Η µελέτη αυτή επιχειρεί να φωτίσει µια σχετικά άγνωστη πτυχή της Ελληνικής Επανάστασης: Τις αντιδράσεις και τον τρόπο µε τον οποίο οι Οθωµανοί προσέλαβαν και ερµήνευσαν το εθνικοαπελευθερωτικό κίνηµα των Ελλήνων. Aπευθύνεται τόσο στο εξειδικευµένο κοινό όσο και στον απλό αναγνώστη που επιθυµεί να κατανοήσει πληρέστερα τους κλυδωνισµούς και τις συνέπειες της Eπανάστασης καθώς και της συνακόλουθης ίδρυσης του ανεξάρτητου κράτους στο εσωτερικό της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Οι αναγνώστες έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την εξέλιξη των γεγονότων της Επανάστασης µέσα από την οπτική της οθωµανικής πολιτικής ελίτ της Κωνσταντινούπολης, των χρονικογράφων της Πύλης και των Οθωµανών αξιωµατούχων από περιοχές της περιφέρειας οι οποίες βρέθηκαν στο επίκεντρο των πολεµικών συγκρούσεων.
Το βιβλίο φιλοδοξεί να αποτελέσει συµβολή στην ανάδειξη ορισµένων πλευρών του 1821 και να δώσει νέα ώθηση στην ιστορική έρευνα, µέσα από το «µονοπάτι της νηφαλιότητας και του αναστοχασµού», στοιχείων που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση ενός µείζονος γεγονότος όπως είναι η πράξη δηµιουργίας του ελληνικού κράτους.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο, όπως δημοσιεύθηκε στο news247:
"Η βία εξάλλου της κεντρικής κυβέρνησης δεν είχε στόχο τους άμαχους και τους πληθυσμούς που παρέμεναν πιστοί στην οθωμανική εξουσία. Οι σφαγές και οι ταραχές εις βάρος των Ρωμιών σε διάφορα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας είχαν πραγματοποιηθεί κυρίως από το μουσουλμανικό όχλο. Μετά από τα έκτροπα αυτά, η επίσημη εξουσία επιθυμούσε να προστατεύσει τους νομιμόφρονες χριστιανούς υπηκόους της. Τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 1822, ο μεγάλος βεζίρης Χατζή Σαλίχ Πασάς γνωστοποίησε στο σουλτάνο Μαχμούτ Β' ότι στρατιώτες λεηλατούσαν τα αμνηστευμένα χωριά των ραγιάδων και υποδούλωναν τους κατοίκους της Χίου. Το θέμα τέθηκε προς συζήτηση στο αυτοκρατορικό συμβούλιο, όπου ο σεϊχουλισλάμης εξέδωσε φετβά απαγορεύοντας την υποδούλωση των χριστιανών υπηκόων και την αγοροπωλησία τους. Μαζί με τον φετβά, μάλιστα, εστάλη και διάταγμα στο διοικητή των οχυρών στα Δαρδανέλια Μουσταφά Πασά να απελευθερώσει τους παρανόμως υποδουλωμένους και να μεριμνήσει για την επιστροφή των κατοίκων της Χίου στην πατρίδα τους1 .
Παρά, λοιπόν, το γεγονός ότι στην περίπτωση της Χίου οι Οθωμανοί δικαιολόγησαν τη χρήση βίας, προκειμένου να αποκαταστήσουν την ασφάλεια και την τάξη και να τιμωρήσουν τους «άπιστους» υπηκόους τους, είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν την απήχηση που είχαν στην Ευρώπη οι βιαιότητες που διαπράχτηκαν. Χαρακτηριστικά, ο Χιουσρέβ Πασάς, ο οποίος το Μάιο του 1823 είχε διοριστεί αρχιναύαρχος του στόλου, λίγο πριν αναχωρήσει για τα νησιά του Αιγαίου, σε συνομιλία του με έναν αυστριακό διπλωμάτη σημείωσε τα εξής:
Κανένας δεν ξέρει καλύτερα από μένα την ανεπανόρθωτη ζημιά που προκαλέσαμε με την καταστροφή στη Χίο. Οι αυτουργοί είναι υπεύθυνοι μπροστά στον Αλλάχ και στον Αφέντη μας για το αίμα αθώων που έχυσαν χωρίς λόγο σε αυτήν την περίσταση. Πιστέψτε με ότι θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου, για να επιστρέψουν οι ρωμιοί στασιαστές, χρησιμοποιώντας μέσα πειθούς και πραότητας. Ακόμα και αν το πείσμα τους να αρνηθούν την προσφορά της συγχώρεσης με εξαναγκάσει να ασκήσω μέσα εξαναγκασμού, το ξίφος της δικαιοσύνης θα πέσει μόνο στα κεφάλια των ενόχων που έχουν οπλιστεί, αλλά ακόμα και τότε δεν θα ξεχάσω ότι το κάθε άτομο, ακόμα και οι ένοχοι που θυσιάζονται λόγω της αγανάκτησής μας, αποτελούν απώλεια για την Αυτοκρατορία. Γνωρίζω ότι η Ευρώπη έχει τα μάτια της στραμμένα πάνω μας, αλλά ευελπιστώ να αναγνωρίσει τις ωμότητες που διαπράχτηκαν από τους εξεγερθέντες εναντίον των φιλειρηνικών μουσουλμάνων που σφαγιάστηκαν εν ψυχρώ, και τη σφαγή χιλιάδων γυναικών και παιδιών, πράξεις δηλαδή φρικτές, οι οποίες έχουν ερεθίσει το αίσθημα της εκδίκησης μεταξύ του λαού μας και μας δυσκολεύει να το περιορίσουμε σε λογικά πλαίσια2 .
Έντονη κριτική για τη στάση των οθωμανικών δυνάμεων στη Χίο και στις σφαγές που πραγματοποιήθηκαν εξέφρασε και ο χρονικογράφος Έσαντ. Στο επίμαχο σημείο του έργου του ανέφερε χαρακτηριστικά ότι
Με την άφιξη του αυτοκρατορικού στόλου, οι άνθρωποι και οι στρατιώτες της Ανατολίας που ήταν συγκεντρωμένοι στα παράλια της Ανατολίας έφτασαν στη Χίο με καΐκια ως όχλος και ανά ομάδες, με σκοπό να λαφυραγωγήσουν και να πάρουν παλλακίδες και νεαρούς σκλάβους. Όταν έφτασαν στη Χίο ενώθηκαν με αυτούς και οι στρατιώτες του ναυτικού και αποβιβάστηκαν στην ακτή, παραβιάζοντας τους κανόνες. Η αναχώρηση του τοποτηρητή της Χίου Βαχίτ Πασά τους εξυπηρέτησε, ενώ ο καπουδάν Αλί Πασάς τήρησε ουδέτερη στάση. Οι στρατιώτες αυτοί είχαν καταληφθεί από την παράλογη ευφορία του μεθυσμένου και έφτασαν σαν ακρίδες στο νησί της Χίου. Εκεί παραβίασαν τους ιερούς κανόνες του κράτους και άρχισαν να λεηλατούν και να πυρπολούν τα χωριά της νήσου αυτής. Εξόντωσαν με σπαθί τους γεροντότερους και τους ηλικιωμένους ραγιάδες, ενώ τα νέα αγόρια και τις γυναίκες τις απέσπασαν με τη βία από τον τόπο τους και τις υποδούλωσαν. Στο στόλο που βρίσκονταν στη Χίο πούλησαν προς σαράντα – πενήντα γρόσια παλλακίδες και δούλους. Στη συνέχεια, η ομάδα ατόμων που ήρθε από την Ανατολία απέσπασε λάφυρα και επέστρεψε μία μία στην ακτή της Ανατολίας. Ακούστηκαν τότε διάφορες φήμες, ότι ο Βαχίτ Πασάς ήταν ξεκάθαρα στενοχωρημένος για το μεγάλο λάθος που έγινε3 .
Η ιστορία του Έσαντ ολοκληρώθηκε από τον Αμπντουρρεζάκ Μπαχίρ Εφέντη. Το συμπληρωματικό κείμενο εκδόθηκε μαζί με αυτό του Έσαντ και αποσκοπούσε στο να ρίξει φως σε ζητήματα που δεν θίγονταν από τον τελευταίο. Επανερχόμενος, λοιπόν, ο Μπαχίρ Εφέντη στα γεγονότα της Χίου έγραψε τα ακόλουθα:
Όπως και να έχει, ο χρονικογράφος Έσαντ αφηγήθηκε επί μακρόν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο κάστρο της Χίου, από τη στιγμή της άφιξης των ληστών, αλλά δεν εξιστόρησε τα παρακάτω. Οι ραγιάδες της Χίου πολλές φορές είχαν εκλιπαρήσει τον Βαχίτ Πασά να τους προστατεύσει τόσο από τους ληστές Ρωμιούς όσο και από τους στρατιώτες μουσουλμάνους που θα επιθυμούσαν να τους χτυπήσουν και σε περίπτωση που βρίσκονταν υπό προστασία είχαν ανακοινώσει ότι θα επιστρέψουν στο καθεστώς της υπακοής. Ο Βαχίτ Πασάς, όμως, δεν μπόρεσε να προστατεύσει όχι μόνο ολόκληρο το νησί, αλλά ούτε τα χωριά και τις κωμοπόλεις του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ληστές, οι οποίοι έφτασαν στο νησί προκάλεσαν μεγάλο κακό στους ραγιάδες.
Αυτοί που επαναστάτησαν στο Μοριά, στα νησιά και στις άλλες περιοχές, ήταν οι επικεφαλής των Ρωμιών και κάποιοι άθλιοι. Οι άνθρωποι του μόχθου και οι φτωχοί αισθάνονταν ανήσυχοι για αυτήν την εξέγερση και είναι αλήθεια ότι συμμετείχαν σε αυτή με το ζόρι και με την υποκίνηση των παπάδων και των ληστών. Αν, όμως, το Υψηλό Κράτος τους είχε προστατεύσει, θα το ευγνωμονούσαν. Απόδειξη για αυτό το πράγμα, αποτελούν τα γεγονότα, τα οποία διαδραματίστηκαν στη Λήμνο4 .
Οι Οθωμανοί, συνεπώς, είχαν κατανοήσει το λάθος που προκάλεσαν οι σφαγές της Χίου και ο εξανδραποδισμός των κατοίκων του. Το απόσπασμα, αυτό, επίσης, μας πληροφορεί ότι η βία της οθωμανικής διοίκησης δεν έπρεπε να στραφεί ενάντια στο σύνολο των ορθόδοξων υπηκόων, αλλά μόνο εναντίον «ληστών Ρωμιών». Οι «φιλήσυχοι άνθρωποι του μόχθου» έπρεπε να προστατευτούν και οι επικεφαλής της εξέγερσης να επιστρέψουν στο καθεστώς της υπακοής. Σημαντικός μηχανισμός για την επίτευξη του σκοπού αυτού συνέχιζε να είναι το Πατριαρχείο και για αυτόν ακριβώς το λόγο οι οθωμανικές αρχές προσέφυγαν για μια ακόμη φορά στην πνευματική δύναμη και το κύρος της Μεγάλης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκεκριμένα ζήτησαν από τον Πατριάρχη να «νουθετήσει το ποίμνιο» στέλνοντας τα απαραίτητα κείμενα που θα διαβάζονταν στις κατά τόπους εκκλησίες κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, ενώ ταυτόχρονα τον καλούσαν να ζητήσει από τους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς να δώσουν εγγυήσεις αναφορικά με την νομιμοφροσύνη τους5 ."
Πηγές:
1 Hakan Erdem, “Μη λογίζετε τους Έλληνες σκαφτιάδες της Γης. Οι αντιδράσεις της οθωμανικής εξουσίας στην Ελληνική Επανάσταση”, στον τόμο Θάλεια Δραγώνα - Φαρούκ Μπιρτέκ (επιμ.), Ελλάδα και Τουρκία. Πολίτης και Έθνος - Κράτος, Αθήνα 2006, σ. 140 – 141.
2 Eldem Ethem, “From Chios Massacre to the "Unspeakable Turk”: Memory, Acceptance and Denial in the Late-Nineteenth Century”, αδημοσίευτη παρουσίαση στο συνέδριο με τίτλο “Επαναστάσεις στα Βαλκάνια. Στάσεις και Εξεγέρσεις, 1804 – 1908”, που οργάνωσε το Πάντειο Πανεπιστήμιο και έγινε στην Αθήνα από την 1η ως τις 3 Νοεμβρίου 2013.
3 Ziya Yılmazer (ed.), Vakanüvis Es'ad Efendi Tarihi… σ. 708.
4 Ziya Yılmazer (ed.), Vakanüvis Es'ad Efendi Tarihi… σ. 707.
5 ΒΟΑ, HAT, 0203/10518, χχ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου