14 Δεκεμβρίου 2022

Η ασφυξία στα χρόνια της σωτηρίας - Του Τάσου Κωστόπουλου 

Αποψη του κέντρου μιας τυπικής επαρχιακής πόλης (εδώ, της Καλαμάτας) επί δικτατορίας | «Η ΚΑΛΑΜΑΤΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΚΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΛΕΙΦΕΡΗ, 1937-1974» (Καλαμάτα 2013)

 

 Τάσος Κωστόπουλος

 

Η κρατική καταστολή στη βάση της κοινωνίας επί χούντας, μέσα από την καθημερινή σοδειά των έκτακτων στρατοδικείων.

Πόσο καταπιεστική υπήρξε στην πραγματικότητα η χούντα; Παρακολουθώντας τα τελευταία χρόνια ορισμένες δημοφιλείς σειρές στην ελληνική τηλεόραση, μένεις με την εντύπωση ότι, σε τελική ανάλυση, τα πράγματα δεν πρέπει να ήταν και τότε πολύ διαφορετικά από τις αυταρχικές επιδόσεις των κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων της τελευταίας πεντηκονταετίας. Είτε αυτό οφείλεται σε υπόρρητη διάθεση ωραιοποίησης της εθνοσωτηρίου είτε σε καραμπινάτη άγνοια των δεδομένων της εποχής, απόρροια της γενικευμένης τάσης να περιγράφεται κάθε έξαρση μεταπολιτευτικού κρατικού αυταρχισμού σαν «χούντα», το αποτέλεσμα είναι τελικά ένα και το αυτό: μια επικίνδυνη συλλογική λήθη (και άγνοια της νεότερης γενιάς) του τι ακριβώς σημαίνει δικτατορία.

Εκτός από κάποιους νοσταλγούς του Παπαδόπουλου, κανείς δεν αρνείται βέβαια τα κτηνώδη βασανιστήρια που υπέστησαν μεταξύ 1967 και 1974 εκατοντάδες αντιστασιακοί στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, στη Γενική Ασφάλεια της Μπουμπουλίνας και της Μεσογείων, στην ΚΥΠ της Θεσσαλονίκης και σε δεκάδες αστυνομικά τμήματα ή συναφείς χώρους κράτησης σε όλη την επικράτεια. Η πιο χτυπητή διαφορά της χούντας από τις κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις που τη διαδέχτηκαν, οσοδήποτε αυταρχικές, δεν είχε όμως να κάνει με την ακραία κτηνωδία της σε βάρος όσων –σχετικά λίγων– πολιτών ανέπτυξαν ενεργό αντιστασιακή δράση. Πολύ πιο εύγλωττη για τον χαρακτήρα της υπήρξε μια άλλη, λίγο-πολύ ξεχασμένη σήμερα, διάστασή της: η γενικευμένη κρατική τρομοκρατία πάνω στο σύνολο του πληθυσμού, με την επιβολή μιας απόλυτης, ασφυκτικής ανελευθερίας. Για την έκταση και την ένταση αυτής της τελευταίας, το πιο εύγλωττο πειστήριο δεν αποτελούν οι δίκες επώνυμων αγωνιστών, αλλά τα «ψιλά» των εφημερίδων, με τις αποφάσεις των έκτακτων στρατοδικείων που είχαν αναλάβει να πατάξουν οτιδήποτε εκλαμβανόταν ως κρούσμα καθημερινής ανυπακοής προς το καθεστώς.

«Υπό του εκτάκτου στρατοδικείου Θεσσαλονίκης κατεδικάσθη ο Ι.Π., ετών 32, ταμειακός υπάλληλος, κάτοικος Σερρών, εις φυλάκισιν εξ μηνών άνευ μετατροπής, κατηγορούμενος διά πολιτικολογίαν» | («Μακεδονία», 6.6.1967)

Το θεσμικό πλαίσιο

Η σύσταση των έκτακτων στρατοδικείων έγινε αυθημερόν την 21η Απριλίου 1967. Το σχετικό βασιλικό διάταγμα (281/1967) δημοσιεύτηκε αμέσως μετά από εκείνο της κήρυξης του στρατιωτικού νόμου (280/1967), στο ίδιο μάλιστα ΦΕΚ (1967/Α/58). Αρμοδιότητά τους, βάσει του νόμου ΔΞΘ’ της 6.10.1912 που είχε θεσπίσει ο Βενιζέλος κατά την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων, ήταν «η καταδίωξις πάντων των αδικημάτων κατά της Ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος και της δημοσίας τάξεως και ειρήνης, οιαδήποτε και αν η η ιδιότης των αυτουργών ή συνεργών»· δίκαζαν, δηλαδή, όχι μόνο στρατιωτικούς αλλά και πολίτες.

Σύμφωνα με το Β.Δ. 281/1967, ιδρύθηκαν συνολικά δέκα έκτακτα στρατοδικεία σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και σε οκτώ πρωτεύουσες νομών (Τρίπολη, Λαμία, Λάρισα, Γιάννενα, Κοζάνη, Αλεξανδρούπολη, Δράμα και Χανιά). Με λίγο μεταγενέστερο βασιλικό διάταγμα (287 της 27/29.4.1967), ως πρόεδροι, βασιλικοί επίτροποι (εισαγγελείς) και εισηγητές τους διορίστηκαν συγκεκριμένοι μόνιμοι δικαστικοί.

Οπως πληροφορούμαστε από τον Τύπο των ημερών, τα στρατοδικεία αυτά συνεδρίαζαν σε τακτά χρονικά διαστήματα· οι δε αποφάσεις τους έστελναν κάθε φορά στην κοινωνία ένα κρίσιμο μήνυμα για τα πραγματικά όρια της νομιμότητας. Αξίζει, ως εκ τούτου, να δούμε από κοντά τι είδους «αδικήματα» τιμωρούνταν εκεί και πόσο. Μολονότι τα σχετικά ρεπορτάζ σπάνια υπεισέρχονται στα πραγματικά περιστατικά των εκδικαζόμενων υποθέσεων, η απαρίθμηση «αδικημάτων» και ποινών αποδεικνύεται εξαιρετικά εύγλωττη για το κλίμα που επικρατούσε τότε στη βάση της κοινωνίας.

Η τιμή και η απείθεια

Πρώτοι-πρώτοι έπιασαν δουλειά οι στρατοδίκες της συμπρωτεύουσας, με πρόεδρο τον εφέτη Σπυρίδωνα Κόλλα και βασιλικό επίτροπο τον αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αβραάμ Σταθόπουλο. Βρισκόμαστε στην πρώτη φάση της χούντας και την τιμή της έχει η προστασία της τιμής του βασιλιά Κωνσταντίνου (που κάλυψε τους πραξικοπηματίες) και κάθε λογής Αρχών – των παραστρατιωτικών Ταγμάτων Εθνοφυλακής Αμύνης (ΤΕΑ), που επιτηρούσαν εκ του σύνεγγυς τον «εσωτερικό εχθρό» της υπαίθρου, συμπεριλαμβανομένων. «Υπό του Εκτάκτου Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά την πρώτην συνεδρίασιν αυτού», διαβάζουμε στη «Μακεδονία» (11.5.1967), «κατεδικάσθησαν εις διαφόρους ποινάς φυλακίσεως οι κάτωθι:

Σπ. Καραμαρίγκος, ετών 35, εις φυλάκισιν πέντε ετών διά προσβολήν της τιμής του Βασιλέως.
Χρ. Λάζος, ετών 20, ράπτης, εις φυλάκισιν δύο ετών, διά διασποράν ψευδών ειδήσεων.
Θωμάς Καρατζάς, ετών 36, κάτοικος Γουμενίσσης, εις φυλάκισιν δύο ετών, διά προσβολήν της τιμής του Βασιλέως.
Πέτρος Τσίπας, ετών 19, μαθητής τεχνικής σχολής Γιαννιτσών, κάτοικος Σωτήρας Εδέσσης, εις φυλάκισιν τριών ετών, διά προσβολήν της τιμής του Βασιλέως.
Απόστολος Μελισσάς, ετών 48, γεωργός, κάτοικος Στενημάχου Ναούσης, εις φυλάκισιν τριών ετών, διά περιύβρισιν αρχής δημοσίας (των ΤΕΑ).
Εμμανουήλ Αϊρατζής, ετών 24, οδηγός αυτοκινήτου ψυγείου, εκ Ριζίων Παιονίας, κάτοικος Βεροίας, εις φυλάκισιν τεσσάρων ετών, διά προσβολήν της τιμής του Βασιλέως.
Ιωάννης Παπαλαζάρου, ετών 36, οδηγός ταξί, κάτοικος Εδέσσης, εις φυλάκισιν δύο ετών κατά συγχώνευσιν, δι’ εξύβρισιν Βασιλέως και περιύβρισιν αρχής.
Δημήτριος Τυχηρός, υποδιευθυντής Αγροτικής Τραπέζης Κιλκίς, εις φυλάκισιν 11 μηνών δι’ εξύβρισιν του Βασιλέως. Η ποινή του μετετράπη προς 100 μεταλλικάς δραχμάς ημερησίως».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι επόμενες 14 καταδίκες από το ίδιο όργανο, στις 22 Μαΐου: τριετής φυλάκιση στον 27χρονο Ν. Αργυρόπουλο από τη Σφηκιά Ημαθίας, «διά περιύβρισιν της Εθνικής Κυβερνήσεως και του Στρατού», και στον 30χρονο Θωμά Κουκόλη από το Κιλκίς «διά περιύβρισιν αρχής και διασποράν ψευδών ειδήσεων»· εξάμηνη στον 31χρονο Κιλκισιώτη Κ. Βάιο για απλή «απείθειαν εις στρατιωτικάς διαταγάς», τρίμηνη «άνευ μετατροπής» στον 30χρονο εργάτη Γεώργιο Πορτοκάλη από τη Δωροθέα της Αριδαίας «διά διασποράν ψευδών ειδήσεων» και 18μηνη στον 24χρονο Κ. Μπόγδο για «εξύβρισιν του Βασιλέως και περιύβρισιν του προσώπου του Πρωθυπουργού» Κωνσταντίνου Κόλλια. Εναν χρόνο έφαγε «δι’ εξύβρισιν στρατιωτικής περιπόλου» ο 47χρονος τοπογράφος Σόλων Ζαχόπουλος, 10 μήνες «διά προσβολήν της τιμής του Βασιλέως» ο 30χρονος Γιάννης Ερταζνίδης από το Πολύκαστρο και έξι μήνες «δι’ εξύβρισιν της στρατιωτικής ηγεσίας» ο 38χρονος Αχιλλέας Μιχαηλίδης από το Χορύγι του Κιλκίς («Τα Νέα» 23.5.1967).

Την ίδια μέρα, η πρώτη συνεδρίαση του αθηναϊκού στρατοδικείου καταδίκασε τον Κωνσταντίνο Μακρή σε φυλάκιση ενός χρόνου για «απείθεια εις διαταγήν της στρατιωτικής αρχής», τον Γεώργιο Κοκκαράκη σε φυλάκιση 38 μηνών για «περιύβριση αρχής, σωματικήν βλάβην και απειλήν», τον Βασίλειο Αρφαρά σε 4μηνη φυλάκιση μετατρεπόμενη «προς 100 μεταλλικάς δραχμάς ημερησίως» για «εξύβρισιν του Βασιλέως και της Κυβερνήσεως» και ακόμη επτά πολίτες σε διάφορες ποινές με τριετή αναστολή για «προσβολή της τιμής του βασιλέως» (φυλάκιση 3 και 6 μηνών), «απείθεια εις διαταγήν της στρατιωτικής αρχής» (12 μήνες), «απείθεια εις αρχήν», γενικώς (18 μήνες), «εξύβρισιν της Κυβερνήσεως και διάδοσιν ανησυχητικών ειδήσεων» (6 μήνες) κ.ο.κ. («Τα Νέα», 23.5.1967).

Δύο μέρες μετά, ο Παναγιώτης Καζάνας καταδικάστηκε σε φυλάκιση 28 μηνών και χρηματική ποινή 2.000 δρχ. «δι’ αντίστασιν, προσβολήν του προσώπου του Βασιλέως, οπλοφορίαν και απείθειαν», και ο Ιωάννης Κοτσάνης σε εξάμηνη φυλάκιση «δι’ εξύβρισιν και απείθειαν» («Τα Νέα» 25.5.1967). Το ίδιο φύλλο μάς πληροφορεί, επίσης, πως «εις την Ν. Ιωνίαν συνελήφθησαν δι’ εξύβρισιν του Βασιλέως και παρεπέμφθησαν εις τον Βασιλικόν Επίτροπον του Εκτάκτου Στρατοδικείου αι Αθηνά Ι. Ιωάννου, ετών 37, Ζαφείρω Χ. Τσοπανόγλου και Σοφία Ι. Σολομονίδου, ετών 42».

Η ζωή συνεχίστηκε, με τον ίδιο ρυθμό:

«Υπό του εκτάκτου στρατοδικείου Αθηνών κατεδικάσθησαν οι εξής:

Ιωάννης Χρ. Δημητρακόπουλος, εις φυλάκισιν δύο ετών δι’ απείθειαν εις διαταγήν της στρατιωτικής αρχής.
Παναγιώτης Αριστ. Λούπος, εις φυλάκισιν ενός έτους και οκτώ μηνών δι’ εξύβρισιν στρατιωτικού και απειλήν.
Σάββας Ιω. Πετράς, εις φυλάκισιν ενός έτους και δύο μηνών κατά συγχώνευσιν, δι’ απείθειαν εις διαταγήν της στρατιωτικής αρχής και πρόκλησιν αμοιβαίας διχονοίας προς διατάραξιν της κοινής ειρήνης.
Παναγιώτης Κων. Βέρδης, εις φυλάκισιν ενός έτους δι’ απείθειαν εις διαταγήν της στρατιωτικής αρχής»
(«Μακεδονία», 31.5.1967).

Βαριές ποινές επιβάλλονταν κι από τα επαρχιακά στρατοδικεία. Στα Γιάννενα, λ.χ., καταδικάστηκαν μεταξύ άλλων ο Θ. Θεοχαρίδης «εις φυλάκισιν τεσσάρων και ημίσεως ετών επί διενεργεία ανατρεπτικού προσηλυτισμού», ο Η. Ιωνάς «εις φυλάκισιν τεσσάρων ετών και στέρησιν των πολιτικών του δικαιωμάτων επί τριετίαν δι’ άσκησιν αντεθνικής προπαγάνδας», ο Ν, Σκανδάλης «εις φυλάκισιν 13 μηνών επί ασκήσει αντεθνικής προπαγάνδας» και ο Σ. Πέτσης «εις φυλάκισιν ενός έτους επί προσβολή της τιμής του Βασιλέως» («Μακεδονία», 31.5.1967).

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επ’ άπειρον, απαριθμώντας εκατοντάδες τέτοιες καταδίκες δημοσιευμένες στις εφημερίδες των επόμενων μηνών και ετών. Σε αντίθεση δε με τα σημερινά ήθη, οι σχετικές ποινές εκτίονταν πάραυτα. Τρία χρόνια μετά το πραξικόπημα, ο υπουργός Δικαιοσύνης Ηλίας Κυριακόπουλος ανακοίνωσε έτσι ότι στις φυλακές βρίσκονταν 393 πολίτες καταδικασμένοι από έκτακτα στρατοδικεία, όχι μόνο για παράνομη οπλοκατοχή ή «αδικήματα στρεφόμενα κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας», αλλά και για απλή «απείθεια εις διαταγήν στρατιωτικής Αρχής» ή «διασποράν ψευδών ειδήσεων» («Το Βήμα», 15.5.1970).

Οι ποινές κλιμακώνονταν ενίοτε δυσανάλογα, για λόγους που μόνο να υποθέσουμε μπορούμε. Στις 12.9.1967, λ.χ., το στρατοδικείο Αθηνών επέβαλε στον φοιτητή Ν. Καριζώνη «φυλάκισιν πέντε ετών δι’ απείθειαν εις διαταγήν στρατιωτικής αρχής» και στον οικοδόμο Σωτήρη Παύλου «φυλάκισιν πέντε ετών επί διαδόσει ψευδών ειδήσεων» («Μακεδονία», 19.9.1967)· τον Νοέμβριο, καταδικάστηκε πάλι στη Θεσσαλονίκη ο «Κωνσταντίνος Δαούτης, ετών 23, έμπορος εκ Πολυγύρου, εις φυλάκισιν τεσσάρων ετών δι’ απείθειαν εις διαταγήν στρατιωτικής αρχής» («Μακεδονία», 9.11.1967).

Αδιευκρίνιστοι επίσης παραμένουν οι λόγοι της μεγάλης απόκλισης των ποινών που επέβαλλε συχνά το ίδιο δικαστήριο για ομοειδή αδικήματα: «Υπό του εκτάκτου στρατοδικείου Θεσσαλονίκης κατεδικάσθησαν οι Γ. Χορόζης, 28 ετών, χρυσοχόος, εις φυλάκισιν πέντε ετών», τέσσερα άτομα 25-29 ετών «εις φυλάκισιν 13 μηνών έκαστος, κατηγορούμενοι δι’ απείθειαν εις διαταγήν στρατιωτικής αρχής. Υπό του εκτάκτου στρατοδικείου κατεδικάσθη επίσης εις φυλάκισιν εξ μηνών ο Αλέξ. Ηλιάδης, ετών 53, κάτοικος Θεσσαλονίκης, κατηγορούμενος δι’ απείθειαν εις διαταγήν στρατιωτικής αρχής» («Μακεδονία», 7.12.1967). Εκτός από τα πραγματικά περιστατικά, για την επιμέτρησή τους λαμβανόταν πιθανότατα υπόψη και ο φάκελος κοινωνικών φρονημάτων κάθε κατηγορούμενου.

Το τίμημα της φιλοξενίας

Αν η «απείθεια σε διαταγή στρατιωτικής αρχής» χωρούσε ως κατηγορία σχεδόν τα πάντα, συγκεκριμένο αδίκημα θεωρούνταν από την άλλη η φιλοξενία φίλων και συγγενών όταν δεν είχε δηλωθεί στις υπηρεσίες ασφαλείας, όπως επέτασσε ο στρατιωτικός νόμος.

Κάποιες φορές, διευκρινίζεται πως η δίωξη αφορούσε την υπόθαλψη αριστερών συγγενών: ένας 26χρονος τεχνίτης καταδικάστηκε έτσι «εις φυλάκισιν τριών μηνών με τριετή αναστολήν διότι εφιλοξένησε εις την οικίαν του τους πενθερούς του και την κουνιάδαν του, η οποία συλληφθείσα απεστάλη εις Γυάρον, χωρίς να δηλώση τούτο εις την αστυνομικήν αρχήν», κι ένας 40χρονος σε 15μηνη φυλάκιση «διότι εφιλοξένησε τον επ’ αδελφή γαμβρόν του, ο οποίος κατεζητείτο, χωρίς να το δηλώση εις την αστυνομίαν» («Μακεδονία», 30.5 και 13.6.1967).

Συνήθως τα ρεπορτάζ αναφέρουν όμως μόνο την αδήλωτη φιλοξενία, δίχως πολιτικά συμφραζόμενα: στις 20.9.1967, λ.χ., έξι κάτοικοι διαφορετικών χωριών της Πιερίας τιμωρήθηκαν με φυλάκιση 45-50 ημερών ο καθένας, κι ένας 52χρονος χωρικός του Κιλκίς με τρίμηνη, «διότι εφιλοξένησαν άτομα χωρίς να αναφέρουν τούτο εις την αρμοδίαν αρχήν» («Μακεδονία», 21.9.1967).

Ως επιβαρυντικοί παράγοντες, ως προς το επίμαχο αδίκημα, υποδηλώνονται πάντως και κάποιες άλλες αποκλίσεις από τον εθνικό κορμό: «Εις τον Κ.Σ. Σαβέραν, ετών 32, επεβλήθη φυλάκισις ενός μηνός (με αναστολήν), διότι εφιλοξένησε στην Σύρο ένα άτομον χωρίς να ειδοποιήση την αρμοδίαν αστυνομικήν Αρχήν. Φιλοξενών και φιλοξενούμενος ήσαν μάρτυρες του Ιεχωβά» («Εθνος», 20.1.1970).

Πολιτικολογία κι ελληνικές σακαράκες


Αρκετά συχνές υπήρξαν οι καταδίκες, κατά την πρώτη ιδίως φάση του «γύψου», για το αδίκημα της «πολιτικολογίας». Χαρακτηριστικό δείγμα από τη «Μακεδονία» της 6.6.1967, με τη σοδειά της προηγουμένης στο στρατοδικείο Θεσσαλονίκης:

«Τριανταφυλλιά Βροχάρη, ετών 43, εκ Δράμας, κάτοικος Θεσσαλονίκης, καπνεργάτρια, εις φυλάκισιν δέκα πέντε μηνών άνευ ανασταλτικού αποτελέσματος, κατηγορουμένη διά πολιτικολογίαν εντός του καπνεργοστασίου εις το οποίον ειργάζετο.

Ιωάννης Πεχλιβανίδης, ετών 32, ταμειακός υπάλληλος, κάτοικος Σερρών, εις φυλάκισιν εξ μηνών άνευ μετατροπής, κατηγορούμενος διά πολιτικολογίαν.

Κωνσταντίνος Αβραμίδης, ετών 39, γεωργός εξ Αριδαίας, εις φυλάκισιν ενός μηνός με τριετή αναστολήν διά πολιτικολογίαν.

Νικόλαος Βλάχος, ετών 57, εκδορεύς, κάτοικος Θεσσαλονίκης, εις φυλάκισιν τεσσάρων μηνών άνευ μετατροπής και αναστολής, κατηγορούμενος διά πολιτικολογίαν».

«Διά πολιτικολογίαν» θα καταδικαστεί τις επόμενες μέρες «εις φυλάκισιν πέντε μηνών, άνευ μετατροπής και αναστολής» κι ένας 36χρονος γεωργός των Σερρών («Μακεδονία», 22.6.1967). Λίγο αργότερα, η ίδια εφημερίδα μάς ενημερώνει (18.7) πως ένας 17χρονος τιμωρήθηκε με «δίμηνον φυλάκισιν με τριετή αναστολήν, διότι την 18ην Ιουνίου 1967 επολιτοκολόγει εντός καφενείου, εις το χωρίον Χρυσοπηγή».

Τη νομική βάση γι’ αυτές τις καταδίκες την πληροφορούμαστε από μεταγενέστερη αγόρευση βασιλικού επιτρόπου, σε ρεπορτάζ για την καταδίκη 62χρονου υπαλλήλου της ΔΕΗ σε φυλάκιση 18,5 μηνών, επειδή στις 6.6.1969 είχε αναγγείλει στους συναδέλφους του πως «οι υπουργοί του ΝΑΤΟ ψήφισαν υπέρ της χούντας» στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στη συνέχεια διαφώνησε με συνάδελφό του για τις αρετές του καθεστώτος. Η «επαναστατική κυβέρνησις», διακήρυξε ο εισαγγελέας Γ. Κουβέλης (πρωταγωνιστής αργότερα του ματωμένου «Πολυτεχνείου» του 1980), «ηθέλησε να αποβάλη ωρισμένας συνηθείας των Ελλήνων και διά της προκηρύξεως υπ’ αριθ. 1 του αρχηγού του γενικού επιτελείου στρατού απηγόρευσε τας πολιτικάς συζητήσεις της παλαιάς εκείνης ελεεινής μορφής» («Μακεδονία», 17.9.1969). Η εξύμνηση της εθνοσωτηρίου δεν θεωρούνταν φυσικά «πολιτικολογία», πόσο μάλλον «παλαιάς μορφής»…

Κάποια ρεπορτάζ γίνονται πιο συγκεκριμένα: ένας 23χρονος Χιώτης «κατεδικάσθη σε φυλάκισι δύο χρόνων, διότι, σε καφενείον, κατεφέρετο εναντίον της Κυβερνήσεως» («Εθνος», 20.1.1970)· ένας ποτοποιός από τις Σέρρες «εις φυλάκισιν δέκα μηνών άνευ μετατροπής και αναστολής, διότι εξέφερε κρίσεις δυσφημιστικάς διά τον στρατόν» («Μακεδονία», 22.6.1967)· ένας 50χρονος «γεωργός εκ Ριζωμάτων Ημαθίας εις φυλάκισιν οκτώ μηνών διότι προέβη εις κρίσεις και σχόλια δυσφημιστικά διά το έργον της κυβερνήσεως» κι ένας «γεωργός εκ Κατερίνης εις φυλάκισιν 45 ημερών διότι διέδιδε ανησυχητικά σχόλια» («Μακεδονία», 21.9.1967).

Ακόμη διαφωτιστικότερη για τα πραγματικά όρια της ελευθερίας του λόγου, δυόμισι χρόνια μετά το πραξικόπημα, αποδεικνύεται πάντως η «Μακεδονία» της 27.11.1969:

«Εις τον Θεόδωρον Κοντογιώργον του Ευστρατίου, ετών 35, βιοτέχνη, επεβλήθη ποινή φυλακίσεως ενός έτους. Εκατηγορείτο ότι τον Ιανουάριον του 1969 είπεν εντός του λεωφορείου της γραμμής Παγκρατίου, εις το οποίον επέβαινεν και το οποίον εκινδύνευσε να συγκρουσθή με διερχόμενον αντιθέτως στρατιωτικόν αυτοκίνητον, ότι “αυτά είναι ελληνικές σακαράκες”.

Εις τον Στυλιανόν Καλαϊτζάκην, ετών 21, ραδιοτεχνίτην, επεβλήθη ποινή φυλακίσεως δέκα μηνών με τριετή αναστολήν, διότι κατά το κατηγορητήριον εις το πρακτορείον ΠΡΟ-ΠΟ και παρουσία άλλων πέντε ατόμων εξεφράσθη απρεπώς διά τον τρόπον διεξαγωγής του δημοψηφίσματος» της προηγούμενης χρονιάς, τα επίσημα αποτελέσματα του οποίου «ενέκριναν» το εικονικό σύνταγμα του Παπαδόπουλου μ’ ένα ανεπανάληπτο 91,87%.

Το αυτί του Παττακού…

Ευθύς εξαρχής, η χούντα φρόντισε επίσης να καταστήσει σαφές πως οποιαδήποτε επίκρισή της, ακόμη και κατ’ ιδίαν, μπορούσε να έχει βαριές συνέπειες. Η προειδοποίηση αυτή πήρε ακόμη και γκροτέσκες διαστάσεις, όπως πιστοποιεί διατεταγμένο πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ των «Νέων» (13.9.1967), το οποίο αξίζει να παρατεθεί αυτούσιο:

«Προ ημερών ο κ. Παττακός εγένετο ωτακουστής μιας συνδιαλέξεως λόγω εμπλοκής των γραμμών του τηλεφώνου του και τούτο έδωσε την ευκαιρίαν να διαπιστώση ότι εξ ωρισμένης πλευράς έχει εξαπολυθή μία εκστρατεία ψιθύρων, η οποία έχει σκοπόν να υπονομεύση το έργον της Κυβερνήσεως. Και φυσικά ο κ. Παττακός αντιμετώπισε το περιστατικόν αποφασιστικώς. Και ιδού πώς:

− Φοβούμαι, έλεγε μία γυναικεία φωνή από την μίαν άκρη του σύρματος, ότι θα με απολύσουν από τη δουλειά μου.
− Βέβαια, απαντούσε μια ανδρική φωνή. Κυκλοφορούν διάφορες φήμες ότι η δικτατορία θα κάνη απολύσεις σε μεγάλη κλίμακα στις τάξεις των δημοσίων υπαλλήλων.
− Δεν ξέρω τι να κάνω, έλεγε και πάλι στενοχωρημένη η γυναίκα.
Και ο άνδρας άρχισε να την συμβουλεύη για το τι θα ήταν σκόπιμο να κάνη.

Ο κ. υπουργός των Εσωτερικών αντελήφθη αμέσως ότι επρόκειτο περί υπαλλήλων της ΔΕΗ. Επληροφορήθη τα ονόματα και τας διευθύνσεις των και μετά προηγουμένην τηλεφωνικήν επαφήν έσπευσεν αυτοπροσώπως εις την οικίαν της υπαλλήλου της ΔΕΗ, δίδος Συλβίας Ρηντλ, η οποία ήτο η συνδιαλεγομένη από το τηλέφωνον. Ο κ. υπουργός αφού εγευμάτισε μετ’ αυτής, της εξήγησεν ότι η Κυβέρνησις δεν έχει καμίαν πρόθεσιν να θίξη υπαλλήλους και ότι, αντιθέτως, εις αυτούς στηρίζει κατά μέγα μέρος την επιτυχίαν του έργου της. Προσέθεσεν ότι απολύονται μόνον οι αντιδρώντες κατά του κυβερνητικού έργου. Και με την διαβεβαίωσιν αυτήν ανεχώρησεν ο κ. υπουργός από την οικίαν της υπαλλήλου. Εννοείται ότι επηκολούθησε παραπομπή εις την Δικαιοσύνην του συνομιλητού αυτής κ. Ε. Θωμαΐδη».

Μπορεί το όλο περιστατικό να θυμίζει ταινία του Ταραντίνο, παρόμοια ταυτοποίηση ήταν όμως πρακτικά αδύνατη με βάση τις τότε τεχνικές δυνατότητες του ΟΤΕ. Ως εκ τούτου, τα περί «τυχαίας συνακρόασης» μάλλον αποτελούσαν εύσχημη δικαιολογία, προκειμένου να καταστεί σαφής η έκταση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων και να διακηρυχθεί η παντοδυναμία των δικτατόρων απέναντι σε κάθε λογής «υπονομευτές».

… και τα αυτιά των οργάνων

Για το κυνήγι αυτών των τελευταίων δεν χρειαζόταν φυσικά να είναι πανταχού παρών ο ίδιος ο Παττακός. Η χούντα είχε κληρονομήσει από το μετεμφυλιακό κράτος ένα πελώριο δίκτυο χαφιέδων, επαγγελματιών και μη, πάντα πρόθυμων να καταγγείλουν τον διπλανό (πόσο μάλλον τον ανταγωνιστή) τους για την παραμικρή ενοχοποιητική ακριτομυθία του.

«Για απείθεια σε διαταγή στρατιωτικής αρχής καταδικάστηκε από το έκτακτο στρατοδικείο Θεσσαλονίκης σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών με τριετή αναστολή ο Στυλιανός Βασιλειάδης, ετών 44, καφεζυθοπώλης», διαβάζουμε λ.χ. στη «Μακεδονία» της 11.11.1971. «Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο καταδικασθείς στις 11 Ιουλίου 1971 μιλώντας στη γενική συνέλευση του αθλητικού συλλόγου “Φοίνιξ” Πολίχνης είπε ότι δεν πρέπει η συνέλευση να προχωρήση σε αρχαιρεσίες γιατί ήταν παρόντα αστυνομικά όργανα. Επίσης ότι στις 22 Ιουλίου μέσα στο ουζερί του είπε σε θαμώνες: “Δεν είνε κυβέρνηση αυτή, κατέλυσε τις ελευθερίες και εγκατέστησε αστυνομικό κράτος”». Απαντώντας στο ερώτημα του προέδρου «ποιος τα άκουσε αυτά;», ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας, ανθυπασπιστής της Ασφάλειας, επικαλέστηκε –τι άλλο;– το «εθνικό» απόρρητο: «Τα μάτια, τα δικά μας, σε κάθε τέτοια εκδήλωση, και δεν μπορώ να αποκαλύψω τα ονόματά τους. Αν ο κομμουνισμός σταματούσε να δρα θα τους έφερνα. Αλλά τώρα δεν μπορώ να τους αποκαλύψω».

Ενας εργολάβος μωσαϊκών δικάστηκε την ίδια μέρα για διασπορά ψευδών ειδήσεων, «κατηγορούμενος ότι τα Χριστούγεννα του 1970 σε καφενείο του χωριού Χράνη Πιερίας είχε πει σε συγχωριανούς του μεταξύ άλλων τα εξής: “Η σημερινή κυβέρνηση είναι για τους αξιωματικούς. Τα λεφτά τα έπαιρναν πρώτα οι βουλευτές, τα παίρνουν τώρα οι αξιωματικοί. Οι γυναίκες των αξιωματικών συνεχώς ράβουν ρούχα. Εγώ είμαι οικοδόμος. Τι θα μου κάνουν;”».

Το στρατοδικείο τον αθώωσε, αφού πρώτα στην απολογία του δήλωσε εθνικόφρων (με αντικομμουνιστικό οικογενειακό ιστορικό επί Κατοχής κι Εμφυλίου) και προέβη σε ενθουσιώδεις διακηρύξεις υπέρ της χούντας: «Αν είναι εκατό άνθρωποι υπέρ της εθνικής κυβερνήσεως, ένας απ’ αυτούς είμαι εγώ. Εύχομαι αυτή η κυβέρνηση να βρει και τα παιδιά μου».

Στον λάκκο του γείτονα

Η αναγραφή οποιουδήποτε μη καθεστωτικού συνθήματος σε κάποιο τοίχο οδηγούσε φυσικά σε ακόμη βαρύτερες ποινές. Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που πολλοί κατηγορούμενοι και μάρτυρες υπεράσπισης προσπαθούσαν να διασκεδάσουν τις σχετικές εντυπώσεις με κάθε λογής επιχειρήματα, η βασιμότητα των οποίων είναι αδύνατο σήμερα να διαγνωστεί.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε, λ.χ., αν ο 40χρονος αγρότης που καταδικάστηκε σε 4 χρόνια επειδή έγραψε με μαρκαδόρο τα αρχικά «ΚΚΕ» στον τοίχο μιας αποθήκης στα Φιλιατρά ήταν όντως διανοητικά καθυστερημένος που δεν καταλάβαινε τι έκανε, όπως υποστήριξαν οι μάρτυρες στο δικαστήριο αλλά και ο ίδιος στην απολογία του («Μακεδονία», 11.11.1971).

Πολύ πιο ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται αντίθετα η περίπτωση του 50χρονου σερβιτόρου Κ.Τ., που τον Ιανουάριο του 1970 «κατεδικάσθη εις φυλάκισιν 6 μηνών διότι ανέγραψεν με το δάκτυλόν του εις σκονισμένο τζάμι αυτοκινήτου “K.K.E.”. Απολογούμενος, ισχυρίσθη ότι επρόκειτο περί των αρχικών της φράσεως “Κωνσταντίνος Καραμανλής έρχεται”. Ο κ. Βασιλικός Επίτροπος εχαρακτήρισε τον ισχυρισμόν του κατηγορουμένου ως “τουλάχιστον φαιδρόν”» («Εθνος», 15.1.1970).

Σημασία δεν έχει φυσικά εδώ η αληθοφάνεια του υπερασπιστικού ισχυρισμού, όσο το γεγονός πως η νοσταλγική επίκληση του εθνάρχη εκλαμβανόταν απ’ όλες τις πλευρές σαν απολύτως συμβατή με τη χουντική νομιμότητα, ως παράπλευρη εκδοχή μιας ενιαίας εθνικοφροσύνης. Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα ο γράφων έχει ακούσει ότι προβλήθηκε σε ακόμη μία περίπτωση, από τις συζύγους των ΤΕΑ ενός μεσσηνιακού χωριού που δικάστηκαν επειδή το 1970 έγραψαν τα αρχικά «ΚΚΕ» στον τοίχο κάποιου σπιτιού για να ενοχοποιήσουν τους κεντροαριστερούς ιδιοκτήτες του.

Ούτε κι αυτό το τελευταίο φαινόμενο υπήρξε ιδιαίτερα σπάνιο στον μικρόκοσμο της εθνικόφρονος ελληνικής υπαίθρου εκείνων των χρόνων, έστω κι αν οι τοπικοί προβοκάτορες έπεφταν συχνά στον ίδιο τους τον λάκκο. Ενδεικτικό τεκμήριο, από τη «Μακεδονία» (25.11.1969):

«Εις δύο μηνών φυλάκισιν κατεδικάσθη ο Κωνσταντίνος Παναγιωτόπουλος, σιδηροδρομικός, κατηγορούμενος δι’ απείθειαν και συγκεκριμένως δι’ αναγραφήν του συνθήματος “ΚΚΕ”. Ο καταδικασθείς κατά την απολογίαν του ισχυρίσθη ότι ανέγραψε το αναφερθέν σύνθημα εις την πόρταν παρακειμένου της οικίας του ξυλουργείου προς εκδίκησιν, διότι λόγω του θορύβου δεν ηδύνατο να ησυχάση αυτός και η οικογένειά του. […] Το λάθος μου είναι, ισχυρίσθη, ότι έπρεπε να γράψω “είσαι κομμουνιστής” και όχι το σύνθημα».

Τηλεοπτικός εξευγενισμός


Η χούντα είχε την τιμητική της σε δύο από τις δημοφιλέστερες τηλεοπτικές σειρές των τελευταίων χρόνων: «Τα καλύτερά μας χρόνια» της ΕΡΤ και τις «Αγριες μέλισσες» του ΑΝΤ1. Οποιες κι αν ήταν οι αρχικές προθέσεις των δημιουργών τους, και οι δύο σειρές πρόβαλαν πάντως τελικά μια εξωραϊσμένη εικόνα της δικτατορίας, συγχέοντας τον ασφυκτικό στρατοκρατικό «γύψο» του 1967-1974 με την πρώιμη Μεταπολίτευση των εύθραυστων ελευθεριών και της αυθόρμητης λαϊκής κινητοποίησης.

«Πηγαίνεις σε όλα τα συλλαλητήρια;» ρωτάει λ.χ. ο χουντικός θείος τη χειραφετημένη φοιτήτρια στα «Καλύτερά μας χρόνια», για να εισπράξει την ενθουσιώδη απάντηση: «Φυσικά, σε όλα!». Η σκηνή θα μπορούσε να συμβεί το 1974-1975, όταν ο νεανικός ριζοσπαστισμός ερχόταν αντιμέτωπος με μια αρκετά συντηρητική κοινωνία (ωθώντας τη, σταδιακά, προς τα αριστερά). Επί χούντας, όμως, αν εξαιρέσουμε δυο-τρεις αυθόρμητες μικροδιαδηλώσεις πριν από το Πολυτεχνείο, τα μόνα «συλλαλητήρια» που πραγματοποιούνταν ήταν οι διατεταγμένες υποδοχές των δικτατόρων από χειροκροτούντες εθνικόφρονες και σιωπηλούς δημοσίους υπαλλήλους.

Ο,τι στα «Καλύτερά μας χρόνια» συνιστούσε απλό πλημμέλημα, στις «Αγριες μέλισσες» κλιμακώθηκε σε χοντροκομμένο κακούργημα σε βάρος της πρόσφατης Ιστορίας. Από τον αστικό ιστό της πρωτεύουσας περνάμε εδώ στη βαθιά θεσσαλική ύπαιθρο, όπου απουσιάζουν όμως τα βασικά χαρακτηριστικά της μετεμφυλιακής επαρχίας: η στενή επιτήρηση των πολιτών από τους μηχανισμούς ασφαλείας και η διαρκής υποβολή τους σε μια καταιγιστική «εθνική διαπαιδαγώγηση». Δεν υπάρχουν ΤΕΑ, ούτε πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων· οι παραστρατιωτικοί «Αλκιμοι» του Πλεύρη και του Λαδά («Αβαντες» στο σίριαλ) παρουσιάζονται σαν γελοιογραφία της Χρυσής Αυγής (με κυρίαρχη μάλιστα όχι την εθνικοφροσύνη αλλά την… ομοφοβία), που τελικά εξαρθρώνεται από το «καλό» κράτος (της χούντας)· οι αντιστασιακοί απάγουν και βασανίζουν μέχρι θανάτου έναν απόστρατο ταξίαρχο, ο τηλεοπτικός Λαδάς εξελίσσεται καθ’ οδόν σε αντιδικτατορικό αγωνιστή, οι δε χωροφύλακες πρωτοστατούν στις λαϊκές κινητοποιήσεις κατά των στυλοβατών του καθεστώτος, στο πλευρό ξεσηκωμένων αγροτών και λοιπών προοδευτικών δυνάμεων.


Την πιο χτυπητή λαθροχειρία συνιστά όμως η ψευδέστατη απεικόνιση μιας κοινωνίας με ελευθερία, δυνατότητες και πρακτικές κινητοποίησης αντίστοιχες των σημερινών: το καφενείο του χωριού λειτουργεί σαν χώρος δημόσιας αντιχουντικής ζύμωσης· διαδηλωτές κραδαίνουν έξω από το στρατοδικείο τυποποιημένα πλακάτ που καταγγέλλουν «τη στημένη δίκη» ενός συγχωριανού τους, ανταλλάσσοντας άφοβα μπουνιές με το κλιμάκιο της ΕΣΑ που τους διαλύει δίχως να προβεί στην παραμικρή σύλληψη· αγροτικό μπλόκο, με πλακάτ και τα συναφή, βάζει φραγμό στις μπουλντόζες του «διαπλεκόμενου» φασίστα, με τους χωροφύλακες να προτάσσουν ξανά τα στήθια τους στην πρώτη γραμμή του λαού, κ.ο.κ. Μισόν αιώνα μετά, ποιος θα θυμηθεί τι όντως συνέβαινε τότε;​​​​​

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου