Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν αποτελεί δείκτη σύγκλισης εισοδημάτων και βιοτικού επιπέδου με την Ευρώπη
Το 2019, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε στο 66% του μέσου όρου της Ευρώπης και ξεπερνούσε μόνο την Βουλγαρία (55%)
Σάββας Γ. Ρομπόλης - Βασίλειος Μπέτσης
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σωρευτικά την περίοδο 2019 – 2024 αυξήθηκε κατά 11,2%, ενώ στην Ευρώπη αντίστοιχα, η μέση σωρευτική αύξηση ήταν 4,1% (Διάγραμμα 1).

Όμως μεθοδολογικά είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η διαχρονική εξέλιξη ενός δείκτη, όπως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, επηρεάζεται από το μέγεθος του πληθυσμού. Η Ελλάδα, κατά το ίδιο (2019-2024) χρονικό διάστημα παρουσίασε μία σωρευτική μείωση του πληθυσμού κατά 3%, από 10.724.599 κατοίκους στις αρχές του 2019 σε 10.400.720 το 2024. Αυτό σημαίνει ότι η σωρευτική αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 11,2% οφείλεται κατά περίπου 20% στην μείωση του πληθυσμού. Αντίθετα, ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσίασε οριακή, κατά την ίδια περίοδο 2019-2024, αύξηση κατά 0,7% (Πίνακας 1).

Έτσι, το μεθοδολογικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η παρουσίαση της διαχρονικής εξέλιξης των δεικτών, όπως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και η συγκριτική τους ανάλυση, προϋποθέτει την διερεύνηση της διαχρονικής εξέλιξης των μεταβολών του πληθυσμού και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διαχρονική σύγκριση αφού επηρεάζεται από την μεταβολή του πληθυσμού. Γεγονός, που επισημαίνεται και από την UNECE (United Nations Economic Commission for Europe, 2009, “Making Data Meaningful”) η οποία τονίζει ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα πρέπει να προσεγγίζεται για ένα συγκεκριμένο έτος και μεταξύ άλλων χωρών ή ενός μέσου όρου άλλων χωρών. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι η θέση της Ελλάδας σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης επιδεινώθηκε την 10-ετία 2015-2024 παρόλο που την περίοδο 2019-2024 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρώπης από το 66% στο 70%. Συγκεκριμένα, το 2015, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν στο 69% του μέσου όρου της Ευρώπης και ξεπερνούσε 4 χώρες (Βουλγαρία 49%, Κροατία 61%, Λετονία 62% και Ρουμανία 56%).
Το 2019, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε στο 66% του μέσου όρου της Ευρώπης και ξεπερνούσε μόνο την Βουλγαρία (55%) και είχε το ίδιο με την Λετονία (66%). Μέχρι το 2024, η Λετονία ξεπέρασε την Ελλάδα φτάνοντας στο 71% του μέσου όρου παρόλο που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε στο 70% του μέσου όρου της Ευρώπης, ξεπερνώντας μόνο την Βουλγαρία (66%). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Eurostat, διατηρεί στη βάση της και στοιχεία άλλων χωρών όπως τη Τουρκία η οποία το 2019 ήταν στο 59% του μέσου όρου της Ευρώπης και το 2024 ήταν στο 71% ξεπερνώντας την Ελλάδα (70%). Ένας δείκτης που μας αποκαλύπτει ότι η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με το μέσο επίπεδο της Ευρώπης την περίοδο 2019-2024, δεν σημαίνει αυτόματα και την βελτίωση της ευημερίας των πολιτών, είναι το μερίδιο της εργασίας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) (Διάγραμμα 2).

Το μερίδιο της εργασίας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) είναι το συνολικό εισόδημα των εργαζομένων, εκφρασμένο ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο αποτελεί μέτρο της συνολικής παραγωγής. Παρέχει πληροφορίες σχετικά με το σχετικό μερίδιο της παραγωγής που καταβάλλεται ως εισόδημα στους εργαζομένους σε σύγκριση με το μερίδιο που καταβάλλεται στο κεφάλαιο στη διαδικασία παραγωγής για μια δεδομένη περίοδο αναφοράς. Η αποζημίωση εργαζομένων ορίζεται ως η συνολική αμοιβή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται από έναν εργοδότη σε έναν εργαζόμενο σε αντάλλαγμα για την εργασία που παρείχε ο τελευταίος κατά τη διάρκεια μιας λογιστικής περιόδου. Αποτελείται από δύο βασικά στοιχεία. Η πρώτη συνιστώσα είναι οι μισθοί και τα ημερομίσθια τόσο σε χρήμα, όσο και σε είδος και η δεύτερη είναι οι εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές.
Μερικά παραδείγματα συναλλαγών που περιλαμβάνονται σε μισθούς και ημερομίσθια είναι οι βασικοί μισθοί και τα ημερομίσθια που καταβάλλονται στους εργαζόμενους σε τακτά χρονικά διαστήματα, ενισχυμένες πληρωμές, όπως υπερωρίες, νυχτερινή εργασία, εργασία το Σαββατοκύριακο. Περιλαμβάνουν επιδόματα, αποδοχές αδείας για επίσημες αργίες και ετήσια άδεια.
Από το Διάγραμμα 2, παρατηρούμε ότι παρόλο που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ την περίοδο 2019-2024 αυξήθηκε με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,2% (11,2% σωρευτική αύξηση την περίοδο 2019-2024), την ίδια χρονική περίοδο, το μερίδιο εργασίας μειώθηκε από το 36,8% του ΑΕΠ στο 35% αποδεικνύοντας ότι η οικονομική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε δεν μεταφράστηκε σε βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης και ευημερίας των εργαζομένων. Επίσης, από τα στοιχεία του Διαγράμματος 2, παρατηρούμε ότι το μερίδιο εργασίας επί του ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2024 ήταν στο 35% όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης ήταν στο 47,9%. Το γεγονός αυτό αναδεικνύεται και από έναν άλλο χαρακτηριστικό δείκτη της Eurostat ο οποίος συμπεριλαμβάνεται στην ευρύτερη κατηγορία με τίτλο «εισοδηματική κατάσταση και κίνδυνος φτώχειας» και δείχνει την δυσχέρεια της καθημερινότητας των πολιτών που είναι το ποσοστό του πληθυσμού το οποίο παρουσιάζει καθυστέρηση πληρωμών σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια, λογαριασμούς κ.α. (Διάγραμμα 3).

Από τα στοιχεία του Διαγράμματος 3, παρατηρούμε ότι ο συγκεκριμένος δείκτης από το 2021 έως το 2024, παρουσίασε μια σημαντική αύξηση από το 36,4% στο 42,8%, αναδεικνύοντας την αύξηση της οικονομικής δυσχέρειας των πολιτών, παρόλο που σε αυτό το διάστημα παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ όπως προαναφέρθηκε. Επίσης, η μη ικανοποιητική ανταποδοτικότητα του μεριδίου της ανάπτυξης στην εργασία φαίνεται και από το ποσοστό του μέσου επιπέδου του μισθών σε σύγκριση με το μέσο επίπεδο των μισθών στην Ευρώπη (Διάγραμμα 4).

Στο Διάγραμμα 4, παρατηρούμε ότι το μέσο επίπεδο μισθών στην Ελλάδα από το 75% το 2019 μειώθηκε στο 72,7% το 2024. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο οι πολίτες εκφράζουν τόσο το αίσθημα φτώχειας και οικονομικής δυσχέρειας στον δείκτη ικανοποίησης από την ζωή (Διάγραμμα 5), όσο και στον δείκτη της υποκειμενικής φτώχειας (Διάγραμμα 6).


Στα Διαγράμματα 5 και 6, παρατηρούμε ότι η Ελλάδα το 2024 έχει τον υψηλότερο δείκτη υποκειμενικής φτώχειας στην Ευρώπη με 67%, με την επόμενη χώρα να είναι η Βουλγαρία με μόλις 37%. Σχετικά με τον δείκτη ικανοποίησης από την ζωή (life satisfaction) η Ελλάδα είναι στην προτελευταία θέση με δείκτη ικανοποίησης από τη ζωή μόλις 6,9 μαζί με την Λετονία και τελευταία την Βουλγαρία με δείκτη ικανοποίησης από την ζωή 5,9, με τον μέσο όρο της Ευρώπης να είναι στο 7,3.
Τούτων δοθέντων αναδεικνύεται, με τον πιο τεκμηριωμένο τρόπο, αυτό το οποίο επιβεβαιώνεται και από την διεθνή έρευνα και βιβλιογραφία, ότι το ΑΕΠ και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μπορεί να αποτελούν έναν δείκτη για την οικονομική δραστηριότητα και τη παραγωγική δυνατότητα μίας χώρας. Όμως, δεν μπορεί να αποτελούν, ούτε να προβάλλονται από τους φορείς άσκησης της κοινωνικο-οικονομικής πολιτικής, ως ένας δείκτης οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας αφού μεθοδολογικά δεν λαμβάνουν υπόψη τους μεταβλητές, όπως την οικονομική ανισότητα, κ.α.
ΠΗΓΗ: Οικονομικός Ταχυδρόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου