08 Δεκεμβρίου 2022

Δολοφονίες με την έγκριση πολιτικής ηγεσίας, δημοσιογραφικής εξουσίας και «φιλήσυχων»


του Ανδρέα Κοσιάρη

«Με αυτή τη λογική, τη ΔΙΑΣ, τι τη θέλουμε; Να κάθεται να πίνει φραπέ; Αν θέλουμε να κάνει τη δουλειά της, να κάνει τη δουλειά της. Ξεκινούν να κάνουν μία καταδίωξη, υπήρχε μια παραβατική συμπεριφορά, πήγε κάποιος να κάνει μια ληστεία… Μέχρι 30 ευρώ είναι καλά η ληστεία;». Τα λόγια αυτά ανήκουν στον δημοσιογράφο Άρη Πορτοσάλτε και λέγονται μία ημέρα αφότου αστυνομικός της ΔΙΑΣ πυροβόλησε στο κεφάλι τον 16χρονο Κώστα Φραγκούλη.

Σε μία υγιή κοινωνία δεν θα χρειαζόταν να ασχοληθούμε με τα λόγια του Πορτοσάλτε — δεν θα λεγόντουσαν, δεν θα είχε βήμα να τα πει. Το γεγονός ότι το έχει είναι δείγμα, ταυτόχρονα αίτιο και απότοκο της σήψης. Από τα λόγια του «καλού δημοσιογράφου» εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα: αυτή είναι «η δουλειά της αστυνομίας» — να ασκεί βία, μέχρι και το σημείο της δολοφονίας, ανεξαρτήτως αφορμής, εάν ο στόχος της βίας είναι κάποιος που οι Πορτοσάλτε αυτού του κόσμου απεχθάνονται.

Οι «ακραίοι» της αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου έχουν καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα εδώ και δεκαετίες, αιώνες. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία να ξέρουμε ότι και η άλλη πλευρά τον γνωρίζει, τον αποδέχεται και τον αγκαλιάζει αυτόν τον ρόλο της αστυνομίας. Πλέον ρητά. Μέχρι πριν από κάποια χρόνια, στο απαύγασμα της πλαστικής ευμάρειας και λίγο πριν την κατάρρευσή της, κυριαρχούσε η ρητορική των «μεμονωμένων περιστατικών». Πλέον είναι σε δεύτερη μοίρα. Πλέον κυριαρχεί ξανά η αποδοχή που ίσχυε και πριν το «τέλος της Ιστορίας»: «να μην κάνει η αστυνομία τη δουλειά της;». Δηλαδή να τραμπουκίζει, να δέρνει και, γιατί όχι, να σκοτώνει.

«Τώρα ο συνάδελφός σας όμως τέθηκε σε διαθεσιμότητα, κύριε Συμεωνίδη. Δηλαδή, πάνω σε μια συμπλοκή, έγινε ό,τι έγινε τέλος πάντων, και έχουμε έναν αστυνομικό, την ώρα που εκτελεί το καθήκον του, θα πει κανείς, να τίθεται ταυτόχρονα σε διαθεσιμότητα. Τι συνέβη λοιπόν εδώ;», ρώτησε σήμερα το πρωί τον εκπρόσωπο των αστυνομικών υπαλλήλων Θεσσαλονίκης ο Δημήτρης Οικονόμου, επίσης από τη συχνότητα του ΣΚΑΪ. Δεδομένης και της απάντησης του εκπροσώπου, που μίλησε για ένα «σπάνιο περιστατικό, μία στις 100» λέγοντας ότι «ο συνάδελφος προσπάθησε να χτυπήσει τα λάστιχα», η ερώτηση μοιάζει φτιαγμένη για να αναπαράξει ακριβώς τη ρητορική του «μεμονωμένου περιστατικού». Όμως στη διατύπωσή της, κρύβονται πολλά ακόμα συγκείμενα, που κυριαρχούν.

Η σφαίρα στο κεφάλι του Κώστα Φραγκούλη γίνεται «έγινε ό,τι έγινε» — οι πυροβολισμοί της αστυνομίας γίνονται «εκτέλεση καθήκοντος, θα πει κανείς» — και ο δράστης, ουσιαστικά μιας ανθρωποκτονίας, γίνεται «θύμα»: μα είναι δυνατόν να τίθεται σε διαθεσιμότητα; Το γεγονός ότι αυτά λέγονται από τον ίδιο δημοσιογράφο που την προηγούμενη ημέρα εισήγαγε το θέμα μιλώντας για «ανταλλαγή πυροβολισμών», χωρίς ουδέποτε να μπει στον κόπο να διορθώσει τον εαυτό του, συμπληρώνει το παζλ. Μία ημέρα μετά, κι ενώ έχουν διαφανεί για ακόμα μία φορά τα ψέματα της ΕΛ.ΑΣ., ο Οικονόμου μιλά ξανά για «συμπλοκή».

Δεν έχουμε εδώ απλά μια επιχείρηση επικοινωνιακής διαχείρισης ενός «ατυχούς περιστατικού». Έχουμε αποδοχή, δικαιολόγηση και προπαγάνδιση αυτού ακριβώς του θεμελιώδους ρόλου της αστυνομίας.

Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Όταν μιλάμε για το επικοινωνιακό όργανο μιας «Πολιτείας» που βασίζει την επιβίωσή της, την «ασφάλειά» της πάνω στη γιγάντωση αυτού του σώματος. «Η Αστυνομία είναι το ΕΣΥ της προστασίας μας», είχε πει ο τότε υπουργός Προ.Πο. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, και τα ευήκοα ώτα πίστεψαν ότι επειδή είχε το «Πολίτη» στην ονομασία του υπουργείου του, μιλούσε για την προστασία των πολιτών. Όμως έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούσε, ο υπουργός έλεγε την αλήθεια — απλά το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ήταν απόλυτα κυριολεκτικό. «Της προστασία ΜΑΣ», όπου «εμείς» είναι η πολιτική εξουσία, η επιχειρηματική εξουσία και οι μιντιακοί τους λακέδες.

Οι ίδιοι που μετά από κάθε επίθεση σε διαδήλωση, κάθε βιασμό, κάθε δολοφονία, σπεύδουν να στηρίξουν τους αστυνομικούς δράστες — αν όχι προσωπικά, σίγουρα ως σώμα. «Μετά τη δολοφονία στο Πέραμα ο Θεοδωρικάκος επισκέφθηκε τους αστυνομικούς που κρατούνταν. Μια ωμή παρέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης υπέρ των δραστών. Σήμερα που πυροβόλησαν ένα παιδί τους δίνει και μπόνους. Την ηθική αυτουργία σε δολοφονίες τη φαντάζεστε πολύ διαφορετικά;», έγραψε πολύ σωστά ο Άρης Χατζηστεφάνου.


Ο μποναμάς των 600 ευρώ στα «σώματα ασφαλείας» μπορεί μην είχε ως αρχική πρόθεση σχέση με τη χθεσινή δολοφονία. Μπορεί να ήταν απλά ένα προαποφασισμένο προεκλογικό δώρο. Κι έτσι ακόμα, πάλι επιβράβευση του ίδιου ρόλου είναι, πόσο μάλλον όταν η ρητορική αιτιολόγηση του δώρου ήταν διότι «προστατεύουν τα σύνορα», δηλαδή διότι ξυλοκοπούν, πυροβολούν, πνίγουν πρόσφυγες και μετανάστες. Όμως το ρημάδι το τάιμινγκ, λέει κι αυτό την ιστορία του. «Μπράβο σας», μοιάζει να λέει το υπουργείο και η κυβέρνηση. «Διασφαλίζετε τα συμφέροντά μας και έχετε την άδεια — όχι, την έγκριση — όχι, το ελεύθερο, να σκοτώνετε. Πάρτε και δωράκι».

Φυσικά, η δολοφονία του Κώστα Φραγκούλη, του Νίκου Σαμπάνη και τόσων άλλων ονοματισμένων και ανώνυμων, δεν έχει ευθεία σχέση με τα συμφέροντα της εξουσιαστικής τάξης. Δεν απείλησε ένας 16χρονος την κερδοφορία του κεφαλαίου, εδώ καλά-καλά δεν απείλησε καν την κερδοφορία του πρατηρίου βενζίνης. Η ευκολία όμως της δολοφονίας, η γνώση όλων μας ότι η αστυνομία κρατά όπλο και μπορεί, δικαιούται, επιβραβεύεται και παρακινείται να το χρησιμοποιήσει, έχει ευθεία σχέση με τη δυνατότητα της εξουσίας να απολαμβάνει την ασφάλειά της. Η χρήση του όταν δεν απαιτείται, διευκολύνει τη χρήση του όταν θα απαιτηθεί.

Και οι «φιλήσυχοι πολίτες»; Όσοι από χθες επιχαίρουν «καλά του κάνανε» και μιλάνε για «γύφτους» και για «αυτοάμυνα»; Πώς εντάσσονται στο πλαίσιο των συμφερόντων της εξουσίας; Μα ως χρήσιμοι ηλίθιοι, που φαντασιώνονται μια ταύτιση των δικών τους συμφερόντων με αυτά της εξουσίας. «Καλά κάνει» η αστυνομία και σηκώνει όπλο στον «γύφτο», την «αναρχική», τον «πρόσφυγα», τη «διαδηλώτρια», τον «άλλο» που έχουν μάθει να μισούν, γιατί φαντάζονται ότι αυτό το όπλο δεν θα σημαδέψει ποτέ εκείνους. Μέχρι να το κάνει.

«Σκυλιά φυλάτε τα αφεντικά σας», λέει ένα διαχρονικό σύνθημα για την αστυνομία, και είναι ταυτόχρονα περιγραφικό μα και άδικο. Διότι ο ρόλος μπορεί να είναι παρόμοιος: δίποδα και τετράποδα υπερασπίζονται τον αφέντη, ο οποίος τους επιτρέπει, τους προτρέπει να ικανοποιούν τα βασικότερα ένστικτά τους, διότι αυτό θα τους κάνει καλύτερους υπερασπιστές. Αλλά τα τετράποδα δεν έχουν ευθύνη για την εκτέλεση των εντολών των αφεντικών τους και για τη βία που τους έχει εντυπωθεί από την εκπαίδευσή τους. Και όταν δαγκώνουν παιδιά, δεν βρίσκονται χρήσιμοι ηλίθιοι ηθικοί αυτουργοί να τους πουν «μπράβο».

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου