«Προληπτική αστυνόμευση» με συσκευές αναγνώρισης προσώπου από την αστυνομία
Όταν η Intracom Telecom ανακοίνωνε με δελτίο τύπου της πως αναλαμβάνει το έργο της «Έξυπνης Αστυνόμευσης» στην Ελλάδα, βρισκόμαστε λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του Ιουλίου του 2019 και οι αναφορές στον Τύπο για το ζήτημα ήταν ελάχιστες. Κάτι περισσότερο από 18 μήνες αργότερα, ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας μία δυστοπική κατάσταση που κάνει ειδήσεις από χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία, οι ΗΠΑ και η Βρετανία για την προληπτική αστυνόμευση να μοιάζουν πλέον εξαιρετικά πιο οικείες.
Το θέμα φέρνει στη δημοσιότητα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της Κορίνας Πετρίδη για το Reporters United, σε συνεργασία με το Algorithm Watch, με τις διαστάσεις του να απειλούν την καθημερινότητα στους δρόμους και την κοινωνική ζωή το προσεχές διάστημα. «Από αυτό το καλοκαίρι 1.000 φορητές συσκευές της ΕΛΑΣ θα σκανάρουν τα πρόσωπα των πολιτών σε περιπολίες» τιτλοφορείται το ρεπορτάζ, που συγκυριακά, δημοσιεύεται μία ημέρα μετά τη δημοσιοποίηση της νέας παγκόσμιας καμπάνιας της Διεθνούς Αμνηστίας «για την απαγόρευση της χρήσης συστημάτων αναγνώρισης προσώπου». Όπως τονίζεται, η οργάνωση καλεί σε επαγρύπνηση για «μορφή μαζικής παρακολούθησης που ενισχύει τη ρατσιστική αστυνόμευση και απειλεί το δικαίωμα στη διαμαρτυρία».
Κατά το ρεπορτάζ, πρόκειται για ένα γιγάντιο project «Smart Policing», Έξυπνης Αστυνόμευσης όπως αναφέρεται, που θα κοστίσει περισσότερα από 4 εκατομμύρια ευρώ, με τα τρία τέταρτα του κόστους να χρηματοδοτείται από τους πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας.
Εκείνο που θα πρέπει να σημειωθεί είναι πως πρόκειται για έργο που ανατέθηκε και προχώρησε επί των ημερών της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, σκορπίζοντας πλήθος ερωτηματικών, τόσο για τις στοχεύσεις του, όσο και για την μυστικοπάθεια που το περιέβαλλε. Κι αυτό γιατί η «σύλληψη της ιδέας» έγινε το 2017, το έργο ανατέθηκε στην Intracom τον Μάρτιο του 2019, ενώ η εταιρεία εξέδωσε μία σχετική ανακοίνωση τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Επίσημες ανακοινώσεις από την πλευρά του κράτους είχαμε μόλις στα τέλη του 2019, όταν η Ελληνική Αστυνομία προέβει σε «Ανακοίνωση Σύναψης Σύμβασης» για το έργο, επί ημερών πλέον κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Σύμφωνα με δηλώσεις αξιωματούχου της αστυνομίας που μεταφέρει το δημοσίευμα, μέχρι το προσεχές καλοκαίρι, η αστυνομία θα έχει παραλάβει «χιλιάδες φορητές συσκευές», οι οποίες περιγράφεται πως θα μοιάζουν με smartphones και «θα επιτρέπουν την ταυτοποίηση πολιτών με τη χρήση λογισμικού αναγνώρισης προσώπου και λήψης δακτυλικού αποτυπώματος».
«Σκοπός είναι η εξακρίβωση προσώπων, οχημάτων και αντικειμένων σε πραγματικό χρόνο. Έτσι θα βελτιωθεί η ασφάλεια των αστυνομικών, θα μειωθεί η άσκοπη ταλαιπωρία των πολιτών, θα εξοικονομήσουμε ανθρώπινους και υλικούς πόρους και χρόνο εργασίας» αναφέρεται ακόμα από τον ίδιο αξιωματούχο.
Παρά τις παραπάνω περιγραφές, το ρεπορτάζ σημειώνει πως δεν υπάρχουν δημοσιευμένες λεπτομέρειες για το έργο αυτό από κρατικούς φορείς, ούτε και η εταιρεία δέχθηκε να απαντήσει στα ερωτήματα του Reporters United. Ωστόσο, στο δημοσίευμα περιλαμβάνεται το 177-σέλιδο τεύχος τεχνικών προδιαγραφών που ανάρτησε η ΕΛΑΣ τον Απρίλιο του 2018, που βρίθει λεπτομερειών για όσα έπονται.
Όπως αναφέρεται, το πρόγραμμα «Smart Policing» έχει ως στόχο «τον προσδιορισμό και την επαλήθευση της ταυτότητας των πολιτών που υπόκεινται σε επιτόπιο έλεγχο», καθώς και μεταξύ άλλων, την «ενίσχυση της προληπτικής αστυνόμευσης». Ακόμη, στόχος είναι να αυξηθεί «ο μέσος όρος ελέγχων σε καθημερινό επίπεδο» και να επεκταθεί «η αποτελεσματικότητα ελέγχου των πολιτών τρίτων χωρών που έχουν παραβιάσει τον νόμιμο χρόνο παραμονής στην χώρα».
Πιο συγκεκριμένα, το προσεχές διάστημα, η αστυνομία πρόκειται να παραλάβει περί τις 1.000 φορητές συσκευές, ενώ περιγράφονται σχεδιασμοί που προβλέπουν την προμήθεια συνολικά τουλάχιστον 10.000 φορητών συσκευών. Περιγράφεται πως οι συσκευές θα κάνουν εφικτή τη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, πως θα έχουν δυνατότητα αποθήκευσης 1.500 φωτογραφιών (οι οποίες θα καταστρέφονται έπειτα από επτά ημέρες), ενώ σε σχόλιο αξιωματούχου της αστυνομίας που επικαλείται το δημοσίευμα, αναφέρεται πως «οι έλεγχοι θα είναι οι ίδιοι, απλά θα αλλάξει ο τρόπος που γίνονται. Θα είναι πιο απλοί, πιο πρακτικοί. Και οι πολίτες θα διευκολύνονται. Σκεφτείτε πόσο άχαρο ήταν πριν να παίρνουμε κάποιον και να τον μεταφέρουμε στο ΑΤ. Τώρα δεν θα χρειάζεται αυτό»».
Ακόμα πιο ζοφεροί οι σχεδιασμοί που περιγράφονται παρακάτω, προβλέπουν την διασύνδεση των συσκευών με δεκάδες εθνικές αλλά και υπερεθνικές βάσεις, καθώς μεταξύ των υπουργείων Δικαιοσύνης, Μεταφορών, Εσωτερικών και Εξωτερικών που αναφέρονται, περιλαμβάνονται και βάσεις όπως της Europol, της Interpol, ακόμα και του FBI!
Η εξέλιξη έρχεται λίγες μόλις εβδομάδες μετά την αποκάλυψη της συνεργασίας της κυβέρνησης με την εταιρεία εξόρυξης προσωπικών δεδομένων, Palantir, η οποία μπορεί να έπαυσε με την δημοσιοποίησή της, όμως όπως έγινε γνωστό, την διαχείριση του λογισμικού που εξασφάλισε η κυβέρνηση ανέλαβε η εταιρεία PwC, της οποίας εργαζόμενοι εκπαιδεύτηκαν από τον κολοσσό της προληπτικής αστυνόμευσης, χωρίς να είναι γνωστές οι προεκτάσεις του έργου και οι στοχεύσεις μίας τέτοιας εφαρμογής από την κυβέρνηση.
altersyros: Διαβάσετε αναλυτικά το αποκαλυπτικό δημοσίευμα του Reporters United που, με τα πολλά παρατιθέμενα στοιχεία του, μας αποκαλύπτει, πράγματι, την πραγματικότητα του τίτλου μας.
Παρεμφερές είναι και το ακόλουθο δημοσίευμα:
ΕΛ.ΑΣ: Μαζική παρακολούθηση με συσκευές αναγνώρισης προσώπου
Χιλιάδες φορητές συσκευές που θα επιτρέπουν την ταυτοποίηση πολιτών με τη χρήση λογισμικού αναγνώρισης προσώπου και λήψης δακτυλικού αποτυπώματος θα αποκτήσει η Ελληνική Αστυνομία μέχρι το καλοκαίρι του 2021, όπως αποκαλύπτει ρεπορτάζ της Κορίνας Πετρίδη για το Reporters United, σε συνεργασία με το Algorithm Watch και τη HomoDigitalis.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, η διαδικασία της ανάθεσης, από την αρχική σύλληψη της ιδέας (2017) μέχρι και την υπογραφή της τελικής σύμβασης το 2019, υλοποιήθηκε εξ’ ολοκλήρου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με το συνολικό κόστος του προγράμματος να υπερβαίνει τα 4 εκατομμύρια ευρώ.
Το έργο ανατέθηκε μετά από διεθνή διαγωνισμό στην Intracom Telecom τον Μάρτιο του 2019. (Η Intracom Telecom αποτέλεσε για δεκαετίες τον τηλεπικοινωνιακό βραχίονα του ομίλου Intracom, συμφερόντων Σωκράτη Κόκκαλη. Το 2006 σημαντικό μερίδιό της πωλήθηκε στη ρωσικών συμφερόντων Sistema. Το 2014 οι δύο βασικοί μέτοχοι Intracom και Sistema πούλησαν ολόκληρα τα μερίδιά τους σε μη κατονομαζόμενους «επενδυτές από το Ντουμπάι». Σήμερα η εταιρεία ελέγχεται σε ποσοστό 100% από την Intracom Middle East FZ-LLC.)
Αρχικά η αστυνομία θα παραλάβει τουλάχιστον 1.000 φορητές συσκευές, υπάρχει όμως η πρόβλεψη για «κάλυψη μελλοντικών αναγκών για διαχείριση 10.000 φορητών συσκευών».
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., σε τουλάχιστον «500 εξ’ αυτών θα πρέπει να είναι εφικτή η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων ή εναλλακτικά θα πρέπει να προσφερθούν για το σκοπό αυτό, στην τεχνική προσφορά, και τουλάχιστον 500 κατάλληλες πρόσθετες συσκευές».
Οι συσκευές θα έχουν τη δυνατότητα αποθήκευσης τουλάχιστον 1.500.000 φωτογραφιών. Ορίζεται, ακόμη, ότι η ληφθείσα φωτογραφία θα καταστρέφεται αυτόματα από το σύστημα με την πάροδο 7 ημερών από την ημερομηνία λήψης αυτής.
Σύμφωνα με όσα είπε αξιωματούχος της ΕΛΑΣ στο Reporters United, «οι έλεγχοι θα είναι οι ίδιοι, απλά θα αλλάξει ο τρόπος που γίνονται. Θα είναι πιο απλοί, πιο πρακτικοί. Και οι πολίτες θα διευκολύνονται. Σκεφτείτε πόσο άχαρο ήταν πριν να παίρνουμε κάποιον και να τον μεταφέρουμε στο ΑΤ. Τώρα δεν θα χρειάζεται αυτό».
Το νέο σύστημα προβλέπει διασυνδέσεις με 20 εθνικές αλλά και υπερεθνικές βάσεις δεδομένων όπως αυτές των υπουργείων Δικαιοσύνης, Μεταφορών, Εσωτερικών και Εξωτερικών, καθώς και σε διεθνείς ευρωπαϊκές ή διεθνείς, όπως η Europol και η Interpol. Ανάμεσα στις βάσεις δεδομένων αναφέρεται και ο γνωστός Τειρεσίας, η διατραπεζική βάση δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς. (Ο Τειρεσίας είναι Ανώνυμη Εταιρεία η οποία έχει ως μετόχους τις τράπεζες. Τα δεδομένα που τηρούνται από την εταιρεία διέπονται από το τραπεζικό απόρρητο.) Εντύπωση προκαλεί τέλος η πρόβλεψη για τη διασύνδεση του νέου συστήματος με το FBI χωρίς να διευκρινίζεται για ποια συγκεκριμένα βάση δεδομένων της αμερικανικής υπηρεσίας πρόκειται.
Στις 27 Ιανουαρίου 2021, μία ημέρα πριν τη δημοσίευση του ρεπορτάζ από το Reporters United, η Διεθνής Αμνηστία ξεκίνησε τη νέα της παγκόσμια εκστρατεία «για την απαγόρευση της χρήσης συστημάτων αναγνώρισης προσώπου». Κατά την οργάνωση πρόκειται για «μορφή μαζικής παρακολούθησης που ενισχύει τη ρατσιστική αστυνόμευση και απειλεί το δικαίωμα στη διαμαρτυρία».
Η εκστρατεία της Διεθνούς Αμνηστίας στοχεύει αρχικά στην απαγόρευση της χρήσης τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου στην πόλη της Νέας Υόρκης, ενώ ήδη οργανώσεις πολιτικών δικαιωμάτων έχουν επιτύχει την απαγόρευσή της σε πόλεις όπως το Όκλαντ, το Σαν Φρανσίσκο και το Σόμερβιλ της Μασαχουσέτης.
Η εκστρατεία #BanTheScan, έπειτα από τη Νέα Υόρκη θα στοχεύσει την απαγόρευση στο Νέο Δελχί της Ινδίας και την Ουλάν Μπατόρ της Μογγολίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου