Τον είδαμε για πρώτη φορά την περίοδο 1916-1919 (Οι όμηροι του Γκαίρλιτς). Τον βρήκαμε ξανά, τρία χρόνια αργότερα, στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1922 – Το τέλος ενός ονείρου). Ο Γιώργος Αμπατζής, πρωταγωνιστής στα δύο προηγούμενα γκράφικ νόβελ του γνωστού σεναριογράφου και σχεδιαστή Θανάση Πέτρου, επέστρεψε ξανά στο 1923 – Εχθρική πατρίδα. Το άλμπουμ, που κυκλοφόρησε φέτος από τον Ίκαρο (όπως και τα δύο πρηγούμενα), συμπληρώνει μια ενδιαφέρουσα τριλογία. Τα στοιχεία, άλλωστε, που χαρακτηρίζουν και τα τρία άλμπουμ είναι κοινά. Εκτός από τη φιγούρα του Γιώργου Αμπατζή, που «μεταγγίζεται» από κόμικς σε κόμικς, το ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο είναι και εδώ παρόν. Πιστοποιεί το πραγματικό και υποστηρίζει το μυθοπλαστικό με εξαιρετικό τρόπο.
Στο «1923», η ζέουσα επικαιρότητα της εποχής δίνεται μέσα από την πλοκή του κόμικς. Ένα χρόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι καραβιές των εξαθλιωμένων προσφύγων και των ηττημένων στρατιωτών (ανάμεσά τους και ο Σμυρνιός Γιώργος Αμπατζής με το ζακυνθινό συμπολεμιστή του, Σπύρο Τζανέτο) βρίσκονται στον Πειραιά, παλεύοντας να κάνουν μια νέα αρχή. Αυτό που συναντούν, ωστόσο, είναι μια «εχθρική πατρίδα», όπως γράφει ο υπότιτλος του βιβλίου. Στοιβαγμένοι σε αποθήκες και άδεια εργοστάσια, χωρίς νερό, χωρίς στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, χωρίς κρατική περίθαλψη, και με τον εξανθηματικό τύφο να τους θερίζει. Στο πλευρό τους ή απέναντί τους, ανάλογα με το χαρακτήρα και τη διάθεση καθενός, ο λαουτζίκος του Πειραιά παρελαύνει από τις σελίδες του κόμικς. Είναι ο Γεράσιμος, ο «κάπος» των φορτοεκφορτωτών που μεταφέρουν κάρβουνο από –και για- τα ατμόπλοια. Ο κυρ Βασίλης, που προτιμά να σκοτώσει μια προσφυγομάνα και να πάει φυλακή, παρά να δώσει ένα δωμάτιο του σπιτού του σε εκείνη και τα παιδιά της, όπως επέβαλε ένας ειδικός νόμος. Είναι ακόμα η Δέσποινα, «μαμά» σε ένα μπουρδέλο στα Βούρλα, ο μπαρμπα Στάμος, θαμώνας των χασισοποτείων, ο κυρ Αναστάσης, πρόσφυγας που επέζησε στην καταστροφή της Σμύρνης, και πολλοί άλλοι. Η ανθρωπογεωγραφία του Θανάση Πέτρου εκτείνεται μέχρι τα κοινωνικά «κατακάθια», με το Μπάμπη Καραλή ακρογωνιαίο παράδειγμα: Κομπιναδόρος, τραμπούκος στις πολιτικές συγκρούσεις Βενιζελικών - Βασιλικών (εννοείται υπέρ του βασιλιά), σωματέμπορας και, εν τέλει, φονιάς. Δίπλα σε αυτούς, κάποια υπαρκτά πρόσωπα της εποχής εικονίζονται (ή απλώς αναφέρονται) δίνοντας το ιστορικό στίγμα, όπως ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας. Το «παρών» δίνουν ακόμα κάποιοι θρυλικοί ρεμπέτες που ξεχώριζαν εκείνα τα χρόνια στους καφενέδες και στους τεκέδες του Πειραιά: Βαγγέλης Παπάζογλου, Σπύρος Περιστέρης, Στελλάκης Περπινιάδης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης που συναντιέται και κουβεντιάζει με τους –φανταστικούς- πρωταγωνιστές της ιστορίας, σε ένα pas de deux ζωής και μυθοπλασίας.
Εκτός από καλός σεναριογράφος, ο
Θανάσης Πέτρου είναι και καλός σχεδιαστής, κάτι που
αποδεικνύει με το «1923». Κινείται με μαεστρία από τις
ολόσελιδες απεικονίσεις (αιματηρές συγκρούσεις στρατού –
διαδηλωτών, φονικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών), σε
μικρόκοσμους που μεγεθύνονται καταλαμβάνοντας ολόκληρο το
εμβαδόν του καρέ (τα ψάρια σε ένα κοφίνι, τα κλειδιά στον τοίχο
ενός τεκέ), προκειμένου να εμπλουτίσει οπτικά την αφήγηση. Το
ίδιο συμβαίνει με τις γραμμές και τον χρωματισμό των σκίτσων. Η
στρωτή, κατά κανόνα, σχεδίαση γίνεται σε κάποια σημεία
ρευστή, με τις ακουαρέλες να «αποσυνθέτουν» τις εικόνες.
Σκόπιμα και εδώ, προκειμένου να αποδοθούν οι τραυματικές
αναμνήσεις των προσφύγων. Τις εντυπώσεις συμπληρώνουν μια
ιστορική σύνοψη της εποχής στον επίλογο που υπογράφει ο
Θανάσης Πέτρου, ένα γλωσσάρι με λέξεις και εκφράσεις που
«ακούγονται» στους διαλόγους, καθώς και η βιβλιογραφία που
παρείχε στο δημιουργό χρήσιμα στοιχεία και πληροφορίες.
Συνέντευξη του Άρη Μαλανδράκη
Πέρυσι κυκλοφόρησε το «1922» και φέτος το «1923». Εντυπωσιακή η σύμπτωση μεταξύ ιστορικού και εκδοτικού χρόνου. Πώς τα κατάφερες;
Μάλλον είμαι εργασιομανής. Ουσιαστικά, το 2020, πριν κυκλοφορήσουν οι Όμηροι του Γκάρλιτς είχα ήδη ξεκινήσει να δουλεύω το 1922, το τέλος ενός ονείρου και αντίστοιχα συνέβη με το 1923, εχθρική πατρίδα. Οπότε, σε 3 χρόνια κυκλοφόρησαν 3 βιβλία. Όταν ξεκινάω να δουλεύω κάτι, πέφτω κυριολεκτικά με τα μούτρα, πωρώνομαι και δουλεύω πυρετωδώς. Μπορεί να είναι ιδιαιτέρως κουραστικό, αλλά μ’ αρέσει να πιέζω τον εαυτό μου, για να ζω μέσα στις ιστορίες μου.
Το 1923 υπήρξε εξίσου ταραχώδες, όσο η προηγούμενη, καταστροφική για τον Ελληνισμό, χρονιά. Ποια πολιτικά πρόσωπα και ιστορικά γεγονότα αυτής της περιόδου αναφέρονται στο κόμικς και ποιες υπήρξαν οι πηγές σου στη γραφή του σεναρίου;
Μετά την αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας και τη Μικρασιατική Καταστροφή η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν χαοτική, η οικονομία κατεστραμμένη, το κράτος χρεωκοπημένο, οι άνθρωποι εξαντλημένοι, οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες έφταναν στον ελλαδικό χώρο κατά χιλιάδες, οι ανάγκες ήταν εξαιρετικά πιεστικές. Έπρεπε να βρεθούν λύσεις σε τεράστια προβλήματα, να τιμωρηθούν οι ένοχοι της καταστροφής, να ληφθούν αποφάσεις σε πολιτικά και πολιτειακά ζητήματα, υπήρχε κίνδυνος να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών. Το κίνημα που ανέλαβε, ουσιαστικά με πραξικόπημα, τα ηνία της χώρας εκθρόνισε τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ανάγκασε την κυβέρνηση σε παραίτηση και επέβαλε στρατιωτικό νόμο. Το σενάριό μου βασίστηκε εν μέρει σε σχετική βιβλιογραφία, αλλά πάρα πολλά στοιχεία άντλησα κυρίως από τον ημερήσιο Τύπο, που μελέτησα και αποδελτίωσα. Ωστόσο, πέρα από την εμφάνιση του Πλαστήρα σε δύο περιπτώσεις, ελάχιστες φορές γίνεται αναφορά στο κόμικς στα πραγματικά πολιτικά πρόσωπα της εποχής. Τα πολιτικά γεγονότα τα μαθαίνουμε έμμεσα, μέσα από τους διαλόγους των πρωταγωνιστών.
Το κόμικς μιλά για την «τύχη» που περίμενε τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, από τη στιγμή που πατούσαν το πόδι τους στην Ελλάδα — την «Εχθρική πατρίδα» όπως γράφει ο υπότιτλος του βιβλίου. Πώς χειρίστηκες το ακανθώδες (και εν πολλοίς αποσιωπώμενο) ζήτημα της χείριστης υποδοχής και της άθλιας μεταχείρισης που επιφύλαξαν στους «τουρκόσπορους» οι «παλαιοελλαδίτες»;
Σίγουρα, υπήρχαν ντόπιοι που συμπαραστάθηκαν έμπρακτα στους πρόσφυγες, αλλά υπήρχαν και πάρα πολλοί που τους είδαν ως απειλή. Τα ακραία γεγονότα που εντάσσω στο κόμικς δεν είναι επινοημένα, υπάρχουν είτε ως αναφορές από πρόσφυγες σε βιβλία είτε τα βρήκα στα ρεπορτάζ των εφημερίδων. Οι εξαθλιωμένοι, κακοταϊσμένοι πρόσφυγες που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες υγιεινής ήταν ευάλωτοι σε επανειλημμένες επιδημίες τυφοειδούς πυρετού, υπήρχαν ακόμα και κρούσματα χολέρας, οπότε οι ντόπιοι τους έβλεπαν με φόβο και επιφύλαξη, γιατί φοβόντουσαν για την υγεία τους. Επίσης, οι πρόσφυγες σταδιακά έγιναν τα χιλιάδες φτηνά, εργατικά χέρια που θα δούλευαν για να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί, αποδεχόμενοι χειρότερες εργασιακές συνθήκες σε σχέση με τους ντόπιους. Να έχουμε υπόψιν ότι η παιδική εργασία εκείνη την εποχή ήταν καθ’ όλα νόμιμη και καθιερωμένη. Στο υλικό που είχα συλλέξει, υπήρχαν πολύ περισσότερα στοιχεία που έδειχναν την αρνητική στάση έναντι των προσφύγων, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι όλα μπορούσαν να ενταχθούν σε μία αφήγηση. Να αναφέρω δύο παραδείγματα. Οι πρόσφυγες στον Πειραιά είχαν κατακλύσει όλους τους κοινόχρηστους χώρους, κτίρια, ξενοδοχεία, οικήματα, λέσχες κτλ., οι κάτοικοι του Πειραιά είχαν γίνει έξαλλοι μαζί τους γιατί είχαν εγκατασταθεί για μήνες μέσα σε εκκλησίες, οπότε δεν ήταν δυνατό αυτές να λειτουργήσουν, παρόμοια θεωρούσαν ότι είχε συλληθεί το νεκροταφείο της Αναστάσεως, γιατί οι πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί ανάμεσα στα μνήματα.»
Στα δύο προηγούμενα γκράφικ νόβελ οι ιστορίες του Γιώργου Αμπατζή διαδραματίζονται εκτός Ελλάδας (Γκαίρλιτς, Μικρά Ασία). Αυτή τη φορά τον συναντάμε πρόσφυγα στον Πειραιά, με το μεγάλο λιμάνι, τις φτωχογειτονιές, τους τεκέδες, τα πορνεία και τα καταλύματα των προσφύγων. Πώς αντιμετώπισες σχεδιαστικά το αστικό περιβάλλον και ποια ήταν τα εικονογραφικά βοηθήματά σου;
Ήταν δύσκολο, γιατί όντας Θεσσαλονικιός δεν έχω σαφή εικόνα της τοπογραφίας ούτε του σημερινού Πειραιά, πόσω μάλλον του Πειραιά εκείνης της εποχής. Αναγκαστικά, έπρεπε να συλλέξω όσο φωτογραφικό υλικό μπόρεσα να βρω από βιβλία ή από το Διαδίκτυο, ώστε να δημιουργήσω μια αίσθηση της πόλης και της εποχής, με μια κάποια συνέπεια. Δυστυχώς, η πανδημία του covid και οι καραντίνες που υπήρχαν δεν μου επέτρεψαν να επισκεφθώ το Δημαρχείο Δραπετσώνας για να δω το φωτογραφικό αρχείο που υπάρχει εκεί. Οι φωτογραφίες, για παράδειγμα, που υπάρχουν για τα Βούρλα είναι απειροελάχιστες, οι τεκέδες δεν ήταν δυνατόν να είχαν φωτογραφηθεί ούτε οι χαμοκέλες της Κρεμμυδαρούς τραβούσαν το ενδιαφέρον των φωτογράφων της εποχής.
Η Ιστορία έχει καταγράψει τη συμβολή των προσφύγων σε πολλούς τομείς της ζωής. Υπάρχουν κάποια σχετικά στοιχεία που θέλησες να αναφέρεις στο κόμικς;
Αν και ο αρχικός μου στόχος ήταν η αφήγησή μου να φτάσει μέχρι το 1936 και την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, συγκεντρώνοντας το υλικό μου, συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν αδύνατον, γιατί τα πολιτικοϊστορικά γεγονότα ήταν πάρα πολλά για να τα καλύψω σε ένα βιβλίο 100 σελίδων, χωρίς να υπάρχουν άλματα και τεράστια αφηγηματικά κενά, οπότε η αφήγησή μου φτάνει μόλις μέχρι την άνοιξη του 1924. Εκείνη την εποχή δεν είχε προλάβει ακόμα να φανεί όλος αυτός ο “πλούτος” που έφερναν μαζί τους οι πρόσφυγες. Στο κόμικς βλέπουμε κάποια στοιχεία από τη δύσκολη καθημερινότητα των εργαζόμενων προσφύγων και ελάχιστα στοιχεία από τη μουσική δημιουργία που θα προκύψει στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 με την πολύ έντονη παρουσία των Μικρασιατών μουσικών, συνθετών, στιχουργών και τραγουδιστών.
Μια σημαντική διαφορά συγκριτικά με τα δύο προηγούμενα «εμπόλεμα» κεφάλαια της ζωής του Γιώργου Αμπατζή, είναι η σχεδόν (συν)πρωταγωνιστική παρουσία μιας κοπέλας. Η 16χρονη Μαριγώ, προσφυγοπούλα από τη Σμύρνη, συνοψίζει κατά κάποιο τρόπο τη μοίρα που είχαν πολλές συνομήλικές της, χαμένες στη δίνη του διωγμού. Πώς δούλεψες αυτό τον ιδιαίτερο χαρακτήρα;
Στα δύο πρώτα βιβλία λόγω θέματος, αναφέρονταν κυρίως σε στρατιωτικά γεγονότα και πολεμικές συρράξεις, ήταν πολύ δύσκολο να εντάξω κάποιον γυναικείο χαρακτήρα. Στο τρίτο βιβλίο όμως αυτό ήταν σαφώς πιο εύκολο και νομίζω επιβαλλόταν. Ένας βασικός χαρακτήρας που εμφανίζεται είναι η έφηβη αδελφή του Αμπατζή, μόνη, χαμένη, απελπισμένη και φοβισμένη, η οποία θα πέσει θύμα ενός καταφερτζή, μάγκα Πειραιώτη. Μια και στο βιβλίο δεν υπάρχει αφηγητής, έπρεπε να βρω έναν τρόπο, να υπάρξει η εξιστόρηση της μοίρας της Μαριγούς από τις μέρες της Καταστροφής της Σμύρνης μέχρι να φτάσει στον Πειραιά. Έγραψα αρκετές φορές αυτά τα αποσπάσματα, ώστε να μάθουμε την ιστορία της, αλλά χωρίς η ίδια να αποκτήσει, ξαφνικά, τον ρόλο του αφηγητή. Τελικά, με κάποιον τρόπο τα κατάφερα, χωρίς να διαταραχθεί το ύφος και η ροή της ιστορίας. Εμπνεύστηκα, αν και δεν τα αναφέρω στη βιβλιογραφία μου, από τα βιβλία του Πέτρου Πικρού, ενός από τους λίγους συγγραφείς της δεκαετίας του 1920 που έγραψαν διηγήματα στα οποία όντως εντάσσονται ρεαλιστικά στοιχεία, από την, έστω και περιθωριακή, ζωή της εποχής.
Στο τέλος της συνέντευξής σου στο Χάρτη, που είχε δημοσιευτεί με αφορμή την κυκλοφορία του προηγούμενου άλμπουμ, είχες προαναγγείλει την ετοιμασία του παρόντος. Μήπως η τριλογία, που συμπληρώθηκε με το «1923», θα έχει και συνέχεια οδεύοντας για τετραλογία;
Χωρίς να αναφερθώ στο τέλος του “1923”, αλλά θέλοντας να κάνω
μια μικρή αποκάλυψη για το τι θα συμβεί, να αναφέρω ότι το
τέταρτο βιβλίο, όντως, θα υπάρξει, φτάνοντας χρονικά εκεί που
ήθελα από την αρχή, δηλαδή στη δικτατορία του Μεταξά, το 1936.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου