22 Μαΐου 2023

Βιβλίο (κόμικ): «1923: Εχθρική Πατρίδα» , του Θανάση Πέτρου, εκδόσεις "ΙΚΑΡΟΣ"

Ιστορίες μετά τη μεγάλη καταστροφή

Τον εί­δα­με για πρώ­τη φο­ρά την πε­ρί­ο­δο 1916-1919 (Οι όμη­ροι του Γκαίρ­λιτς). Τον βρή­κα­με ξα­νά, τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στη διάρ­κεια της Μι­κρα­σια­τι­κής Εκ­στρα­τεί­ας (1922 – Το τέ­λος ενός ονεί­ρου). Ο Γιώρ­γος Αμπα­τζής, πρω­τα­γω­νι­στής στα δύο προη­γού­με­να γκρά­φικ νό­βελ του γνω­στού σε­να­ριο­γρά­φου και σχε­δια­στή Θα­νά­ση Πέ­τρου, επέ­στρε­ψε ξα­νά στο 1923 – Εχθρι­κή πα­τρί­δα. Το άλ­μπουμ, που κυ­κλο­φό­ρη­σε φέ­τος από τον Ίκα­ρο (όπως και τα δύο πρη­γού­με­να), συ­μπλη­ρώ­νει μια εν­δια­φέ­ρου­σα τρι­λο­γία. Τα στοι­χεία, άλ­λω­στε, που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν και τα τρία άλ­μπουμ εί­ναι κοι­νά. Εκτός από τη φι­γού­ρα του Γιώρ­γου Αμπα­τζή, που «με­ταγ­γί­ζε­ται» από κό­μικς σε κό­μικς, το ιστο­ρι­κό, πο­λι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό πλαί­σιο εί­ναι και εδώ πα­ρόν. Πι­στο­ποιεί το πραγ­μα­τι­κό και υπο­στη­ρί­ζει το μυ­θο­πλα­στι­κό με εξαι­ρε­τι­κό τρό­πο. 

Στο «1923», η ζέ­ου­σα επι­και­ρό­τη­τα της επο­χής δί­νε­ται μέ­σα από την πλο­κή του κό­μικς. Ένα χρό­νο με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, οι κα­ρα­βιές των εξα­θλιω­μέ­νων προ­σφύ­γων και των ητ­τη­μέ­νων στρα­τιω­τών (ανά­με­σά τους και ο Σμυρ­νιός Γιώρ­γος Αμπα­τζής με το ζα­κυν­θι­νό συ­μπο­λε­μι­στή του, Σπύ­ρο Τζα­νέ­το) βρί­σκο­νται στον Πει­ραιά, πα­λεύ­ο­ντας να κά­νουν μια νέα αρ­χή. Αυ­τό που συ­να­ντούν, ωστό­σο, εί­ναι μια «εχθρι­κή πα­τρί­δα», όπως γρά­φει ο υπό­τι­τλος του βι­βλί­ου. Στοι­βαγ­μέ­νοι σε απο­θή­κες και άδεια ερ­γο­στά­σια, χω­ρίς νε­ρό, χω­ρίς στοι­χειώ­δεις συν­θή­κες υγιει­νής, χω­ρίς κρα­τι­κή πε­ρί­θαλ­ψη, και με τον εξαν­θη­μα­τι­κό τύ­φο να τους θε­ρί­ζει. Στο πλευ­ρό τους ή απέ­να­ντί τους, ανά­λο­γα με το χα­ρα­κτή­ρα και τη διά­θε­ση κα­θε­νός, ο λα­ου­τζί­κος του Πει­ραιά πα­ρε­λαύ­νει από τις σε­λί­δες του κό­μικς. Εί­ναι ο Γε­ρά­σι­μος, ο «κά­πος» των φορ­το­εκ­φορ­τω­τών που με­τα­φέ­ρουν κάρ­βου­νο από –και για- τα ατμό­πλοια. Ο κυρ Βα­σί­λης, που προ­τι­μά να σκο­τώ­σει μια προ­σφυ­γο­μά­να και να πά­ει φυ­λα­κή, πα­ρά να δώ­σει ένα δω­μά­τιο του σπι­τού του σε εκεί­νη και τα παι­διά της, όπως επέ­βα­λε ένας ει­δι­κός νό­μος. Εί­ναι ακό­μα η Δέ­σποι­να, «μα­μά» σε ένα μπουρ­δέ­λο στα Βούρ­λα, ο μπαρ­μπα Στά­μος, θα­μώ­νας των χα­σι­σο­πο­τεί­ων, ο κυρ Ανα­στά­σης, πρό­σφυ­γας που επέ­ζη­σε στην κα­τα­στρο­φή της Σμύρ­νης, και πολ­λοί άλ­λοι. Η αν­θρω­πο­γε­ω­γρα­φία του Θα­νά­ση Πέ­τρου εκτεί­νε­ται μέ­χρι τα κοι­νω­νι­κά «κα­τα­κά­θια», με το Μπά­μπη Κα­ρα­λή ακρο­γω­νιαίο πα­ρά­δειγ­μα: Κο­μπι­να­δό­ρος, τρα­μπού­κος στις πο­λι­τι­κές συ­γκρού­σεις Βε­νι­ζε­λι­κών - Βα­σι­λι­κών (εν­νο­εί­ται υπέρ του βα­σι­λιά), σω­μα­τέ­μπο­ρας και, εν τέ­λει, φο­νιάς. Δί­πλα σε αυ­τούς, κά­ποια υπαρ­κτά πρό­σω­πα της επο­χής ει­κο­νί­ζο­νται (ή απλώς ανα­φέ­ρο­νται) δί­νο­ντας το ιστο­ρι­κό στίγ­μα, όπως ο στρα­τη­γός Νι­κό­λα­ος Πλα­στή­ρας. Το «πα­ρών» δί­νουν ακό­μα κά­ποιοι θρυ­λι­κοί ρε­μπέ­τες που ξε­χώ­ρι­ζαν εκεί­να τα χρό­νια στους κα­φε­νέ­δες και στους τε­κέ­δες του Πει­ραιά: Βαγ­γέ­λης Πα­πά­ζο­γλου, Σπύ­ρος Πε­ρι­στέ­ρης, Στελ­λά­κης Περ­πι­νιά­δης, αλ­λά και ο Μάρ­κος Βαμ­βα­κά­ρης που συ­να­ντιέ­ται και κου­βε­ντιά­ζει με τους –φα­ντα­στι­κούς- πρω­τα­γω­νι­στές της ιστο­ρί­ας, σε ένα pas de deux ζω­ής και μυ­θο­πλα­σί­ας.

Εκτός από κα­λός σε­να­ριο­γρά­φος, ο Θα­νά­σης Πέ­τρου εί­ναι και κα­λός σχε­δια­στής, κά­τι που απο­δει­κνύ­ει με το «1923». Κι­νεί­ται με μα­ε­στρία από τις ολό­σε­λι­δες απει­κο­νί­σεις (αι­μα­τη­ρές συ­γκρού­σεις στρα­τού – δια­δη­λω­τών, φο­νι­κό ξε­κα­θά­ρι­σμα λο­γα­ρια­σμών), σε μι­κρό­κο­σμους που με­γε­θύ­νο­νται κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας ολό­κλη­ρο το εμ­βα­δόν του κα­ρέ (τα ψά­ρια σε ένα κο­φί­νι, τα κλει­διά στον τοί­χο ενός τε­κέ), προ­κει­μέ­νου να εμπλου­τί­σει οπτι­κά την αφή­γη­ση. Το ίδιο συμ­βαί­νει με τις γραμ­μές και τον χρω­μα­τι­σμό των σκί­τσων. Η στρω­τή, κα­τά κα­νό­να, σχε­δί­α­ση γί­νε­ται σε κά­ποια ση­μεία ρευ­στή, με τις ακουα­ρέ­λες να «απο­συν­θέ­τουν» τις ει­κό­νες. Σκό­πι­μα και εδώ, προ­κει­μέ­νου να απο­δο­θούν οι τραυ­μα­τι­κές ανα­μνή­σεις των προ­σφύ­γων. Τις εντυ­πώ­σεις συ­μπλη­ρώ­νουν μια ιστο­ρι­κή σύ­νο­ψη της επο­χής στον επί­λο­γο που υπο­γρά­φει ο Θα­νά­σης Πέ­τρου, ένα γλωσ­σά­ρι με λέ­ξεις και εκ­φρά­σεις που «ακού­γο­νται» στους δια­λό­γους, κα­θώς και η βι­βλιο­γρα­φία που πα­ρεί­χε στο δη­μιουρ­γό χρή­σι­μα στοι­χεία και πλη­ρο­φο­ρί­ες.

Πέ­ρυ­σι κυ­κλο­φό­ρη­σε το «1922» και φέ­τος το «1923». Εντυ­πω­σια­κή η σύμ­πτω­ση με­τα­ξύ ιστο­ρι­κού και εκ­δο­τι­κού χρό­νου. Πώς τα κα­τά­φε­ρες;

Μάλ­λον εί­μαι ερ­γα­σιο­μα­νής. Ου­σια­στι­κά, το 2020, πριν κυ­κλο­φο­ρή­σουν οι Όμη­ροι του Γκάρ­λιτς εί­χα ήδη ξε­κι­νή­σει να δου­λεύω το 1922, το τέ­λος ενός ονεί­ρου και αντί­στοι­χα συ­νέ­βη με το 1923, εχθρι­κή πα­τρί­δα. Οπό­τε, σε 3 χρό­νια κυ­κλο­φό­ρη­σαν 3 βι­βλία. Όταν ξε­κι­νάω να δου­λεύω κά­τι, πέ­φτω κυ­ριο­λε­κτι­κά με τα μού­τρα, πω­ρώ­νο­μαι και δου­λεύω πυ­ρε­τω­δώς. Μπο­ρεί να εί­ναι ιδιαι­τέ­ρως κου­ρα­στι­κό, αλ­λά μ’ αρέ­σει να πιέ­ζω τον εαυ­τό μου, για να ζω μέ­σα στις ιστο­ρί­ες μου.

Το 1923 υπήρ­ξε εξί­σου τα­ρα­χώ­δες, όσο η προη­γού­με­νη, κα­τα­στρο­φι­κή για τον Ελ­λη­νι­σμό, χρο­νιά. Ποια πο­λι­τι­κά πρό­σω­πα και ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα αυ­τής της πε­ριό­δου ανα­φέ­ρο­νται στο κό­μικς και ποιες υπήρ­ξαν οι πη­γές σου στη γρα­φή του σε­να­ρί­ου;

Με­τά την απο­τυ­χία της Μι­κρα­σια­τι­κής Εκ­στρα­τεί­ας και τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή η κα­τά­στα­ση στην Ελ­λά­δα ήταν χα­ο­τι­κή, η οι­κο­νο­μία κα­τε­στραμ­μέ­νη, το κρά­τος χρε­ω­κο­πη­μέ­νο, οι άν­θρω­ποι εξα­ντλη­μέ­νοι, οι εξα­θλιω­μέ­νοι πρό­σφυ­γες έφτα­ναν στον ελ­λα­δι­κό χώ­ρο κα­τά χι­λιά­δες, οι ανά­γκες ήταν εξαι­ρε­τι­κά πιε­στι­κές. Έπρε­πε να βρε­θούν λύ­σεις σε τε­ρά­στια προ­βλή­μα­τα, να τι­μω­ρη­θούν οι ένο­χοι της κα­τα­στρο­φής, να λη­φθούν απο­φά­σεις σε πο­λι­τι­κά και πο­λι­τεια­κά ζη­τή­μα­τα, υπήρ­χε κίν­δυ­νος να ξε­σπά­σει εμ­φύ­λιος πό­λε­μος με­τα­ξύ βε­νι­ζε­λι­κών και βα­σι­λι­κών. Το κί­νη­μα που ανέ­λα­βε, ου­σια­στι­κά με πρα­ξι­κό­πη­μα, τα ηνία της χώ­ρας εκ­θρό­νι­σε τον βα­σι­λιά Κων­στα­ντί­νο, ανά­γκα­σε την κυ­βέρ­νη­ση σε πα­ραί­τη­ση και επέ­βα­λε στρα­τιω­τι­κό νό­μο. Το σε­νά­ριό μου βα­σί­στη­κε εν μέ­ρει σε σχε­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία, αλ­λά πά­ρα πολ­λά στοι­χεία άντλη­σα κυ­ρί­ως από τον ημε­ρή­σιο Τύ­πο, που με­λέ­τη­σα και απο­δελ­τί­ω­σα. Ωστό­σο, πέ­ρα από την εμ­φά­νι­ση του Πλα­στή­ρα σε δύο πε­ρι­πτώ­σεις, ελά­χι­στες φο­ρές γί­νε­ται ανα­φο­ρά στο κό­μικς στα πραγ­μα­τι­κά πο­λι­τι­κά πρό­σω­πα της επο­χής. Τα πο­λι­τι­κά γε­γο­νό­τα τα μα­θαί­νου­με έμ­με­σα, μέ­σα από τους δια­λό­γους των πρω­τα­γω­νι­στών.

Το κό­μικς μι­λά για την «τύ­χη» που πε­ρί­με­νε τους πρό­σφυ­γες της Μι­κράς Ασί­ας, από τη στιγ­μή που πα­τού­σαν το πό­δι τους στην Ελ­λά­δα — την «Εχθρι­κή πα­τρί­δα» όπως γρά­φει ο υπό­τι­τλος του βι­βλί­ου. Πώς χει­ρί­στη­κες το ακαν­θώ­δες (και εν πολ­λοίς απο­σιω­πώ­με­νο) ζή­τη­μα της χεί­ρι­στης υπο­δο­χής και της άθλιας με­τα­χεί­ρι­σης που επι­φύ­λα­ξαν στους «τουρ­κό­σπο­ρους» οι «πα­λαιο­ελ­λα­δί­τες»;

Σί­γου­ρα, υπήρ­χαν ντό­πιοι που συ­μπα­ρα­στά­θη­καν έμπρα­κτα στους πρό­σφυ­γες, αλ­λά υπήρ­χαν και πά­ρα πολ­λοί που τους εί­δαν ως απει­λή. Τα ακραία γε­γο­νό­τα που εντάσ­σω στο κό­μικς δεν εί­ναι επι­νοη­μέ­να, υπάρ­χουν εί­τε ως ανα­φο­ρές από πρό­σφυ­γες σε βι­βλία εί­τε τα βρή­κα στα ρε­πορ­τάζ των εφη­με­ρί­δων. Οι εξα­θλιω­μέ­νοι, κα­κο­ταϊ­σμέ­νοι πρό­σφυ­γες που ζού­σαν σε άθλιες συν­θή­κες υγιει­νής ήταν ευά­λω­τοι σε επα­νει­λημ­μέ­νες επι­δη­μί­ες τυ­φοει­δούς πυ­ρε­τού, υπήρ­χαν ακό­μα και κρού­σμα­τα χο­λέ­ρας, οπό­τε οι ντό­πιοι τους έβλε­παν με φό­βο και επι­φύ­λα­ξη, για­τί φο­βό­ντου­σαν για την υγεία τους. Επί­σης, οι πρό­σφυ­γες στα­δια­κά έγι­ναν τα χι­λιά­δες φτη­νά, ερ­γα­τι­κά χέ­ρια που θα δού­λευαν για να βγά­λουν ένα κομ­μά­τι ψω­μί, απο­δε­χό­με­νοι χει­ρό­τε­ρες ερ­γα­σια­κές συν­θή­κες σε σχέ­ση με τους ντό­πιους. Να έχου­με υπό­ψιν ότι η παι­δι­κή ερ­γα­σία εκεί­νη την επο­χή ήταν κα­θ’ όλα νό­μι­μη και κα­θιε­ρω­μέ­νη. Στο υλι­κό που εί­χα συλ­λέ­ξει, υπήρ­χαν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεία που έδει­χναν την αρ­νη­τι­κή στά­ση ένα­ντι των προ­σφύ­γων, αλ­λά αυ­τό δεν σή­μαι­νε ότι όλα μπο­ρού­σαν να εντα­χθούν σε μία αφή­γη­ση. Να ανα­φέ­ρω δύο πα­ρα­δείγ­μα­τα. Οι πρό­σφυ­γες στον Πει­ραιά εί­χαν κα­τα­κλύ­σει όλους τους κοι­νό­χρη­στους χώ­ρους, κτί­ρια, ξε­νο­δο­χεία, οι­κή­μα­τα, λέ­σχες κτλ., οι κά­τοι­κοι του Πει­ραιά εί­χαν γί­νει έξαλ­λοι μα­ζί τους για­τί εί­χαν εγκα­τα­στα­θεί για μή­νες μέ­σα σε εκ­κλη­σί­ες, οπό­τε δεν ήταν δυ­να­τό αυ­τές να λει­τουρ­γή­σουν, πα­ρό­μοια θε­ω­ρού­σαν ότι εί­χε συλ­λη­θεί το νε­κρο­τα­φείο της Ανα­στά­σε­ως, για­τί οι πρό­σφυ­γες εί­χαν εγκα­τα­στα­θεί ανά­με­σα στα μνή­μα­τα.»

Στα δύο προη­γού­με­να γκρά­φικ νό­βελ οι ιστο­ρί­ες του Γιώρ­γου Αμπα­τζή δια­δρα­μα­τί­ζο­νται εκτός Ελ­λά­δας (Γκαίρ­λιτς, Μι­κρά Ασία). Αυ­τή τη φο­ρά τον συ­να­ντά­με πρό­σφυ­γα στον Πει­ραιά, με το με­γά­λο λι­μά­νι, τις φτω­χο­γει­το­νιές, τους τε­κέ­δες, τα πορ­νεία και τα κα­τα­λύ­μα­τα των προ­σφύ­γων. Πώς αντι­με­τώ­πι­σες σχε­δια­στι­κά το αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον και ποια ήταν τα ει­κο­νο­γρα­φι­κά βοη­θή­μα­τά σου;

Ήταν δύ­σκο­λο, για­τί όντας Θεσ­σα­λο­νι­κιός δεν έχω σα­φή ει­κό­να της το­πο­γρα­φί­ας ού­τε του ση­με­ρι­νού Πει­ραιά, πό­σω μάλ­λον του Πει­ραιά εκεί­νης της επο­χής. Ανα­γκα­στι­κά, έπρε­πε να συλ­λέ­ξω όσο φω­το­γρα­φι­κό υλι­κό μπό­ρε­σα να βρω από βι­βλία ή από το Δια­δί­κτυο, ώστε να δη­μιουρ­γή­σω μια αί­σθη­ση της πό­λης και της επο­χής, με μια κά­ποια συ­νέ­πεια. Δυ­στυ­χώς, η παν­δη­μία του covid και οι κα­ρα­ντί­νες που υπήρ­χαν δεν μου επέ­τρε­ψαν να επι­σκε­φθώ το Δη­μαρ­χείο Δρα­πε­τσώ­νας για να δω το φω­το­γρα­φι­κό αρ­χείο που υπάρ­χει εκεί. Οι φω­το­γρα­φί­ες, για πα­ρά­δειγ­μα, που υπάρ­χουν για τα Βούρ­λα εί­ναι απει­ρο­ε­λά­χι­στες, οι τε­κέ­δες δεν ήταν δυ­να­τόν να εί­χαν φω­το­γρα­φη­θεί ού­τε οι χα­μο­κέ­λες της Κρεμ­μυ­δα­ρούς τρα­βού­σαν το εν­δια­φέ­ρον των φω­το­γρά­φων της επο­χής.

Η Ιστο­ρία έχει κα­τα­γρά­ψει τη συμ­βο­λή των προ­σφύ­γων σε πολ­λούς το­μείς της ζω­ής. Υπάρ­χουν κά­ποια σχε­τι­κά στοι­χεία που θέ­λη­σες να ανα­φέ­ρεις στο κό­μικς;

Αν και ο αρ­χι­κός μου στό­χος ήταν η αφή­γη­σή μου να φτά­σει μέ­χρι το 1936 και την επι­βο­λή της δι­κτα­το­ρί­ας του Με­τα­ξά, συ­γκε­ντρώ­νο­ντας το υλι­κό μου, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ότι αυ­τό ήταν αδύ­να­τον, για­τί τα πο­λι­τι­κοϊ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα ήταν πά­ρα πολ­λά για να τα κα­λύ­ψω σε ένα βι­βλίο 100 σε­λί­δων, χω­ρίς να υπάρ­χουν άλ­μα­τα και τε­ρά­στια αφη­γη­μα­τι­κά κε­νά, οπό­τε η αφή­γη­σή μου φτά­νει μό­λις μέ­χρι την άνοι­ξη του 1924. Εκεί­νη την επο­χή δεν εί­χε προ­λά­βει ακό­μα να φα­νεί όλος αυ­τός ο “πλού­τος” που έφερ­ναν μα­ζί τους οι πρό­σφυ­γες. Στο κό­μικς βλέ­που­με κά­ποια στοι­χεία από τη δύ­σκο­λη κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα των ερ­γα­ζό­με­νων προ­σφύ­γων και ελά­χι­στα στοι­χεία από τη μου­σι­κή δη­μιουρ­γία που θα προ­κύ­ψει στη διάρ­κεια της δε­κα­ε­τί­ας του 1920 με την πο­λύ έντο­νη πα­ρου­σία των Μι­κρα­σια­τών μου­σι­κών, συν­θε­τών, στι­χουρ­γών και τρα­γου­δι­στών.

Μια ση­μα­ντι­κή δια­φο­ρά συ­γκρι­τι­κά με τα δύο προη­γού­με­να «εμπό­λε­μα» κε­φά­λαια της ζω­ής του Γιώρ­γου Αμπα­τζή, εί­ναι η σχε­δόν (συν)πρω­τα­γω­νι­στι­κή πα­ρου­σία μιας κο­πέ­λας. Η 16χρο­νη Μα­ρι­γώ, προ­σφυ­γο­πού­λα από τη Σμύρ­νη, συ­νο­ψί­ζει κα­τά κά­ποιο τρό­πο τη μοί­ρα που εί­χαν πολ­λές συ­νο­μή­λι­κές της, χα­μέ­νες στη δί­νη του διωγ­μού. Πώς δού­λε­ψες αυ­τό τον ιδιαί­τε­ρο χα­ρα­κτή­ρα;

Στα δύο πρώ­τα βι­βλία λό­γω θέ­μα­τος, ανα­φέ­ρο­νταν κυ­ρί­ως σε στρα­τιω­τι­κά γε­γο­νό­τα και πο­λε­μι­κές συρ­ρά­ξεις, ήταν πο­λύ δύ­σκο­λο να εντά­ξω κά­ποιον γυ­ναι­κείο χα­ρα­κτή­ρα. Στο τρί­το βι­βλίο όμως αυ­τό ήταν σα­φώς πιο εύ­κο­λο και νο­μί­ζω επι­βαλ­λό­ταν. Ένας βα­σι­κός χα­ρα­κτή­ρας που εμ­φα­νί­ζε­ται εί­ναι η έφη­βη αδελ­φή του Αμπα­τζή, μό­νη, χα­μέ­νη, απελ­πι­σμέ­νη και φο­βι­σμέ­νη, η οποία θα πέ­σει θύ­μα ενός κα­τα­φερ­τζή, μά­γκα Πει­ραιώ­τη. Μια και στο βι­βλίο δεν υπάρ­χει αφη­γη­τής, έπρε­πε να βρω έναν τρό­πο, να υπάρ­ξει η εξι­στό­ρη­ση της μοί­ρας της Μα­ρι­γούς από τις μέ­ρες της Κα­τα­στρο­φής της Σμύρ­νης μέ­χρι να φτά­σει στον Πει­ραιά. Έγρα­ψα αρ­κε­τές φο­ρές αυ­τά τα απο­σπά­σμα­τα, ώστε να μά­θου­με την ιστο­ρία της, αλ­λά χω­ρίς η ίδια να απο­κτή­σει, ξαφ­νι­κά, τον ρό­λο του αφη­γη­τή. Τε­λι­κά, με κά­ποιον τρό­πο τα κα­τά­φε­ρα, χω­ρίς να δια­τα­ρα­χθεί το ύφος και η ροή της ιστο­ρί­ας. Εμπνεύ­στη­κα, αν και δεν τα ανα­φέ­ρω στη βι­βλιο­γρα­φία μου, από τα βι­βλία του Πέ­τρου Πι­κρού, ενός από τους λί­γους συγ­γρα­φείς της δε­κα­ε­τί­ας του 1920 που έγρα­ψαν δι­η­γή­μα­τα στα οποία όντως εντάσ­σο­νται ρε­α­λι­στι­κά στοι­χεία, από την, έστω και πε­ρι­θω­ρια­κή, ζωή της επο­χής.

Στο τέ­λος της συ­νέ­ντευ­ξής σου στο Χάρ­τη, που εί­χε δη­μο­σιευ­τεί με αφορ­μή την κυ­κλο­φο­ρία του προη­γού­με­νου άλ­μπουμ, εί­χες προ­α­ναγ­γεί­λει την ετοι­μα­σία του πα­ρό­ντος. Μή­πως η τρι­λο­γία, που συ­μπλη­ρώ­θη­κε με το «1923», θα έχει και συ­νέ­χεια οδεύ­ο­ντας για τε­τρα­λο­γία;

Χω­ρίς να ανα­φερ­θώ στο τέ­λος του “1923”, αλ­λά θέ­λο­ντας να κά­νω μια μι­κρή απο­κά­λυ­ψη για το τι θα συμ­βεί, να ανα­φέ­ρω ότι το τέ­ταρ­το βι­βλίο, όντως, θα υπάρ­ξει, φτά­νο­ντας χρο­νι­κά εκεί που ήθε­λα από την αρ­χή, δη­λα­δή στη δι­κτα­το­ρία του Με­τα­ξά, το 1936.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου