02 Δεκεμβρίου 2022

Απαξίωση της εργασίας, εκτός αν καταστρέψουμε το παιχνίδι τους - Του Ηλία Ιωακείμογλου*




Το κέρδος, μια επιθυμία χωρίς κορεσμό

Η άνοδος των επιτοκίων που ήδη εκκίνησε, και η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί κατά τα επόμενα έτη, είναι η φωτιά στον κάμπο με τα ξερά χόρτα. Τα υψηλά επιτόκια έχουν για τις επιχειρήσεις τον ρόλο του «εναλλακτικού οφέλους», της εναλλακτικής τοποθέτησης κεφαλαίου που αποφέρει υψηλότερη κερδοφορία από όσο η επένδυση στην δική σου επιχείρηση. Το ίδιο ισχύει και για τους ιδιοκτήτες ακινήτων που τα ενοικιάζουν και για κάθε άλλον που επενδύει τα χρήματά του για κέρδος, τόκο ή πρόσοδο. Έτσι, όταν αυξάνονται τα επιτόκια, όπως συμβαίνει τώρα και όπως προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί κατά τα επόμενα έτη με πολύ μεγαλύτερη ένταση, οι ιδιοκτήτες ακινήτων λαμβάνουν το μήνυμα (τέτοιοι είναι οι δέκτες τους) ότι πρέπει να αυξήσουν το ενοίκιο διότι στο εξής το κεφάλαιο εν γένει, σε όλες τις μορφές του, θα αμείβεται περισσότερο. Το ίδιο μήνυμα παίρνουν και οι άλλοι κάτοχοι κεφαλαίου, που έχουν επενδύσει τα χρήματά τους σε κάποιον άλλο κλάδο, όσο υψηλά και αν είναι τα κέρδη τους.

Τα επιτόκια, λοιπόν, υποδεικνύουν στο σύνολο των επενδυτών το ύψος της κερδοφορίας που θα έπρεπε όλοι οι κάτοχοι κεφαλαίου να επιδιώκουν ως στόχο. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι παράγοντες που προσδιορίζουν το ύψος της απόδοσης κεφαλαίου, αυτό όμως δεν αναιρεί την σχέση αιτιότητας μεταξύ των επιτοκίων και των αποδόσεων κεφαλαίου που είναι επενδεδυμένο σε άλλους κλάδους, εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα. 

Έχουν το κίνητρο, έχουν και την ευκαιρία

Αυτά περιγράφουν μια σχέση επιτοκίων και κέρδους γενικώς, αλλά δεν μας εξηγούν για ποιον λόγο υπάρχει αυτή η σχέση, τι είναι αυτό που την εγκαθιδρύει, που την θέτει σε ισχύ. 

Ο βασικός λόγος για τον οποίο κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο εκλαμβάνει την αύξηση των επιτοκίων ως ένδειξη ότι πρέπει να αυξήσει την απόδοσή του (την κερδοφορία του) είναι η απληστία του(1): Επιδιώκει την μεγιστοποίηση του κέρδους, στην οποία προβαίνει όποτε έχει την ευκαιρία˙ με δυο λόγια, έχει πάντοτε το κίνητρο (του πλουτισμού και της κατίσχυσης επί των ανταγωνιστών του), αρκεί να έχει και τα μέσα. 

Λένε πολλοί πως υπάρχει και ένας δεύτερος λόγος για τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τις τιμές τους: η αύξηση των επιτοκίων αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης των δανειακών κεφαλαίων τους (τόσο περισσότερο όσο υψηλότερος είναι ο δανεισμός τους). Για να διατηρήσουν, λοιπόν, τα κέρδη τους, οι επιχειρήσεις, όσο υψηλά και αν είναι αυτά ήδη, θα έπρεπε να αυξήσουν τις τιμές τους. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις αυξάνουν τις τιμές τους όταν αυξάνονται τα επιτόκια βρέξει-χιονίσει, είτε έχουν πολλά δάνεια είτε λίγα, είτε αυξήθηκαν οι μισθοί είτε όχι, αρκεί να έχουν την ευκαιρία (και με δεδομένο ότι πάντα θέλουν, είναι στην φύση τους αυτό). 

Έχουν όμως οι επιχειρήσεις πάντοτε την ευκαιρία να προβούν σε ανατιμήσεις; Υπάρχουν δύο περιπτώσεις, ανάλογα εάν οι επιχειρήσεις έχουν αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό (μπορούν δηλαδή να αυξήσουν τον όγκο της παραγωγός τους ή όχι χωρίς νέα επένδυση σε πάγιο κεφάλαιο).  

Περίπτωση πρώτη: Εάν χρησιμοποιούν πλήρως την παραγωγική ικανότητά τους, δηλαδή δεν τους περισσεύει παραγωγικό δυναμικό για να αυξήσουν την παραγωγή πέραν του σημερινού επιπέδου της, θα αυξήσουν τις τιμές τους διότι καθεμιά από αυτές υπολογίζει ότι δεν θα χάσει μερίδιο αγοράς από τους ανταγωνιστές της (αφού ούτε και αυτοί δεν μπορούν να αυξήσουν την παραγωγή τους ή μπορούν να την αυξήσουν λίγο και εν πάση περιπτώσει ζήτηση υπάρχει για όλους, δεν θα ανταγωνιστούν τώρα γι’ αυτό). 

Περίπτωση δεύτερη: Εάν περισσεύει στις επιχειρήσεις παραγωγικό δυναμικό για να αυξήσουν την παραγωγή, η επιχείρηση θα το σκεφτεί καλά να αυξήσει τις τιμές της, εξαιτίας του φόβου ότι θα χάσει μερίδιο αγοράς από τους ανταγωνιστές εάν αυτοί κρατήσουν ίδιες τις τιμές ή τις αυξήσουν σε μικρότερο βαθμό από όσο αυτή η ίδια. Σε τέτοια περίπτωση, οι επιχειρήσεις δεν έχουν την ευκαιρία να αυξήσουν τις τιμές τους εκτός εάν μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε συντεταγμένες κινήσεις (κάτι που συμβαίνει σχετικά εύκολα σε μεγάλες επιχειρήσεις όταν είναι λίγες στον κλάδο, και συμβαίνει επίσης πολύ εύκολα σε μικρούς κλειστούς τόπους). Συμβαίνει επίσης να μη λειτουργεί ο ανταγωνισμός όταν υπάρχει μια επιχείρηση που έχει δεσπόζουσα θέση στον κλάδο και οι υπόλοιπες την ακολουθούν, ή ακόμη εάν προεξοφλήσουν όλοι, χάρη σε ένα είδος ταξικής κεφαλαιοκρατικής ενσυναίσθησης, πως οι ανταγωνιστές τους θα αυξήσουν και αυτοί τις τιμές τους. Εάν πάντως δεν μπορούν να τις αυξήσουν, θα αυξήσουν την πίεση επί των ονομαστικών μισθών για να τους μειώσουν – εάν μπορούν. Σήμερα, βέβαια, με πολλά εργατικά συνδικάτα αποδυναμωμένα ή ενσωματωμένα ή πουλημένα ή χαζοχαρούμενα, οι επιχειρήσεις έχουν μια ευκολία να μειώσουν τους μισθούς. 

Μονά-ζυγά δικά τους…

Σε ποια από τις δύο ανωτέρω περιπτώσεις βρισκόμαστε σήμερα;

Με την μεγάλη άνοδο της ζήτησης κατά το 2021 και το 2022, το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει μειωθεί εξαιρετικά και απέχει μιαν ανάσα από την πλήρη χρησιμοποίηση. Για τους περισσότερους κλάδους, λοιπόν, η αύξηση των τιμών σήμερα είναι η πιο λογική αντίδραση για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, με δεδομένη την απληστία που αποτελεί την αρχή της λειτουργίας τους και τον τρόπο ύπαρξής τους. Ωστόσο, με τις αυξήσεις των τιμών περιστέλλεται η ιδιωτική κατανάλωση, διότι το εισόδημα των νοικοκυριών διατίθεται τώρα για την αγορά λιγότερων εμπορευμάτων αφού οι τιμές τους είναι υψηλότερες. Από κοντά ακολουθεί η συνολική ζήτηση, που περιστέλλεται, για τον απλό λόγο ότι η κατανάλωση αποτελεί κάτι σαν τα 3/4 της συνολικής ζήτησης. Επιπλέον, τα υψηλότερα επιτόκια αποθαρρύνουν τον δανεισμό για κατανάλωση και επιβραδύνουν την συσσώρευση παγίου κεφαλαίου μειώνοντας τις επενδύσεις. 

Με αυτά, λοιπόν, θα μειωθεί η συνολική ζήτηση εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων κατά τα επόμενα έτη, και η οικονομία θα επιβραδυνθεί ή θα βυθιστεί στην ύφεση (με την βοήθεια και άλλων παραγόντων, και με την συμβολή κλασικών φαύλων κύκλων που θα αναπτυχθούν στην πορεία και θα πολλαπλασιάσουν τα αρνητικά αποτελέσματα της αύξησης των επιτοκίων). Η δε ύφεση θα αυξήσει την ανεργία, θα μειώσει περαιτέρω την ήδη ισχνή διαπραγματευτική δύναμη των μισθωτών και θα συμβάλει στην περαιτέρω μείωση των μισθών. Αυτά δεν είναι μοιραία, αυτή είναι η δυναμική του συστήματος, η φύση του και η ροπή του, εκεί οδηγείται το πράγμα, εκτός εάν κάποια εξωτερική δύναμη αναχαιτίσει την πορεία του.

Εάν δηλαδή αφήσουμε ήσυχο το σύστημα να πορεύεται με βάση τις ορέξεις του, βαίνουμε σε μια διαδρομή με δύο φάσεις: Στην πρώτη φάση, βραχυπρόθεσμα (σε ορίζοντα ενός έτους) οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται καθότι η αύξηση των επιτοκίων θα έχει δώσει το γενικό σύνθημα για υψηλότερη κερδοφορία, και κάπως αργότερα, σε δεύτερη φάση, η αύξηση των τιμών θα επιβραδυνθεί (δηλαδή ο πληθωρισμός θα μειωθεί) επειδή η μείωση της ζήτησης κάτω από ένα κατώφλι θα αυξήσει το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό και θα οξύνει τον ανταγωνισμό. Στην πρώτη φάση θα υποτιμηθεί η αγοραστική δύναμη του μισθού εξαιτίας του πληθωρισμού (και ήδη αυτό γίνεται). Στην δεύτερη φάση, της ύφεσης και της ανεργίας, πάλι θα υποτιμηθεί η αγοραστική δύναμη του μισθού, αυτήν την φορά λόγω της μείωσης του ονομαστικού μισθού (του χρηματικού μισθού) ή της αύξησής του λιγότερο από τον πληθωρισμό (παρόλο που αυτός θα είναι πλέον μειωμένος). Αυτά θα συμβούν˙ εκτός εάν καταστρέψουμε το παιχνίδι τους.

…εκτός εάν καταστρέψουμε το παιχνίδι τους

Αυτό είναι το παιχνίδι της απαξίωσης της εργασίας στο οποίο θα επιδοθεί ο καπιταλισμός κατά τα επόμενα έτη: παλιότερα το λέγαμε μονά-ζυγά δικά του. Εκτός εάν καταστρέψουμε το παιχνίδι του˙ άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε γερά, ανθεκτικά, ανταγωνιστικά εργατικά συνδικάτα, χρειαζόμαστε και κόμμα ή πολιτικές οργανώσεις που φέρνουν αποτελέσματα -και δεν τα χρειαζόμαστε αύριο, τα χρειαζόμαστε τώρα! _________________________________________________________________

(1) Η απληστία δεν είναι επιθυμία από την οποία θα μπορούσε να απαλλαγεί κάθε ξεχωριστό, ιδιαίτερο, κεφάλαιο, διότι αυτή ανήκει στην φύση του, διότι αυτή έχει ως υλική βάση την αδήριτη ανάγκη εκάστου κεφαλαίου να κατισχύσει των ανταγωνιστών του (αν μη τι άλλο στην μακροχρόνια διάρκεια)

*Ηλίας Ιωακείμογλου, οικονομολόγος, επιστημονικός σύμβουλος του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, συγγραφέας σειράς μελετών, άρθρων και βιβλίων για την κρίση και την αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, για τους μισθούς, την μακροοικονομική πολιτική, την απασχόληση και την ανεργία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου