σύμφωνα με το βασικό σενάριο, δείχνει ότι το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί αλλά θα παραμείνει σε υψηλό επίπεδο μεσοπρόθεσμα (σε 126,1% το 2033).
Όπως αναφέρεται στο Παράρτημα της Έκθεσης της Επιτροπής, το υποτιθέμενο διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα (2,1% του ΑΕΠ) στηρίζει αυτές τις εξελίξεις, αλλά φαίνεται φιλόδοξο σε σύγκριση με τις δημοσιονομικές επιδόσεις του παρελθόντος. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει περιορισμένα περιθώρια πολιτικής δράσης, δηλαδή, όποια κυβέρνηση και αν βγει, θα έρθει αντιμέτωπη με τον υψηλό κίνδυνο αντιμετώπισης του δημοσίου χρέους στο μεσοπρόθεσμο επίπεδο (δηλαδή έως το 2033), καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο διάστημα.
Όπως αναφέρεται, μια μόνιμη επιδείνωση των μακροοικονομικών συνθηκών, όπως αντικατοπτρίζεται στο πλαίσιο της «δυσμενούς διαφοράς επιτοκίου-ανάπτυξης» θα οδηγήσει σε μόνιμα υψηλότερο δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ, κατά περίπου 10 μονάδες του ΑΕΠ έως το 2033, σε σύγκριση με το βασικό σενάριο. Μια προσωρινή επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, όπως αντικατοπτρίζεται στο σενάριο «χρηματοπιστωτικής πίεσης», θα οδηγούσε σε ελαφρώς υψηλότερο λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ έως το 2033 σε σύγκριση με το βασικό σενάριο.
Το σενάριο με το «χαμηλότερο διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα» θα οδηγούσε σε σημαντικά υψηλότερο δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ έως το 2033 ή περίπου +11% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με το βασικό σενάριο.
Σημαντικές ενδεχόμενες υποχρεώσεις εξακολουθούν να απορρέουν από το ακόμη σχετικά υψηλό μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα, και το κόστος που συνδέεται με τις εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις κατά του κράτους, οι οποίες επίσης δημιουργούν δημοσιονομικούς κινδύνους.
Φυσικά, το πιο ενδιαφέρον σημείο της έκθεσης είναι η ακροτελεύτια πρότασή της, σύμφωνα με την οποία «εάν εφαρμοστούν πλήρως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια και, ως εκ τούτου, να μετριάσουν περαιτέρω τους κινδύνους βιωσιμότητας του χρέους».
Άλλος ένα ευθύς υπαινιγμός προς την επόμενη κυβέρνηση: εφαρμόστε
πλήρως τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα των μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να
ενισχυθεί η «ανάπτυξη» (για ποιους άραγε;) και να μετριαστούν οι
κίνδυνοι βιωσιμότητας του χρέους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου