ΠΗΓΗ: ΔΕΗ / Flickr |
Κυβέρνηση και ενεργειακοί όμιλοι αποδίδουν την αύξηση των τιμών του ρεύματος στη διεθνή ενεργειακή κρίση. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι οι τιμές στην Ελλάδα αυξάνονται περισσότερο και για μεγαλύτερο διάστημα από ό,τι στην Ευρώπη. Και οι αιτίες γι’ αυτό είναι η ξαφνική πρωτοκαθεδρία του φυσικού αερίου, οι στρεβλώσεις του εγχώριου ανταγωνισμού, τα κερδοσκοπικά επεισόδια στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, αλλά και ο χαρακτήρας του target model, δηλαδή της νέας αγοράς ενέργειας.
Περιεχόμενα
Οπτικοποίηση δεδομένων: Κωνσταντίνα Μαλτεπιώτη
Στις 22 Δεκεμβρίου του 2021, οι τιμές στη λεγόμενη «προ-ημερήσια» χονδρική αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος έσπασαν το φράγμα των 400 ευρώ ανά μεγαβατώρα στην Ευρώπη, ύστερα από μια μακρά ανοδική πορεία που ξεκίνησε στις αρχές Αυγούστου, σηματοδοτώντας την κορύφωση της μεγάλης ενεργειακής κρίσης του 2021. Από τον Νοέμβριο, οι καταναλωτές στην Ελλάδα είχαν δει πλέον τις επιπτώσεις να καταγράφονται στους λογαριασμούς τους σημειώνοντας αυξήσεις της τάξης του 96% για τα νοικοκυριά -και πολλαπλάσιες για τις επιχειρήσεις- σε σχέση με την περσινή χρονιά. Η ανησυχία για τις επιπτώσεις κατέλαβε τις πολιτικές ηγεσίες των χωρών της Ευρώπης, πυροδοτώντας μια σειρά συζητήσεων για την αγορά ενέργειας και τους όρους της σταδιακής απαγκίστρωσης από τα ορυκτά καύσιμα.
Το φταίξιμο αποδόθηκε ευρέως στη μείωση της προσφοράς φυσικού αερίου στην Ευρώπη από τη ρωσική κυβέρνηση, η οποία αποτελεί τον βασικό προμηθευτή της Γηραιάς Ηπείρου. Η δε εικόνα της αγοράς, όπως αποτυπώθηκε στις 22 Δεκεμβρίου, έδειχνε ότι όλη η ήπειρος μαστίζεται από τις αυξήσεις στην προ-ημερήσια αγορά, μια θέση την οποία έχει τονίσει επανειλημμένα και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, κάνοντας λόγο για ένα «κοινό ευρωπαϊκό πρόβλημα» που καλούσε σε «κοινά αποδεκτές αποφάσεις σε επίπεδο ΕΕ».
Τέτοιες λύσεις επιχείρησε να προωθήσει και ο ίδιος, αρχικά μέσω κοινής επιστολής που απέστειλε με τον υπουργό Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα, στην ηγεσία του Eurogroup στις αρχές Οκτωβρίου, με την οποία ζητούσαν τη θέσπιση ενός μόνιμου μηχανισμού στήριξης των καταναλωτών που θα επιδοτούσε τους λογαριασμούς του ρεύματος προκειμένου να περιοριστούν οι αυξήσεις. Μια πρώτη εκδοχή ενός τέτοιου μηχανισμού θεσπίστηκε μονομερώς από την ελληνική κυβέρνηση (άρθρο 61 στον νόμο 4839/2021), αλλά μέχρι τώρα φαίνεται να απορροφά πολύ μικρό μέρος του αυξημένου κόστους.
Ύστερα, στις 2 Δεκεμβρίου, στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ, το ΥΠΕΝ της Ελλάδας συντάχθηκε με την κίνηση της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Ρουμανίας, μέσω της οποίας ζητήθηκε να αλλάξει η μέθοδος διαμόρφωσης της χονδρικής τιμής του ρεύματος στα διάφορα Χρηματιστήρια Ενέργειας.
❞Το μέσο κόστος της ηλεκτρικής μεγαβατώρας στην προ-ημερήσια αγορά για το τελευταίο έτος στην Ελλάδα ήταν υψηλότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης.
Οι εξηγήσεις που έχουν φτάσει στη δημοσιότητα, αλλά και οι προτεινόμενες λύσεις δεν δίνουν την πλήρη εικόνα του προβλήματος. Όσον αφορά την ενεργειακή κρίση του 2021, πράγματι, ο περιορισμός της προσφοράς φυσικού αερίου από τη Ρωσία είναι καθοριστικός παράγοντας, αλλά σε έρευνα που πραγματοποίησε η Deutsche Welle, οι ειδικοί παρέθεσαν τουλάχιστον 15 άλλες αιτίες που στον συνδυασμό τους διαμορφώνουν την παρούσα εκρηκτική κατάσταση.
Αντίστοιχα περίπλοκη είναι και η εικόνα στην ελληνική αγορά ενέργειας. Μπορεί οι τιμές της ενέργειας στην προ-ημερήσια αγορά στις 22 Δεκεμβρίου να έδειχναν αυξήσεις σε όλη την Ευρώπη, αλλά η εικόνα αυτή είναι πλασματική. Η 22η Δεκεμβρίου ήταν μία από τις ελάχιστες ημέρες των τελευταίων μηνών που η Ελλάδα δεν ήταν στην κορυφή της λίστας σε κόστος. Το στοιχείο όμως που μας επιτρέπει να συγκρίνουμε τι συμβαίνει σε σχέση με τις άλλες χώρες φαίνεται από τις year-to-date τιμές (τη μέση τιμή στο διάστημα ενός έτους) όπου η Ελλάδα κατέχει τη σταθερή, ακατέβατη πρωτιά ή πιο απλά, το μέσο κόστος της ηλεκτρικής μεγαβατώρας στην προ-ημερήσια αγορά για το τελευταίο έτος ήταν υψηλότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης.
Αυτή είναι όμως μόνο η αρχή των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής αγοράς ενέργειας. Άλλωστε, η προ-ημερήσια αγορά αποτελεί μόνο τη μία από τις τέσσερις χρηματιστηριακές αγορές ενέργειας του λεγόμενου “target model” που τέθηκε σε λειτουργία τον Νοέμβριο του 2020. Από τη μέρα της εφαρμογής του, έχουν σημειωθεί αυξήσεις σε όλες τις πτυχές του κόστους της ενέργειας, ενώ η ίδια η πρεμιέρα του ξεκίνησε με ένα μείζον κερδοσκοπικό επεισόδιο.
Η δε σύμπτωση της εισαγωγής του target model με την κυριαρχία του φυσικού αερίου που από το 2020 ευθύνεται για το 40% της ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα (στοιχεία του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης), ποσοστό που αναμένεται να αυξηθεί το 2022 καθώς νέες μονάδες τίθενται σε λειτουργία, προμηνύει και μελλοντικές αναταράξεις. Τόσο η αγορά, όσο και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, αλλά και η επιστημονική κοινότητα έχουν επισημάνει εδώ και πολλά χρόνια την εγγενή «αστάθεια» (volatility) των τιμών του φυσικού αερίου. Εν αντιθέσει όμως με τις άλλες χώρες, η ελληνική ενεργειακή αγορά δεν διαθέτει κανέναν μηχανισμό περιορισμού των αναταράξεων, ενώ οι καταναλωτές απειλούνται και από τις πρακτικές που ακολουθούνται στη λιανική, δηλαδή στα συμβόλαια που υπογράφουν για ρεύμα στα σπίτια και τις επιχειρήσεις.
«Το Target Model είναι μια μεγάλη μεταρρύθμιση». Έτσι υποδέχτηκε ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης το νέο μοντέλο λίγες ημέρες μετά την ενεργοποίησή του, χαρακτηρίζοντας το ως «το καλύτερο και πιο αποτελεσματικό εργαλείο διεθνώς», που θα έφερνε μεταξύ άλλων ένα «διαφανές πλαίσιο για το κόστος της αγοράς» και τη «διευρυμένη πρόσβαση σε οικονομικότερες πηγές ενέργειας», ενώ διακηρυγμένος στόχος του ήταν «η μείωση του κόστους της ενέργειας για τους τελικούς καταναλωτές».
14 μήνες αργότερα και παρά μια στιγμιαία εξομάλυνση των τιμών τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς, οι τιμές του ρεύματος για τους τελικούς καταναλωτές έχουν πάρει την ανιούσα, η διαφάνεια είναι αμφισβητήσιμη, ενώ η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο μετακυλίει αδιαμεσολάβητα όλες τις παθογένειές της στους καταναλωτές. Ως εκ τούτου, η απόφαση του Κώστα Σκρέκα να συνταχθεί με το διάβημα των άλλων τεσσάρων χωρών ζητώντας τη μερική αναμόρφωση του target model, μπορεί να ιδωθεί μόνο ως διάψευση της αισιοδοξίας του προκατόχου του.
Στο πλαίσιο της έρευνας, επιδιώξαμε την επαφή με τις τέσσερις μεγάλες εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας που πρωταγωνιστούν στο εγχώριο τοπίο: ΔΕΗ, Protergia, ΗΡΩΝ και Elpedison. Ανάμεσα στα ερωτήματα που θέσαμε ήταν και πού αποδίδουν τις ραγδαίες αυξήσεις στους λογαριασμούς.
Απάντηση λάβαμε μόνο από την Protergia, που βλέπει την ενεργειακή κρίση ως πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο φαινόμενο. Στην απάντησή της η εταιρεία, εντοπίζει ως αίτια πίσω από την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη και την Ασία μια σειρά από ατυχείς συμπτώσεις στη διεθνή αγορά που πράγματι εξηγούν σε έναν ικανοποιητικό βαθμό τη διεθνή ενεργειακή κρίση. Ωστόσο, δεν επαρκούν για να εξηγήσουν την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας να επιβαρύνεται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις άλλες χώρες. Η εξήγηση φαίνεται να βρίσκεται σε σειρά προβλημάτων και συμπεριφορών που εντοπίζονται σε κάθε βήμα της διαδικασίας ηλεκτροπαραγωγής και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στους καταναλωτές, από το Χρηματιστήριο Ενέργειας μέχρι τη λιανική. (Ολόκληρη η απάντηση της Protergia εδώ.)
Η αγορά είχε στόχο
Δέκα χρόνια πριν την ενεργειακή κρίση, τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 2ας Φεβρουαρίου 2011 περιείχαν μια απόφαση που έμελλε να αποδειχθεί καθοριστική: «Η ΕΕ χρειάζεται μια απόλυτα ολοκληρωμένη, διασυνδεδεμένη και λειτουργική εσωτερική αγορά ενέργειας. Η νομοθεσία για την εσωτερική αγορά ενέργειας πρέπει συνεπώς να εφαρμοστεί γρήγορα και στο ακέραιο από τα κράτη μέλη».
Η προθεσμία που έθετε η συμφωνία ήταν ότι η κοινή αυτή αγορά όφειλε να έχει ολοκληρωθεί ως το 2014. Η απόφαση ερχόταν μετά από χρόνια σχετικών διαβουλεύσεων που περιελάμβαναν την έκδοση ευρωπαϊκών οδηγιών, τη θέσπιση ενός ενιαίου «χρηματιστηρίου ρύπων», προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τη συγκρότηση ενός Ευρωπαϊκού Διαχειριστή Συστήματος Διανομής (ENTSO-E), αλλά και έναν κανονισμό που ψήφισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2009, καλώντας μέσω αυτού να επιταχυνθούν οι διαδικασίες.
Στην πραγματικότητα, η δημιουργία μιας απελευθερωμένης, ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού υπό την κυριαρχία του ιδιωτικού τομέα αποτελεί επίσημη πολιτική της ΕΕ τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990. Μάλιστα, όπως έχουμε δείξει σε προηγούμενη έρευνά μας (The Manifold & Justyna Pisczatowska, «Πολωνία & Ελλάδα: Οι ηττημένοι του λιγνίτη», Inside Story, 8/11/2019), η ΕΕ εδώ και τρεις δεκαετίες θέτει συστηματικά τους κλιματικούς στόχους της για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου υπό την ομπρέλα της απελευθέρωσης της αγοράς.
Αυτή η στοχοθεσία επαναλαμβάνεται στους σχεδιασμούς για τη νέα, κοινή αγορά. Ενδεικτικό είναι άλλωστε ότι στην Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2019 «σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας» ανθολογούνται όλες οι παρελθοντικές συζητήσεις για τη σχέση μεταξύ της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές. Η αντίληψη για τη σχέση τους εκφράζεται με σαφήνεια: «Ο σχεδιασμός μιας εύρυθμα λειτουργούσας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι καταλυτικός παράγοντας για την αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας».
Μπορεί η προθεσμία του 2014 να εξέπνευσε χωρίς την πλήρη υλοποίηση της ενιαίας αγοράς ενέργειας, αλλά κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, τόσο οι διασυνδέσεις μεταξύ γειτονικών χωρών, όσο και η σύζευξη (coupling) των τιμών τους προχώρησαν, με όλο και πιο πολλές χώρες της ΕΕ να αυξάνουν τη διασύνδεση, ποιοτικά και ποσοτικά, με τους γείτονές τους. Το market coupling ή σύζευξη αγορών είναι η δυνατότητα δύο ή περισσότερων χωρών να επιτρέπουν σε ηλεκτροπαραγωγούς της μίας να συμμετέχουν στις ημερήσιες δημοπρασίες ενέργειας της άλλης.
Λόγω γεωγραφικής θέσης, αλλά κυρίως των επιπτώσεων της κρίσης, η Ελλάδα κατέφτασε αργοπορημένη στον χορό. Η αναμόρφωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που είναι πλέον γνωστή ως target model, πρωτοψηφίστηκε με τον νόμο 4425 του 2016. Η ολοκλήρωση των βημάτων για τη λειτουργία της αγοράς υπήρξε ένα από τα 140 προαπαιτούμενα του τρίτου μνημονίου το 2017, ενώ με νόμο του 2018 δημιουργήθηκε το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, το οποίο σήμερα διαχειρίζεται το μεγαλύτερο μέρος του target model. Εν τέλει, αφού υπέστη πολλαπλές αναθεωρήσεις από τις ελληνικές αρχές τους μήνες πριν αρχίσει να λειτουργεί, το target model εγκαινιάστηκε επισήμως την 1η Νοεμβρίου του 2020.
Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, στο target model προβλέπονται τέσσερις αγορές χονδρικής, δηλαδή «χρηματιστήρια», στα οποία εκτελούνται συναλλαγές που αφορούν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας. Τις ποσότητες αυτές τις πωλούν οι παραγωγοί ενέργειας στο σύστημα, το οποίο εν συνεχεία τις πωλεί στους παρόχους. Οι πάροχοι με τη σειρά τους, πωλούν την ενέργεια που έχουν αγοράσει από το σύστημα στη λιανική αγορά, δηλαδή στους καταναλωτές.
Οι αγορές του Target Model
Οι τέσσερις αγορές του target model είναι:
Η προημερήσια αγορά (Day-Ahead Market – DAM): Η αγορά στην οποία δημοπρατούνται οι προσφορές των μονάδων για τον ενεργειακό προγραμματισμό της επόμενης ημέρας.
Η ενδοημερήσια αγορά (Intra-Day Market – IDM): Η αγορά στην οποία γίνονται συμπληρωματικές αγορές και πωλήσεις την ίδια μέρα.
Η προθεσμιακή αγορά: Εδώ συνάπτονται συμβόλαια παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε προσυμφωνημένες τιμές.
Η αγορά εξισορρόπησης: Εδώ οι παραγωγοί ενέργειας καταθέτουν προσφορές σε πραγματικό χρόνο, κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, για πακέτα ενέργειας που μπορούν να διαθέσουν άμεσα, ώστε να καλυφθούν ελλείμματα ή απώλειες του συστήματος, δηλαδή ενεργειακές ανάγκες τις οποίες το σύστημα δεν μπορεί να καλύψει από την ενέργεια που διατέθηκε στην προημερήσια και την ενδοημερήσια αγορά.
Τις τρεις πρώτες αγορές τις διαχειρίζεται το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, ενώ την αγορά εξισορρόπησης ο ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας).
Το πρόβλημα της εξισορρόπησης
Από τον πρώτο μήνα λειτουργίας του, το target model άρχισε να αυξάνει τις τιμές στη χονδρική αγορά ηλεκτρισμού. Οι αυξήσεις όχι μόνο δεν πέρασαν απαρατήρητες αλλά διάφορα δημοσιεύματα (ενδεικτικά βλ. Καθημερινή και Newmoney.gr) εκείνη την περίοδο άφηναν υπόνοιες ότι οι κάτοχοι μονάδων παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο εκμεταλλεύονταν την αγορά εξισορρόπησης για να αποσπάσουν υψηλότερα κέρδη.
Μια τέτοια πρακτική είναι εφικτή διότι η προημερήσια και ενδοημερήσια αγορά ενέργειας λειτουργούν με δημοπρασίες, που σημαίνει ότι οι παραγωγοί καλούνται να μειοδοτήσουν και το σύστημα επιλέγει τις φθηνότερες τιμές από κάθε μονάδα ηλεκτροπαραγωγής. Έτσι, αν μια μονάδα προσφέρει ρεύμα σε ακριβές τιμές, τότε αποκλείεται από τη δημοπρασία.
Αν όμως η μονάδα είναι μεγάλη και άρα αναγκαία για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας, όπως οι μονάδες φυσικού αερίου, τότε έχει εξαιρετικά μεγάλη πιθανότητα να χρειαστεί άμεσα να διαθέσει ενέργεια, παρότι έχει αποκλειστεί από τις αγορές, διότι χωρίς αυτήν το σύστημα δεν θα έχει επάρκεια. Μόνο που, επανερχόμενη, θα διαθέσει ενέργεια όχι πλέον μέσω της προημερήσιας και της ενδοημερήσιας αγοράς, αλλά μέσω της αγοράς εξισορρόπησης, που διορθώνει τα ελλείμματα του συστήματος.
Σε αντίθεση, όμως, με την προημερήσια και την ενδοημερήσια αγορά, όπου οι παραγωγοί χρειάζεται να προσφέρουν ανταγωνιστικές τιμές προκειμένου να συμπεριληφθούν στον ημερήσιο προγραμματισμό, ο κανονισμός της αγοράς εξισορρόπησης επιτρέπει να ζητήσουν τιμές μέχρι 4.240 ευρώ ανά MWh (μεγαβατώρα), έναντι του μεταβλητού κόστους των 50-100 ευρώ που κοστίζει η παραγωγή της.
Αν λοιπόν ένας παραγωγός, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να προσφέρει ενέργεια εξισορρόπησης λόγω της μονάδας παραγωγής με φυσικό αέριο που διαθέτει, δώσει υψηλές τιμές στις δημοπρασίες για τον ημερήσιο προγραμματισμό, μπορεί βασίμως να περιμένει μεγάλα κέρδη όταν αναπόφευκτα θα κληθεί να αναπληρώσει την ενέργεια που λείπει από το σύστημα εκείνη την ημέρα στην αγορά εξισορρόπησης, σε μεγαλύτερες ή και πάρα πολύ μεγαλύτερες τιμές ανά MWh, απ’ αυτές που ζητούσε στην προημερήσια αγορά -μια ευκαιρία την οποία κάποιοι παραγωγοί φαίνεται ότι άδραξαν, καταθέτοντας προσφορές ως και 3.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η συνολική τιμή του ρεύματος.
Η περιπέτεια αυτή αποτυπώνεται στα δελτία της αγοράς εξισορρόπησης που εκδίδει σε εβδομαδιαία βάση ο ΑΔΜΗΕ, ο οποίος τη διαχειρίζεται. Εκεί αποτυπώνεται καθαρά η αυξητική τάση των αποζημιώσεων για ανοδική ενέργεια εξισορρόπησης: από 7.689.669 ευρώ την πρώτη εβδομάδα λειτουργίας (2/11-8/11/2020), φτάνει τα 14.707.319 ευρώ την εβδομάδα μεταξύ 23 και 29 Νοεμβρίου, προτού εκτιναχθεί στα 52.655.587(!) ευρώ την εβδομάδα μεταξύ 30 Νοεμβρίου και 6 Δεκεμβρίου του 2020. Σε αυτή την τελευταία εβδομάδα και συγκεκριμένα το πρωί στις 30 Νοεμβρίου και το απόγευμα στις 2 Δεκεμβρίου, είναι που κατατίθενται σύμφωνα με το δελτίο εκκαθάρισης της αγοράς εξισορρόπησης οι προσφορές των 3.000 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ σε πολλές άλλες στιγμές, οι προσφορές κυμαίνονται μεταξύ 899 και 1.200 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην εν λόγω εβδομάδα, το κόστος της ενέργειας εξισορρόπησης δεκαπλασιάστηκε σε σχέση με τις τιμές που επικρατούσαν πριν το target model.
Το κερδοσκοπικό αυτό επεισόδιο θορύβησε την πολιτική ηγεσία. Ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστής Χατζηδάκης, πραγματοποίησε συνδιασκέψεις με τους τέσσερις ηλεκτροπαραγωγούς που είναι αρκετά μεγάλοι ώστε οι μονάδες τους να θεωρούνται βασικές για την επάρκεια του συστήματος και που ως εκ τούτου συμμετέχουν στην αγορά εξισορρόπησης. Οι παραγωγοί αυτοί είναι οι Protergia, ΗΡΩΝ, Elpedison και η ΔΕΗ.
Απαντώντας σε ερώτημα μας, η Protergia σημειώνει ότι πριν τη δημιουργία της σχετικής αγοράς, η ενέργεια εξισορρόπησης «παρέχετο άνευ αμοιβής, με αποτέλεσμα όλες οι ευέλικτες μονάδες παραγωγής να είναι ζημιογόνες», πράγμα που δεν έδωσε «το κατάλληλο σήμα στην αγορά για να γίνουν επενδύσεις σε ευέλικτες μονάδες», οδηγώντας σε «σπανιότητα (scarcity) της ευέλικτης ενέργειας εξισορρόπησης». Η Protergia αποδίδει τις αναταράξεις στην αγορά εξισορρόπησης σε μια πανευρωπαϊκή αύξηση των τιμών που συνέπεσε με «μια εντελώς ανώριμη αγορά που μόλις ξεκινούσε, με μη έμπειρους συμμετέχοντες στους νέους κανόνες και παρατηρήθηκαν κάποιες εξάρσεις, οι οποίες όμως, όπως φάνηκε, πολύ σύντομα ομαλοποιήθηκαν στις αρχές του 2021» και τονίζει ότι από την έρευνα της ΡΑΕ και του ΑΔΜΗΕ, δεν προέκυψαν ενδείξεις μη σύννομης συμπεριφοράς των συμμετεχόντων.
Οι τέσσερις πάροχοι: Εταιρείες και ονόματα
Από διαρροές στον Τύπο προέκυψε ότι κατά τις συνδιασκέψεις του με τους ηλεκτροπαραγωγούς, ο υπουργός προειδοποίησε πως «θα αντιδράσει», αν η κατάσταση δεν είχε διορθωθεί ως τη Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020. Παράλληλα, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας αποπειράθηκε κι αυτή να παρέμβει και ξεκίνησε διαβούλευση με τους ηλεκτροπαραγωγούς για την αναμόρφωση του κανονισμού λειτουργίας της αγοράς εξισορρόπησης, συζητώντας το ενδεχόμενο ενός πλαφόν στις τιμές. Όλοι οι ηλεκτροπαραγωγοί τάχθηκαν εναντίον μιας τέτοιας πιθανότητας. Τελικά, η διαβούλευση έκλεισε τον Φεβρουάριο του 2021, χωρίς την επιβολή του πλαφόν.
Όπως δήλωσε στο Manifold εκπρόσωπος της ΡΑΕ, το πλαφόν απαγορεύεται βάσει του ευρωπαϊκού κανονισμού 943/19, ενώ βάσει ευρωπαϊκών αποφάσεων, στην αγορά εξισορρόπησης επιτρέπονται τιμές μέχρι 99.999 ευρώ. «Τον Δεκέμβριο του 2020 στη Γερμανία, υπήρχαν τιμές μέχρι και 50.000 ευρώ στην αγορά εξισορρόπησης. Στην Ελλάδα μάλιστα ξεκίνησε συντηρητικά γιατί έχουν μπει τεχνικά όρια». Τα τεχνικά όρια τα οποία είχαν τεθεί στην Ελλάδα προέκυψαν από μελέτες του ΑΔΜΗΕ όπου η λεγόμενη «αξία του χαμένου φορτίου», δηλαδή το ανώτερο αντίτιμο που θεωρείται ότι αξίζει να πληρωθεί προκειμένου να μην καταρρεύσει το σύστημα εκτιμήθηκε στα 4.240 ευρώ.
Μάλιστα, τα πράγματα πιθανώς να γίνουν και πιο δυσοίωνα. «Το 2024 που αναμένεται να μπούμε στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες MARI και PICASSO προκειμένου ο ΑΔΜΗΕ να μπορεί να αγοράζει από τις διεθνείς αγορές για να εξισορροπεί το σύστημα, εκεί θα λειτουργεί με τα μεγάλα όρια που έχουν θεσπιστεί από τον Ευρωπαίο ρυθμιστή στα 99.999 ευρώ», προειδοποιεί η εκπρόσωπος της ΡΑΕ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη με τα τωρινά όρια που είναι κατά πολύ χαμηλότερα από αυτά ευρωπαϊκών χωρών, στα τέλη του Δεκεμβρίου 2020, τα στοιχεία έδειχναν ότι η επιβάρυνση της αγοράς εξισορρόπησης στο συνολικό κόστος της χονδρικής του ρεύματος στην Ελλάδα ήταν 14 φορές μεγαλύτερη από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Αυτό οφείλεται σε άλλες ελληνικές ιδιαιτερότητες που θα εξηγηθούν παρακάτω.
Η αδυναμία επιβολής πλαφόν σημαίνει ότι δεν έχει θεσμοθετηθεί καμία προστασία απέναντι σε ανάλογους χειρισμούς της αγοράς στο μέλλον. Και παρότι μετά την παρέμβαση του υπουργείου, η αγορά εξισορρόπησης άρχισε να δείχνει σημάδια υποχώρησης, οι τιμές εξακολουθούν μέχρι σήμερα να είναι κατά πολύ αυξημένες σε σχέση με το κόστος της εξισορρόπησης πριν την είσοδο του target model.
Οι ειδικοί του χώρου της ενέργειας εκτιμούν ότι όσο προχωράει η διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, τόσο μεγαλύτερο θα γίνεται ένα πάγιο και διεθνές πρόβλημα που μεγαλώνει την ανάγκη εξισορρόπησης: το πρόβλημα της λεγόμενης «καμπύλης της πάπιας» (duck curve) όπου το γεγονός ότι η παραγωγή ρεύματος από τα φωτοβολταϊκά μεγιστοποιείται τις μεσημεριανές ώρες που ελαχιστοποιείται η ζήτηση για ρεύμα και μηδενίζεται στη δύση του ηλίου, τη στιγμή που η ζήτηση κορυφώνεται, αυξάνει τις ανάγκες για ενέργεια εξισορρόπησης. Το θέμα αυτό θεωρείται σε ένα βαθμό επιλύσιμο με τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας, η ανάπτυξη των οποίων καθυστερεί στην Ελλάδα. Ως προς αυτό, η πρόβλεψη της ΡΑΕ στην επικοινωνία μας υπήρξε σαφής και ξεκάθαρη: αν δεν βρεθεί η δυνατότητα να αποθηκεύεται η ενέργεια για λίγες ώρες, «η αγορά εξισορρόπησης θα μας κοστίσει πανάκριβα».
Η καμπύλη της πάπιας ωστόσο δεν είναι το βασικότερο πρόβλημα με την αγορά εξισορρόπησης. Το μεγαλύτερο, πιο δυσεπίλυτο και εξόχως ελληνικό πρόβλημα έχει να κάνει με τη δυνατότητα του target model να επηρεάζει το σύνολο της αγοράς. «Ένας τρόπος να γίνει διαχειρίσιμη η αγορά εξισορρόπησης είναι και οι προμηθευτές να αγοράσουν προθεσμιακά, να φτιάξουν τιμολόγια μακροχρόνιων συμβολαίων, ώστε να μη μένει μεγάλη αξία στη spot αγορά (σ.σ.: δηλαδή το Χρηματιστήριο Ενέργειας)», συμπληρώνει η ΡΑΕ. Ωστόσο, εν αντιθέσει με αυτό που γίνεται στην Ευρώπη, εδώ το Χρηματιστήριο είναι κυρίαρχο.
Το πρόβλημα της αγοράς
Παρότι οι αυξητικές τάσεις στην αγορά εξισορρόπησης προκάλεσαν γρήγορα ανησυχία στην ΡΑΕ και στο υπουργείο, η προημερήσια και ενδοημερήσια αγορά, όπου αγοράζεται το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που διοχετεύεται στο σύστημα, σημειώνουν κι αυτές σταθερά αυξητικές τάσεις απ’ όταν εισήχθη το target model. Πέρα από τον -μέχρι στιγμής άνευ θεσμικής εξασφάλισης- περιορισμό των αυξήσεων στην αγορά εξισορρόπησης, η μέση μηνιαία ΤΕΑ (Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς) συνέχισε την ανοδική της πορεία, κυμαινόμενη πλέον στο υπερτετραπλάσιο και ενίοτε στο υπερπενταπλάσιο του κόστους που είχε πριν την έλευση του target model.
Το 2021 μπήκε με τον ημερήσιο ενεργειακό προγραμματισμό να έχει αντικατασταθεί από το ενεργειακό χρηματιστήριο του target model και την πάλαι ποτέ κυριαρχία του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα να έχει αντικατασταθεί από την πρωτοκαθεδρία του φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα ένα νέο σύνολο πρωταγωνιστών, που κατέχουν την ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο, να κυριαρχεί στην ενεργειακή αγορά. Αυτές οι αλλαγές οδηγούν μια τάση που διακρίνεται καθαρά στα στοιχεία της αγοράς ενέργειας: Ήδη πριν αρχίσει η ενεργειακή κρίση, το φυσικό αέριο πρωταγωνιστούσε στις ανοδικές τάσεις των τιμών.
Η τάση αποτυπώνεται χαρακτηριστικά σε διάγραμμα που αλιεύσαμε από παρουσίαση του προέδρου της ΡΑΕ Αθανάσιου Δαγούμα, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2021 για την αξιολόγηση των πρώτων πέντε μηνών λειτουργίας του target model. Εκεί βλέπει κανείς ότι η άνοδος της Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς ακολουθεί συστηματικά την αυξημένη συμμετοχή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της προημερήσιας αγοράς.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η ΤΕΑ ελαχιστοποιείται την εβδομάδα μεταξύ 5 και 9 Φεβρουαρίου 2021, όταν ελαχιστοποιείται και η συμμετοχή του φυσικού αερίου, ενώ αυξάνεται η συμμετοχή των ΑΠΕ και των υδροηλεκτρικών. Ως εκ τούτου, οι συνέπειες της διείσδυσης του φυσικού αερίου στις τιμές έχουν καταστεί εμφανείς από τους πρώτους μήνες λειτουργίας του target model.
Ωστόσο, η βασική καινοτομία που εισάγει το target model δεν αφορά το ενεργειακό μίγμα (αν και μακροπρόθεσμα φιλοδοξεί -τυπικά έστω- να το επηρεάσει), αλλά πρωτίστως τη σύζευξη των αγορών, το market coupling. Η διασυνδεδεμένη αγορά έχει στόχο να ενισχύει τις εισαγωγές και εξαγωγές ρεύματος, διευκολύνοντας την πρόσβαση παραγωγών εκτός της κάθε χώρας στην ημερήσια αγορά και τείνοντας -σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- στην εξομοίωση των τιμών μεταξύ των διασυνδεδεμένων χωρών.
Με την κρίση του φυσικού αερίου το 2021, το market coupling οδήγησε σε προστριβές. Ήδη πριν την πρόσφατη παρέμβασή της στο Συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ, η Γαλλία δυσφορούσε για τη ραγδαία άνοδο της χονδρικής τιμής του ρεύματος, παρότι μόλις το 12% της ηλεκτροπαραγωγής προέρχεται από φυσικό αέριο. Αυτή η δυσφορία κατέστη ρητή στο Eurogroup της 4ης Οκτωβρίου 2021, όπου οι υπουργοί Οικονομικών Γαλλίας και Ισπανίας τάχθηκαν για πρώτη φορά ενάντια στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας.
Από την ενεργοποίηση του target model, η Ελλάδα έχει προβεί σε coupling των αγορών με την Ιταλία, τη Βουλγαρία και μέσω αυτής, με τη Ρουμανία. Τόσο οι εισαγωγές όσο και οι εξαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος έχουν αυξηθεί, σε βαθμό που παράγοντες της αγοράς να θεωρούν ότι η Ελλάδα γίνεται πλέον εξαγωγική χώρα στον χώρο της ενέργειας. Ωστόσο, ειδικοί του χώρου παρατηρούν ότι η αύξηση των εξαγωγών είναι άλλος ένας παράγοντας που επηρεάζει την τιμή ανεβάζοντας την.
«Περύσι τον Νοέμβριο που είχαμε βγάλει μια ανακοίνωση, όταν ξεκίνησε το target model, ήμασταν πολύ προσεκτικοί στο πώς διατυπώναμε τι να περιμένει κανείς από το coupling», μας λέει εκπρόσωπος της ΡΑΕ, ενώ τονίζει ότι η στοχοθεσία του coupling δεν είναι να επιτύχει μια πιο φθηνή τιμή. «Αυτό που θέλει να επιτύχει το coupling είναι η πιο αποτελεσματική κατανομή των ροών. Αν είχαμε όμως περισσότερες διασυνδέσεις, μεταξύ των χωρών, θα υπήρχε μεγαλύτερος ανταγωνισμός. Αυτό θέλει χρόνο. Δεν είναι κάτι μαγικό, ότι μπορούμε να πατήσουμε ένα κουμπί και να επανέλθει η τιμή στα 50-60 ευρώ ανά μεγαβατώρα που ήταν την άνοιξη».
Σε συνέντευξη που μας παραχώρησε ο πρώην πρόεδρος της ΡΑΕ και καθηγητής του ΕΜΠ Παντελής Κάπρος θεωρεί αυτό το φαινόμενο των αυξήσεων των τιμών λόγω εξαγωγών ένα δείγμα της καλής λειτουργίας του target model, καθώς η σύζευξη των αγορών κάνει τις τιμές του ρεύματος στις χώρες που είναι σε σύζευξη να συγκλίνουν -ή για να το πούμε αλλιώς: όταν μια χώρα σαν την Ιταλία αγοράσει φθηνό ρεύμα από την Ελλάδα μέσα από τον αλγόριθμο της σύζευξης, συχνά αυτό δίνει τον χώρο σε ακριβότερες μονάδες να μπουν στον ημερήσιο προγραμματισμό της Ελλάδας. Τελικά, η Ιταλία μειώνει λίγο την τιμή της, ενώ η Ελλάδα την αυξάνει και η τάση είναι οι τιμές αυτές να φτάσουν περίπου στα ίδια επίπεδα. «Αυτό είναι υπέρ της οικονομικής αποτελεσματικότητας της συνολικής αγοράς ενέργειας», συμπληρώνει ο κ. Κάπρος.
Αυτή η άποψη του κ. Κάπρου δεν σημαίνει ότι όλα βαίνουν καλώς με το target model -τα αποτελέσματα άλλωστε μιλούν από μόνα τους. Ο ίδιος επισημαίνει ότι το μείζον πρόβλημα της παρούσας κατάστασης είναι ότι το χρηματιστήριο ενέργειας, στις περισσότερες χώρες της ΕΕ αποτελεί ένα μικρό κομμάτι της ενέργειας που εγχύεται στο σύστημα. Εκεί όπου παραγωγοί θα πουλούσαν μόνο την περίσσεια ενέργειας που θα τύχαινε να παράγουν και αγοραστές θα αγόραζαν την ενέργεια που χρειάστηκαν εκτάκτως για να καλύψουν κάποιες ανάγκες. «Το target model σχεδιάστηκε ως μια αγορά μεταβολών», λέει ο κ. Κάπρος. «Όχι ως μια αγορά που ενώ δεν είναι τυπικά υποχρεωτική, καταλήγει να είναι, καθώς το 100% της ενέργειας [στην Ελλάδα] περνάει από εκεί».
Τα στοιχεία δείχνουν ότι στη Γερμανία και τη Γαλλία το 29% της ενέργειας είναι που πωλείται στη χρηματιστηριακή αγορά, στην Ιταλία το 11%, ενώ στην Πολωνία μόλις το 1%. Το υπόλοιπο διευθετείται μέσω μακροχρόνιων διμερών συμβολαίων προμήθειας, όπου οι εταιρείες που πουλάνε ρεύμα στους καταναλωτές, έχουν συμφωνήσει με ηλεκτροπαραγωγούς να αγοράζουν ποσότητες ρεύματος για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε σταθερές, προσυμφωνημένες τιμές.
Η εκτίμηση του κ. Κάπρου είναι ότι η μόνη λύση στις παλινωδίες των χρηματιστηριακών τιμών είναι να εξασφαλίσει το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς μακροπρόθεσμα διμερή συμβόλαια μεταξύ παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας και των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη λιανική. «Το βασικό έλλειμμα πολιτικής είναι να βρεθεί ένας τρόπος να αποκτήσει η αγορά ρευστότητα προθεσμιακών συμβολαίων», συμπληρώνει ο κ. Κάπρος. «Αυτό δεν λύνεται με απαγορεύσεις. Δεν μπορεί να βγει ο ρυθμιστής [σ.σ.: η ΡΑΕ] και να πει “σου απαγορεύω να πουλάς”. Είναι θέμα οργάνωσης του ανταγωνισμού και θέλει χρόνο».
Ο χρόνος όμως πιέζει ποικιλοτρόπως. Δεν είναι μόνο ότι η οικονομία και οι καταναλωτές φαίνονται να δυσκολεύονται προοδευτικά όλο και περισσότερο να απορροφήσουν τις αυξήσεις. Είναι ότι ακόμα και αν επιβεβαιωθούν οι πιο ευνοϊκές προβλέψεις για το κοντινό μέλλον, η αισιοδοξία τους δεν είναι μεγάλη, καθώς στο καλύτερο σενάριο οι τιμές θα ισορροπήσουν στα 80-100 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Οι δε αυξητικές τάσεις θα ομαλοποιηθούν, αλλά θα συνεχίσουν μέχρι να βρεθούν αποτελεσματικοί τρόποι αποθήκευσης ενέργειας που θα επιτρέψουν τη διόρθωση των ελλειμμάτων από τις ΑΠΕ, χωρίς τη χρήση των «κακών» μονάδων φυσικού αερίου. Αυτό όμως δεν φαίνεται εφικτό πριν το 2025.
Σε δηλώσεις της στο Manifold, η ΡΑΕ χαρακτηρίζει τις προθεσμιακές και μακροχρόνιες συμβάσεις «ένα ευαίσθητο θέμα που ανακύπτει συνεχώς». «Αν χρειάζεται να αναθεωρηθεί το target model», μας δήλωσε εκπρόσωπος της Αρχής, «και να δοθεί μια μεγαλύτερη ευελιξία στα προθεσμιακά συμβόλαια, το συζητάμε και θα δούμε».
Θέσαμε το ερώτημα στο ΥΠΕΝ τι σκοπεύει να κάνει η ηγεσία του υπουργείου προκειμένου να περιορίσει το Χρηματιστήριο Ενέργειας, χωρίς να λάβουμε απάντηση. Ωστόσο, υπάρχουν ανοιχτές συζητήσεις για τη στροφή του βιομηχανικού ρεύματος προς τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις, αλλά καμία ένδειξη για μια λύση που θα αφορούσε τους οικιακούς καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.
Το πρόβλημα των λογαριασμών
Παρότι οι εκρήξεις της τιμής στη χονδρική μονοπωλούν τη δημόσια συζήτηση, τα προβλήματα δεν εξαντλούνται εκεί. Άλλωστε, οι τέσσερις εταιρείες με τις οποίες μίλησε ο Κωστής Χατζηδάκης δεν ήταν τυχαίες. Αποτελούν τους ιδιοκτήτες μονάδων φυσικού αερίου που παρέχουν ηλεκτρική ενέργεια στη χονδρική, αλλά ταυτόχρονα δραστηριοποιούνται και στη λιανική, πουλώντας ρεύμα στους καταναλωτές. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων τις έφερε στο επίκεντρο της «τέλειας καταιγίδας» που στην Ελλάδα ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από την υπόλοιπη Ευρώπη, έχει ήδη κρατήσει έναν χρόνο και συνεχιζει τον καλπασμό της.
Εν αντιθέσει με τους ανταγωνιστές τους, η ΔΕΗ, ο Όμιλος Μυτιληναίος, ο Όμιλος ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και o Όμιλος Elpedison έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα της καθετοποίησης. Όπως έχει επισημανθεί πολλάκις, αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να απορροφούν ένα μέρος του κόστους και να πωλούν ενέργεια σε χαμηλότερες τιμές στους καταναλωτές. Η ανησυχία αυτή εντείνεται βλέποντας το παράδειγμα της Βρετανίας, όπου μεγάλο μέρος των μικρότερων παρόχων ενέργειας στη λιανική έβαλε λουκέτο, αδυνατώντας να απορροφήσει το υψηλό κόστος με το οποίο αγόραζε ενέργεια από τη χονδρική.
Ένα τέτοιο σενάριο θα επιβεβαίωνε και την πρόβλεψη που είχε κάνει στην προηγούμενη έρευνά μας (The Manifold, Από το μονοπώλιο της ΔΕΗ στον ανταγωνισμό, Inside Story, 28/9/2019) ο Παντελής Κάπρος. «Η ωρίμανση της αγοράς περιλαμβάνει τη δημιουργία εταιρειών που θα έχουν χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ, υπηρεσιών, φυσικού αερίου και υδροηλεκτρικών ή πρόσβασης σε ενέργεια εξισορρόπησης» είχε δηλώσει. «Θα επιβιώσουν 2-3 τέτοια σχήματα το πολύ. Όλοι οι μικροί ηλεκτροπαραγωγοί θα φύγουν από την αγορά, μπορεί και άσχημα, όπως έγινε με την Energa. Μπορεί να μην πληρώνουν λογαριασμούς, να χρεοκοπήσουν ή να εξαγοραστούν».
Σήμερα ο κ. Κάπρος επιμένει ότι μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν για καλό: Αν αντί για πολλούς μικρούς παρόχους, υπήρχαν τρεις εταιρείες του μεγέθους και της ποικιλίας του χαρτοφυλακίου της ΔΕΗ, οι οποίες βρίσκονταν σε ανταγωνισμό «και δεν ήταν συνεννοημένες», το αποτέλεσμα θα ήταν προς όφελος του καταναλωτή.
Ωστόσο, ασχέτως του μέλλοντος του ανταγωνισμού, τα προβλήματα δεν αφορούν μόνο τη δομή της λιανικής αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και τις πρακτικές που υιοθετούνται σ’ αυτή. Όπως δείχνει και η πλατφόρμα energycost της ΡΑΕ, που εγκαινιάστηκε στις αρχές του έτους με σκοπό να επιτρέψει στους καταναλωτές να έχουν καλύτερη εποπτεία των τιμών που προσφέρει η αγορά, τα συμβόλαια που παρέχονται στους καταναλωτές από κάθε εταιρεία είναι πολυδιασπασμένα και πολύπλοκα, με ρήτρες που δίνουν μεγάλα περιθώρια στους παρόχους να αυξάνουν την τιμή του ρεύματος.
Η σημασία αυτού του θέματος φαίνεται εκ πρώτης όψεως τεχνική, αλλά η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και οι σύλλογοι προστασίας καταναλωτών είχαν διαφορετική άποψη. Στις 14 Οκτωβρίου, τη στιγμή που είχε διαφανεί πλέον καθαρά ότι οι αναταράξεις της χονδρικής θα μετακυληθούν στους λογαριασμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η ΡΑΕ ξεκίνησε μια διαδικασία διαβούλευσης για την αναμόρφωση των συμβολαίων και των λογαριασμών. Μεταξύ των λόγων που ανέφερε η αρχή για αυτή της την απόφαση ήταν και «το έλλειμμα προσήκουσας ενημέρωσης των καταναλωτών, το οποίο εμφαίνεται από τον όγκο παραπόνων, αναφορών και καταγγελιών που έχουν υποβληθεί στη ΡΑΕ».
Η ΡΑΕ εισηγήθηκε νέα πρότυπα λογαριασμών που δόθηκαν στη δημοσιότητα στα τέλη του Δεκεμβρίου. Ωστόσο, η εφαρμογή τους επαφίεται στην αλλαγή του Κώδικα Προμηθείας από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας που μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχει προβεί σε κάποια ανακοίνωση, ενώ δεν απαντήθηκε και το ερώτημα που θέσαμε αν θα προχωρήσει η εισήγηση της ΡΑΕ.
Στη διαβούλευση που προηγήθηκε, πολλοί από τους ενεργειακούς πρωταγωνιστές (ΔΕΗ, Μυτιληναίος, ΗΡΩΝ κ.α.) εξέφρασαν τις διαφωνίες τους με τις προτεινόμενες αλλαγές. Σε απάντηση που μας απέστειλε η εταιρεία Protergia δηλώνει υπέρ μιας βασικής τυποποίησης, αλλά κατά της «απόλυτα εξαντλητικής ομοιομορφίας που κάνει όλους τους προμηθευτές ίδιους». Όπως αναφέρει στην έγγραφη απάντηση εκπρόσωπος της εταιρείας, «η απόλυτη και αυστηρή ομοιομορφία του εντύπου στερεί -κατά την άποψή μας- τη δυνατότητα από τον προμηθευτή να συμβάλει σε ακόμα πιο διευρυμένη διαφάνεια και ενημέρωση του καταναλωτή και για άλλα προϊόντα ή στοιχεία του λογαριασμού και εν τέλει δημιουργεί πρόβλημα, χωρίς -όταν η απόλυτη τυποποίηση γίνεται καθ’ υπερβολή- να προσφέρει κάτι περισσότερο».
Στις απαντήσεις που απέστειλε η Protergia στα ερωτήματά μας, τονίζει ότι μέσα στην «τέλεια καταιγίδα» της αγοράς ενέργειας, η εταιρεία «είχε ως πρώτο μέλημα να μπορεί να διατηρήσει την απρόσκοπτη προμήθεια ρεύματος και φυσικού αερίου στους πελάτες της, χωρίς να δημιουργεί χρέη προς την αγορά και τους διαχειριστές και απορρόφησε μέρος του κόστους, μη μετακυλίοντάς το άμεσα, στο βαθμό του εφικτού, στους πελάτες της». Ωστόσο, υπάρχουν φωνές που θεωρούν ότι το τελευταίο δεν ισχύει.
Στις 25 Οκτωβρίου, μια περίπου εβδομάδα πριν την ολοκλήρωση της διαβούλευσης, η ΡΑΕ διοργάνωσε σε συνεργασία με την Ένωση Καταναλωτών ΕΚΠΟΙΖΩ ημερίδα με θέμα «τιμολόγηση ηλεκτρικής ενέργειας και προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών» -στέλνοντας πιθανώς ένα σήμα για τις προθέσεις της Αρχής.
❞Οι πάροχοι ενέργειας «έχουν μετακυλίσει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό στους καταναλωτές από αυτό που θα ήταν δίκαιο και δεν έχουν αναλάβει και κανένα ρίσκο».
Παναγιώτα Καλαποθαράκου, ΕΚΠΟΙΖΩ
Εκεί, η πρόεδρος του ΕΚΠΟΙΖΩ Παναγιώτα Καλαποθαράκου προέβη σε μια σειρά σημαντικών καταγγελιών για τις πρακτικές που ακολουθούν οι πάροχοι στη λιανική αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος. Στην εισήγησή της έκανε λόγο μεταξύ άλλων για σωρεία καταγγελιών από καταναλωτές που κοντεύουν να ξεπεράσουν οποιοδήποτε άλλο κλάδο της αγοράς και για πρόσφατες αυξήσεις σε τιμολόγια που αγγίζουν το 170%. Από την ομιλία της κ. Καλαποθαράκου παρουσιάζεται μια σειρά πρακτικών, μέσω των οποίων οι καταναλωτές καταλήγουν να είναι έκθετοι σε χρεώσεις και να έχουν ατελή εικόνα των συμβολαίων τα οποία υπογράφουν.
«Θεωρούμε ότι δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός, ότι λίγο ως πολύ εφαρμόζουν τις ίδιες πρακτικές», λέει στο Manifold η κ. Καλαποθαράκου. Η ΕΚΠΟΙΖΩ πραγματοποίησε μυστική έρευνα σε επτά προμηθευτές και σύμφωνα με την πρόεδρο της ένωσης, διαπίστωσε ότι κανείς δεν τηρεί τον Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας και τη νομοθεσία για την προσυμβατική ενημέρωση των καταναλωτών. Τις παρεμφερείς πρακτικές που διαπίστωσαν τις κοινοποίησαν στον πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού προς διερεύνηση, σε συνάντηση που είχαν στα τέλη Οκτωβρίου. Τελικά, στις 20 Δεκεμβρίου η Επιτροπή Ανταγωνισμού ανακοίνωσε ότι εκκινεί έρευνα για τις πρακτικές που ακολουθούνται από τους παρόχους στη λιανική του ηλεκτρικού ρεύματος.
Οι παρατηρήσεις της ΕΚΠΟΙΖΩ εξειδικεύτηκαν και στα φαινόμενα που σημειώθηκαν μέσα στην «τέλεια καταιγίδα» της ενεργειακής κρίσης, επισημαίνοντας ότι το πρόσθετο κόστος που επωμίστηκαν οι καταναλωτές είναι δυσανάλογο των μεταβολών στο Χρηματιστήριο Ενέργειας. «Έχουν μετακυλίσει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό στους καταναλωτές από αυτό που θα ήταν δίκαιο και δεν έχουν αναλάβει και κανένα ρίσκο» συμπληρώνει η κ. Καλαποθαράκου. «Οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να αναλαμβάνουν και επιχειρηματικό ρίσκο, όχι μόνο την κερδοφορία. Αλλά το κύριο πρόβλημα είναι η διαφάνεια. Δεν είναι διαφανής ο τρόπος με τον οποίο έχουν μετακυλίσει αυτές τις χρεώσεις. Εμείς βλέπουμε ότι οι αυξήσεις δεν εδράζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και σε πραγματική βάση. Αυτό που λέμε “ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται” ισχύει και εδώ. Κάποιοι το εκμεταλλεύτηκαν».
Με φόντο το παραπάνω τοπίο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα σημείο μιας ηχηρής παρέμβασης στις αρχές Οκτωβρίου, του Ευάγγελου Μυτιληναίου, επικεφαλής του ομώνυμου Ομίλου, ο οποίος μεταξύ άλλων δήλωσε ότι τα σταθερά τιμολόγια, σύμφωνα με τον ίδιο, «δεν είναι ακόμη στην κουλτούρα του καταναλωτή».
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας έχει επιλέξει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τρόπο που δεν επηρεάζει τους κολοσσούς της αγοράς. Συγκεκριμένα, πέρα από μια παραίνεση που έκανε στους παρόχους σε συνάντηση που είχε μαζί τους και η οποία έπεσε στο κενό, η μόνη κίνηση στην οποία προέβη είναι μια επιδότηση των λογαριασμών από τα δημόσια ταμεία, αρχικά της τάξης των 9 ευρώ ανα μήνα, η οποία σταδιακά αυξήθηκε στα 39, ενώ πιθανή θεωρείται και μια περαιτέρω αύξησή της το προσεχές διάστημα -έστω κι αν αυτή περιοριστεί στους πιο ευάλωτους καταναλωτές.
«Δεν βλέπουμε να υπάρχει βούληση από το αρμόδιο υπουργείο» μας τόνισε η κ. Καλαποθαράκου. «Χρειάζονται τολμηρές μεταρρυθμίσεις. Πρέπει να χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του».
Από την πλευρά της, η Protergia στην απάντησή της χαρακτηρίζει «ισχυρή» την επιδότηση της κυβέρνησης, η οποία έφερε «σημαντική ανακούφιση» στους καταναλωτές. Ωστόσο, η σημαντική αυτή ανακούφιση δεν φαίνεται να κατάφερε να αποτρέψει τις αυξήσεις των λογαριασμών κατά 96% στα νοικοκυριά και 720% στις επιχειρήσεις που εντόπισε η έρευνα του allazorevma.gr.
Δεν είναι μόνο οι οργανώσεις καταναλωτών που έχουν θορυβηθεί από το τοπίο που διαμορφώνεται. «Η απελευθέρωση της αγοράς στη λιανική έχει γίνει με οικτρό, αδιαφανέστατο τρόπο και φοβερή εξαπάτηση των καταναλωτών», σύμφωνα με τον συνιδρυτή και αναλυτή πολιτικής της περιβαλλοντικής οργάνωσης The Green Tank, Νίκο Μάντζαρη. Το συμπέρασμά και του ίδιου από την έρευνα που πραγματοποίησε στις πρακτικές που ακολουθούν οι ιδιώτες πάροχοι στη λιανική -«έχω μιλήσει με όλους», λέει χαρακτηριστικά- είναι ότι η χρήση της διαβόητης ρήτρας αναπροσαρμογής CO2 έχει χρησιμοποιηθεί χωρίς σαφή κριτήρια και χωρίς έγνοια για το δημόσιο συμφέρον.
«Διατηρούν το δικαίωμα να μετακινούν τα γκολπόστ για να μη ζημιωθούν», λέει ο Νίκος Μάντζαρης, ενώ εκφράζει την ανησυχία του για τη μελλοντική πρόοδο της απελευθέρωσης βάσει της μέχρι τώρα εμπειρίας. «Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ασκεί ενεργειακή πολιτική η όποια κυβέρνηση αν έχουμε ένα πλήρως ιδιωτικοποιημένο σύστημα, κρίνοντας από την -κατά τη γνώμη μου πολύ αρνητική- εμπειρία της απελευθέρωσης της λιανικής στην Ελλάδα. Αν ακολουθήσει και η χονδρική θα γίνει Ελντοράντο η κατάσταση και δεν νομίζω ότι θα έχουμε τις ασφαλιστικές δικλείδες για να λειτουργήσει εκείνο που εννοούμε ως “ελεύθερη αγορά”».
Οι τιμές του ρεύματος στην Ελλάδα έχουν πάρει την ανιούσα για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από τη διεθνή ενεργειακή κρίση και όπως όλα δείχνουν, οι παράγοντες που τις ωθούν προς τα πάνω είναι πολλοί: τα κερδοσκοπικά επεισόδια στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, ο χαρακτήρας του target model, τα δομικά προβλήματα και οι στρεβλώσεις του εγχώριου ανταγωνισμού, αλλά και κάποια εγγενή προβλήματα από την ξαφνική πρωτοκαθεδρία του φυσικού αερίου. Σ’ αυτό το περιβάλλον, «το πιο αποτελεσματικό εργαλείο διεθνώς» δείχνει ότι θα δημιουργεί προβλήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα -χωρίς κανείς από τους αρμόδιους να προτίθεται ή να είναι ικανός να το σταματήσει.
Το δημοσίευμα αυτό είναι το πρώτο σε μια σειρά από σχεδιαζόμενα ρεπορτάζ για την ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα. Η έρευνα γίνεται σε συνεργασία και με τη χρηματοδότηση του Source Material (Ηνωμένο Βασίλειο).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου