07 Νοεμβρίου 2025

Ο μεγαλύτερος σύμμαχος του Τραμπ είναι το κόμμα των Δημοκρατικών - Του Chris Hedges*

trump Το Δημοκρατικό Κόμμα αρνείται να καλέσει σε μαζικές κινητοποίησεις και απεργίες - τα μόνα μέσα που μπορούν να ανακόψουν τον αυταρχισμό του Τραμπ | του Κρις Χέτζες

Ο μεγαλύτερος σύμμαχος του Τραμπ είναι το κόμμα των Δημοκρατικών

του Κρις Χέτζες [ενίσχυση μέσω substack εδώ]

Το Δημοκρατικό Κόμμα και οι φιλελεύθεροι σύμμαχοί του αρνούνται να καλέσουν σε μαζική κινητοποίηση και απεργίες -τα μόνα εργαλεία που μπορούν να ανακόψουν τον αναδυόμενο αυταρχισμό του Τραμπ- φοβούμενοι ότι το κύμα θα συμπαρασύρει και τους ίδιους.

Η μόνη ελπίδα να σωθούμε από τον αυταρχισμό του Τραμπ είναι τα μαζικά κινήματα. Πρέπει να οικοδομήσουμε εναλλακτικά κέντρα εξουσίας -συμπεριλαμβανομένων πολιτικών κομμάτων, μέσων ενημέρωσης, συνδικάτων και πανεπιστημίων- που να δίνουν φωνή και δύναμη σε όσους έχουν αποδυναμωθεί από τα δύο κυβερνώντα κόμματα, ιδιαίτερα την εργατική τάξη και τους φτωχούς εργαζομένους.

Πρέπει να πραγματοποιήσουμε απεργίες για να παραλύσουμε και να εμποδίσουμε τις καταχρήσεις του αναδυόμενου αστυνομικού κράτους. Πρέπει να υπερασπιστούμε έναν ριζοσπαστικό σοσιαλισμό, που θα περιλαμβάνει τη μείωση του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων που δαπανάται για τη βιομηχανία του πολέμου και τον τερματισμό του αυτοκτονικού μας εθισμού στα ορυκτά καύσιμα, ανυψώνοντας τη ζωή των Αμερικανών που έχουν εγκαταλειφθεί στα ερείπια της αποβιομηχάνισης, των μειωμένων μισθών, των κατεστραμμένων υποδομών και των εξουθενωτικών προγραμμάτων λιτότητας.

Το Δημοκρατικό Κόμμα και οι φιλελεύθεροι σύμμαχοί του καταγγέλλουν τη συγκέντρωση απόλυτης εξουσίας από τον Λευκό Οίκο του Τραμπ, τις επανειλημμένες συνταγματικές παραβιάσεις, τη χυδαία διαφθορά και τη διαστροφή των ομοσπονδιακών υπηρεσιών -συμπεριλαμβανομένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE)- σε επιθετικούς μηχανισμούς καταδίωξης των αντιπάλων και των διαφωνούντων του Τραμπ.

Προειδοποιούν ότι ο χρόνος τελειώνει. Αλλά, ταυτόχρονα, αρνούνται πεισματικά να καλέσουν σε μαζικές κινητοποιήσεις που θα μπορούσαν να διαταράξουν τη μηχανή του εμπορίου και του κράτους. Αντιμετωπίζουν τη χούφτα των πολιτικών του Δημοκρατικού Κόμματος που μιλούν για κοινωνική ανισότητα και τις καταχρήσεις της τάξης των δισεκατομμυριούχων -όπως ο Μπέρνι Σάντερς και ο Ζόραν Μαμντάνι- σαν λεπρούς. Αγνοούν επιδεικτικά τις ανησυχίες και τις απαιτήσεις των απλών ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Κόμματος, μειώνοντάς τους σε αναλώσιμα διακοσμητικά στα συλλαλητήρια, τις δημόσιες συζητήσεις και τα συνέδρια.

Το Δημοκρατικό Κόμμα και η φιλελεύθερη τάξη τρομοκρατούνται από τα μαζικά κινήματα, φοβούμενοι -και σωστά- ότι και οι ίδιοι θα συμπαρασυρθούν. Αυταπατώνται ότι μπορούν να μας σώσουν από τον δεσποτισμό, προσκολλώμενοι σε μια νεκρή πολιτική φόρμουλα -προωθώντας άψυχους, εταιρικά εξαγορασμένους υποψηφίους όπως την Καμάλα Χάρις ή τη Δημοκρατική υποψήφια και πρώην αξιωματικό του ναυτικού που διεκδικεί τη θέση του κυβερνήτη στο Νιου Τζέρσεϊ, Μίκι Σέριλ. Κρατιούνται από τη μάταιη ελπίδα ότι η αντίθεση στον Τραμπ αρκεί για να καλύψει το κενό που αφήνει η έλλειψη οράματος και η δουλοπρέπειά τους στην τάξη των δισεκατομμυριούχων.

Δημοσκόπηση της Washington Post-ABC News/Ipsos, που συνοψίστηκε υπό τον τίτλο «Οι ψηφοφόροι γενικά αποδοκιμάζουν τον Τραμπ αλλά παραμένουν διχασμένοι για τις ενδιάμεσες εκλογές», διαπίστωσε ότι το 68% των ερωτηθέντων πιστεύει πως οι Δημοκρατικοί είναι εκτός επαφής με τους ψηφοφόρους- ενώ το 63% πιστεύει το ίδιο για τον Τραμπ.

«Ένα χρόνο πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αρνητικές εντυπώσεις για την απόδοση του Τραμπ έχουν ωφελήσει το Δημοκρατικό Κόμμα», γράφει η Washington Post, «με τους ψηφοφόρους να είναι σχεδόν ισομερώς μοιρασμένοι μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών».

Η φιλελεύθερη τάξη σε μια καπιταλιστική δημοκρατία έχει σχεδιαστεί για να λειτουργεί ως βαλβίδα ασφαλείας. Επιτρέπει σταδιακές μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν αμφισβητεί ποτέ τα θεμέλια της εξουσίας. Το αντάλλαγμα είναι ότι λειτουργεί ως «μοχλός επίθεσης» για να απονομιμοποιήσει τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα. Γι’ αυτό είναι ένα χρήσιμο εργαλείο: δίνει στο σύστημα νομιμότητα και διατηρεί ζωντανή την ψευδαίσθηση ότι η μεταρρύθμιση είναι εφικτή.

Οι ολιγάρχες και οι εταιρείες, τρομοκρατημένοι από τη μαζική κινητοποίηση της αριστεράς τη δεκαετία του ’60 και του ’70 -αυτό που ο πολιτικός επιστήμονας Σάμιουελ Π. Χάντινγκτον αποκάλεσε «υπερβολική δημοκρατία»- έθεσαν στόχο να οικοδομήσουν αντι-θεσμούς για να απονομιμοποιήσουν και να περιθωριοποιήσουν τους επικριτές του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Αγόρασαν τη νομιμοφροσύνη των δύο κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων. Επέβαλαν την υπακοή στον νεοφιλελευθερισμό μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα, στις κρατικές υπηρεσίες και στον Τύπο. Εξουδετέρωσαν τη φιλελεύθερη τάξη και συνέτριψαν τα λαϊκά κινήματα. Εξαπέλυσαν το FBI εναντίον των αντιπολεμικών διαδηλωτών, του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, των Μαύρων Πανθήρων, του Αμερικανικού Ινδιάνικου Κινήματος, των Young Lords και άλλων ομάδων που ενδυνάμωναν τους αδύναμους. Διέλυσαν τα συνδικάτα, αφήνοντας το 90% του εργατικού δυναμικού χωρίς προστασία.

Οι επικριτές του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Ραλφ Νέιντερ, μπήκαν στη μαύρη λίστα. Η εκστρατεία αυτή, που περιγράφηκε στο υπόμνημα του Λιούις Φ. Πάουελ Τζούνιορ το 1971 με τίτλο «Επίθεση στο Αμερικανικό Σύστημα Ελεύθερης Επιχειρηματικότητας», έθεσε σε κίνηση το σταδιακό εταιρικό πραξικόπημα που, πέντε δεκαετίες αργότερα, έχει ολοκληρωθεί.

Οι διαφορές μεταξύ των δύο κομμάτων εξουσίας σε ουσιαστικά ζητήματα -όπως ο πόλεμος, οι φοροαπαλλαγές, οι εμπορικές συμφωνίες και η λιτότητα- έγιναν αμελητέες. Η πολιτική περιορίστηκε σε θεατρινισμούς: διαγωνισμούς δημοτικότητας μεταξύ κατασκευασμένων προσωπικοτήτων και πικρόχολες μάχες γύρω από πολιτισμικά ζητήματα. Οι εργαζόμενοι έχασαν τις προστασίες τους. Οι μισθοί σταμάτησαν να αυξάνονται. Τα χρέη εκτοξεύθηκαν. Τα συνταγματικά δικαιώματα ανακλήθηκαν με δικαστικά διατάγματα. Το Πεντάγωνο κατανάλωνε το μισό από τον προϋπολογισμό των προαιρετικών δαπανών.

Η φιλελεύθερη τάξη, αντί να αντισταθεί στην επίθεση, υποχώρησε στον «μπουτίκ ακτιβισμό» της πολιτικής ορθότητας. Αγνόησε τον άγριο ταξικό πόλεμο που οδήγησε, υπό τη Δημοκρατική διοίκηση του Μπιλ Κλίντον, περίπου ένα εκατομμύριο εργαζόμενους στην ανεργία λόγω των μαζικών απολύσεων που συνδέονταν με τη NAFTA, επιπλέον των 32 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας που χάθηκαν εξαιτίας της αποβιομηχάνισης τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Αγνόησε την καθολική κρατική επιτήρηση που παραβίαζε κατάφωρα την Τέταρτη Τροπολογία. Αγνόησε τις απαγωγές και τα βασανιστήρια -τις «έκτακτες αποδόσεις»- και τις φυλακίσεις υπόπτων τρομοκρατίας σε μυστικά κέντρα, καθώς και τις δολοφονίες, ακόμη και Αμερικανών πολιτών. Αγνόησε τα προγράμματα λιτότητας που κατέστρεψαν τις κοινωνικές υπηρεσίες. Αγνόησε την κοινωνική ανισότητα, που έφτασε στα πιο ακραία επίπεδα των τελευταίων 200 ετών, ξεπερνώντας την αρπακτική απληστία των μεγιστάνων της ληστρικής εποχής.

Ο νόμος του Κλίντον για τη μεταρρύθμιση της πρόνοιας, που υπογράφηκε στις 22 Αυγούστου 1996, πέταξε έξι εκατομμύρια ανθρώπους — πολλούς από αυτούς μονογονεϊκές μητέρες — εκτός κοινωνικής πρόνοιας μέσα σε τέσσερα χρόνια. Τους άφησε στους δρόμους, χωρίς παιδική μέριμνα, επιδόματα ενοικίου ή ασφάλιση Medicaid. Οι οικογένειες βυθίστηκαν στην κρίση, παλεύοντας να επιβιώσουν με πολλαπλές δουλειές που πλήρωναν 6 ή 7 δολάρια την ώρα- λιγότερα από 15.000 δολάρια τον χρόνο. Και αυτοί ήταν οι τυχεροί. Σε ορισμένες πολιτείες, οι μισοί από όσους κόπηκαν από τα επιδόματα δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά. Ο Κλίντον μείωσε επίσης το Medicare κατά 115 δισεκατομμύρια δολάρια σε πέντε χρόνια και έκοψε 14 δισεκατομμύρια από το Medicaid. Το υπερφορτωμένο σωφρονιστικό σύστημα απορρόφησε το κύμα των φτωχών και των εγκαταλειμμένων ψυχικά ασθενών.

Τα μέσα ενημέρωσης, ιδιοκτησίας εταιρειών και ολιγαρχών, διαβεβαίωναν το κοινό ότι ήταν λογικό να εμπιστεύεται τις αποταμιεύσεις του σε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που διοικούνταν από κερδοσκόπους και απατεώνες. Στην κατάρρευση του 2008, οι αποταμιεύσεις εξαϋλώθηκαν. Κι ύστερα, αυτά τα μέσα -εξαρτημένα από διαφημιστές και εταιρικούς χορηγούς- εξαφάνισαν από το δημόσιο βλέμμα εκείνους των οποίων η δυστυχία, η φτώχεια και η οργή θα έπρεπε να είναι το κεντρικό αντικείμενο της δημοσιογραφίας.

Ο Μπαράκ Ομπάμα, που συγκέντρωσε πάνω από 745 εκατομμύρια δολάρια -τα περισσότερα από εταιρικά κεφάλαια- για την προεδρική του εκστρατεία, διευκόλυνε τη λεηλασία του αμερικανικού δημοσίου από τις εταιρείες και τις μεγάλες τράπεζες μετά την κρίση του 2008. Γύρισε την πλάτη σε εκατομμύρια Αμερικανούς που έχασαν τα σπίτια τους λόγω κατασχέσεων. Επέκτεινε τους πολέμους που ξεκίνησε ο προκάτοχός του, Τζορτζ Μπους ο νεότερος. Σκότωσε τη δημόσια επιλογή- την καθολική υγειονομική περίθαλψη- και ανάγκασε το κοινό να αγοράσει το ελαττωματικό, κερδοσκοπικό ObamaCare -το «Νόμο για Προσιτή Φροντίδα»- ένα δώρο για τις φαρμακευτικές και τις ασφαλιστικές βιομηχανίες.

Αν το Δημοκρατικό Κόμμα αγωνιζόταν πραγματικά για την υπεράσπιση της καθολικής υγειονομικής περίθαλψης κατά τη διάρκεια της διακοπής λειτουργίας της κυβέρνησης, αντί να υπερασπίζεται το ημίμετρο της συγκράτησης των αυξήσεων στα ασφάλιστρα του ObamaCare, εκατομμύρια άνθρωποι θα κατέβαιναν στους δρόμους.

Το Δημοκρατικό Κόμμα πετά ψίχουλα στους δουλοπάροικους. Αυτοεπιχαίρεται επειδή επιτρέπει στους άνεργους να κρατούν τα άνεργα παιδιά τους στα κερδοσκοπικά ασφαλιστικά προγράμματα. Περνά νομοσχέδια για τη δημιουργία θέσεων εργασίας που στην πράξη δίνουν φοροαπαλλαγές στις εταιρείες, ενώ η πραγματική ανεργία -αν υπολογιστούν όσοι εργάζονται μερικώς ή κάτω από τις δυνατότητές τους- αγγίζει το 20%. Υποχρεώνει τους φορολογούμενους, ένας στους οκτώ από τους οποίους εξαρτάται από κουπόνια τροφίμων για να φάει, να πληρώνουν τρισεκατομμύρια για τα εγκλήματα της Wall Street και τους ατελείωτους πολέμους, συμπεριλαμβανομένης της γενοκτονίας στη Γάζα.

Η εκπαραθύρωση της φιλελεύθερης τάξης την έχει μετατρέψει σε αυλικούς που ψελλίζουν κενές κοινοτοπίες. Η βαλβίδα ασφαλείας έχει σφραγιστεί. Η επίθεση στην εργατική τάξη και τους φτωχούς επιταχύνεται. Και μαζί της, η δίκαιη οργή.

Αυτή η οργή μας έδωσε τον Τραμπ.

Ο ιστορικός Φριτς Στερν, πρόσφυγας από τη ναζιστική Γερμανία, έγραψε ότι ο φασισμός είναι το νόθο παιδί ενός χρεοκοπημένου φιλελευθερισμού. Είδε στην πνευματική και πολιτική μας αποξένωση -εκφρασμένη μέσα από το μίσος της κουλτούρας, το ρατσισμό, την ισλαμοφοβία, την ομοφοβία, τη δαιμονοποίηση των μεταναστών, τη μισογυνία και την απελπισία- τους σπόρους ενός αμερικανικού φασισμού.

«Επιτέθηκαν στον φιλελευθερισμό», έγραψε ο Στερν για τους υποστηρικτές των Γερμανών φασιστών στο βιβλίο του Η Πολιτική της Πολιτισμικής Απόγνωσης, «επειδή τους φαινόταν η βασική προϋπόθεση της σύγχρονης κοινωνίας. ‘Ολα όσα φοβούνταν φαινόταν να πηγάζουν από αυτόν: η αστική ζωή, ο καπιταλισμός της αγοράς, ο υλισμός, το κοινοβούλιο και τα κόμματα, η έλλειψη πολιτικής ηγεσίας. Ακόμη περισσότερο, διαισθάνονταν στον φιλελευθερισμό την πηγή όλων των εσωτερικών τους βασάνων. Ήταν μια αγανάκτηση της μοναξιάς- η μόνη τους επιθυμία ήταν για μια νέα πίστη, μια νέα κοινότητα πιστών, έναν κόσμο με σταθερές αξίες και χωρίς αμφιβολίες, μια νέα εθνική θρησκεία που θα έδενε όλους τους Γερμανούς μεταξύ τους. Όλα αυτά, ο φιλελευθερισμός τα αρνιόταν. Γι’ αυτό τον μισούσαν, τον κατηγορούσαν ότι τους έκανε απόβλητους, ότι τους ξερίζωσε από το φαντασιακό τους παρελθόν και την πίστη τους.»

Ο Ρίτσαρντ Ρόρτι, στο τελευταίο του βιβλίο το 1999, Achieving Our Country, επίσης ήξερε πού κατευθυνόμαστε. Γράφει:

«Τα μέλη των εργατικών συνδικάτων και οι ανειδίκευτοι, ανοργάνωτοι εργάτες θα συνειδητοποιήσουν αργά ή γρήγορα ότι η κυβέρνησή τους δεν προσπαθεί καν να αποτρέψει τη μείωση των μισθών ή την εξαγωγή των θέσεων εργασίας στο εξωτερικό. Την ίδια περίπου στιγμή οι υπάλληλοι της μεσαίας τάξης που ζουν στα προάστια -που και οι ίδιοι ζουν με τον διαρκή φόβο της απόλυσης- δεν πρόκειται να επιτρέψουν να φορολογηθούν για να παρέχουν κοινωνικά επιδόματα σε κανέναν άλλον.

Τότε κάτι θα σπάσει. Το εκλογικό σώμα εκτός προαστίων θα αποφασίσει ότι το σύστημα έχει αποτύχει και θα αρχίσει να αναζητά έναν «ισχυρό άνδρα» για να ψηφίσει — κάποιον που θα τους διαβεβαιώσει ότι, μόλις εκλεγεί, οι αυτάρεσκοι γραφειοκράτες, οι πανούργοι δικηγόροι, οι υπερπληρωμένοι πωλητές ομολόγων και οι μεταμοντέρνοι καθηγητές δεν θα είναι πια αυτοί που θα καθορίζουν τα πράγματα. Ένα σενάριο σαν εκείνο του μυθιστορήματος του Σίνκλερ Λιούις, It Can’t Happen Here, μπορεί τότε να ξεδιπλωθεί. Γιατί, μόλις ένας ισχυρός άνδρας αναλάβει την εξουσία, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί. Το 1932, οι περισσότερες προβλέψεις για το τι θα συνέβαινε αν ο Χίντενμπουργκ όριζε τον Χίτλερ καγκελάριο ήταν εξωφρενικά αισιόδοξες.

Ένα πράγμα που είναι πολύ πιθανό να συμβεί είναι ότι τα κεκτημένα των τελευταίων σαράντα χρόνων για τους μαύρους και τους ισπανόφωνους Αμερικανούς, καθώς και για τους ομοφυλόφιλους, θα εξαλειφθούν. Ο χλευαστικός περιφρονητικός λόγος για τις γυναίκες θα ξαναγίνει της μόδας. Οι λέξεις nigger και kike θα ακουστούν ξανά στους χώρους εργασίας. Όλη η σκληρότητα που η ακαδημαϊκή Αριστερά είχε προσπαθήσει να καταστήσει απαράδεκτη για τους φοιτητές της θα επιστρέψει. Όλη η αγανάκτηση που νιώθουν οι κακώς μορφωμένοι Αμερικανοί, επειδή οι απόφοιτοι κολεγίων τους υπαγορεύουν τους τρόπους τους, θα βρει διέξοδο».

Τα δημοκρατικά εργαλεία για αλλαγή -η υποψηφιότητα για αξίωμα, οι εκστρατείες, η ψήφος, η άσκηση πίεσης και οι καταγγελίες- δεν λειτουργούν πια. Οι εταιρικές δυνάμεις και οι ολιγάρχες έχουν καταλάβει τον έλεγχο των πολιτικών, εκπαιδευτικών, μιντιακών και οικονομικών μας συστημάτων. Δεν μπορούν να εκδιωχθούν εκ των έσω.

 * Ο Chris Hedges είναι Αμερικανός βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος, πολεμικός ανταποκριτής για πολλά χρόνια στη Μέση Ανατολή. Σήμερα αρθρογραφεί με την εβδομαδιαία στήλη The Chris Hedges Report στο Scheerpost και φιλοξενεί το πρόγραμμα του στο YouTube.

ΠΗΓΗ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου