«Δική του (σ.σ. του εργαζόμενου) απόφαση είναι αυτή, όχι δική μου» δήλωσε ο Υπουργός Εργασίας, Άδωνις Γεωργιάδης. “Τα έχουμε, άλλωστε, ξανακούσει: Απελευθέρωση για τον εργαζόμενο” οι επιπλέον δύο ώρες υπερωρία, έλεγε ο Χατζηδάκης, δεν χρειάζεται Συλλογική Σύμβαση ο εργαζόμενος, έλεγε ο Τσακλόγλου. Η επεξεργασία συνειδήσεων έχει αποφέρει καρπούς, ώστε πλέον, ακούγεται δειλά δειλά (όχι και τόσο η δειλά) το τιτίβισμα: Από την στιγμή που το θέλει ο εργαζόμενος, σεβαστείτε το.
Σε αντίθεση με την αντίληψη ορισμένων, ο Υπουργός Γεωργιάδης δεν κρύβεται ούτε κρύβει την ευρωπαϊκή προέλευση της νομοθεσίας Βέβαια, πλέον δεν υπάρχει φανερά κάποιος Τόμσεν να του κλέψει την δόξα. Στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία γενικώς, η κατοχύρωση της εργασιακής ευελιξίας ως αρχής επιτρέπει τέτοια τερατουργήματα, σαφώς οριοθετημένα από άλλες αρχές και πασπαλισμένα με αρκετά θεσμικά «αλλά». Στο δια ταύτα, όμως, είναι απολύτως αληθές ότι η Οδηγία ΕΕ 2019/1152, η οποία σημειωτέον ενσωματώθηκε αρχικώς με τον ν. Χατζηδάκη, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να απαγορεύσει στον εργαζόμενο να αναλάβει εργασία σε άλλους εργοδότες. Η εργασία σε άλλους εργοδότες πέραν του καθορισμένου ωραρίου της σύμβασης κατοχυρώνεται ως δικαίωμα του εργαζόμενου.
Για να είναι δίκαια τα πράγματα, δε, προβλέπει απλόχερα και την απαγόρευση να υπάρξει δυσμενής μεταχείριση για τον εργαζόμενο για τον λόγο αυτό. Δεν μας πειράζει το ξεζούμισμα, αλλά το να είναι αρρύθμιστο και να γίνεται υπό καθεστώς διάκρισης. Έτσι, η «πολλαπλή απασχόληση», η οποία γίνεται χωρίς διακρίσεις και άλλα μπανάλ για τον εργαζόμενο, είναι απολύτως ρυθμισμένη, νοικοκυρεμένη, ώστε πλέον χωρίς ενδοιασμούς ο εργαζόμενος να πραγματώνει την ελευθερία του χωρίς αναστολές.
Αυτό, όμως, δεν είναι κάτι καινούργιο στο υπάρχον νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα. Είναι δυνατόν να δουλέψει κανείς σε πολλούς εργοδότες. ΑΛΛΑ: Τίθενται περιορισμοί απαράβατοι στους εργοδότες για την απασχόληση εργαζομένων, που έχουν υπερβεί ολόκληρο το νόμιμο ημερήσιο ωράριό τους. Η καινοτομία, λοιπόν, του Άδωνη Γεωργιάδη αφορούσε την πολλαπλή απασχόληση μέσα στο ίδιο 24ωρο, με την έννοια της διπλής υπέρβασης του ανώτατου νόμιμου ημερήσιου ωραρίου.
Αν το εννοούσε έτσι, μιλάμε για καινοτομία τουλάχιστον τολμηρή. Η εφαρμογή της θα απαιτούσε να καταργηθούν:
- α) Το ΠΔ 88/1999, το οποίο ενσωματώνει μάλιστα την ευρωπαϊκή Οδηγία 93/104/ΕΚ, το οποίο απαγορεύει μικρότερη ημερήσια ανάπαυση από 11 ώρες ημερησίως εντός του 24ωρου.
- β) Το ΠΔ 27/04.04.1932 το οποίο απαγορεύει ευθέως την απασχόληση εργαζομένων που έχουν εργαστεί το πλήρες νόμιμο ωράριο τους σε άλλον εργοδότη.
- γ) Τις από 26-2-1975 και 14-2-1984 Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας αλλά και τον ν.3385/2005, που ορίζουν τα ανώτατα νόμιμα όρια απασχόλησης, και μεταξύ άλλων επαναλαμβάνουν την απαγόρευση εργασίας σε οποιονδήποτε εργοδότη πέραν αυτών των ορίων.
Όλη αυτή η ενδεικτική σωρεία νομοθετημάτων εθνικών, υπερεθνικών αλλά και παραγώγων της Συλλογικής Αυτονομίας με Συλλογική σύμβαση, αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί η ατομική βούληση, του εργοδότη ή του εργαζομένου, σε οποιοδήποτε συμβατικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης. Σε αυτά προστίθενται και καμιά ντουζίνα συνταγματικοί κανόνες, που περιβάλλουν τον καταστατικά προστατευτικό χαρακτήρα του εργατικού δικαίου, ως γέννημα του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα του συντάγματος και της έννομης τάξης, αλλά αυτά είναι έντεχνα άσματα στην εποχή της σκληρής νεοφιλελεύθερης τέκνο.
Καταλαβαίνοντας ότι δεν γίνονται όλα σε μία μέρα, μέχρι και ο κονκισταδόρας της Ανάπτυξης-με-κάθε-κόστος αναγκάστηκε να τα μαζέψει. Φυσικά, όλοι τρομοκρατήθηκαν γιατί ξέρουν πολύ καλά, ότι το έχουν κάνει στο παρελθόν και είναι απολύτως διατεθειμένοι να το ξανακάνουν: να ξηλώσουν, με σειρά νομοθετικών και εκτελεστικών ενεργειών, κατοχυρωμένες αρχές και θεσμούς δεκαετιών.
Οι ανάγκες, βέβαια, που θέλουν να καλύψουν δεν αφορούν τον εργαζόμενο και την ελευθερία του να ξεπατώνεται χωρίς να πληρώνεται. Αν ήθελαν, θα κάναν μία γενναία αύξηση μισθών, σε επίπεδα σεβαστής διαβίωσης την εποχή της ακρίβειας, μαζί με σειρά άλλων ενεργειών για τον έλεγχο της ακρίβειας. Θα έπαιρναν γενναία μέτρα ενάντια στην ελαστικοποίηση της εργασίας και τις μορφές μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας. Με μέτρα σαν και αυτά, άλλωστε, θα μειώνονταν η εντατικοποίηση του ρυθμού εργασίας, η οποία εκτοξεύεται σε περιβάλλον εργασιακής ανασφάλειας, και έτσι θα μετρούσαμε πολύ λίγα εργατικά ατυχήματα, τέτοια που κανένα «μέτρο ασφαλείας» δεν μπορεί να αποτρέψει. Αν ήταν και πολύ μερακλής, θα επέστρεφε την αρμοδιότητα για την πρόβλεψη του ημερήσιου ωραρίου στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες θεωρητικά έχουν προτεραιότητα απέναντι στην κρατική ρύθμιση, με κάποια Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση εργασίας ή, έστω θα.. εφάρμοζε τις ήδη υπάρχουσες και ισχύουσες νομοθετικά.
Αλλά στοχεύουν αλλού. Επιθυμούν να καλύψουν τις ανάγκες της Ελλάδας 2.0, αυτής της τουριστικής και «αναπτυξιακής» κόλασης, η οποία δεν μπορεί να βρει πλέον ούτε εργαζόμενους για την βαριά βιομηχανία της και προσφεύγει σε χαροκαμένους πρόσφυγες. Αυτό το αχόρταγο μοντέλο του υπερτουρισμού, το οποίο πριμοδοτεί τις μαύρες και ελαστικές εργασιακές σχέσεις, σε έτσι και αλλιώς εποχιακές και μη παραγωγικές θέσεις εργασίας, σε χώρους μηδενικού κρατικού ελέγχου και εποπτείας. Η οργή που ξεσπάει για τα ανεξέλεγκτα μπιτσόμπαρα απηχεί αυτήν ακριβώς την εξοργιστική ατιμωρησία στις ιερές αγελάδες της βαριάς βιομηχανίας. Έτσι, η γενική τάση αναζήτησης της ανάπτυξης στην εσωτερική υποτίμηση, το κόψιμο των μισθών και την αύξηση των ωραρίων, την αφαίρεση εργοδοτικών υποχρεώσεων από τους εργοδότες με την ανοχή στις δεκάδες εργατικές παραβάσεις, δένουν σαν καλοδουλεμένο γλυκό με τον διπλασιασμό της νόμιμης εργάσιμης ημέρας, που φαίνεται να.. ξέφυγε από το στόμα του υπουργού.
Πλέον, με νέες έξυπνες μορφές που γεννά η «υγιής επιχειρηματικότητα» θα γεννηθούν σχήματα διαφορετικών νομικών προσώπων ονομαστικά, στα χαρτιά, που στην πράξη θα εξυπηρετούν τις ανάγκες των ίδιων επιχειρήσεων. Το έχουμε ήδη δει να συμβαίνει: ο κατατεμαχισμός του νομικού προσώπου να συμβαδίζει με την κρυφή ενότητα των οικονομικών συμφερόντων πίσω από την βιτρίνα. Στο παρελθόν, λειτουργούσε με το μοντέλο της «μεταβίβασης επιχείρησης» από γονείς επιχειρηματίες στα παιδιά, ή με την παράλληλη λειτουργία δύο εικονικών επιχειρήσεων και την ανά τακτά χρονικά διαστήματα εναλλαγή του προσωπικού σε αυτές, από την μία στην άλλη, για να μην δημιουργείται αξίωση αποζημίωσης στον εργαζόμενο μετά την συμπλήρωση έτους εργασίας στην επιχείρηση.
Τώρα, σε ένα ακόμα κρεσέντο δημιουργικότητας, το παζλ της ανομίας βρίσκει ένα ακόμα κομμάτι: αυτό της παράλληλης εργασίας σε δύο φαινομενικά διακριτούς εργοδότες, «διαφορετικές» νομικές οντότητες, αλλά που από πίσω κρύβεται η ίδια τσέπη. Οικονομική ενότητα, νομικός κατακερματισμός, άρα τεμαχισμός και εξαφάνιση της ευθύνης.
Και όλα αυτά, τυπικά, νοικοκυρεμένα και, κυρίως, νόμιμα, θα θεσμοθετούν το διπλό 8ωρο για τον ίδιο εργοδότη, την εξόντωση του εργαζομένου πέρα από κάθε φυσικό όριο αντοχής, θα αυξήσουν τα φαινόμενα των εργατικών ατυχημάτων (τα οποία – γιατί άραγε;- διαρκώς αυξάνονται στην Ελλάδα) και του εργασιακού burnout. Παράλληλα, όμως, δίνουν την δυνατότητα το μαύρο και παράνομο να γίνει καθαρό και παστρικό, και έτσι να αφαιρεθεί ένα ακόμα πλέγμα προστασίας και κυρώσεων, αστικών, ποινικών ή διοικητικών, που ακόμα και αν από καραμπόλα τύχαινε να εφαρμοστεί, δημιουργούσε και αυτό τις τριβές του.
Η αφετηρία αυτής της εξέλιξης εντοπίζεται στην διάλυση του συλλογικού εργατικού δικαίου, και, σημαντικότερου, όλου του προστατευτικού και ενισχυτικού πλαισίου για την συνδικαλιστική πάλη στην Ελλάδα. Αφού διέλυσαν τις Συλλογικές συμβάσεις και ξεγύμνωσαν από κάθε προστασία τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, ενίσχυσαν ως βασικό διαπλαστικό παράγοντα των εργασιακών σχέσεων την ατομική σύμβαση εργασίας. Και στην ατομική διαπραγμάτευση κάθε μορφής εμφανίζεται καθαρότερα όχι η προσωπική ελευθερία, αλλά η εγγενής βία των εργασιακών σχέσεων, όπου η «διαπραγματευτική ανισότητα» εργαζομένου και εργοδότη γίνεται βιωμένος τρόμος και όπου όταν λείπει ο έλεγχος κυριαρχεί η ανομία και το δίκιο του ισχυρού.
Και οι απολογητές των ισχυρών, που μιλούν για την ελευθερία του εργαζόμενου, που τόσο νοιάζονται για αυτήν, ξεχνούν την μοναδική ελευθερία που λείπει από τον εργαζόμενο: την ελευθερία του να αρνηθεί να εργαστεί. Η ανάγκη να «ζούμε από το μισθό» μας είναι η καθηλωτική συνθήκη, κάτω από την οποία δεν υπάρχει καμία ελεύθερη διαπραγμάτευση. Η μόνη ελευθερία εκεί είναι η υποταγή, τα παρακάλια για υψηλά tips, η αποδοχή κάθε εξευτελισμού, και αποτελεί το πραγματικό βίωμα, την ύλη, πάνω στην οποία το δηλητήριο του ατομικού δρόμου κανονικοποιείται στις συνειδήσεις των εργαζομένων.
Ο πόλεμος απέναντι σε αυτό το δηλητήριο δεν μπορεί να γίνει στην βάση του θρήνου για τα «χαμένα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα». Οφείλει να είναι μία πολιτική μάχη απέναντι στους συγκεκριμένους πρωταίτιους, τις συγκεκριμένες αιτίες, το συγκεκριμένα σύστημα εξουσίας που έχει στηθεί στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, για να συντηρείται εκείνος ο καταμερισμός που θέλει τον Ευρωπαϊκό Βορά φιλελεύθερο, δημοκρατικό, νοικοκυρεμένο και τον Νότο να καίγεται, να είναι τουριστική ατραξιόν φθηνής κοπής, να διαχειρίζεται τα απόνερα των πολέμων και της ρατσιστικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτόν το καταμερισμό, τελικοί αποδέκτες της βαρβαρότητας είναι οι εργαζόμενοι, καθώς σε μία εργασία – ζούγκλα, το ξεζούμισμα φέρνει εξάντληση, η εξάντληση ατυχήματα και θάνατο, και όλα αυτά ενώ παραμένουμε φτωχοί, με το ακριβότερο ρεύμα, με τις τράπεζες στο κατώφλι και τον χειμώνα να καραδοκεί.
* Ο Δημήτρης Πλιακογιάννης είναι δικηγόρος, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου