Έθνη-κράτη και Οθωμανική αυτοκρατορία: το ξήλωμα του Παλαιού Καθεστώτος

Με την Eλληνική Eπανάσταση του 1821 (αν και είχε προηγηθεί η Σερβική Επανάσταση του 1804) ξεκινάει η δημιουργία εθνικών κρατών στην ανατολική Μεσόγειο και αρχίζει το ξήλωμα της τελευταίας από μια σειρά αυτοκρατορίες, που κυριάρχησαν διαδοχικά στην περιοχή για τουλάχιστον 2.500 χρόνια. Η Σερβική και η Ελληνική επανάσταση είναι η αρχή του τέλους του Παλαιού Καθεστώτος (Οθωμανική αυτοκρατορία), το οποίο θα σβήσει οριστικά έναν αιώνα μετά με την τουρκική εθνική επανάσταση του Κεμάλ Ατατούρκ. Ιδρύθηκαν πολλά νέα εθνικά κράτη, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της παλιάς Οθωμανικής αυτοκρατορίας πέρασε (ή είχε ήδη περάσει) στην κυριαρχία των δυτικών αποικιοκρατικών δυνάμεων και θα χρειάζονταν ακόμα σκληροί αγώνες δεκαετιών για να αποκτήσουν οι υπόδουλοι λαοί (μιαν αμφίβολη, κατά κανόνα) ανεξαρτησία.

Σήμερα, δυο αιώνες μετά, μιλώντας από την σκοπιά των αποκάτω, χρειαζόμαστε έναν απολογισμό της ιστορικής διαδρομής του ελληνικού εθνικού κράτους, το οποίο γεννήθηκε μέσα από την επανάσταση του 1821, και συγχρόνως, μια γενικότερη αποτίμηση της διαδικασίας εθνογένεσης (διαδικασίας εκμοντερνισμού) που ξεκίνησε στις αρχές του 19ου και άλλαξε ριζικά την ανατολική Μεσόγειο και τη βόρειο Αφρική. Εξ ού και η πρωτοβουλία για τη διοργάνωση διεθνούς συνεδρίου με τη συμμετοχή ανθρώπων των κινημάτων και πανεπιστημιακών από την Ελλάδα, την Τουρκία, τις άλλες βαλκανικές χώρες και από τον αραβικό κόσμο.

Για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί πολλά συνέδρια, σεμινάρια, εκδηλώσεις κτλ., στα οποία δεσπόζουν οι φιλελεύθερες, οι ευρωπαϊστικές και/ή οι εθνικιστικές προσεγγίσεις. Εμείς, από τη δική μας πλευρά, θέλουμε να εστιάσουμε στις λαϊκές τάξεις, τον πολιτισμό τους, τους αγώνες τους, τις επιδιώξεις τους, τις προσδοκίες τους, τις παλιές και τις καινούριες αυτονομίες τους. Προφανώς δεν αγνοούμε την επίδραση του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης στην ελληνική του 1821 και θέλουμε να τονίσουμε το ότι η τελευταία έσπασε την Ιερά Συμμαχία και άνοιξε τον δρόμο για τις επαναστάσεις του 1848.

Όμως, επίσης, μας ενδιαφέρει η δραματικά υποτιμημένη στους επίσημους εορτασμούς σχέση της επανάστασης με την “Ανατολή”, η επανάσταση σαν αφετηρία των μετασχηματισμών που έδωσαν τη σημερινή αρχιτεκτονική της περιοχής μας, των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας και γενικότερα της Μεσογείου. Η επανάσταση του 1821 υπήρξε πηγή έμπνευσης για τους φιλελεύθερους, τους δημοκράτες και τους πατριώτες πολλών γειτονικών λαών, όμως η πιο προχωρημένη της εκδοχή, το σχέδιο του Ρήγα Φεραίου, δεν μπόρεσε (έλειπαν οι κοινωνικές προϋποθέσεις) να πραγματωθεί. Το Παλαιό Καθεστώς δεν έδωσε τη θέση του σε μια δημοκρατική συνομοσπονδία ελεύθερων λαών, αλλά σε μια πλειάδα από αλληλομισούμενα εθνικά κράτη, που το καθένα προσπαθούσε να υπερισχύσει σε βάρος των γειτόνων του με όλους τους δυνατούς τρόπους – και προπάντων κερδίζοντας την εύνοια των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα είναι η δραματική υποβάθμιση μιας περιοχής που για 7.000 χρόνια (Μεσοποταμία, Αίγυπτος, Ελλάδα) βρισκόταν στην πρωτοπορία του παγκόσμιου πολιτισμού.

Θέλουμε να ασκήσουμε κριτική στην επανάσταση για τα ελλείματα και τις αδυναμίες της, να κατανοήσουμε τους ιστορικούς της περιορισμούς βρισκόμαστε σε ασυμφιλίωτη αντίθεση με τον ιστορικό αναθεωρητισμό, ο οποίος έρχεται να απαξιώσει γενικά τις επαναστάσεις και να αμφισβητήσει το δίκαιο των ανθρώπων να επαναστατούν, αντίθετοι με τις αναθεωρητικές απόψεις που εμφωλεύουν στην Επιτροπή “Ελλάδα 2021”.

Εκσυγχρονισμός, έθνος-κράτος και καπιταλισμός

Ο εκσυγχρονισμός, η εισαγωγή της νεωτερικότητας στις περιοχές που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία και παλαιότερα η Βυζαντινή και οι αραβικές, συντελέστηκε μέσω της συγκρότησης εθνικών κρατών. Τι πάει να πει όμως εκσυγχρονισμός και εισαγωγή της νεωτερικότητας; Ταυτίζεται με τη εισαγωγή των καπιταλιστικών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων και την ίδρυση βιοπολιτικού κράτους ή είναι και κάτι ευρύτερο από αυτά; Είναι μια νεωτερικότητα ή πολλές; Υπάρχει μόνο μια γραμμή εκσυγχρονισμού ή πολλές που αλληλοδιαπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται ή συγκρούονται μεταξύ τους;

Και έπειτα, το κυριότερο; τι είναι αυτό που εκσυγχρονίζεται; Η νεωτερικότητα και οι συγκεκριμένες της μορφές, όπως το εθνικό κράτος, δεν συγκροτούνται στο κενό ή ex nihilo, αλλά με βάση προϋπάρχουσες πραγματικότητες, με τις οποίες βρίσκονται σε σχέση συνέχειας/ασυνέχειας, τις οποίες διασώζουν υπερβαίνοντας τες, σημαδεμένες από αυτές.

Η ιστορία είναι πράξη (πράττειν) όχι κατασκευή (ποιείν). Ακριβώς από αυτή την σκοπιά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η νεωτερικότητα δεν είναι μία, ή, για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, δεν εξαντλείται σε ένα δυτικοευρωπαϊκό μοντέλο, το οποίο αφού εισαχθεί (ένα θηριώδες οικοδόμημα) θάβει κάτω από τα θεμέλιά του οτιδήποτε είχε προϋπάρξει. Όχι, ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός δεν είναι το τέλος της ιστορίας! Με δυο λόγια, στο αυριανό συνέδριο για την Ελληνική Επανάσταση, επιχειρούμε, μεταξύ άλλων, να συνεχίσουμε τη συζήτηση που ξεκινήσαμε στο προπέρσινο συνέδριο για τη Ρωσική Επανάσταση, όταν μιλήσαμε για τον ύστερο Μαρξ, τη σύγκρουση σλαβόφιλων-δυτικόφιλων, τη διαμάχη ναρόντνικων-“μαρξιστών” όσον αφορά τον ρόλο της αγροτικής κοινότητας κτλ.

Εθνοτικές ρίζες που φτάνουν τουλάχιστον στον ύστερο Μεσαίωνα ή και παλαιότερα

Το ελληνικό εθνικό κράτος, όπως και όλα τα άλλα έθνη-κράτη, είναι δημιούργημα της ύστερης νεωτερικότητας. Όμως οι εθνοτικές ρίζες του ελληνικού λαού είναι πολύ παλαιότερες φτάνουν τουλάχιστον στον ύστερο Μεσαίωνα και ίσως και πολύ πιο πίσω, όπως δείχνουν τα άφθονα επιβιώματα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού τα οποία σώζονται ιδίως στη λαϊκή κουλτούρα, ή γλωσσική συνέχεια κτλ. Όμως, εθνοτικές ρίζες στον ύστερο Μεσαίωνα μπορούν να διεκδικήσουν όλοι οι λαοί της Βαλκανικής. Μήπως π.χ. οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι δεν είναι απόγονοι των Βογόμιλων της βυζαντινής εποχής;

Οι ρίζες των λαών του Καυκάσου (Γεωργιανοί, Αρμένιοι) είναι πολύ παλαιότερες – και δεν μιλήσαμε ακόμη για τους Άραβες, τους Εβραίους, του Αιγύπτιους, τους Βέρβερους, τους Κούρδους, τους πολλούς λαούς της Μικράς Ασίας, που μετά από έναν επιφανειακό εξελληνισμό (δεν εννοούμε εδώ τους Έλληνες της αρχαίας Ιωνίας), δέχθηκαν έναν εξίσου επιφανειακό εκτουρκισμό. Ας σημειωθεί, ότι εδώ αναφερόμαστε κυρίως στους λαϊκούς προφορικούς πολιτισμούς, στους οποίους το ζήτημα της συνέχειας/ασυνέχειας τίθεται με πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι στην υψηλή ή λόγια κουλτούρα της άρχουσας τάξης. Τους πρώτους χαρακτηρίζει η πολύ βραδεία εξέλιξη και η εξαιρετικά μακριά διάρκεια ζωής. Η δεύτερη, αν και μπορεί να διατηρηθεί στη μνήμη μέσω της γραφής, των μνημείων κτλ., είναι πολύ πιο βραχύβια. Αν δεν καταφέρει να περάσει στη λαϊκή κουλτούρα, τις περισσότερες φορές κρατάει μόνο όσο το κράτος που την υποστηρίζει.

Οι λαοί της περιοχής μας, έχοντας χάσει από παλιά την πολιτική τους ανεξαρτησία, απόκτησαν τη συνείδησή τους και διατήρησαν τον πολιτισμό τους μέσα σε ευρύτερα σύνολα (Βυζαντινή, Οθωμανική Αυτοκρατορία) και σε αντιπαράθεση με αυτά. Ο “αντιστασιακός χαρακτήρας”, λοιπόν, δεν διέπει μόνο τη νεοελληνική ιστορία, όπως υποστηρίζει ο Σβορώνος, αλλά και την ιστορία πολλών άλλων λαών της ανατολικής Μεσογείου. Και δεν είναι κυρίως θέμα θρησκείας. Τον 15ο και τον 16ο αιώνα, δεν ήταν οι Χριστιανοί του Ελλαδικού χώρου ή της Βαλκανικής, αλλά οι μουσουλμανικοί λαοί της Μικράς Ασίας, αυτοί που αντέταξαν την πιο πεισματώδη και απεγνωσμένη αντίσταση στην εγκαθίδρυση της οθωμανικής απολυταρχίας.

Η Ανατολική Μεσόγειος: ένας κοινός κόσμος

Οι λαοί της Ανατολικής Μεσογείου συμμετείχαν σε ένα πυκνό πλέγμα αλληλοδράσεων, σε ένα πολιτισμικό σύμπαν μέσα στο οποίο ξέσπασε η επανάσταση του 1821, δρομολογώντας τις διαδικασίες ριζικού μετασχηματισμού του. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την επανάσταση του 1821 ή να συζητήσουμε για το πως σχηματίζεται σταδιακά η ελληνική ιδιοπροσωπία, χωρίς συγκριτικές αναφορές στις αντίστοιχες διαδικασίες στους γειτονικούς λαούς με τους οποίους οι νεοέλληνες βρέθηκαν αιώνες κάτω από την ίδια πολιτική σκέπη. Και δεν πρόκειται απλά για αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε ξεχωριστούς λαούς. Πρέπει, επιπρόσθετα, να τονίσουμε ότι αναφερόμαστε σε κοινωνίες στο κατώφλι της νεωτερικότητας και δεν μπορούμε να μιλάμε για κάθετους εθνοτικούς, εθνικούς ή άλλους ταυτοτικούς διαχωρισμούς, όπως αυτούς των σύγχρονων κοινωνιών.

Έχουμε να κάνουμε με ένα συνεχές από κοινωνίες αλληλογνωριμίας (“επιχώριες συμβιωτικές ομάδες”), των οποίων τα χαρακτηριστικά αλλάζουν βαθμιαία (ανάμεσα στα διαφορετικά χρώματα παρεμβάλλονται άπειρες αποχρώσεις) και δεν εφαρμόζονται παρά μόνο σε πολύ γενικές γραμμές διαχωρισμοί του είδους Έλληνες, Αρβανίτες, Βούλγαροι κλπ. Έχουμε, δηλαδή, αλληλεπιδράσεις, αλλά και υβριδικές μορφές, ενδιάμεσες ή μεταβατικές καταστάσεις και έτσι σχηματίζεται ένας κόσμος του οποίου τα στοιχεία είναι αλληλένδετα. Πως μπορούμε να μιλήσουμε για τον ελληνικό Καραγκιόζη χωρίς να αναφερθούμε στον τούρκικο, για το ρεμπέτικο χωρίς να πάρουμε υπόψη μας τη βυζαντινή, την αραβική και την περσική μουσική, αλλά και αυτή της Ανδαλουσίας, όπως και εκείνες των άλλων χωρών της Μεσογείου;

Οι ρίζες των λαών της περιοχής μπλέκονται με χίλιους δυο τρόπους. Είναι τυχαίο ότι λίγο πολύ συμπίπτουν χρονικά η στροφή της Ορθοδοξίας στον ησυχασμό και η ανάπτυξη του σουφισμού στη Μικρά Ασία; Η πρώιμη Αναγέννηση στο Βυζάντιο των Παλαιολόγων και τα νεωτερικά στοιχεία τα οποία απελευθερώνονται με την ωρίμανση του λαμπρού σελτζουκικού πολιτισμού (η απολυταρχία των Οθωμανών θα πνίξει και την πρώτη και τα δεύτερα);.

Έχει μεγάλη πολεμική σημασία εναντίον του εγχώριου φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού και του εθνικισμού, να δείξουμε ότι ο ελληνικός λαϊκός πολιτισμός (αλλά και ο λόγιος), όσο ακόμα υπάρχει, δεν μπορεί παρά να είναι καλά ριζωμένος στην περιοχή του, κάτι που πάει να πει, επίσης, με πλούσιες και οργανικές διασυνδέσεις μς εκείνους των γειτόνων του. Και αυτό γιατί οι Έλληνες φιλελεύθεροι κοσμοπολίτες, όπως και οι Έλληνες εθνικιστές, έχοντας για κοινό παρονομαστή τον ευρωπαϊσμό και προσπαθώντας να κατοχυρώσουν το ελληνικό εθνικό κράτος σαν το προχωρημένο φυλάκιο της ευρωπαϊκής Δύσης, καταλήγουν να αντιλαμβάνονται την Ελλάδα πάνω κάτω όπως το Ισραήλ: μια χώρα χωρίς οργανικές σχέσεις με τον περίγυρό της, φυτευτή, η οποία επικαλείται ένα αφηρημένο ιστορικό δικαίωμα.

Κοινωνίες έξω από κράτος, η ιδιαιτερότητα της προεπαναστατικής Ελλάδας

Τα προνεωτερικά κράτη, ακόμα και τα πιο συγκεντρωτικά, είναι υποχρεωμένα να αφήσουν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής ζωής να διεξάγεται έξω από τον έλεγχό τους. Έτσι γινόταν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το ίδιο συνέχιζε να γίνεται για πολύ καιρό και στους δυο μεγάλους διαδόχους της, την Οθωμανική και την Τσαρική Αυτοκρατορία (οι οποίες ήταν κρατικά μορφώματα μεταβατικά ανάμεσα στην προνεωτερική αυτοκρατορία και τη νεωτερική απολυταρχία). Μπορούμε να αξιοποιήσουμε στους αγώνες μας για την επανάκτηση και την επαναδημιουργία των κοινών (commons) μια πλούσια εμπειρία ζωής έξω από το κράτος, η οποία, μόλις λίγες γενιές πριν, ήταν πραγματικότητα στη γειτονιά μας και χωρίς να χρειαστεί οπωσδήποτε να πάμε σε μακρινές ηπείρους ή σε εξωτικές χώρες.

Πριν την επανάσταση, κατά το μεγαλύτερό της μέρος, η ορεινή και η νησιωτική Ελλάδα αποτελούσε πρακτικά μια μια κοινωνία έξω από το κράτος. Βέβαια, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το ίδιο συνέβαινε και με πολλούς άλλους λαούς στις ορεινές δυσπρόσιτες ή απομακρυσμένες περιοχές, με τους νομάδες, τους λαούς της ερήμου κτλ. Τη διαφορά έκανε πρώτα απ’ όλα η συμμετοχή των Ελλήνων στην κυρίαρχη τάξη της αυτοκρατορίας. Στην ιεραρχία της αυτοκρατορίας ήταν δεύτεροι μετά τους Τούρκους και στην πράξη πάνω από τους (μουσουλμάνους) Άραβες. Είχαν την οικονομική εξουσία, ένα μερίδιο της πολιτικής (οι Φαναριώτες) και της ιδεολογικής (είχαν την ηγεσία όλων των Ορθόδοξων Χριστιανών) εξουσίας και αποκλείονταν μόνο από την στρατιωτική (εκτός εάν αλλαξοπιστούσαν).

Έπειτα, οι Έλληνες έμποροι ταξίδευαν στην Ευρώπη και έρχονταν σε επαφή με τις πιο προχωρημένες ιδέες της εποχής τους και ακόμη μεγαλύτερη σημασία είχε η εξάπλωση των ελληνικών παροικιών στην Κεντρική Ευρώπη και κυρίως τη Ρωσία. Η “Τρίτη Ρώμη” διεκδικούσε την κληρονομιά της από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία όμως την τελευταία περίοδό της είχε αρχίσει να εξελληνίζεται σταδιακά. Η Ρωσία, λοιπόν, δεν ήταν απλώς μία από τις “Μεγάλες Δυνάμεις”: είχε μια πολύ πιο οργανική σχέση με τον υπό διαμόρφωση νεότερο Ελληνισμό με τη μεσολάβηση και της ελληνικής διασποράς (στη Ρωσία).

Το πιο σημαντικό ήταν η πυκνή επικοινωνία και μάλιστα η κοινωνική κινητικότητα ανάμεσα στην αγροτοποιμενική και την νησιώτικη Ελλάδα (εν πολλοίς εκτός κρατικής τάξης και οι δύο) τις εμπορικές παροικίες της διασποράς και τις ελίτ που συμμετείχαν στην άσκηση της οθωμανικής εξουσίας. Ο Καραβίδας πολύ σωστά μίλησε όχι απλά για κοινότητες αλλά για αστοχωρικές κοινότητες Η ελληνική εθνότητα σχηματιζόταν από δίκτυα που ξεκίναγαν από τα βουνά και τα νησιά της Ελλάδας και έφταναν στις μεγάλες εμπορικές πόλεις της Εγγύς Ανατολής, της Βαλκανικής και τις πρωτεύουσες της Ευρώπης και περιλάμβαναν κτηνοτρόφους, οπλαρχηγούς, μικροκτηματίες, εμπόρους, βιοτέχνες, πειρατές, ναυτικούς, ιερωμένους και διανοούμενους.

Προφανώς και υπήρχαν ταξικές αντιθέσεις τις οποίες πρέπει να εντοπίσουμε και να αναδείξουμε. Όμως οι τάξεις και η ταξική πάλη, όπως τις ξέρουμε, χαρακτηρίζουν ειδικά το έθνος-κράτος (και την πόλη-κράτος). Χρειαζόμαστε επιπλέον θεωρητικά εργαλεία για την μελέτη των τάξεων και της ταξικής πάλης στις παλαιότερες κοινωνίες. Η ίδια η έννοια της “αστικοδημοκρατικής επανάστασης”, που έτσι και αλλιώς ήταν προβληματική, δεν άντεξε στην επίθεση που δέχθηκε από τους “αναθεωρητές” ιστορικούς οι στοχαστές που ανάλαβαν να υπερασπιστούν εναντίον τους την αγγλική και την γαλλική επανάσταση, έχουν επινοήσει σήμερα πολύ πιο εκλεπτυσμένα θεωρητικά σχήματα.

Η Ελληνική Επανάσταση, λοιπόν, δεν ήταν μια επανάσταση στο περιθώριο αλλά στην καρδιά της οθωμανικής κρατικής τάξης. Χάρη σε μια μοναδική συγκυρία συναντήθηκαν οι προνεωτερικές αυτονομίες με τις πιο προχωρημένες δημοκρατικές αναζητήσεις της εποχής. Όμως, η Ελληνική Επανάσταση δεν κατάφερε ποτέ να συγκροτηθεί σε μια κοινοτική δημοκρατία. Επικράτησε τελικά μόνο σε μια περιορισμένη έκταση και δεν πήρε ποτέ τις διαστάσεις μιας γενικής εξέγερσης εναντίον του Παλαιού Καθεστώτος με τη συμμετοχή όλων των λαών και των εθνοτήτων (των Τούρκων συμπεριλαμβανομένων), όπως είχε ονειρευτεί ο Ρήγας. Το προεπαναστατικό αντικρατικό πνεύμα, η παράδοση ανταρσίας, η δυσπιστία και η καχυποψία απέναντι σε κάθε εξωτερική αρχή, η περιφρόνηση της καθεστηκυίας εξουσίας θα συνεχίσουν να υπάρχουν και μετά την εγκαθίδρυση του νέου ελληνικού κράτους και θα σημαδέψουν την ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή τους επόμενους δύο αιώνες.

Ποιες ήταν οι αντιφάσεις και οι περιορισμοί των προνεωτερικών αυτονομιών; Μπορούσαν τελικά να αποτελέσουν “σημείο στήριξης” για μια σύγχρονη κοινωνική και πολιτική δημοκρατία; Διατηρείται κάποια συνέχεια και ποια, ανάμεσα στον παλαιότερο κοινοτισμό και τους σημερινούς αγώνες για την ανάκτηση και την αναδημιουργία των κοινών; Με αφορμή τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 ερχόμαστε, για μια ακόμη φορά, να συζητήσουμε για τα νεωτερικά πεπρωμένα των προνεωτερικών αυτονομιών, αλλά και για τη δυναμική που μπορεί να έχει σήμερα η παράδοση ανταρσίας, η οποία είναι συνυφασμένη με το λαϊκό πολιτισμό του τόπου μας.

Και καλούμαστε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση χωρίς να περιοριστούμε στον ελλαδικό χώρο και σε ένα πεδίο αναφοράς που έχει να κάνει αποκλειστικά με το δυτικοευρωπαϊκό παράδειγμα. Αντίθετα, ας επικαιροποιήσουμε το όραμα του Ρήγα (και εκείνο του σεϊχη Μπεντρεντίν, του Σταμπουλίνσκι κ.ά.), συμπεριλαμβάνοντας στο οπτικό μας πεδίο κοινωνικοπολιτικά τοπία απ’ όλη την έκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όχι μόνο από τη Δυτική Ευρώπη αλλά επίσης από την Ανατολική και παραπέρα από τους εξωευρωπαϊκούς αντιαποικιακούς αγώνες.