«Ορίζοντας την αξία της επιστημονικής έρευνας ως εμπορικό προϊόν: το παράδειγμα των βιομηχανικών διδακτορικών» | Κείμενο: Ορφέας Ξανθούλης (πολιτικός επιστήμονας, υπ. διδάκτορας παν. Αιγαίου)
Περίληψη
Το παρόν κείμενο αναλύει την εισαγωγή των βιομηχανικών διδακτορικών στα ελληνικά ΑΕΙ, που σημαίνει την ολοένα εντονότερη σύνδεση των ανώτατων ιδρυμάτων με τον ιδιωτικό τομέα, έχοντας ως αποτέλεσμα την αύξηση της ερευνητικής παραγωγής με σκοπό την οικονομική ωφέλεια, καθώς και τη συνεπαγόμενη τυποποίηση της ερευνητικής διαδικασίας που ζημιώνει πρωτίστως το ερευνητικό δυναμικό.
Εισαγωγή
Το πρόγραμμα διδακτορικών σπουδών αποτελεί τον ανώτατο τίτλο ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος παγκοσμίως. Ως στόχος της διδακτορικής εκπαίδευσης και έρευνας είναι ο συνδυασμός εξελιγμένων ερευνητικών και γνωστικών δεξιοτήτων που δίνει τη δυνατότητα σε ένα εξαιρετικά εξειδικευμένο και ευέλικτο ερευνητή να εξελιχθεί τόσο εντός ακαδημαϊκού περιβάλλοντος όσο και εκτός αυτού[i] .
Η εκπόνηση διδακτορικού αποσκοπεί στην ενίσχυση των ερευνητικών και κριτικών ικανοτήτων των διδακτορικών ερευνητών να διεξάγουν αυτόνομη έρευνα, επιτρέποντάς τους να ανελιχθούν εντός της ερευνητικής και επιστημονικής κοινότητας. Όμως εντοπίζεται το δεδομένο, ότι ολοένα και αυξανόμενος αριθμός διδακτόρων συνεχίζει εκτός ακαδημαϊκού περιβάλλοντος. Η τάση αυτή δεν αποτελεί έκπληξη, καθότι η επιλογή αυτή των νέων ερευνητών, οφείλεται κυρίως στην έλλειψη κρατικής χρηματοδότησης των ανώτατων ιδρυμάτων, που ως συνέπεια έχει αφενός την ύπαρξη κακών συνθηκών έμμισθης εργασίας και αφετέρου την ολοένα και πιο δυσμενή μελλοντική προοπτική συνέχισης της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας[ii]
Στο πλαίσιο αυτό, της ανάγκης χρηματοδότησης της επιστημονικής έρευνας, καθώς και της αναζήτησης οικονομικών πόρων για τη συνέχιση της ερευνητικής παραγωγής, εμφανίζεται και η έννοια του βιομηχανικού διδακτορικού, που κατ’ ουσία είναι η περαιτέρω θεσμοποίηση σύνδεσης επιστημονικής έρευνας και ιδιωτικού τομέα[iii]. Η εισαγωγή των βιομηχανικών διδακτορικών αποσκοπεί στην επίτευξη αμεσότερης σύζευξης και συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίου και ιδιωτικού φορέα, όπου ο υποψήφιος διδάκτορας είναι ταυτόχρονα ακαδημαϊκός ερευνητής και υπάλληλος της συνεργαζόμενης εταιρείας[iv].
Στην Ελλάδα, η εκπόνηση Βιομηχανικών Διδακτορικών εντάσσεται στον νόμο «Νέοι Ορίζοντες» του 3ου πυλώνα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Στόχος του προγράμματος είναι η εξαγωγή ερευνητικών αποτελεσμάτων για την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και η διεξαγωγή ενός ερευνητικού έργου βιομηχανικά εστιασμένου σε επί μέρους κατηγορίες επιστημονικών πεδίων όπως Φυσικές Επιστήμες, Μηχανολογίας και Τεχνολογίας, Ιατρικής και Επιστήμες Υγείας, Γεωπονικές Επιστήμες και Κτηνιατρική[v].
Αναλυτικότερα, το έργο, συνολικού προϋπολογισμού 34,8 εκ. ευρώ, έχει σχεδιαστεί για να δημιουργήσει δεσμούς ανάμεσα στον ακαδημαϊκό και τον βιομηχανικό χώρο, στη σύνδεση και αξιοποίηση, δηλαδή, του παραγόμενου ακαδημαϊκού ερευνητικού έργου για τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, στη συμβολή της επιχειρηματικής καινοτομίας και ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Επιπλέον, το έργο έχει ως σκοπό να συμβάλλει στη συνεργασία της επιστημονικής κοινότητας με τον παραγωγικό τομέα, προκειμένου να τονωθεί η καινοτομία εντός των ελληνικών πανεπιστημίων. Η συνεργασία αυτή, σύμφωνα με τον νόμο «νέοι ορίζοντες» αναμένεται να ενισχύσει και να βελτιώσει την ανάπτυξη ανθρώπινου κεφαλαίου και τη μεταφορά γνώσης στην «πραγματική» οικονομία[vi].
Τι σημαίνουν πραγματικά όμως όλα αυτά; Ότι η ερευνητική διαδικασία των ανώτατων ιδρυμάτων κατευθύνεται από νέες προτεραιότητες οι οποίες και καθορίζονται από την ανταγωνιστικότητα της αγοράς[vii]. Εντός αυτής της συνθήκης, το πανεπιστήμιο ως θεσμός δεν μπορεί παρά να υιοθετήσει μια πιο εταιρική προσέγγιση στις δραστηριότητές του, θεωρώντας το ερευνητικό δυναμικό του περισσότερο ως υπαλλήλους παρά ως αυτόνομους ακαδημαϊκούς ερευνητές. Ως εκ τούτου η επιστημονική έρευνα χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο ως σχέση εμπορικής ανταλλαγής[viii].
Το θεσμικό πλαίσιο σύνδεσης της επιστημονικής έρευνας με την «οικονομική πραγματικότητα»: το Ευρωπαϊκό παράδοξο και η τριγωνική σύνδεση της γνώσης
Από τις απαρχές του 21ου αιώνα γίνεται ολοένα και πιο εμφανές το ότι η συντριπτική πλειονότητα των Πανεπιστημίων του δυτικού κόσμου εναρμονίζονται με τις προσταγές της νεο-φιλελεύθερης οικονομίας[ix]. Η υιοθέτηση αξιών του ιδιωτικού τομέα και της ελεύθερης αγοράς καθώς και η ολοένα και πιο έντονη σύνδεση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων με ένα βιομηχανοποιημένο μοντέλο παραγωγής, συνδράμουν στη δημιουργία μίας καινούργιας ιδρυματικής κουλτούρας. Κουλτούρα κατά την οποία οι εμπορικές δραστηριότητες εκτιμώνται περισσότερο από τις μη παραγωγικές (στο επίπεδο της αγοράς πάντα) δραστηριότητες[x].
Η αλλαγή πλεύσης της λειτουργίας του Ακαδημαϊκού ιδρύματος, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, φαίνεται και από τις πλέον σημαδιακές διαδικασίες της Μπολόνιας, με χαρακτηριστικότερη στιγμή το συνέδριο της Λισαβώνας που διεξήχθη το 2000. Συνέδριο στο οποίο τέθηκε το σχέδιο για την αλλαγή χάρτας στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, όπου θα έκανε την Ευρωπαϊκή Ένωση την πιο δυναμική και ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης στον κόσμο[xi].
Το σχέδιο αυτό τέθηκε επί τάπητος, λόγω του ότι είχε δημιουργηθεί ο προβληματισμός, μεταξύ των κρατών μελών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο κατά πόσο συνδέεται η παραγωγή του επιστημονικού ερευνητικού αποτελέσματος με την οικονομική του εφαρμογή. Ο προβληματισμός αυτός είναι γνωστός και ως το Ευρωπαϊκό παράδοξο[xii] .
Την έννοια του Ευρωπαϊκού παράδοξου, άρχισε να τη χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή επιτροπή σε εκθέσεις της από το 1994 και 1995[xiii] για να περιγράψει τις αδυναμίες της μη παραμετροποίησης των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων σε αξιοποιήσιμες πηγές για τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία. Σύμφωνα με το παράδοξο αυτό, λοιπόν, αν και τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανά την Ευρώπη διαδραμάτιζαν πρωταρχικό ρόλο στον βαθμό της επιστημονικής/ερευνητικής αριστείας (excellence) παγκοσμίως, η μετατροπή αυτής της αριστείας σε καινοτομία, ανάπτυξη και αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου ήταν δυσανάλογη σε αντιστοιχία με άλλες ανεπτυγμένες δυνάμεις ανά την υφήλιο (π.χ. ΗΠΑ, Κίνα).
Εντός των διαδικασιών της Μπολόνιας, λοιπόν, για την αντιμετώπιση του παράδοξου αυτού, τέθηκε τα τελευταία έτη, επί τάπητος το σχέδιο της «τριγωνικής σύνδεσης της γνώσης»[xiv]. Το σχέδιο αυτό αφορούσε την επίτευξη της σύνδεσης της επιστημονικής έρευνας, της γνώσης και της καινοτομίας ή με άλλα λόγια, την χρήση της ποιοτικά αξιολογήσιμης επιστημονικής έρευνας για την επίτευξη Βιομηχανικής υπεροχής.
Αυτή η σύμπλευση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με την βιομηχανία και την αγορά, οριοθετεί και τον σύγχρονο μεταβατικό ρόλο που έχουν αποκτήσει τα πανεπιστήμια ως μια πηγή γνώσης για τον ιδιωτικό τομέα[xv]. Εκτός αυτού, το σύγχρονο εκπαιδευτικό ίδρυμα έχει μεταμορφωθεί και το ίδιο σε μια βιομηχανία της γνώσης, κατά την οποία δίνει μεγαλύτερη σημασία στην ερευνητική παραγωγή και την αξιοποίηση της ως καταναλωτικό προϊόν.
Η αξία χρήσης της επιστημονικής έρευνας ως εμπορικό προϊόν: το παράδειγμα των βιομηχανικών διδακτορικών
Η αξία χρήσης του ερευνητικού αποτελέσματος εξαρτάται από ένα σύνολο παραγόντων, που συνδέονται με το θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο στο οποίο διεξάγονται οι ερευνητικές δραστηριότητες. Η παραδοσιακή πλέον διχογνωμία που εντοπίζεται εντός αυτού του πλαισίου, βρίσκεται στα δύο σχεδόν αντιθετικά σχήματα που αντιπαρέρχονται μεταξύ τους: τη συνεπαγωγή ερευνητικού αποτελέσματος ως προαγωγού κοινωνικών αξιών ή αυτή του ερευνητικού αποτελέσματος ως εργαλείο εξυπηρέτησης αναγκών της οικονομίας. Είναι το σημείο καμπής, δηλαδή, όπου η οικονομική πολιτική επέρχεται της επιστημολογίας[xvi].
Η διχογνωμία αυτή προέρχεται κυρίως από την πηγή οικονομικής χρηματοδότησης της επιστημονικής έρευνας όπως επίσης και από τον προσανατολισμό της εφαρμογής της. Πιο συγκεκριμένα ο ρόλος και ο σκοπός της ερευνητικής δραστηριότητας κρίνεται από τον αρωγό, ο οποίος είτε μπορεί να είναι ένας θεσμικός (κρατικός ή διακρατικός) φορέας ο οποίος χρηματοδοτεί αφιλοκερδώς, είτε ένας ιδιωτικός φορέας, ο οποίος αποζητάει οικονομική συνεργασία, για την επίτευξη ενός οικονομικά καινοτόμου αποτελέσματος.
Σε μια σύντομη περιγραφή, η κρατική χρηματοδότηση, η οποία αποτελεί τον κύριο χρηματοδοτικό πάροχο των ανώτατων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, παρέχει σταθερούς οικονομικούς πόρους που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τον στρατηγικό σχεδιασμό μακροπρόθεσμων ερευνητικών δραστηριοτήτων. Παρ’ όλα αυτά, λόγω των διακρατικών πολιτικών των τελευταίων δεκαετιών και της ολοένα μεγαλύτερης αυτονόμησης των πανεπιστημίων από την κρατική χρηματοδότηση, τα Πανεπιστήμια έχουν στραφεί σε εξω-ακαδημαϊκές συνεργατικές δραστηριότητες με ιδιωτικούς φορείς. Η ιδιωτική χρηματοδότηση, σε ένα βραχυπρόθεσμο στάδιο παρέχει κίνητρα στα ανώτατα ιδρύματα για να αυξήσουν την ποιότητα των δραστηριοτήτων έρευνας και να ενισχύσουν την καινοτομία και πρωτοτυπία των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Παράλληλα αυτή η συνεργασία συμβάλλει στη συνέχιση των διοικητικών και οργανωτικών δομών των ιδρυμάτων και δημιουργεί ιδανικές οικονομικές συνθήκες για τους ίδιους τους ερευνητές.
Ως εκ τούτου, φαίνεται πως τα σύγχρονα ακαδημαϊκά ιδρύματα, όντας εντός ενός επιχειρηματικά προσανατολισμένου περιβάλλοντος, συγκλίνουν προς μια υβριδική μορφή σχέσης, η οποία είναι κατ’ουσίαν η σύγκλιση βιομηχανίας-Πανεπιστημίου εντός ενός οικονομικού πλαισίου το οποίο έχει διαμορφωθεί από θεσμικές κρατικές και διακρατικές συμφωνίες. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι διαφορές της σχέσης μεταξύ επιστημονικής στόχευσης και εμπορικής εκμετάλλευσης, ουσιαστικά εκμηδενίζονται[xvii] .
Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζεται και η έννοια του βιομηχανικού διδακτορικού, που δίνει τόσο την δυνατότητα σε ένα τμήμα/σχολή/ίδρυμα να έχει άμεση σύνδεση με την αγορά, οπότε και να βρίσκει άμεσα οικονομικά οφέλη για την συνέχιση των ερευνητικών προγραμμάτων, όσο και για τον ίδιο τον νέο ερευνητή ο οποίος συνεργάζεται με τον βιομηχανικό εταίρο έτσι ώστε να κεφαλαιοποιήσει την επιστημονική/ερευνητική γνώση του.
Όμως, η διεξαγωγή βιομηχανικού διδακτορικού νοηματοδοτούμενο ως άμεση σύνδεση της ακαδημαϊκής κοινότητας με τη βιομηχανία, ενδεχομένως να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις διαδικασίες και τους σκοπούς της ερευνητικής παραγωγής. Και αυτό διότι, οι εμπλεκόμενοι εξωτερικοί φορείς, ενδέχεται να είναι φορείς με τη δική τους ατζέντα και τους δικούς τους στόχους, οι οποίοι να παρεκκλίνουν σημαντικά από την ερευνητική στοχοθεσία τόσο του ίδιου του ερευνητή, όσο και του ιδρύματος υπαγωγής του[xviii].
Ως φορέας χρηματοδότησης, ο βιομηχανικός εταίρος έχει τον τελικό λόγο επί των πορισμάτων που προκύπτουν από την έρευνα. Κατά αυτόν τον τρόπο, έχει και τον πρώτο λόγο για το τι θεωρεί ερευνητικά αξιοποιήσιμο αποτέλεσμα[xix]. Η αξία της έρευνας, ως εκ τούτου, ορίζεται από την οικονομική διάδραση μεταξύ των δρώντων[xx].
Ο προβληματισμός αυτής της διάδρασης έγκειται στο πώς οροθετείται τελικά ως άξιο εφαρμογής ένα ερευνητικό αποτέλεσμα. Η νοηματοδότηση της αξίας χρήσης του ερευνητικού αποτελέσματος, υπό τους όρους εμπορικής συμφωνίας, οδηγεί σε δυσμενείς συνέπειες, όπως η παραμέληση των ηθικών αξιών (λ.χ. επιστημονική ελευθερία) της επιστημονικής έρευνας.
Η επιστημονική/ερευνητική ελευθερία, θεωρείται και είναι ένα κεκτημένο δικαίωμα, απαραίτητο για την πρόοδο της γνώσης. Η ελευθερία αυτή απορρέει από τους ανιδιοτελείς σκοπούς που πρέπει να προαγάγει το ερευνητικό έργο προς την ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου[xxi]. Έτσι, η διεξαγωγή μίας ερευνητικής δραστηριότητας, που αντικατοπτρίζει τα προσωπικά ακαδημαϊκά συμφέροντα ενός ερευνητή, οφείλει να γίνεται με γνώμονα το καλό της κοινωνίας και όχι με βάση τις απαιτήσεις των εταίρων φορέων. Η αξία της έρευνας, λοιπόν, θα πρέπει να ορίζεται από την ανιδιοτέλεια της πράξης και του αποτελέσματος.
Παρ’ όλα αυτά, με βάση και την έως τώρα ανάλυση, εντοπίζεται το δεδομένο ότι για μεγάλο αριθμό των ερευνητικών μελών της επιστημονικής κοινότητας η ερευνητική επίδοση μέσω της οποίας δημιουργείται και η αξία ενός ερευνητικού αποτελέσματος, συνδέεται ολοένα και περισσότερο, με την επιδίωξη ευκαιριών χρηματοδότησης. Η αξία του ερευνητικού έργου, κατά αυτόν τον τρόπο, δεν κρίνεται από τους ανιδιοτελείς σκοπούς του αποτελέσματος του, αλλά από το κατά πόσο αυτά τα αποτελέσματα είναι άξια εμπορικά ανταλλάγματα[xxii].
Η νοηματοδότηση του ερευνητικού αποτελέσματος ως αξιοποιήσιμο εμπορικό αντάλλαγμα, έγκειται στη συμφωνία ακαδημίας-ιδιωτικού φορέα. Σε αυτή τη συμφωνία, το εμπλεκόμενο ερευνητικό δυναμικό, δεσμεύεται να φέρει εις πέρας ένα αξιοποιήσιμο από τον ιδιωτικό φορέα αποτέλεσμα, μη δίνοντας σημασία σε μια περαιτέρω μελέτη ενός επιστημονικού φαινομένου. Φαινομένου που θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει ένα καινούργιο στοιχείο για την ενδυνάμωση ενός υπάρχοντος επιστημονικού παραδείγματος, είτε για την τεκμηρίωση ενός νέου παραδείγματος.
Ως εκ τούτου, η συμφωνία μεταξύ ακαδημίας-ιδιωτικού φορέα/βιομηχανίας, οριοθετεί τον ερευνητή ως υπάλληλο, ο οποίος δημιουργεί υπεραξία για μια επιχείρηση. Ρόλος ο οποίος δεσμεύει τον ίδιο τον ερευνητή και το ερευνητικό έργο προς εμπορική εκμετάλλευση. Κατά αυτόν τον τρόπο η τριγωνική σύνδεση ερεύνα-γνώση-καινοτομία μπορεί να μεταφραστεί και ως η εργαλειοποίηση της επιστημονικής έρευνας και γνώσης ως μέσα για την ανάπτυξη του ιδιωτικού κεφαλαίου.
Η ουδετερότητα και η εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης αγκιστρώνονται στις τέρψεις της αγοράς, οριοθετώντας το ακαδημαϊκό ίδρυμα ως μονάδα βιομηχανικής παραγωγής ανθρώπινου κεφαλαίου έτοιμο να αξιοποιηθεί στο έπακρο από τις ιδιωτικές εταιρείες. Βασικότερος σκοπός του ιδρύματος δηλαδή, παύει να είναι η υπεράσπιση των ηθικών αξιών και των ερευνητικών ελευθεριών, καθότι ο ρόλος που υιοθέτει μοιάζει ολοένα περισσότερο σε μια βιομηχανική μονάδα παραγωγής.
Αντί επιλόγου
Αν και δεν έχει διαφανεί ακόμα το αποτύπωμα της εφαρμογής του προγράμματος των βιομηχανικών διδακτορικών, καθότι εντάχθηκαν στην ακαδημαϊκή ζωή μόλις λίγο καιρό πριν, δεν θα μπορούσε κάποιος να αισιοδοξεί ότι θα έχει να προσφέρει και πάρα πολλά ως προς την εξέλιξη της επιστημονικής έρευνας. Η επιστημονική έρευνα οδηγείται σε μια καθαρά εμπορική εκμετάλλευση, κατά την οποία οι υποψήφιοι διδάκτορες ως νέοι ερευνητές υπόκεινται σε οργανωτικές ή πολιτικές μεταρρυθμίσεις που επηρεάζουν άμεσα τις συνθήκες εργασίας τους, εντός των οποίων έχουν ελάχιστη επιρροή.
Το πρόγραμμα βιομηχανικών διδακτορικών αφορά πεδία των θετικών και τεχνολογικών επιστημών, όπου εν τη γενέσει τους είναι εφαρμοσμένες επιστήμες. Βασίζονται δηλαδή περισσότερο στην πράξη – στην εφαρμογή μιας θεωρίας. Όμως, το ότι οι λεγόμενες «σκληρές επιστήμες», αφορούν την εφαρμογή μιας αποδεδειγμένης επιστημονικά θεωρίας, δεν σημαίνει ότι είναι κενές ηθικού νοήματος.
Αυτό σημαίνει ότι οι εφαρμοσμένες επιστήμες, πρωταρχικά και κυρίαρχα οφείλουν να λογίζονται ως επιστήμες οι οποίες εφαρμόζονται ως προς τη βελτιστοποίηση των ζωών της κοινωνίας, την αντιμετώπιση των περιβαλλοντολογικών προβλημάτων, τη λήψη επιστημονικών μέτρων ενεργειακών/υγειονομικών κρίσεων κ.λπ. Το σχεδόν αντίθετο δηλαδή που εμφανίζεται στους σκοπούς της εισαγωγής των βιομηχανικών διδακτορικών εντός του ακαδημαϊκού ιδρύματος. Επιστημονική έρευνα, δηλαδή, προς τέρψη των αναγκών της αγοράς.
Παράλληλα, σε μια οικονομία της γνώσης όπου το πανεπιστημιακό ίδρυμα διαδραματίζει το ρόλο του προμηθευτή γνώσης και του ανθρώπινου κεφαλαίου, φαίνεται σαν να προσομοιάζει ολοένα και περισσότερο στους φορείς που προμηθεύει αυτή τη γνώση. Αντί να προσφέρει στο ερευνητικό δυναμικό του τον χώρο, εντός του οποίου θα μπορεί να εκπονεί το επιστημονικό του έργο χωρίς να θέτει φραγμούς στις ερευνητικές ελευθερίες του, το ωθεί σε μια ολοένα και πιο τυποποιημένη ερευνητική διαδικασία, κατά την οποία τόσο το ερευνητικό αποτέλεσμα, όσο και ο ίδιος ο ερευνητής να θεωρούνται ως εκμεταλλεύσιμα καταναλωτικά προϊόντα.
____________________________________________________________________________
[i] Mitic, Radomir Ray, και Hironao Okahana. 2021. ‘Don’t count them out: PhD skills development and careers in industry’. Studies in Graduate and Postdoctoral Education 12 (2): 206–29. https://doi.org/10.1108/SGPE-03-2020-0019.
[ii] Aarnikoivu, Melina, Terhi Nokkala, Taru Siekkinen, Kari Kuoppala, και Elias Pekkola. 2019. ‘Working outside academia? Perceptions of early-career, fixed-term researchers on changing careers’. European Journal of Higher Education 9 (2): 172–89. https://doi.org/10.1080/21568235.2018.1548941.
[iii] Grimm, Katharina. 2018. ‘Assessing the Industrial PhD: Stakeholder Insights’. Journal of Technology and Science Education 8 (4): 214–30. https://doi.org/10.3926/jotse.320.
[iv] Roolaht, Tõnu. 2015. ‘Enhancing the Industrial PhD Programme as a Policy Tool for University—Industry Cooperation’. Industry and Higher Education 29 (4): 257–69. https://doi.org/10.5367/ihe.2015.0259.
[v] Βλ. σχετικές πληροφορίες για το πρόγραμμα βιομηχανικών διδακτορικών: https://www.minedu.gov.gr/news/54172-07-12-2022-proxora-i-ylopoiisi-tou-nomou-neoi-orizontes-me-viomixanika-didaktorika-kai-episkeptes-kathigites-episkeptes-erevnites
[vi] Ο.π.
[vii] Aarnikoivu κ.α, ο.π.
[viii] Poutanen, Mikko. 2022. ‘’I am done with that now.’ Sense of alienations in Finnish academia’. Journal of Education Policy 0 (0): 1–19. https://doi.org/10.1080/02680939.2022.2067594.
[ix] Gill, Rosalind. 2016. ‘Breaking the silence: The hidden injuries of neo-liberal academia’. Feministische Studien 34 (1). https://doi.org/10.1515/fs-2016-0105.
[x] Deem, Rosemary. 2001. ‘Globalisation, New Managerialism, Academic Capitalism and Entrepreneurialism in Universities: Is the Local Dimension Still Important?’ Comparative Education 37 (1): 7–20. https://doi.org/10.1080/03050060020020408.
[xi] Albarrán, Pedro, Juan A. Crespo, Ignacio Ortuño, και Javier Ruiz-Castillo. 2010. ‘A Comparison of the Scientific Performance of the U.S. and the European Union at the Turn of the 21st Century’. Scientometrics 85 (1): 329–44. https://doi.org/10.1007/s11192-010-0223-7.
[xii] Rodríguez-Navarro, Alonso, και Francis Narin. 2018. ‘European Paradox or Delusion—Are European Science and Economy Outdated?’ Science and Public Policy 45 (1): 14–23. https://doi.org/10.1093/scipol/scx021. Και Albarrán, Pedro κ.α., Ο.Π.
[xiii] Οι εκθέσεις αυτές είναι οι εξής: European Commission. (1994) The European Report on Science and Technology Indicators 1994. Executive Summary. Directorate-General XII, L-2920 Luxembourg: Office for Official Publications of the European Communities ISBN 92-826-9010-5 & (1995) Green Paper on Innovation. http://europa.eu/documents/comm/green_papers/pdf/com95_688_en.pdf
[xiv] Humburg, Martin, Rolf van der Velden, και Annelore Verhagen. 2013. The Employability of Higher Education Graduates: The Employer’s Perspective., σελ. 2
[xv] Kashyap, Ankur, και Rajat Agrawal. 2019. ‘Academia a new knowledge supplier to the industry! Uncovering barriers in the process’. Journal of Advances in Management Research, Δεκέμβριος. https://doi.org/10.1108/JAMR-02-2019-0017.
[xvi] Smit, Jorrit, και Laurens Hessels. 2021. ‘The production of scientific and societal value in research evaluation: a review of societal impact assessment methods’. Research Evaluation 30 (Απρίλιος). https://doi.org/10.1093/reseval/rvab002.
[xvii] D’Este Cukierman, Pablo, και Markus Perkmann. 2009. ‘Why Do Academics Engage with Industry? The Entrepreneurial University and Individual Motivations’. https://digital.csic.es/handle/10261/108211.
[xviii] Goduscheit, René Chester. 2022. ‘No Strings Attached? Potential Effects of External Funding on Freedom of Research’. Journal of Business Ethics 176 (1): 1–15. https://doi.org/10.1007/s10551-020-04686-z.
[xix] Yarbrough, Donald B., Lyn M Shulha, Rodney Hopson, και Flora A Caruthers. 2010. The Program Evaluation Standards: A Guide for Evaluators and Evaluation Users. Thousand Oaks: SAGE Publishing. http://www.worldcat.org/oclc/526116854.
[xx] Chelimsky, Eleanor. 1987. ‘What Have We Learned about the Politics of Program Evaluation?’ Educational Evaluation and Policy Analysis 9 (3): 199–213. https://doi.org/10.2307/1163608.
[xxi] National Academies of Sciences, Engineering, Policy and Global Affairs, Engineering Committee on Science, και Committee on Responsible Science. 2017. Foundations of Integrity in Research: Core Values and Guiding Norms. Fostering Integrity in Research. National Academies Press (US). https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK475948/.
[xxii] Lamont, Michèle. 2012. ‘Toward a Comparative Sociology of Valuation and Evaluation’. Annual Review of Sociology 38 (1): 201–21. https://doi.org/10.1146/annurev-soc-070308-120022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου