Το επερχόμενο οικονομικό κραχ της Αμερικής
Θα προκαλέσει η εξάρτηση της Ουάσιγκτον από το χρέος την επόμενη παγκόσμια κρίση;
Στο τελευταίο τεύχος του θεωρούμενου ‘έγκριτου’ περιοδικού “Foreign Affairs” δημοσιεύτηκε ένα σημαντικό άρθρο του γνωστού καθηγητή Kenneth Rogoff. Αν και αποφεύγει τις κατηγορηματικές προβλέψεις, ο καθηγητής Rogoff ουσιαστικά προειδοποιεί για μια σοβαρή επερχόμενη κρίση χρέους στις ΗΠΑ, η οποία κινδυνεύει να κατακρημνίσει τις ΗΠΑ και το δολάριο από την κυρίαρχη παγκόσμια θέση που καταλαμβάνουν αυτή της στιγμή.
Ο καθηγητής Rogoff εξετάζει στο άρθρο του μια σειρά από εργαλεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ουσιαστικά για την αθέτηση του χρέους, καθώς αυτό πλέον δεν είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί. Είναι αλήθεια ότι ο Rogoff εξετάζει και την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή οι ΗΠΑ θε επιτύχουν τέτοια δραματική ανάπτυξη κατά τα επόμενα έτη ώστε να μπορέσουν να αποπληρώσουν το χρέος, αλλά είναι φανερό ότι δίνει πολύ μικρές πιθανότητες σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Οι μηχανισμοί αθέτησης του χρέους όπως είναι η έκρηξη του πληθωρισμού, τα μέτρα χρηματοπιστωτικής καταστολής, η δυσβάσταχτη λιτότητα ή και η απευθείας χρεοκοπία (μάλλον μερική) είναι δυνατόν να δημιουργήσουν σοβαρά μελλοντικά προβλήματα στις ΗΠΑ και κυρίως στο δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Ο καθηγητής Rogoff σκιαγραφεί μια σειρά από τέτοια προβλήματα που είναι εγγενή σε κάθε μηχανισμό αθέτησης του χρέους. Το άρθρο καταλήγει με νότες απαισιοδοξίας, καθώς θεωρεί αυξημένο τον κίνδυνο, μετά από τέτοιες εξελίξεις, οι ΗΠΑ να χάσουν την πρωτεύουσα θέση τους στο παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό σύστημα.
Μια σοβαρή έλλειψη του άρθρου είναι η αγνόηση της όξυνσης της επιθετικότητας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού καθώς επιδιώκει να αποκτήσει νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές που θα μπορούσαν να δώσουν διέξοδο στην κρίση χρέους—ουσιαστικά στην γενικευμένη κρίση του καπιταλισμού—και να δώσουν ένα φιλί ζωής που θα παρατείνει την δεσπόζουσα θέση των ΗΠΑ στον κόσμο. Η προσπάθεια διάλυσης και βαλκανιοποίησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας εντάσσεται σε αυτήν ακριβώς την απόπειρα ‘διεξόδου’ όπως το ίδιο συμβαίνει και με την επιχειρούμενη αυτές τις μέρες επίθεση για την κατάληψη των πετρελαίων της Βενεζουέλας.
Ακολουθεί η ακριβής μετάφραση του άρθρου του Kenneth Rogoff. Οι φωτογραφίες και οι παραπομπές είναι όλες από το άρθρο.
***
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του τελευταίου τετάρτου του αιώνα, ο υπόλοιπος κόσμος παρακολουθεί με θαυμασμό την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να λύνουν τα προβλήματά τους μέσω του δανεισμού. Ξανά και ξανά, τόσο υπό τις δημοκρατικές όσο και υπό τις ρεπουμπλικανικές ηγεσίες, η κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει το δημόσιο χρέος πιο έντονα από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη χώρα για να αντιμετωπίζει πολέμους, παγκόσμιες υφέσεις, πανδημίες και χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Ακόμη και όταν το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ανέβαινε ραγδαία από το ένα ορόσημο στο άλλο—το καθαρό χρέος πλησιάζει πλέον το 100% του εθνικού εισοδήματος—οι πιστωτές στο εσωτερικό και στο εξωτερικό δεν έδειχναν σημάδια κόπωσης από την χρηματοδότηση του χρέους. Για χρόνια μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, τα επιτόκια των ομολόγων του Δημοσίου ήταν εξαιρετικά χαμηλά και πολλοί οικονομολόγοι πίστευαν ότι θα παρέμεναν έτσι για πολύ καιρό. Έτσι, η συνεχής ανάληψη ελλειμμάτων από την κυβέρνηση—νέα δανειοδότηση—φαινόταν πραγματικά σαν ένα δωρεάν γεύμα. Ακόμα και όταν τα επίπεδα χρέους-προς-εισόδημα αυξάνονταν ραγδαία μετά από κάθε κρίση, δεν υπήρχε εμφανής ανάγκη να γίνουν αποταμιεύσεις για την επόμενη. Δεδομένης της φήμης του δολαρίου ως του κορυφαίου ασφαλούς και ρευστού περιουσιακού στοιχείου στον κόσμο, οι επενδυτές της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων θα ήταν πάντα πρόθυμοι να απορροφήσουν άλλον ένα τεράστιο όγκο χρέους σε δολάρια, ειδικά σε μια κατάσταση κρίσης όπου η αβεβαιότητα είναι υψηλή και τα ασφαλή περιουσιακά στοιχεία είναι σπάνια.
Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών έχουν θέσει υπό σοβαρή αμφισβήτηση αυτές τις παραδοχές. Κατ’ αρχάς, οι αγορές ομολόγων έχουν γίνει πολύ λιγότερο υποχωρητικές και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια έχουν αυξηθεί απότομα για τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου με διάρκεια δέκα και τριάντα ετών. Για έναν μεγάλο οφειλέτη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες—το ακαθάριστο χρέος των ΗΠΑ ανέρχεται σήμερα σε σχεδόν 37 τρισεκατομμύρια δολάρια, περίπου όσο το χρέος όλων των άλλων μεγάλων ανεπτυγμένων οικονομιών μαζί—αυτά τα υψηλότερα επιτόκια μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές ζημίες. Όταν το μέσο επιτόκιο που καταβάλλεται αυξάνεται κατά ένα τοις εκατό, αυτό μεταφράζεται σε 370 δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον σε ετήσιες πληρωμές τόκων που πρέπει να καταβάλει η κυβέρνηση. Κατά το οικονομικό έτος 2024, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξόδεψαν 850 δισεκατομμύρια δολάρια για την άμυνα—περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα—αλλά ξόδεψαν ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσό, 880 δισεκατομμύρια δολάρια, για πληρωμές τόκων. Τον Μάιο του 2025, όλες οι μεγάλες εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας υποβάθμισαν το χρέος των ΗΠΑ, και υπάρχει μια αυξανόμενη αντίληψη μεταξύ των τραπεζών και των ξένων κυβερνήσεων που κατέχουν τρισεκατομμύρια δολάρια σε χρέος των ΗΠΑ ότι η δημοσιονομική πολιτική της χώρας ενδέχεται να ξεφεύγει από τον έλεγχο. Η όλο και λιγότερο πιθανή προοπτική ότι τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού της δεκαετίας του 2010 θα επιστρέψουν σύντομα έχει κάνει την κατάσταση ακόμη πιο επικίνδυνη.
Δεν υπάρχει μαγική λύση. Οι προσπάθειες του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να αποδώσει την ευθύνη για τα υψηλά επιτόκια στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είναι βαθιά παραπλανητικές. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα ελέγχει το επιτόκιο δανεισμού μιας ημέρας, αλλά τα μακροπρόθεσμα επιτόκια καθορίζονται από τις τεράστιες παγκόσμιες αγορές. Εάν η Fed ορίσει το επιτόκιο μιας ημέρας σε πολύ χαμηλό επίπεδο και οι αγορές αναμένουν αύξηση του πληθωρισμού, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια θα αυξηθούν επίσης. Σε τελική ανάλυση, ο απροσδόκητα υψηλός πληθωρισμός αποτελεί ουσιαστικά μια μορφή μερικής αθέτησης υποχρεώσεων, καθώς οι επενδυτές αποπληρώνονται σε δολάρια των οποίων η αγοραστική δύναμη έχει υποτιμηθεί. Εάν αναμένουν υψηλό πληθωρισμό, φυσικά θα απαιτήσουν υψηλότερη απόδοση για να αντισταθμίσουν την απώλεια. Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους οι κυβερνήσεις έχουν μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα είναι ακριβώς για να διαβεβαιώσουν τους επενδυτές ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υπό έλεγχο και, ως εκ τούτου, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά. Εάν η κυβέρνηση Τραμπ (ή οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση) προχωρήσει σε ενέργειες που υπονομεύουν την ανεξαρτησία της Fed, αυτό θα οδηγήσει τελικά σε αύξηση του κόστους δανεισμού της κυβέρνησης, και όχι σε μείωσή του.
Ο σκεπτικισμός σχετικά με την ασφάλεια της διακράτησης ομολόγων του Υπουργείου Οικονομικών έχει οδηγήσει σε σχετιζόμενες αμφιβολίες για το δολάριο ΗΠΑ. Για δεκαετίες, η θέση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος έχει προσφέρει χαμηλότερα επιτόκια στα δάνεια των ΗΠΑ, μειώνοντάς τα κατά περίπου μισό έως ένα τοις εκατό. Ωστόσο, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναλαμβάνουν τόσο εξαιρετικά υψηλά επίπεδα χρέους, το δολάριο δεν φαίνεται πλέον απρόσβλητο, ιδίως εν μέσω άλλων αβεβαιοτήτων σχετικά με την πολιτική των ΗΠΑ. Βραχυπρόθεσμα, οι κεντρικές τράπεζες και οι ξένοι επενδυτές σε παγκόσμιο επίπεδο ενδέχεται να αποφασίσουν να περιορίσουν τα συνολικά τους αποθέματα σε δολάρια ΗΠΑ. Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, το δολάριο ενδέχεται να χάσει μερίδιο αγοράς από το κινεζικό γουάν, το ευρώ, ακόμη και από τα κρυπτονομίσματα. Σε κάθε περίπτωση, η ξένη ζήτηση για αμερικανικό χρέος θα συρρικνωθεί, ασκώντας περαιτέρω ανοδική πίεση στα επιτόκια των ΗΠΑ και καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη την έξοδο από τον λάκκο του χρέους.
Ήδη, η κυβέρνηση Τραμπ έχει υπονοήσει ότι θα λάβει πιο δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων πληρωμών χρέους, σε περίπτωση που η απόκτηση του ελέγχου της Fed δεν είναι αρκετή. Η λεγόμενη Συμφωνία Mar-a-Lago, μια στρατηγική που προτάθηκε τον Νοέμβριο του 2024 από τον Stephen Miran, νυν επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Τραμπ, προτείνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αθετήσουν επιλεκτικά τις πληρωμές τους προς τις ξένες κεντρικές τράπεζες και τα υπουργεία οικονομικών που κατέχουν τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Ανεξάρτητα από το αν η πρόταση αυτή πάρθηκε ποτέ σοβαρά υπόψη, η ίδια η ύπαρξή της έχει ταράξει τους παγκόσμιους επενδυτές και δεν είναι πιθανό να ξεχαστεί. Μια ρήτρα που προτάθηκε για το πελώριο νομοσχέδιο περί φόρων και δαπανών που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο των ΗΠΑ τον Ιούλιο θα έδινε στον πρόεδρο τη διακριτική ευχέρεια να επιβάλει φόρο 20% σε επιλεγμένους ξένους επενδυτές. Αν και η διάταξη αυτή αφαιρέθηκε από το τελικό νομοσχέδιο, αποτελεί προειδοποίηση για το τι μπορεί να συμβεί αν η κυβέρνηση των ΗΠΑ βρεθεί υπό δημοσιονομική πίεση.
Με τα μακροπρόθεσμα επιτόκια να αυξάνονται απότομα, το δημόσιο χρέος να πλησιάζει το υψηλότερο επίπεδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους ξένους επενδυτές να γίνονται όλο και πιο νευρικοί και τους πολιτικούς να δείχνουν μικρή διάθεση να συγκρατήσουν τον νέο δανεισμό, η πιθανότητα μιας ιστορικής κρίσης χρέους στις ΗΠΑ, από αυτές που συμβαίνουν μια φορά τον αιώνα, δεν φαίνεται πλέον απίθανη. Η κρίση χρέους και η χρηματοπιστωτική κρίση τείνουν να εμφανίζονται ακριβώς όταν η δημοσιονομική κατάσταση μιας χώρας είναι ήδη επισφαλής, τα επιτόκια της είναι υψηλά, η πολιτική της κατάσταση είναι σε παράλυση και ένα σοκ αιφνιδιάζει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πληρούν ήδη τα τρία πρώτα κριτήρια. Το μόνο που λείπει είναι το σοκ. Ακόμη και αν η χώρα αποφύγει μια πλήρη κρίση χρέους, η απότομη υποβάθμιση της εμπιστοσύνης στην πιστοληπτική της ικανότητα θα έχει σοβαρές συνέπειες. Είναι επείγον οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να αναγνωρίσουν πώς και γιατί θα μπορούσαν να εξελιχθούν αυτά τα σενάρια και ποια εργαλεία διαθέτει η κυβέρνηση για να ανταποκριθεί σε αυτά. Μακροπρόθεσμα, ένα σοβαρό χρέος ή, πιο πιθανό, ένα σπιράλ πληθωρισμού θα μπορούσε να οδηγήσει την οικονομία σε μια χαμένη δεκαετία, αποδυναμώνοντας δραστικά τη θέση του δολαρίου ως κυρίαρχου παγκόσμιου νομίσματος και υπονομεύοντας την αμερικανική δύναμη.
ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΜΑΣ
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι οι οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ αποτελούν παράγοντα επιτάχυνσης και όχι τη βασική αιτία του προβλήματος του χρέους των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ιστορία ξεκινά πραγματικά με τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν στη δεκαετία του 1980, μια εποχή ελλειμματικών δαπανών κατά την οποία ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ των ΗΠΑ ήταν περίπου το ένα τρίτο του σημερινού. Όπως είπε ο Αντιπρόεδρος Ντικ Τσέινι κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τζορτζ Μπους, «ο Ρέιγκαν απέδειξε ότι τα ελλείμματα δεν έχουν σημασία». Πρόκειται για μια παραδοχή που και τα δύο κόμματα φαίνεται να έχουν υιοθετήσει στον 21ο αιώνα, παρά την πολύ πιο ανησυχητική επιβάρυνση του χρέους. Για παράδειγμα, κατά το οικονομικό έτος 2024, η κυβέρνηση Μπάιντεν παρουσίασε δημοσιονομικό έλλειμμα 1,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ή 6,4% του ΑΕΠ. Εκτός από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και το πρώτο έτος της πανδημίας, αυτό ήταν ένα ρεκόρ σε καιρό ειρήνης, που υπερέβαινε ελαφρώς το 6,1% του προηγούμενου έτους. Τα ελλείμματα του προέδρου Τζο Μπάιντεν θα ήταν ακόμη μεγαλύτερα, αν δεν υπήρχε η αποφασιστική αντίσταση δύο κεντρώων γερουσιαστών των Δημοκρατικών, οι οποίοι μείωσαν ορισμένα από τα πιο επεκτατικά νομοσχέδια δαπανών της κυβέρνησης.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 2024, ο Τραμπ κατακεραύνωνε τον Μπάιντεν για τα τεράστια ελλείμματα της κυβέρνησής του. Ωστόσο, κατά τη δεύτερη θητεία του, ο Τραμπ έχει υιοθετήσει εξίσου μεγάλα ελλείμματα – 6% έως 7% του ΑΕΠ για το υπόλοιπο της δεκαετίας, σύμφωνα με ανεξάρτητες προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (Congressional Budget Office–CBO) και της Επιτροπής για έναν Υπεύθυνο Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό (Committee for a Responsible Federal Budget). Η τελευταία έχει προβλέψει ότι, έως το 2054, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ των ΗΠΑ θα φτάσει το 172%—ή ακόμη υψηλότερα, στο 190%, εάν οι διατάξεις του νομοσχεδίου μονιμοποιηθούν. Ο Τραμπ και οι οικονομικοί του σύμβουλοι ισχυρίζονται ότι αυτές οι προβλέψεις είναι υπερβολικά απαισιόδοξες—ότι οι προβλέψεις για την ανάπτυξη είναι πολύ χαμηλές και εκείνες για τα επιτόκια πολύ υψηλές. Η υψηλότερη ανάπτυξη θα αποφέρει μεγαλύτερα μελλοντικά φορολογικά έσοδα, ενώ τα χαμηλότερα επιτόκια σημαίνουν ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα είναι μικρότερο. Αν η ομάδα του Τραμπ έχει δίκιο, και οι δύο παράγοντες πράγματι θα μειώσουν τα ελλείμματα και θα στρέψουν την πορεία του χρέους προς τα κάτω. Ενώ τον Ιανουάριο του 2025 το CBO προέβλεπε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,8% για την επόμενη δεκαετία, η κυβέρνηση έχει θέσει τον αριθμό αυτό στο 2,8%. Η διαφορά είναι σημαντική: εάν η αμερικανική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμό 1,8% ετησίως, θα διπλασιάζεται σε μέγεθος (και πιθανώς σε φορολογικά έσοδα) κάθε 39 χρόνια. Με ρυθμό 2,8%, θα διπλασιάζεται κάθε 25 χρόνια. Για τον Τραμπ, το να υποθέτει έναν τέτοιο γρήγορο ρυθμό ανάπτυξης έχει καταστήσει περισσότερο άνετη τη χρηματοδότηση πολλών δημοσιονομικών χαριστικών μέτρων.
![]() |
Το συνολικό δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ / Πηγή: Congressional Budget Office, January 2025 |
Υπάρχει μια ουσιαστική βάση για τις προβλέψεις ανάπτυξης της κυβέρνησης Τραμπ, αν και δεν έχει καμία σχέση με τα υποτιθέμενα οφέλη του «μεγάλου, όμορφου νομοσχεδίου» που ψηφίστηκε τον Ιούλιο. Πολλοί διακεκριμένοι εμπειρογνώμονες στον τομέα της τεχνολογίας πιστεύουν ακράδαντα ότι, εφόσον η κυβέρνηση δεν ανακατευτεί, οι εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης θα επιτύχουν την Τεχνητή Γενική Νοημοσύνη, δηλαδή μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης που μπορούν να ισούνται με ή και να ξεπερνούν τους ανθρώπινους ειδικούς σε μια ευρεία ποικιλία σύνθετων γνωστικών εργασιών, μέσα σε δέκα χρόνια, οδηγώντας σε εκρηκτική αύξηση της παραγωγικότητας. Πράγματι, η πρόοδος της έρευνας στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης είναι εντυπωσιακή και υπάρχουν σοβαροί λόγοι να υποθέσουμε ότι η επίδραση της τεχνητής νοημοσύνης στην οικονομία θα είναι βαθιά. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα, η ευρεία υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να παρεμποδιστεί από πολλαπλά εμπόδια, όπως οι υπερβολικές ενεργειακές απαιτήσεις, οι κανονισμοί για τα δεδομένα και οι νομικές ευθύνες. Επιπλέον, καθώς η τεχνητή νοημοσύνη επιτρέπει σε εταιρείες ορισμένων τομέων να απολύουν πληθώρα εργαζομένων, η δυσαρέσκεια του κοινού θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους λαϊκιστές πολιτικούς να προωθήσουν πολιτικές που—μαζί με τους επιθετικούς περιορισμούς στη νόμιμη μετανάστευση, τις περικοπές στη χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας και τον χαοτικό δασμολογικό πόλεμο που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη—θα μπορούσαν να επιβραδύνουν δραματικά τις επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στην ανάπτυξη.
Ανεξάρτητα από το πότε και πώς θα εξελιχθεί η επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης, είναι πιθανό να μην απέχουμε πολύ από ένα άλλο σημαντικό οικονομικό σοκ. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, η βραχύβια ύφεση και η μεγάλης κλίμακας κυβερνητική αντίδραση σε αυτήν πρόσθεσαν χρέος που ισοδυναμούσε περίπου με το 15% του ΑΕΠ. Στην περίπτωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, το χρέος που προστέθηκε ήταν κοντά στο 30% του ΑΕΠ. Φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι ένα άλλο σοκ παρόμοιας κλίμακας—ένας κυβερνοπόλεμος ή ακόμη και μια πλήρης στρατιωτική σύγκρουση, μια κλιματική καταστροφή ή μια άλλη χρηματοπιστωτική κρίση ή πανδημία—θα συμβεί τα επόμενα πέντε έως επτά χρόνια. Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι οι πιο μετριοπαθείς προβλέψεις ανάπτυξης του CBO εξισορροπούν ρεαλιστικά τις πιθανότητες να σημειώσει η οικονομία εκπληκτική ανάπτυξη, πιθανότατα χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη, με τις πιθανότητες ενός νέου σοκ.
Το πόσο γρήγορα θα αυξηθεί το επίπεδο του χρέους των ΗΠΑ θα εξαρτηθεί επίσης από το επιτόκιο. Το CBO έχει εκτιμήσει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να καταβάλλει ένα μέσο επιτόκιο 3,6% έως το 2055. (Ο μέσος όρος αυτός λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η κυβέρνηση δανείζεται τόσο με βραχυπρόθεσμες όσο και με μακροπρόθεσμες λήξεις.) Και σε αυτό το σημείο, η κυβέρνηση Τραμπ θεωρεί το CBO υπερβολικά απαισιόδοξο. Ο πρόεδρος φαίνεται να πιστεύει ότι η οικονομία μπορεί να επιστρέψει στα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια της πρώτης θητείας του, όταν αυτά ήταν κατά μέσο όρο λιγότερο από το μισό των τρεχόντων επιτοκίων και ο πληθωρισμός ήταν πολύ μέτριος. Διαφορετικά, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί πιέζει την Fed να μειώσει τα επιτόκια της βραχυπρόθεσμης πολιτικής της κατά έως και τρία εκατοστιαία σημεία.
Η άποψη του Τραμπ δεν πρέπει να απορριφθεί αβίαστα. Αρκετά μέλη της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς, η οποία υποβάλλει περιοδικά εκθέσεις σχετικά με το πού πιστεύει ότι θα καταλήξει το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο της Fed σε μερικά χρόνια, προβλέπουν πολύ χαμηλότερα επιτόκια ως το κεντρικό σενάριο. Ωστόσο, με το επιτόκιο των 30ετών ομολόγων του Δημοσίου να κυμαίνεται κοντά στο 5% στα τέλη Ιουλίου, οι δείκτες της αγοράς δεν προμηνύουν απότομη πτώση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων. Εάν παραμείνουν σε αυτό το επίπεδο ή κοντά σε αυτό, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να συνεχίσει να αυξάνεται το χρέος, ειδικά όταν η μεγαλύτερη κρίση στην αμερικανική οικονομία αυτή τη στιγμή είναι πολιτική.
ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ
Η αποτυχία της Ουάσιγκτον να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του ανεξέλεγκτου χρέους της είναι εν μέρει αποτέλεσμα λανθασμένων (ή τουλάχιστον υπερεκτιμημένων) οικονομικών θεωριών που επικράτησαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ιστορίας, πιστευόταν ότι η συνετή διαχείριση του δημόσιου χρέους αφορούσε τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά τις περιόδους ήρεμης ανάπτυξης, προκειμένου να αποθηκευτούν δημοσιονομικά εφόδια για την επόμενη κρίση. Τον 19ο αιώνα, το Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποίησε το χρέος για να διεξάγει τον έναν πόλεμο μετά τον άλλο, εκμεταλλευόμενο το διάστημα μεταξύ τους για να επιδιορθώνει τα οικονομικά του. Ομοίως, αν και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ των ΗΠΑ ήταν πολύ υψηλός κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μειώθηκε γρήγορα τα επόμενα χρόνια. Δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μόλις διεξάγει δύο παγκόσμιους πολέμους, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φοβούνταν ότι θα μπορούσε να ξεσπάσει ένας ακόμη. Για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο της Κορέας, η κυβέρνηση Eisenhower αύξησε τους φόρους αντί να βασιστεί κυρίως στο χρέος. Ωστόσο, στα χρόνια που ακολούθησαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, τα επίμονα πολύ χαμηλά επιτόκια που επικράτησαν οδήγησαν πολλούς κορυφαίους οικονομολόγους να αμφισβητήσουν αυτή την ορθόδοξη προσέγγιση.
Στην επιδραστική θεωρία του για τη μακροχρόνια στασιμότητα, ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Λόρενς Σάμμερς υποστήριξε ότι τα πραγματικά (προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό) επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά επ’ αόριστον λόγω παραγόντων όπως η δυσμενής δημογραφική εξέλιξη, η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας και η χρόνια αδυναμία της παγκόσμιας ζήτησης. Άλλοι, όπως ο οικονομολόγος Paul Krugman και ο Olivier Blanchard, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, υποστήριξαν ότι η μακροχρόνια στασιμότητα είχε και μια θετική πλευρά, καθώς τα σταθερά χαμηλά επιτόκια επέτρεπαν στην κυβέρνηση να εφαρμόζει επιθετική δημοσιονομική πολιτική χωρίς να ανησυχεί υπερβολικά για το κόστος. Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, η κανονική οικονομική ανάπτυξη θα συνέχιζε να αυξάνει τα φορολογικά έσοδα σε βαθμό περισσότερο από αρκετό για να καλύπτει τα ραγδαία αυξανόμενα έξοδα τόκων του εθνικού χρέους, τουλάχιστον κατά μέσο όρο, με την πάροδο του χρόνου. Πράγματι, η εικόνα των επιτοκίων στη δεκαετία του 2010 ήταν τόσο ρόδινη που ορισμένοι οικονομολόγοι, συμπεριλαμβανομένων των υποστηρικτών του σύγχρονου μονεταρισμού, υποστήριξαν ότι ο κίνδυνος από τη δημιουργία μεγαλύτερων ελλειμμάτων θα ήταν μικρός, ακόμη και σε συνθήκες ταχείας οικονομικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, την οποία υιοθέτησαν προοδευτικοί πολιτικοί όπως η βουλευτίνα Αλεξάνδρια Οκάσιο-Κορτέζ και ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς, οι ελλειμματικές δαπάνες ήταν ένα χαμηλού κόστους μέσο για τη χρηματοδότηση κοινωνικών επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων φιλόδοξων μέτρων προστασίας του κλίματος και πολιτικών για τη μείωση των ανισοτήτων.
Για να είμαστε δίκαιοι, οι Δημοκρατικοί δεν ήταν καθόλου ομόφωνοι σχετικά με οποιαδήποτε προσέγγιση βασισμένη στο χρέος. Ακόμα και όταν δημιούργησε τεράστια ελλείμματα για να χρηματοδοτήσει προοδευτικές προτεραιότητες, ο Μπάιντεν κατέστησε σαφές ότι μακροπρόθεσμα ήλπιζε να καλύψει το κόστος αυξάνοντας τους φόρους, και ίσως να το είχε κάνει αν είχε μεγαλύτερη πλειοψηφία των Δημοκρατικών στη Γερουσία. Αντίθετα, οι Ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις συνέχισαν να υποστηρίζουν την ιδέα ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα δεν είχαν σημασία αν χρησιμοποιούνταν για να χρηματοδοτήσουν φορολογικές μειώσεις, καθώς η υψηλότερη ανάπτυξη θα μετέτρεπε τα ελλείμματα σε πλεονάσματα με την πάροδο του χρόνου. Αν και αυτός ο ισχυρισμός θεωρήθηκε γενικά υπερβολικός, η κοινή άποψη, συμπεριλαμβανομένης και της Wall Street, ήταν ότι τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια θα έσωζαν την κατάσταση, ακόμη και αν η επιπλέον ανάπτυξη από τις φορολογικές μειώσεις αποδεικνυόταν ανεπαρκής.
Καθώς οι συζητήσεις για το χρέος αποκτούσαν έντονο πολιτικό χαρακτήρα, οι οικονομολόγοι που αμφισβητούσαν την ορθοδοξία των διαρκώς-χαμηλών-επιτοκίων απομονώνονταν ή αγνοούνταν. Ωστόσο, όποιος εξέταζε το μακρύ ιστορικό των διακυμάνσεων των επιτοκίων θα αναγνώριζε ότι η επιστροφή σε υψηλότερα επιτόκια ήταν ένα σαφές, και μάλιστα πιθανό, ενδεχόμενο. Ας εξετάσουμε το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου που είναι δεμένα με τον πληθωρισμό, τα οποία συχνά χρησιμοποιούνται ως μέτρο του πραγματικού επιτοκίου στην οικονομία. Το επιτόκιο αυτό μειώθηκε κατά περίπου τρία εκατοστιαία σημεία μεταξύ Σεπτεμβρίου 2007 και Σεπτεμβρίου 2012, μια κατάρρευση που δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί από αργές τάσεις όπως η δημογραφική μείωση και η πτώση της παραγωγικότητας. Μια πολύ πιο εύλογη εξήγηση ήταν οι παρατεταμένες επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και των συνεπειών της. Όπως και με άλλες χρηματοπιστωτικές κρίσεις του παρελθόντος, αυτές οι επιπτώσεις θα έληγαν τελικά, και θα ήταν λογικό να υποθέσει κανείς ότι η εποχή των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων θα έληγε επίσης.
Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι από τους παράγοντες που συνέβαλαν στα πολύ χαμηλά επιτόκια εξακολουθούν να υφίστανται και σήμερα, όπως η γήρανση του πληθυσμού στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί λόγοι να πιστεύουμε ότι τα μακροπρόθεσμα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα στο μέλλον. Πρώτον, το δημόσιο χρέος εκτινάσσεται σε παγκόσμιο επίπεδο, ασκώντας ανοδική πίεση στα επιτόκια των ΗΠΑ σε έναν κόσμο ενοποιημένων κεφαλαιαγορών. Για παράδειγμα, ο μέσος όρος του δείκτη καθαρού χρέους προς ΑΕΠ για τις χώρες του G-7 έχει αυξηθεί από 55% το 2006 σε 95% σήμερα. Στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι καν η χειρότερη περίπτωση: ο δείκτης καθαρού χρέους προς ΑΕΠ της Ιαπωνίας είναι 134% (το ακαθάριστο δημόσιο χρέος της ανέρχεται στο εκπληκτικό 235% του ΑΕΠ). Για την Ιταλία, ο δείκτης είναι 127%, για τη Γαλλία 108% και για τις Ηνωμένες Πολιτείες 98%. Άλλες πιέσεις για αύξηση των επιτοκίων περιλαμβάνουν την άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων σε πολλές χώρες, τα οποία πιέζουν για περισσότερες εγχώριες δαπάνες, την αδηφάγα όρεξη της τεχνητής νοημοσύνης για ηλεκτρική ενέργεια, η οποία δημιουργεί τεράστια ζήτηση για επενδύσεις που πρέπει να χρηματοδοτηθούν, τους δασμολογικούς πολέμους και τον κατακερματισμό του παγκόσμιου εμπορίου, που αναγκάζουν τις εταιρείες να επενδύσουν στην επαναπατρισμό της παραγωγής με μαζικές δανειοληψίες, και το συνεχώς αυξανόμενο κόστος της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και της αντιμετώπισης των κλιματικών καταστροφών. Αν και ορισμένοι οικονομολόγοι, λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις τάσεις, έχουν αρχίσει να επανεξετάζουν τις σαγηνευτικές υποθέσεις της δεκαετίας του 2010, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το ίδιο κάνει και η Ουάσιγκτον. Και με τα υψηλά επιτόκια, τα ήδη ιλιγγιώδη επίπεδα χρέους, τις πολιτικές αναταραχές και τις αμφισβητήσεις της ανεξαρτησίας της Fed, υπάρχει πλέον ένας πραγματικός κίνδυνος ότι ένα νέο οικονομικό σοκ θα μπορούσε να προκαλέσει μια ευρύτερη κατάρρευση.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ (1)
Το πώς και πότε θα εκδηλωθεί μια κρίση χρέους στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πλέον το ερώτημα των 37 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Σε ένα σενάριο, το έναυσμα θα είναι η κατάρρευση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα — μια «ρωγμή στην αγορά ομολόγων», όπως προειδοποίησε τον Μάιο ο Jamie Dimon, διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan Chase — που θα σημαίνει μια ξαφνική αύξηση των επιτοκίων, η οποία θα αποκαλύψει ένα μεγαλύτερο πρόβλημα. Αυτό δεν είναι τόσο υπερβολικό όσο μπορεί να ακούγεται. Οι κρίσεις χρέους συχνά συσσωρεύονται αθόρυβα για πολύ καιρό πριν εκραγούν απροσδόκητα. Εναλλακτικά, οι αυξανόμενοι φόβοι των επενδυτών για την ασφάλεια των χρημάτων τους θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια σταδιακή αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων του Δημοσίου για πολλούς μήνες ή ακόμα και χρόνια.
Η αύξηση των επιτοκίων δεν αποτελεί από μόνη της κρίση. Ωστόσο, αν οφείλεται σε ανησυχίες σχετικά με το χρέος, θα προκαλέσει πτώση των τιμών των μετοχών και των ακινήτων, θα δυσχεράνει τις επιχειρηματικές επενδύσεις και θα αυξήσει το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Αν αυτή η διαδικασία εξελισσόταν αργά, η κυβέρνηση θα είχε χρόνο να αντιδράσει. Εάν δεν το κάνει με αποφασιστικότητα—κατά κανόνα, κλείνοντας το τρέχον έλλειμμα του προϋπολογισμού και δεσμευόμενη με αξιοπιστία στη δημοσιονομική ορθότητα—οι αγορές θα μυρίσουν αίμα, τα επιτόκια θα ανέβουν ακόμη περισσότερο και η κυβέρνηση θα χρειαστεί να προβεί σε ακόμη μεγαλύτερες προσαρμογές για να ισορροπήσει το πλοίο. Όσο η χώρα παραμένει εγκλωβισμένη σε αυτό το καθαρτήριο χρέους με υψηλά επιτόκια, η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών θα παραμένει χαμηλή και η ανάπτυξη θα βαλτώνει. Η συνήθης συνταγή των ΗΠΑ, που συνίσταται στη διατήρηση ενός τεράστιου ελλείμματος, πιθανότατα θα είχε αντίθετα αποτελέσματα και θα οδηγούσε σε ακόμη υψηλότερα επιτόκια. Για να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση χωρίς να επιβάλει σκληρά μέτρα λιτότητας, η κυβέρνηση θα κατέφευγε σχεδόν σίγουρα σε ανορθόδοξες επιλογές, που σήμερα παραπέμπουν συνηθέστερα σε αναδυόμενες αγορές.
Καταρχάς, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να κηρύξουν άμεση χρεοκοπία (με τη νομική έννοια) για το χρέος τους. Το έχουν κάνει και στο παρελθόν. Το 1933, ο Πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ κατάργησε τη λεγόμενη ρήτρα χρυσού για το χρέος του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, η οποία εγγυόταν στους πιστωτές ότι θα μπορούσαν να επιλέξουν να πληρωθούν σε χρυσό, αντί για δολάρια, με τιμή 20,67 δολάρια ανά ουγγιά. Την επόμενη χρονιά, η ισοτιμία του δολαρίου έναντι του χρυσού ορίστηκε στα 35 δολάρια ανά ουγγιά, με αποτέλεσμα την απότομη υποτίμηση του νομίσματος. Σε μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε το 1935 ότι η κατάργηση της ρήτρας χρυσού για το δημόσιο χρέος από τον Ρούσβελτ συνιστούσε πράγματι αθέτηση πληρωμών. Ωστόσο, υπό την τεράστια πολιτική πίεση του προέδρου, το δικαστήριο αποφάνθηκε ταυτόχρονα ότι οι πιστωτές δεν είχαν δικαίωμα αποζημίωσης, καθώς δεν είχε προκληθεί καμία ζημία. Αλήθεια; Για τις ξένες κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο που κατείχαν ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου με την υπόθεση ότι ήταν τόσο αξιόπιστα όσο ο χρυσός, η αθέτηση υποχρεώσεων του 1933 ήταν αρκετά οδυνηρή.
![]() |
Το ρολόι του εθνικού χρέους στη Νέα Υόρκη, Ιούλιος 2025 [Brendan McDermid / Reuters] |
Δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να τυπώσουν δολάρια αντί να αρνηθούν να τιμήσουν το χρέος τους, μια πολύ πιο απλή επιλογή είναι να χρησιμοποιήσουν τον υψηλό πληθωρισμό για να επιτύχουν μερική χρεοκοπία. Φυσικά, η ανεξαρτησία της Fed αποτελεί σημαντικό εμπόδιο σε αυτό, αλλά όχι ανυπέρβλητο σε μια πραγματική κρίση. Η ανεξαρτησία της Fed δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα και ο πρόεδρος έχει πολλούς τρόπους να την ωθήσει να μειώσει τα επιτόκια. Ο πρώτος, προφανώς, είναι να διορίσει έναν πρόεδρο που πιστεύει ότι θα είναι προς το εθνικό συμφέρον να μειώσει ριζικά τα επιτόκια, ακόμη και αν αυτό δημιουργήσει πληθωρισμό. Αυτή η λύση, ωστόσο, έχει όρια, ξεκινώντας από το γεγονός ότι οι πρόεδροι της Fed υπηρετούν για τέσσερα χρόνια και το Ανώτατο Δικαστήριο έχει δηλώσει, σε απόφαση του Μαΐου, ότι ο πρόεδρος δεν μπορεί να τους απολύσει λόγω διαφορών πολιτικής. Επιπλέον, ο πρόεδρος της Fed ηγείται της Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς, η οποία αποτελείται από τους επτά διοικητές της Fed στην Ουάσιγκτον, τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης και τέσσερις εκ περιτροπής εκπροσώπους των 11 άλλων περιφερειακών Ομοσπονδιακών Τραπεζών. Αυτές οι θέσεις συνήθως δεν ανοίγουν συχνά για συμπλήρωση. Η πλήρης θητεία ενός διοικητή της Fed είναι 14 χρόνια και μόνο μία θέση είναι σίγουρο ότι θα ανοίξει το 2026.
Ωστόσο, με τη συνεργασία του Κογκρέσου, ο πρόεδρος μπορεί να κάνει πολύ περισσότερα. Για παράδειγμα, το Κογκρέσο θα μπορούσε να εξουσιοδοτήσει το Υπουργείο Οικονομικών να καθορίσει τον στόχο της Fed για τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια σε περίπτωση εθνικής έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης μιας κρίσης χρέους. Αυτό είναι περίπου ό,τι συνέβη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αμέσως μετά. Θα μπορούσε επίσης να γεμίσει το Διοικητικό Συμβούλιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας με νέα μέλη, όπως απείλησε να κάνει ο Ρούσβελτ με το Ανώτατο Δικαστήριο τη δεκαετία του 1930. Μια μάχη τέτοιας κλίμακας μεταξύ της Fed και του προέδρου θα οδηγούσε τη χώρα σε αχαρτογράφητα νερά. Αλλά ακόμα και αν η Fed υποκύψει και μειώσει δραστικά τα επιτόκια, ο πληθωρισμός δεν είναι η κάρτα «ελευθερίας» που πιστεύουν ορισμένοι. Ενώ μια πραγματικά μαζική περίοδος υπερπληθωρισμού, όπως αυτή που συνέβη στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα εξαφάνιζε αποτελεσματικά το δημόσιο χρέος, επίσης θα εξαφάνιζε και την υπόλοιπη οικονομία: ρωτήστε τους πολίτες της Βενεζουέλας και της Ζιμπάμπουε, που έχουν υποστεί επικό υπερπληθωρισμό αυτόν τον αιώνα. Πιο πιθανό είναι ότι μερικά χρόνια πληθωρισμού τύπου δεκαετίας του 1970 – το 1979 ο πληθωρισμός έφτασε πάνω από 14% ετησίως στις Ηνωμένες Πολιτείες – θα κατέστρεφαν την αξία των μακροπρόθεσμων ομολόγων, αλλά θα είχαν μικρότερη επίδραση στο βραχυπρόθεσμο χρέος, το οποίο θα έπρεπε να αναχρηματοδοτηθεί με υψηλότερα επιτόκια. Και μια τέτοια παρατεταμένη έξαρση θα ήταν πιθανότατα πολύ επιζήμια τόσο για την αμερικανική όσο και για την παγκόσμια οικονομία.
Ένας τρόπος για να διαχειριστεί κανείς τις επιπτώσεις του πληθωρισμού είναι να τον χρησιμοποιήσει σε συνδυασμό με τη χρηματοπιστωτική καταστολή. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, οι κυβερνήσεις διοχετεύουν το δημόσιο χρέος στον χρηματοπιστωτικό τομέα μέσω τραπεζών, συνταξιοδοτικών ταμείων και ασφαλιστικών εταιρειών, ενώ συνήθως και η κεντρική τράπεζα αγοράζει τεράστιες ποσότητες [ομολόγων]. Δημιουργώντας μια τεράστια κλειστή αγορά για το δημόσιο χρέος, η κυβέρνηση μπορεί να ελαττώσει το επιτόκιο που πρέπει να πληρώσει και να μειώσει σημαντικά τις πιθανότητες ξαφνικής φυγής από τα ομόλογά της. Η χρηματοπιστωτική καταστολή μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματική με την επιβολή περιορισμών σε άλλα περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να κατέχουν οι πολίτες ή με την επιβολή ελέγχων στα επιτόκια. Αυτό δεν είναι τόσο εξωτικό όσο ακούγεται: οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έχουν χρησιμοποιήσει τη χρηματοπιστωτική καταστολή κατά το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ιστορίας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κυβερνήσεις στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στη χρηματοπιστωτική καταστολή για να υποστηρίξουν την πληθωριστική έξοδο από τα τεράστια δημόσια χρέη. Χωρίς τη χρηματοπιστωτική καταστολή, το χρέος των ΗΠΑ σε σχέση με το ΑΕΠ θα συνέχιζε πιθανώς να αυξάνεται από το 1945 έως το 1955. Αντ’ αυτού, μειώθηκε κατά περισσότερο από 40%. Σε ορισμένες χώρες, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα αποτελέσματα ήταν ακόμη πιο δραματικά. Σήμερα, η στρατηγική αυτή είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις αναδυόμενες αγορές, αλλά και η Ευρώπη χρησιμοποίησε τη χρηματοπιστωτική καταστολή για να διατηρήσει το ευρώ ενωμένο κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, και η Ιαπωνία την έχει χρησιμοποιήσει σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα. Μόνο η Τράπεζα της Ιαπωνίας κατέχει ιαπωνικό δημόσιο χρέος που ισοδυναμεί με σχεδόν το 100% του εισοδήματος της χώρας.
Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επίσης εφαρμόσει ορισμένα μέτρα χρηματοπιστωτικής καταστολής μέσω χρηματοπιστωτικών κανονισμών και αγορών μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Σε περίπτωση ανάγκης, θα μπορούσαν να κάνουν πολύ περισσότερα. Η χρηματοπιστωτική καταστολή είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, κατά το οποίο, συνήθως, οι αγορές θα ανέβαζαν τα επιτόκια του δημόσιου χρέους. Από την άλλη πλευρά, η καταστολή επηρεάζει αρνητικά τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, απορροφώντας τραπεζική χρηματοδότηση που θα μπορούσε να διατεθεί σε καινοτόμες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Η χρήση της χρηματοπιστωτικής καταστολής για την αντιμετώπιση του υψηλού χρέους δεν είναι ο μόνος λόγος για την άθλια ανάπτυξη της Ιαπωνίας τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά είναι σίγουρα ένας από τους κύριους.
Όπως έχει δείξει η εμπειρία της Ιαπωνίας, η χρηματοπιστωτική καταστολή δεν θα προσφέρει καμία πανάκεια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πραγματικότητα, λειτουργεί μόνο για τους εγχώριους αποταμιευτές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν μπορούν εύκολα να αποφύγουν τον έμμεσο φόρο επί των αποταμιεύσεων και των εισοδημάτων τους. Εάν η Ουάσιγκτον την εφάρμοζε σε μεγάλη κλίμακα, οι ξένοι επενδυτές, οι οποίοι σήμερα κατέχουν σχεδόν το ένα τρίτο του αμερικανικού χρέους, θα προσπαθούσαν να διαφύγουν, και δεν θα ήταν εύκολο να τους σταματήσουν χωρίς να προχωρήσουν σε πλήρη χρεοκοπία. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον χρηματοπιστωτικό τους τομέα για την προώθηση της εξαιρετικά καινοτόμου οικονομίας τους. Και όπως το κόστος του πληθωρισμού βαρύνει περισσότερο τα άτομα με χαμηλό εισόδημα, το ίδιο ισχύει και για τις επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής καταστολής, καθώς οι πλούσιοι έχουν τρόπους να την παρακάμψουν.
Παράλληλα με την αθέτηση πληρωμών, την λιτότητα, τον πληθωρισμό και την οικονομική καταστολή, αναδύεται μια νέα προοπτική για την αντιμετώπιση του υψηλού χρέους, της οποίας το κόστος και τα οφέλη δεν έχουν ακόμη κατανοηθεί πλήρως. Αυτή αφορά μια μορφή κρυπτονομίσματος που ονομάζεται «σταθερό δολάριο» (dollar stablecoins). Σε αντίθεση με τα συμβατικά κρυπτονομίσματα, όπως το Bitcoin, η αξία του οποίου σε δολάρια κυμαίνεται έντονα, τα σταθερά νομίσματα είναι συνδεδεμένα με το δολάριο, συνήθως σε αναλογία ένα προς ένα. Η νέα αμερικανική νομοθεσία που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο το 2025 προσπάθησε να δημιουργήσει ένα σαφές κανονιστικό πλαίσιο, απαιτώντας από τα stablecoins σε δολάρια με έδρα τις ΗΠΑ να διατηρούν ένα μείγμα ομολόγων του Δημοσίου και τραπεζικών καταθέσεων με ομοσπονδιακή εγγύηση, επαρκές για να αποπληρώσει (σχεδόν) όλους τους κατόχους νομισμάτων σε περίπτωση μαζικής ρευστοποίησης [από αυτούς]. Αυτή η απαίτηση θα μπορούσε ενδεχομένως να δημιουργήσει μια κλειστή δεξαμενή stablecoins, των οποίων οι εκδότες κατέχουν μεγάλες ποσότητες ομολόγων του Δημοσίου. Στο βαθμό που τα stablecoins ανταγωνίζονται για κεφάλαια που κανονικά θα διατίθεντο σε τράπεζες, παρέχουν μια παράκαμψη για τη διοχέτευση τραπεζικών καταθέσεων σε ομόλογα του Δημοσίου. Προς το παρόν, δεν είναι σαφές εάν η νέα νομοθεσία θα προωθήσει τη σταθερότητα ή θα την υπονομεύσει, δεδομένου ότι υπάρχουν μια σειρά από ανεπίλυτα ζητήματα που σχετίζονται με τον κίνδυνο μαζικών ρευστοποιήσεων των stablecoins και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να ελέγχεται η κυκλοφορία τους, ώστε να αποτρέπεται η χρήση τους για εγκληματικούς σκοπούς ή φοροδιαφυγή.
Θεωρητικά, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ μπορεί επίσης να εκδώσει το δικό της stablecoin, ή ψηφιακό νόμισμα κεντρικής τράπεζας. Και αυτό θα ανταγωνιζόταν τις τραπεζικές καταθέσεις και θα διοχέτευε τις αποταμιεύσεις προς το δημόσιο χρέος, εκτός αν τα κεφάλαια χρησιμοποιούνταν με τη σειρά τους για τη χορήγηση δανείων στον ιδιωτικό τομέα, μια διαδικασία που θα δημιουργούσε τα δικά της προβλήματα. Ένα ψηφιακό νόμισμα της Fed θα διέφερε από τα stablecoins και σε άλλα σημαντικά σημεία. Καταρχάς, θα υποστηριζόταν, εκ σχεδιασμού, από την πλήρη εμπιστοσύνη και την πιστοληπτική ικανότητα της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών, και η παρακολούθηση της χρήσης του θα ήταν πιθανώς λιγότερο προβληματική. Από την άλλη πλευρά, τα ανταγωνιστικά ιδιωτικά stablecoins θα ήταν πιθανώς πολύ πιο ευρηματικά. Αν και καμία από τις διαθέσιμες επιλογές για την αντιμετώπιση του μη βιώσιμου χρέους δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική, είναι ωστόσο σημαντικό η κυβέρνηση να αρχίσει να τις εξετάζει σοβαρά. Όχι μόνο η Ουάσιγκτον πρέπει να είναι προετοιμασμένη για το επόμενο σοκ όταν αυτό έρθει, αλλά οι πολιτικοί και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν τι θα συμβεί αν η κυβέρνηση συνεχίσει να υποθέτει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται ποτέ να αντιμετωπίσουν κρίση χρέους.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Για πολύ καιρό, η κατεστημένη πρακτική στην Ουάσιγκτον ήταν να αγνοείται το τεράστιο πρόβλημα του χρέους και να ελπίζεται ότι η επιστροφή σε θαυμαστά επίπεδα ανάπτυξης και χαμηλά επιτόκια θα το λύσει. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες πλησιάζουν στο σημείο όπου το εθνικό χρέος θα μπορούσε να υπονομεύσει όχι μόνο την οικονομική σταθερότητα της χώρας, αλλά και τα στοιχεία που έχουν στηρίξει την παγκόσμια ισχύ της για τόσες δεκαετίες, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών δαπανών που έχει αξιοποιήσει με πολλούς τρόπους για να διατηρεί την τεράστια επιρροή του δολαρίου στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως στην περίπτωση της Ισπανίας τον 16ο αιώνα, των Κάτω Χωρών τον 17ο αιώνα ή του Ηνωμένου Βασιλείου τον 19ο αιώνα, καμία χώρα στη σύγχρονη ιστορία δεν κατάφερε να συντηρήσει ένα κυρίαρχο νόμισμα χωρίς να είναι ταυτόχρονα και υπερδύναμη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να αποφύγουν μια κρίση χρέους, και οι Τραμπιστές όπως και οι προοδευτικοί οικονομολόγοι που ποντάρουν στο ότι τα μερίσματα της ανάπτυξης θα υπερκεράσουν τελικά το κόστος των τόκων του υψηλότερου χρέους μπορεί να αποδειχθούν σωστοί. Ωστόσο, η πολιτική χρέους που έχουν ακολουθήσει τόσο το Ρεπουμπλικανικό όσο και το Δημοκρατικό Κόμμα κατά το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα ισοδυναμεί με ένα τεράστιο στοίχημα με μικρές πιθανότητες επιτυχίας, ειδικά αν η χώρα θέλει να παραμείνει κυρίαρχη δύναμη για το υπόλοιπο του αιώνα και πέρα από αυτόν. Δεδομένης της τρέχουσας πορείας των ελλειμμάτων, έχει γίνει πολύ δυσκολότερη η διατήρηση της πεποίθησης ότι, ανεξάρτητα από το πόσο υψηλό θα φτάσει το χρέος των ΗΠΑ, αυτό δεν θα έχει καμία επίδραση στην ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει χρηματοπιστωτικές κρίσεις, πανδημίες, κλιματικά φαινόμενα και πολέμους. Και σίγουρα θα αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη της χώρας.
Είναι αδύνατο να προβλεφθεί πώς και πότε θα εκραγεί το πρόβλημα του χρέους των ΗΠΑ και ποιες θα είναι οι συνέπειες: δυσβάσταχτη λιτότητα, υψηλός πληθωρισμός, χρηματοπιστωτική καταστολή, μερική χρεοκοπία ή ένας συνδυασμός όλων αυτών. Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να υποθέσουμε ότι ο πληθωρισμός θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, όπως συνέβη κατά τη δεκαετία του 1970. Σε κάθε περίπτωση, μια κρίση χρέους θα αποσταθεροποιήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, την παγκόσμια οικονομία και το καθεστώς του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος. Αν δεν αντιμετωπιστεί, θα μπορούσε να υπονομεύσει τη θέση της χώρας στον κόσμο.
(1) Εδώ ο συγγραφέας κάνει ένα λογοπαίγνιο με την μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 (“Great Depression”) τιτλοφορώντας το εδάφιο του άρθρου του “Great Repression” (Μεγάλη Καταστολή).
Foreign Affairs Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2025
Δημοσιεύθηκε στις 19 Αυγούστου 2025

Ο KENNETH S. ROGOFF είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και ανώτερος ερευνητής στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων. Διετέλεσε επικεφαλής οικονομολόγος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από το 2001 έως το 2003 και είναι συγγραφέας του βιβλίου «Our Dollar, Your Problem: An Insider’s View of Seven Turbulent Decades of Global Finance, and the Road Ahead» (Το δολάριό μας, το πρόβλημά σας: Η άποψη ενός εκ των έσω για επτά ταραχώδεις δεκαετίες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας).



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου