14 Φεβρουαρίου 2022

Οξφόρδη με γαλάζιους κόκκους - Το νέο εθνικό αφήγημα του Στάθη Καλύβα

Η παραδοσιακή εθνική διαπαιδαγώγηση παραδίδει τη σκυτάλη στην τηλεοπτική

 

Γράφει ο Τάσος Κωστόπουλος


Υπήρξε αναμφίβολα το επικοινωνιακό φινάλε και ταυτόχρονα η κορύφωση της συλλογικής εθνικής διαπαιδαγώγησης που οραματίστηκε ο πρωθυπουργός μας με την ευκαιρία των 200 χρόνων από το Εικοσιένα. Ο λόγος, φυσικά, για την τηλεοπτική σειρά «Καταστροφές και θρίαμβοι» που προβλήθηκε πρόσφατα στον ΣΚΑΪ (6-27/1), με σεναριογράφο και παρουσιαστή τον Στάθη Καλύβα, καθηγητή «διακυβέρνησης» στην Οξφόρδη, πρωθυπουργικό σύμβουλο και μέλος της «Επιτροπής Ελλάδα 2021» της Γιάννας Αγγελοπούλου. Σειρά με αντικείμενο έναν συνολικό απολογισμό δύο αιώνων νεοελληνικής ιστορίας και τελικό συμπέρασμα ότι πρέπει να νιώθουμε ευτυχείς που μας κυβερνά, επιτέλους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Η ιδιότητα αυτή των «Καταστροφών και θριάμβων», ως τελικής συμπύκνωσης της επετειακής επεξεργασίας του εγχώριου nation branding, προέκυψε βέβαια σε μεγάλο βαθμό από την καταιγιστική προβολή που της επιφύλαξαν οι συντελεστές της· αυτοδιαφήμιση που, σε συνδυασμό με τους βαρύγδουπους τίτλους του βασικού σεναριογράφου και αφηγητή, αναγόρευσε ένα μετριότατο ντοκιμαντέρ σε μείζον γεγονός της εκλαϊκευτικής δημόσιας ιστορίας. Απαραίτητη προϋπόθεση της «αριστείας» συνιστά άλλωστε σήμερα η δεξιότητα να υμνείς αριστοτεχνικά τον εαυτό σου, όπως πολύ καλά γνωρίζουν όσοι έχουν έστω και στοιχειώδη εμπειρία από τους διεθνείς μηχανισμούς θεσμικής αποτίμησης και αναπαραγωγής της. Ακόμη κι έτσι, πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση κανάλι και δημιουργός ξέφυγαν από κάθε μέτρο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο απολογισμός του εγχειρήματος από τον ίδιο τον Καλύβα, με «δήλωσή» του στον ΣΚΑΪ (1/2/2022):

❞ «Το σημερινό επεισόδιο είναι ένα είδος πειράματος για τη “θεωρία των δύο άκρων”» | Στάθης Καλύβας, 14/1/2022 (στο τουίτερ)

«Βασισμένη σε μια πρωτότυπη αφήγηση της σύγχρονης ιστορίας μας με θετικό και αισιόδοξο περιεχόμενο, το οδοιπορικό αυτό στο συλλογικό μας παρελθόν πέτυχε να συνταιριάξει τις έγκυρες παρεμβάσεις κορυφαίων επιστημόνων και δημοσιογράφων με τη σφιχτή και συναρπαστική αφήγηση και τον συναρπαστικό κινηματογραφικό ρυθμό με τη μοναδική αποτύπωση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της χώρας μας. Ηταν μια τηλεοπτική σειρά που απέδειξε πως η νηφαλιότητα μπορεί να συνδυαστεί με την αιχμηρή και πρωτότυπη ματιά, η ευαισθησία με ένα καθαρό στίγμα που βρήκε ευρεία αποδοχή, η επιστημονική εγκυρότητα με έναν λόγο απλό και σαφή, και τέλος η αισθητική και η ποιότητα με την απήχηση στο ευρύ κοινό. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πως έφερε μια νέα πνοή στο τηλεοπτικό τοπίο. Θέλουμε να πιστεύουμε πως οι “Καταστροφές και Θρίαμβοι” υπήρξαν ένας σταθμός για την εθνική μας αυτογνωσία».

Αδικα νομίζαμε, λοιπόν, ότι μονάχα ο Βελόπουλος είχε την οίηση να υμνεί αυτοπροσώπως τα βιβλία του σαν «μνημειώδη». Το ’χουν φαίνεται οι τηλεπωλήσεις, ιδίως όταν απευθύνονται σ’ ένα target group με συγκρότηση και ψυχολογία ποιμνίου. Γιατί εδώ ακριβώς βρίσκεται ένα από τα κλειδιά της υπόθεσης.

Αν το ομώνυμο βιβλίο του Καλύβα γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2010 με στόχο τη διεθνή κοινή γνώμη, σε μια εποχή που η Ελλάδα ξαναγινόταν πρωτοσέλιδο ως πειραματόζωο της καταστροφικής «εσωτερικής υποτίμησης» που σκαρφίστηκε το ΔΝΤ, και μεταφράστηκε στα ελληνικά το 2015 για να εξοπλίσει πολιτικοϊδεολογικά τους οπαδούς των μνημονίων μετά την κατάρρευση του μετα-μεταπολιτευτικού αφηγήματος της «ισχυρής Ελλάδας», η τηλεοπτική σειρά του ΣΚΑΪ στοχεύει παραδίπλα: όχι στον μέσο φιλίστορα θεατή, που μάλλον δεν έμαθε απολύτως τίποτα καινούργιο από την παρακολούθησή της (εκτός, εννοείται, από τη γραμμή του Καλύβα), αλλά στη συνοπτική κατήχηση ενός άσχετου κοινού με μια ευκολοχώνευτη, συνοπτική vulgata για το συλλογικό παρελθόν, παρόν και μέλλον μας ως ενιαίας κι αδιαφοροποίητης εθνικής κοινότητας.

Η προνομιακή αυτή στόχευση στους κατά τεκμήριο αμαθείς προδίδεται από διάφορα σημεία της αφήγησης, όπου παρουσιάζονται σαν απόκρυφες αλήθειες όσα ξέρει ακόμη κι ένας στοιχειωδώς επιμελής απόφοιτος Γυμνασίου: «Λίγοι θυμούνται σήμερα πως τα αρχικά σύνορα της Ελλάδας έφταναν μέχρι τη Λαμία», διακηρύσσει λ.χ. με βεβαιότητα ο Καλύβας στην αρχή του 2ου επεισοδίου. Ως εκ τούτου, η φαιδρότητα του αμπαλάζ κάθε άλλο παρά αναιρεί την πολιτική κι επικοινωνιακή λειτουργικότητα του πονήματος. Συνάδει, απεναντίας, απόλυτα με το ύφος και τις υπερβολές στα οποία είναι ήδη εθισμένο το κοινό της trash TV, του shopping star και των πρωινάδικων: για να κάνεις στο πεδίο της Ιστορίας ό,τι έκανε ο Φουρθιώτης σ’ εκείνο της κουτσομπολίστικης μικροπολιτικής, θα μιλήσεις αναγκαστικά με τους κώδικες που καταλαβαίνουν οι μαθητές σου.

Παπαρρηγόπουλος της παγκοσμιοποίησης

Ποιοι είναι, όμως, οι βασικοί άξονες και μηχανισμοί αυτής της κατήχησης;

Μια πρώτη διαπίστωση αφορά τη δραστική αλλαγή προφίλ του κεντρικού αφηγητή, σε σχέση με όσα θα περίμενε κανείς βάσει όσων τον έκαναν αρχικά γνωστό στο εγχώριο κοινό. Ως τηλεοπτικός αστέρας, ο Καλύβας απεκδύεται διακριτικά τον προηγούμενο εαυτό του για να προσαρμοστεί στις ανάγκες του νέου του ρόλου. Παρακάμπτει τον πρωτόλειο αντικομμουνισμό και την πτωματολογία της μικροκλίμακας για να καταθέσει μια μεγάλη αφήγηση, προσαρμοσμένη στις καινούργιες αντιθέσεις που προέκυψαν από την άτυπη χρεοκοπία του 2010 και την κρατική διαχείρισή της: ο αναπαλαιωτής των ιστορικών αναφορών της Δεξιάς παραχωρεί τη θέση του στον επίδοξο εθνικό ιστορικό και η παραταξιακή νομιμοποίηση ντύνεται πλέον με «υπερκομματικά», εθνικά χρώματα.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Καλύβας κρατά για τον εαυτό του έναν υβριδικό ρόλο: εν μέρει αυθεντία εξ Οξφόρδης κι εν μέρει απλός moderator, που αντλεί πληροφορίες από τη σοφία άλλων ειδικών. Οπως διαβάζουμε στη σχετική ιστοσελίδα του skai.gr, στο πλαίσιο της σειράς «συναντά μερικούς από τους πιο επιδραστικούς ακαδημαϊκούς [sic] και μελετητές της σύγχρονης Ελλάδας». «Επιδραστικούς», δηλαδή «ινφλουένσερς»· γλώσσα που παραπέμπει στα σόσιαλ μίντια κι όχι στο επιστημονικό έργο, αδικώντας σε τελική ανάλυση ορισμένους τουλάχιστον συνομιλητές του. Οι «επιδραστικοί» έχουν φυσικά επιλεγεί με αυστηρά ιδεολογικά κριτήρια, προκειμένου να διασφαλιστεί η απόλυτη ενότητα της αφήγησης: ο μονοσήμαντος φρονηματισμός εξαφανίζει κάθε υποψία διαλεκτικής και το ψαλίδι του μοντάζ εγγυάται την απουσία αποκλίσεων, στην περίπτωση που κάποιος προσκεκλημένος βγήκε εκτός γραμμής.

Οσο για τις μεγαλύτερες χοντράδες, αυτές φτάνουν στον θεατή μέσω αποσπασμάτων από «αντικειμενικά» τηλεοπτικά ρεπορτάζ ή ντοκιμαντέρ της αλλοδαπής. «Ηταν ένα αποτελεσματικό και αναίμακτο πραξικόπημα», μας πληροφορεί λ.χ. για την 21η Απριλίου 1967 κάποιο αγγλοσαξονικό newsreel· ένα άλλο, γυρισμένο προς τα τέλη της χούντας, αποφαίνεται πάλι φλεγματικά πως «οι Ελληνες δεν έχουν άδικο που συνήθισαν τον κ. Παπαδόπουλο, καθώς φαίνεται ότι θα παραμείνει στην εξουσία για πολύ ακόμη». Εκ των υστέρων γνωρίζουμε βέβαια ότι το πραξικόπημα του 1967 δεν ήταν διόλου αναίμακτο, αλλά συνοδεύτηκε από τρεις τουλάχιστον δολοφονίες πολιτών εν ψυχρώ, επιβεβαιωμένες από δικαστικές αποφάσεις των μεταπολιτευτικών χρόνων. Αν ισχυριζόταν ο ίδιος ο Καλύβας κάτι τέτοιο, θα τον έπαιρναν ξανά με τις λεμονόκουπες, όπως συνέβη το 2017 με τη θεωρία του πως οφείλουμε στη χούντα τον εκδημοκρατισμό κι εκσυγχρονισμό μας. Προτιμά έτσι ν’ αφήσει να το πουν κάποιοι ανώνυμοι άλλοι, παραλείποντας απλώς τις αναγκαίες αποσαφηνίσεις.

Κεντρική ιδέα της σειράς, αναπτυγμένη ήδη από το βιβλίο του 2015, είναι πως «οι Ελληνες» (ακριβέστερα: μια φωτισμένη πρωτοπορία τους) έβαζαν πάντα υπερβολικά ψηλούς στόχους, με αποτέλεσμα στην πορεία να τα θαλασσώσουν, ως αποτέλεσμα αντικειμενικών συνθηκών αλλά και των αιώνιων αδυναμιών της φυλής. Χάρη όμως στη σωστή επιλογή συμμαχιών, την ύστατη στιγμή μας έσωζε πάντα το συμμαχικό ιππικό, με αποτέλεσμα όχι μόνο να τη βγάζουμε καθαρή αλλά να μας μένουν και κάποια κέρδη. Τόσο το βιβλίο όσο και η σειρά περιλαμβάνουν από εφτά μέρη· η θεματολογία τους διαφέρει μεν, αλλά ο αριθμός τους παραμένει σταθερός –ίσως επειδή αποδειχθήκαμε εφτάψυχες γάτες…

Για τη συγκρότηση αυτού του αφηγήματος, ο Καλύβας επικεντρώνεται φυσικά σε συγκεκριμένες στιγμές της νεοελληνικής ιστορίας. Πολύ σημαντικότερη, για την ενότητα του σχήματος, αποδεικνύεται όμως η συστηματική αποσιώπηση όσων θα σχετικοποιούσαν αυτό το τελευταίο, οσοδήποτε καθοριστικές κι αν υπήρξαν για την πορεία του τόπου. Ο ιστορικός Χάρης Αθανασιάδης παρομοίασε έτσι εύστοχα τη σειρά με το επιτραπέζιο παιχνίδι «Ταμπού», όπου ο παίκτης πρέπει να περιγράψει κάποιο αντικείμενο δίχως να χρησιμοποιήσει τις βασικές λέξεις που υποδηλώνουν την ουσία του.

Η αφήγηση του Καλύβα είναι αμιγώς εθνική: αναφέρεται σ’ ένα συλλογικό «εμείς», δίχως εσωτερικές κοινωνικές διαφορές κι αντιθέσεις. «Η συγκρότηση του κράτους κι η διαμόρφωση του έθνους υπήρξαν τιτάνια εγχειρήματα κι οι στόχοι που βάλαμε ήταν απίστευτα φιλόδοξοι. Γι’ αυτό και τα αποτελέσματα δεν ανταποκρίνονταν πάντα στις προσδοκίες μας», ξεκαθαρίζει στην εισαγωγή της σειράς. Ποιοι ακριβώς έθεσαν τους στόχους κι έθρεψαν τις προσδοκίες, σε εποχές ιδίως δίχως μηχανισμούς καταγραφής της συλλογικής βούλησης; Μην το ψάχνετε: ήδη από το 2015, κατά την παρουσίαση του βιβλίου, ένας από τους επιφανέστερους «επιδραστικούς» της σειράς, ο καθηγητής Κώστας Κωστής, έχει εντοπίσει ως βασικό προτέρημα της σκέψης Καλύβα το «ξεπέρασμα του μεταπολιτευτικού κοινωνιολογικού παραδείγματος», με την απάλειψη «εμμονικών σχημάτων» όπως η θεώρηση της αστικής τάξης ως κινητήριου μοχλού των εξελίξεων.

Μπορεί οι ακροδεξιοί ανταγωνιστές του να τον αποκαλούν «εθνομηδενιστή», ο Καλύβας όμως προβάλλει κι αυτός μια εκδοχή εθνικού μεσσιανισμού: «Καθώς η Μεγάλη Ιδέα δεν υπάρχει πια», μας πληροφορεί για τον Μεσοπόλεμο, «η Ελλάδα πρέπει να επανεφεύρει την ιστορική της αποστολή». Οταν πάλι ο καθηγητής Ανδρέας Κακριδής επισημαίνει πως η πτώχευση του 1893 προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τις «έκτακτες στρατιωτικές δαπάνες πέντε ετών», κόβει απότομα τη συζήτηση − αποτρέποντας προβληματικούς συνειρμούς με τις τρέχουσες προμήθειες σε φρεγάτες και Ραφάλ.

Ακόμη και οι μεγάλες ανθρώπινες τραγωδίες αφορούν κάποιους άλλους, όχι το έθνος-αφηγητή: «Η Μικρασιατική Καταστροφή αποδείχθηκε το έναυσμα για μια ακόμη ριζική επανεκκίνηση. Η Ελλάδα είναι μια χώρα μεγαλύτερη, πλουσιότερη και ισχυρότερη σε σχέση με την Ελλάδα των αρχών του αιώνα. Μπαίνει στον δεύτερο αιώνα της ιστορίας της ως ένα καινούργιο κράτος, πιο ώριμο και κατασταλαγμένο». Χαλάλι τα φαντάρια που έγιναν λίπασμα της εθνικής μας ανάπτυξης, πόσο μάλλον οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες που παρήγαγαν τον πλούτο των άλλων για ένα κομμάτι ψωμί.

Ομογενείς και κτήνη

Την ταξική ανάλυση του «κοινωνιολογικού παραδείγματος» αντικαθιστά το άκρως μανιχαϊστικό δίπολο των «μέσα» και «έξω» Ελλήνων, όπου η «ανοιχτόμυαλη» Διασπορά παίζει τον ρόλο του φωτισμένου συλλογικού οραματιστή, τους σχεδιασμούς του οποίου χαντακώνει στη συνέχεια η μετριότητα και ιδιοτέλεια των «μέσα».

Ο κομβικός ρόλος της Διασποράς σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές, όπως η εκκόλαψη του ελληνικού εθνικισμού τον 18ο αιώνα, αποτελεί βέβαια πασίγνωστο ιστορικό δεδομένο. Ο Καλύβας όμως τον κάνει λάστιχο κι ερμηνευτικό κλειδί για τα πάντα, με αποτέλεσμα ουκ ολίγες τερατολογίες. Με πιο κραυγαλέα, ίσως, την αναγόρευση ακόμη και του Νίκου Ζαχαριάδη σαν ενός ακόμη εκπροσώπου «των διασπορικών ανθρώπων, που είναι κοσμοπολίτες, που έχουν αυτή την ευρύτητα πνεύματος και που συνεχώς σπρώχνουν την Ελλάδα να κάνει πράγματα τα οποία ξεπερνάνε τα σύνορα και τις δυνατότητές της»!

Εξίσου ανιστόρητη αποδεικνύεται και η άλλη πλευρά του ίδιου σχήματος. Η αντίδραση κατά του Καποδίστρια αποδίδεται λ.χ. αποκλειστικά και μόνο στους τοπικούς πολέμαρχους, όπως οι Μαυρομιχαλαίοι, που «αντιμετωπίζουν τη συγκρότηση ενός σύγχρονου κράτους ως την απόλυτη απειλή», καθώς «σημαίνει πως θα χάσουν το μονοπώλιο της φορολογίας» των περιφερειών τους «και επομένως τη βάση της εξουσίας τους». Αποσιωπάται δε ολοκληρωτικά ότι καθοδηγητικό κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα δεν ήταν η καθυστερημένη Μάνη αλλά το κατεξοχήν δυτικότροπο τμήμα της χώρας: η Υδρα των πλοιοκτητών, η γνωστή και ως «Μικρά Αγγλία». Αποφεύγεται έτσι ο πονοκέφαλος να πρέπει να εξηγηθεί η εχθρότητα των πιο εκσυγχρονισμένων Ελλαδιτών της εποχής στη «συγκρότηση ενός σύγχρονου κράτους».

Το ιππικό της σωτηρίας

Κόκκινη κλωστή που διέπει όλο το αφήγημα είναι οι σωτήριες παρεμβάσεις της «Δύσης» (οι ρωσικές αποσιωπούνται), όταν οι εγχώριοι μεγαλοϊδεατισμοί καταλήξουν στα βράχια. Με πρώτους σωτήρες, μετά το Ναβαρίνο, τον Οθωνα και τους «τεχνοκράτες» του που μας έκαναν ανθρώπους.

«Στόχος των Βαυαρών», ξεκαθαρίζει ο Καλύβας, «ήταν η ειρήνευση της χώρας, η επιβολή μιας κεντρικής εξουσίας και η συγκρότηση ενός σύγχρονου κράτους δυτικού τύπου». Ομως «η περίοδος αυτή απέκτησε αρνητική φήμη. Την αποκαλούμε Βαυαροκρατία και την αντιμετωπίζουμε ως ένα είδος αποικιοκρατικής εξουσίας. Η πραγματικότητα είναι πως, μολονότι ο τρόπος τους ήταν αυταρχικός, οι Βαυαροί έθεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης Ελλάδας, και μάλιστα κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες». Ακόμη κατηγορηματικότερος, ο επίτιμος καθηγητής Γιώργος Δερτιλής ξεσπαθώνει: «Κακώς την ονομάζουμε Βαυαροκρατία. Ηταν μια φωτισμένη διοίκηση ενός κεντροευρωπαϊκού κράτους». Αυτό ήταν.

Η ενσωμάτωση των Επτανήσων (1864) εμφανίζεται περίπου σαν αγαθοεργός πρωτοβουλία του Λονδίνου· ούτε λέξη για το ενωτικό κίνημα που προηγήθηκε εκεί ή για τη βρετανική γεωπολιτική στόχευση του ενοφθαλμισμού μιας δυτικότροπης κοινωνίας στην πρώην οθωμανική επικράτεια που μόλις πρόσφατα είχε δείξει προβληματική συμπάθεια προς την ομόδοξη Ρωσία. Ο ίδιος ο Κριμαϊκός Πόλεμος και η πολύνεκρη αγγλογαλλική κατοχή του 1854-1857 απουσιάζουν άλλωστε εντελώς από την αφήγηση, όπως και ο βρετανικός ναυτικός αποκλεισμός του 1850 για την αποζημίωση του Δον Πατσίφικο. Οσοι αγνοούν ότι τα πρώτα σύνορα της Ελλάδας έφταναν μέχρι τη Λαμία καλό είναι να μάθουν πως η Δύση μόνο καλά επισώρευσε σε τούτο τον τόπο.

Οπως με τον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο του 1898, που ήταν «κάτι σαν το μνημόνιο» αλλά δίχως «πολιτικές αντιδράσεις» στην επιβληθείσα λιτότητα. Ο Δερτιλής εξηγεί το γιατί: «Από τη στιγμή που αρχίζει να ανεβαίνει σιγά σιγά η εμπιστοσύνη του κόσμου και να παίρνει επάνω της η δραχμή, από εκείνη τη στιγμή βλέπουν πρώτα απ’ όλα οι ίδιοι οι άνθρωποι ότι τα προϊόντα τους εξακολουθούν να τα πουλάνε σε τιμές κάπως ανεκτές στους ξένους. Οσοι είναι βιομήχανοι, όσοι φιλοδοξούν να φτιάξουν μια μικρή βιομηχανία, μπορούν ν’ αγοράσουν ένα μηχάνημα το οποίο πριν από λίγα χρόνια κόστιζε τα τριπλάσια». Κι όσοι δεν ήταν βιομήχανοι; Στην πραγματικότητα, η πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα γνώρισε αλλεπάλληλα βίαια ξεσπάσματα χιλιάδων απελπισμένων ή θυμωμένων νοικοκυραίων στην Αθήνα και την επαρχία, με τελική κατάληξη το κίνημα στο Γουδί. Ούτε αυτό το τελευταίο υπάρχει όμως στο σίριαλ του Καλύβα.

Ο αφηγητής απ’ την Οξφόρδη μας πληροφορεί, πάντως, ότι «μετά την καταστροφή του 1897 ο Εδουάρδος Λω ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε το δύσκολο έργο της δημοσιονομικής ανασύνταξης της χώρας. Θα μπορούσε να τον περιγράψει κανείς με σημερινούς όρους “ο αρχιτροϊκανός” της εποχής εκείνης». Ο Δερτιλής συμπληρώνει: «Το πρώτιστο είναι να σωθεί το νόμισμα. Χωρίς νόμισμα, κράτος δεν δύναται να υπάρξει». Πάλι καλά που έχουμε το ευρώ.

Η υπόκλιση στις σωτήριες παρεμβάσεις των ξένων επιβάλλει εν γένει στρογγυλέματα. «Ο Εθνικός Διχασμός οδηγεί στην εκθρόνιση του βασιλιά των Ελλήνων, αλλά οι Ελληνες βυσσοδομούν εναντίον του Βενιζέλου, ο οποίος επιστρέφει στην Αθήνα με τη βοήθεια των ξένων, με τις ξένες λόγχες, τις γαλλικές και τις αγγλικές, και θεωρείται συνεργάτης ξένων δυνάμεων», λέει κάποια στιγμή ο καθηγητής Σπυρίδων Πλουμίδης. Ο Καλύβας σπεύδει να τον διορθώσει: «Δηλαδή, οι μισοί Ελληνες βλέπουν τον βασιλιά ως τύραννο και οι άλλοι μισοί Ελληνες τον Βενιζέλο ως προδότη».

Αναμενόμενοι φυσικά οι ύμνοι στο Σχέδιο Μάρσαλ και την αμερικανική βοήθεια εν γένει· ως οπτικοακουστική επένδυσή τους αξιοποιείται ένα κραυγαλέα προπαγανδιστικό φιλμάκι για τα σωτήρια αποξηραντικά έργα στο χωριό Ανθήλη, γυρισμένο το 1955 από τη μεταλλουργική εταιρεία ALCOA (το μαθαίνουμε από την πλήρη εκδοχή του, που έχει αναρτηθεί στο youtube). Υπάρχουν όμως και πιο προωθημένα ευρήματα: σύμφωνα με την καθηγήτρια Κωνσταντίνα Μπότσιου, η πολιτική κρίση της δεκαετίας του 1960 «συμβαίνει γιατί οι Αμερικανοί μετά το Σχέδιο Μάρσαλ δεν ασκούν τόσο καθημερινή επιρροή στα ελληνικά πράγματα». Οπότε, συμφωνεί κι επαυξάνει ο Καλύβας, «επανέρχονται οι κακές πολιτικές συνήθειες των Ελλήνων».

Η Μεταπολίτευση του 1974 εμφανίζεται πάντως σαν το μοναδικό από τα επτά «θαύματα» που δεν οφείλεται στους ξένους, αλλά στον εθνάρχη και τον (μετέπειτα αρχηγό της Ν.Δ.) Ευάγγελο Αβέρωφ. Το ιππικό απουσιάζει άλλωστε κι από το πραξικόπημα του 1967, τη χουντική επταετία και την κυπριακή τραγωδία –παρόλο που ο βασικός προσκεκλημένος του σχετικού επεισοδίου, ο Αλέξης Παπαχελάς, έχει βγάλει δύο βιβλία για την πολύμορφη σχετική εμπλοκή των ΗΠΑ.

Αόρατες επαναστάσεις και «καλή» βία

Απαραίτητη προϋπόθεση για την αληθοφάνεια του παραπάνω σχήματος συνιστά η λήθη όσων κομβικών συμβάντων υποδεικνύουν διαφορετικές ερμηνείες – όπως ακριβώς στις επίσημες φωτογραφίες των σταλινικών καθεστώτων εξαφανίζονταν όσα πρόσωπα υπονόμευαν το επίσημο καθεστωτικό αφήγημα. Οπως επισημαίνει δε ο Χάρης Αθανασιάδης, «τα κινήματα είναι το απόλυτο ταμπού στην περίτεχνη αφήγηση του Καλύβα».

Ακόμη κι οι πρωτοπόρες δημοκρατικές κατακτήσεις του 19ου αιώνα, όπως η πρώιμη θέσπιση της καθολικής (ανδρικής) ψηφοφορίας, παρουσιάζονται σαν σχέδιο ή παραχώρηση «του κράτους»· όχι ως απόρροια των επαναστάσεων του 1844 και του 1862, που αποσιωπούνται άλλωστε πλήρως.

Η ανάπτυξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου σκιαγραφείται από τον Νίκο Μαραντζίδη σαν υποπροϊόν της εγκατάστασης σοβιετικής πρεσβείας το 1924. Οι μεσοπολεμικές δε διώξεις «αυτού του μορφώματος, του ΚΚΕ» αποδίδονται από τον Καλύβα «όχι τόσο, όπως νομίζουμε, στους αυταρχικούς ηγέτες του Μεσοπολέμου, αλλά κυρίως στους ηγέτες των Φιλελευθέρων». Μια απλή επισκόπηση του Τύπου της εποχής πιστοποιεί, βέβαια, πως αυτοί οι τελευταίοι δέχονταν διαρκή πίεση από τα δεξιά, σαν «υπερβολικά» ανεκτικοί προς το ΚΚΕ· το θεώρημα περί «βενιζελοκομμουνισμού» κάνει θραύση τη δεκαετία του ’30. Η χρέωση όμως των αντικομμουνιστικών διώξεων «κυρίως» στον Βενιζέλο τούς προσδίδει αυξημένη νομιμοποίηση – εξ ου και αποτελεί πάγιο επιχείρημα της Ακροδεξιάς, από τη χούντα μέχρι σήμερα.

Για προφανείς επικοινωνιακούς λόγους, η δεκαετία του 1940 περιγράφεται από την άλλη με τόνους εξαιρετικά συγκρατημένους. Αρκεί ο τελικός ισχυρισμός, διά στόματος Μαραντζίδη, πως έτσι κι είχε νικήσει ο ΔΣΕ «θα ήμασταν μια χώρα σαν τις γειτονικές, πολύ φτωχοί ώς το 1989». Τι κι αν η υπηρεσιακή κρατική αλληλογραφία της δεκαετίας του 1960 αποτυπώνει έναν έκδηλο τρόμο μπροστά στην απήχηση της τότε σοβιετικής τεχνολογικής υπεροχής και του κοινωνικού κράτους της Ανατολικής Ευρώπης σε ευρύτατα στρώματα; Η εικόνα των Αλβανών μεταναστών της δεκαετίας του 1990, και όσων άλλων κατέφυγαν στη Δύση μετά τη χαοτική μετάβαση των πατρίδων τους στον καπιταλισμό, αναγορεύεται αναδρομικά σε διαχρονική, υποτίθεται, πραγματικότητα σύμπασας της επικράτειας του «υπαρκτού».

Η εμφύλια βία αναγορεύεται πάντως ρητά στο σίριαλ σε μαμή και προϋπόθεση (όχι της Ιστορίας αλλά) της ευημερίας. Η βία της «καλής» πλευράς, εννοείται: «χάρη στις βίαιες συγκρούσεις» του Εμφυλίου, ξεκαθαρίζει ο Καλύβας, «θα πραγματοποιηθούν πολύ σημαντικά βήματα για το μέλλον της χώρας».

Καλό και αόρατο κράτος

Κεντρικό υποκείμενο και θεσμική ενσάρκωση του έθνους στην αφήγηση του Καλύβα αποτελεί το κράτος, σε όλες ανεξαίρετα τις εκδοχές του. «Το μεταξικό καθεστώς», αποφαίνεται, «ουσιαστικά οργανώνει ένα πρόγραμμα οικονομικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού», με κάποια απλώς «αυταρχική διάσταση». Η χούντα συμπεριλαμβάνεται κι αυτή διακριτικά στο μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα, μέσω του ημερολογίου: «Η ανάπτυξη και η ευημερία αποτελούν τους μεγάλους στόχους όλων των αναπτυσσόμενων χωρών του κόσμου. Ομως η υλοποίησή τους δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Η Ελλάδα πέτυχε αυτόν τον στόχο με υποδειγματικό τρόπο κατά τη διάρκεια της εικοσαετίας 1950-1970».

Ακόμη και το θαύμα έχει όμως τις αποσιωπημένες πλευρές του, όσες δεν συνάδουν με τη σημερινή ατζέντα. Οταν ο καθηγητής Χρυσάφης Ιορδάνογλου εντοπίζει την αφετηρία του αναπτυξιακού άλματος στη δημιουργία της ΔΕΗ (1956), ο Καλύβας συμφωνεί: «Χάρη στον εξηλεκτρισμό παρατηρούμε από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μια απίστευτη ροή ξένων επενδύσεων, που συμβάλλει στην εκβιομηχάνιση». Πουθενά δεν ακούμε, όμως, πως η ΔΕΗ φτιάχτηκε με κρατικοποίηση των τότε ιδιωτικών εταιρειών ηλεκτροπαραγωγής, καθώς μόνο έτσι μπορούσε να επιτευχθεί «ενιαία και επί ορθολογιστικής βάσεως αντιμετώπισις των προβλημάτων του εξηλεκτρισμού και καθιέρωσις εις όλην την χώραν ενιαίων τιμολογίων ρεύματος, εις επίπεδα μέχρι και κατά πέντε φορές χαμηλότερα από εκείνα τα οποία ίσχυαν προηγουμένως» («Αρχείο Καραμανλή», τ.5ος, σ.677).

Η Οξφόρδη ξεπλένει καλύτερα

Εκεί που γίνεται το άσπρο μαύρο είναι ωστόσο στις μετεμφυλιακές πολιτικές εξελίξεις. Με ντετερμινισμό που θα ζήλευε κι ο πιο ορθόδοξος μαρξιστής-λενινιστής, ο Καλύβας περιγράφει τα μεταπολεμικά χρόνια σαν μια εποχή ευθύγραμμου εκδημοκρατισμού: «Το 1958 η ΕΔΑ έρχεται δεύτερη στις εκλογές και αναδεικνύεται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σταδιακά, οι φυλακές αδειάζουν και η οικονομική ανάπτυξη προσφέρει ευκαιρίες σε όλους, παρά τις συνεχιζόμενες διακρίσεις και τους αποκλεισμούς». Στην πραγματικότητα, η εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ το 1958 απαντήθηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή μ’ ένα συντονισμένο όργιο έννομης και παρακρατικής βίας, για τη δρομολόγηση του οποίου διαθέτουμε πλέον αποστομωτικά τεκμήρια («Εφ.Συν.», 31/10/2015).

Για τη συσκότιση αυτής της πραγματικότητας, αποκαλυπτικός είναι ο παραπλανητικός ορισμός του παρακράτους από τον πολιτικό επιστήμονα Καλύβα: «με τον όρο “παρακράτος” πολλές φορές περιγράφονται πολιτικές πρακτικές» που προέκυψαν από «τον συνδυασμό» τριών «χαρακτηριστικών του πολιτικού συστήματος»: «του καθεστώτος διακρίσεων για τους λεγόμενους [sic] ηττημένους», «μιας παρουσίας του στρατού και των ενόπλων δυνάμεων μ’ έναν εξωθεσμικό ρόλο πολύ σημαντικό» και «του ρόλου του στέμματος». Τόσο σαφές, όσο το να περιγράψει κανείς τη δράση της 17Ν σαν απροσδιόριστες «πολιτικές πρακτικές» που γέννησε ο συγκερασμός της ατιμωρησίας των βασανιστών, της αβεβαιότητας για τη μακροημέρευση του δημοκρατικού ανοίγματος και της διάχυτης βεβαιότητας για τον ρόλο των ΗΠΑ στο πραξικόπημα του 1967 και την κυπριακή τραγωδία.

Εξίσου συνθηματικά περιγράφονται η βία και νοθεία του 1961 και η εκτροπή του 1965: «Ενώ τη δεκαετία του ’50 και του ’60 η οικονομία και η κοινωνία αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς, η πολιτική δυσκολεύεται ν’ ακολουθήσει. Η αμφισβήτηση εκλογικών αποτελεσμάτων, η παρακρατική δραστηριότητα και οι παρεμβάσεις του παλατιού που δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα οδηγούν σε συνεχείς πολιτικές αναταράξεις και αστάθεια. […] Ενώ η Ενωση Κέντρου κερδίζει δύο διαδοχικές εκλογές, δεν θα μπορέσει να εδραιωθεί στην εξουσία. Η παρέμβαση του βασιλιά θα οδηγήσει στην αποπομπή του Παπανδρέου και στη μεγάλη κρίση του Ιουλίου του 1965. Επικρατεί η αίσθηση ενός απόλυτου πολιτικού αδιεξόδου». Στην πραγματικότητα, το «απόλυτο πολιτικό αδιέξοδο» το βίωναν τα ανάκτορα και η εγχώρια Δεξιά. Το Κέντρο κι η Αριστερά ζητούσαν, αντίθετα, επίλυση της κρίσης με τη μόνη δυνατή δημοκρατική διέξοδο: άμεσες ελεύθερες εκλογές.

Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει η Μπότσιου, για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: «Επί δύο χρόνια να καθυστερούν οι εκλογές, αυτό ήταν κόλαφος για την προσπάθεια την πολιτική που έκανε η Ελλάδα [sic], παράλληλα με την προσπάθεια την οικονομική. Και εφ’ όσον φαινόταν ότι οι παλιές πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, ούτε να βρουν λύση, ούτε να πάνε σ’ εκλογές χωρίς να έχουν αμοιβαία καχυποψία [sic], σε αυτό το κενό, μέσα σ’ αυτή την αίσθηση της αβεβαιότητας, μπήκαν οι πραξικοπηματίες του 1967».

Στην πραγματικότητα, βέβαια, εκλογές δεν προκηρύχθηκαν από τον βασιλιά, μόνο και μόνο για να μην τις κερδίσει μια Ενωση Κέντρου με ενισχυμένη αριστερή πτέρυγα και τον αέρα του εκδημοκρατισμού στα πανιά της. Για τον ίδιο λόγο προετοιμαζόταν και το βασιλικό πραξικόπημα των στρατηγών το 1967, σε πλήρη σύμπνοια με τον σκληρό πυρήνα της καραμανλικής ΕΡΕ, όπως αποδεικνύει το ίδιο το αρχείο του εθνάρχη. Η απόδοση της εκτροπής στην «ασυνεννοησία» των «παλιών πολιτικών δυνάμεων» δεν είναι μόνο ιστορικά ανακριβής (η νεότερη και κατεξοχήν εκσυγχρονιστική τότε δύναμη, ο κεντροαριστερός «ανδρεϊσμός», ήταν στην πραγματικότητα και η λιγότερο διαλλακτική). Εχει την ίδια ακριβώς αποδεικτική και ηθική αξία με την επίρριψη της ευθύνης του βιασμού στο «προκλητικό» ντύσιμο του θύματος ή την εκ μέρους του απόρριψη των εποικοδομητικών προτάσεων του βιαστή…

Σπουδή στο γαλαζοπράσινο

Το αφιέρωμα στη Μεταπολίτευση και τα μετέπειτα («Από τον σοσιαλισμό [sic] στο ευρώ, 1974-2004») ξεκινά με πλάνα της υποδοχής που επιφύλαξαν οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ στον Αντρέα, κατά την επιστροφή του το 1988 από το Χέρφιλντ. Η ίδια ακριβώς σκηνή αποτελούσε προ πενταετίας και το κεντρικό έκθεμα της προβληματικότατης «GR80s», βασική επιμελήτρια της οποίας αναλύει αμήχανα στον Καλύβα πόσο κακή υπήρξε η φιλολαϊκή πολιτική της δημοφιλέστατης πρώτης τετραετίας του ΠΑΣΟΚ. Το σκάνδαλο Κοσκωτά το αναλύει πάλι ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Πάνος Λουκάκος – ο ίδιος που τη βραδιά των εκλογών της 5/11/1989 είχε διακηρύξει από τηλεοράσεως πως όσοι ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ χρειάζονταν ψυχίατρο. Για την κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη, ο Καλύβας μας πληροφορεί αντίθετα ότι «ξεκινά μια πολιτική οικονομικών μεταρρυθμίσεων που παραμένει ανολοκλήρωτη, καθώς χάνει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία». Το γεγονός ότι, μέσα σε μια τριετία, ο αντικοινωνικός νεοφιλελευθερισμός της εκτόξευσε το εξωτερικό χρέος από 60% σε 115% του ΑΕΠ είναι φυσικά αδύνατο να ειπωθεί. Φυσικά, το έκτο και μεγαλύτερο θαύμα της 200ετούς ιστορίας μας είναι η ένταξη στην ευρωζώνη, επί «καλού» -πλέον- ΠΑΣΟΚ.

«Το 2004 η επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων στέλνει το μήνυμα πως η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα». Ούτε λέξη για τη συμβολή τους στη δημιουργία της οικονομικής φούσκας και την καταστροφική υπερχρέωση της χώρας· πόσο μάλλον στο γεγονός ότι τα δάνεια που έπρεπε να αποπληρώσουμε το 2010 (και καταλήξαμε στα μνημόνια) είχαν συναφθεί το 2001, ακριβώς για να χρηματοδοτηθεί το χρυσοπληρωμένο εκείνο εθνικό πάρτι. Μια τέτοια παραδοχή θα χάλαγε τις καρδιές του χαζοχαρούμενου κοινού, ανοίγοντας τον δρόμο για μια προβληματικότερη υπενθύμιση: πως οι μετέπειτα συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν, μαζί με τους Οικολόγους και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, οι μόνες συλλογικότητες που διαφώνησαν κάθετα με τη διοργάνωση, προειδοποιώντας για τις δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειές της.

Η πολιτική κρίση του 2010-2012 περιγράφεται πάλι σχεδόν συνθηματικά: «Το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης καταρρέει και νέα, ακραία κόμματα εμφανίζονται στο προσκήνιο. Ο διχασμός φουντώνει. Το 2015 η χώρα θα βρεθεί μια ανάσα μόνο πριν την άτακτη χρεοκοπία και έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση». Ευτυχώς, όπως εξηγούν στη συνέχεια ο Καλύβας με την Ελένη Βαρβιτσιώτη, κάποια στιγμή «τέλειωσαν οι αυταπάτες» κι έχουμε πλέον συνειδητοποιήσει πως «άμα θέλουμε να μείνουμε σ’ αυτή την οικογένεια που λέγεται ευρώ, πρέπει να κάνουμε σημαντικές θυσίες».

Το τελευταίο επεισόδιο («2004-σήμερα. Το μνημόνιο») ξεκινά έτσι σαν προεκλογικό μήνυμα του Κυριάκου: «Το 2010 η Ελλάδα βιώνει μια μεγάλη καταστροφή. Μια δεκαετία αργότερα, η χώρα βρίσκεται στο κατώφλι ενός νέου ιστορικού κύκλου. Εχει φτάσει η ώρα μιας ακόμη επανεκκίνησης. Για να το πετύχουμε, όμως, θα χρειαστεί να επιστρατεύσουμε όλη μας την ευφυΐα, την προσαρμοστικότητα και την εσωστρέφειά μας. Οπως ακριβώς κάναμε και στο παρελθόν».

Η συνέχεια επί της κάλπης…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου