1ο) Υπουργείο Παιδείας: από το κακό στο χειρότερο και πολύ κοντά στο μαύρο
Το νομοσχέδιο που δημοσιοποίησε προ ημερών το υπουργείο Παιδείας επικεντρώνεται σε δύο ζητήματα: την εισαγωγή των αποφοίτων Λυκείου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στην ασφάλεια και προστασία των ΑΕΙ. Εάν το σχέδιο αυτό ψηφιστεί και υλοποιηθεί, το μέλλον του δημόσιου Πανεπιστημίου προδιαγράφεται ζοφερό, όχι μόνο λόγω των άμεσων συνεπειών που θα έχουν τα μέτρα, αλλά κυρίως λόγω της μακροπρόθεσμης ζημίας που θα προκαλέσουν. Εξηγούμαι.
1. Η θέσπιση ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ), που προκύπτει ως ο μέσος όρος των μέσων επιδόσεων στα τέσσερα εξεταζόμενα μαθήματα κάθε επιστημονικού πεδίου πολλαπλασιασμένος με συντελεστή που κυμαίνεται από λιγότερο έως περισσότερο του ένα (π.χ. 0,8-1,2), με μαθηματική βεβαιότητα θα οδηγήσει στη μείωση των εισακτέων. Δεν είναι εδώ ο χώρος για να παρουσιαστεί αναλυτικά η απόδειξη αυτού του ισχυρισμού. Εντελώς ποιοτικά ή ημιποσοτικά μπορεί όμως να εξηγηθεί ότι τμήματα με μεγάλη ζήτηση (όπως τα τμήματα Ιατρικής ή σχολές σε Ιδρύματα του κέντρου) θα χρησιμοποιήσουν την ευκαιρία για να «ανεβάσουν» την ΕΒΕ τους ακόμα περισσότερο και να μειώσουν δραστικά τον αριθμό των εισακτέων.
Οι υποψήφιοι που εισάγονται σε τμήματα και σχολές υψηλής ζήτησης μέχρι τώρα έχουν κατά κανόνα μέσο όρο βαθμολογίας που βρίσκεται πολύ κοντά στη βαθμολογία του τελευταίου σε επιδόσεις επιτυχόντα και είναι αριθμητικά πολύ μεγαλύτερος του 10. Εάν αυτός ο μέσος όρους πολλαπλασιαστεί επί έναν συντελεστή μεγαλύτερο της μονάδας (π.χ. 1,2), η ΕΒΕ θα είναι πολύ δύσκολο να καλυφθεί από τους υποψηφίους στη δεύτερη φάση της επιλογής. Επομένως τυχόν κενές θέσεις θα παραμείνουν, στον μεγαλύτερο βαθμό, ακάλυπτες. Αντιστοίχως, τμήματα της περιφέρειας για τα οποία ο μέσος όρος της βαθμολογίας των υποψηφίων βρίσκεται πολύ κοντά στη βαθμολογία του τελευταίου σε επιδόσεις και είναι κάτω ή κοντά στο 10, ακόμα και εάν «κατεβάσουν» την ΕΒΕ χρησιμοποιώντας συντελεστή μικρότερο της μονάδας (π.χ. 0,8) δεν θα είναι σε θέση να πάρουν νέους φοιτητές, εάν οι μέσες επιδόσεις στο επιστημονικό πεδίο τους είναι σημαντικά υψηλότερες.
Η μείωση των εισακτέων συνεπάγεται αυτονοήτως μείωση των πτυχιούχων ΑΕΙ στο μέλλον. Αυτό με τη σειρά του υπονομεύει ένα από τα τρία ποιοτικά στοιχεία που εμφανίζονται στις διεθνείς αξιολογήσεις αλλά ακόμα και στους δείκτες του ΟΟΣΑ. Στην Ελλάδα έχουμε περιορίσει κατά αξιοζήλευτο τρόπο τη σχολική διαρροή, έχουμε επιδόσεις πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε αρκετές περιοχές ερευνητικής δραστηριότητας (ακόμα και μέσα στην κρίση) και έχουμε βέβαια ένα πολύ καλό ποσοστό πτυχιούχων ΑΕΙ ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Αυτό το τελευταίο, που πλήττεται θανάσιμα από τις νέες ρυθμίσεις, μεταφράζεται σε γενική άνοδο του μορφωτικού επιπέδου και σε απόκτηση δεξιοτήτων που διαφέρουν παρασάγγας από τις δεξιότητες που είχαν παλαιότερα οι «μορφωμένοι». Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να στρέψει μαζικά και βίαια τους αποφοίτους Λυκείου σε εκπαίδευση χαμηλότερης ποιότητας, δημιουργώντας ανθρώπινο δυναμικό που θα είναι από τα πράγματα πιο «φτηνό» και πιο «εύπλαστο» από τις δυνάμεις που κυριαρχούν στην αγορά.
2. Η δημιουργία ενός γιγαντιαίου (τουλάχιστον στα χαρτιά) μηχανισμού «ασφάλειας» εντός των ΑΕΙ είναι πρώτα απ’ όλα ένα εξαιρετικά δαπανηρό σχέδιο, που δεν αντιμετωπίζει καμία πραγματική ανάγκη (πλην του εκφοβισμού των «ετεροδόξων») και ευθέως ανταγωνίζεται την αναπτυξιακή προοπτική των ΑΕΙ. Η νέα αυτή υπηρεσία προβλέπεται να στελεχωθεί από τους υπάρχοντες διοικητικούς υπαλλήλους (που είναι ήδη λιγότεροι από ό,τι απαιτείται) και να εφοδιαστεί με πανάκριβο εξοπλισμό. Περαιτέρω οι νέες εγκαταστάσεις, μαζί με τη στέγαση της μονάδας που θα ιδρυθεί από το ΥΠΠΡΟΠΟ και θα διευθύνεται από την ΕΛ.ΑΣ., θα εκτρέψουν τον κτιριακό προγραμματισμό των ΑΕΙ ή θα αφαιρέσουν κτίρια και υποδομές από τα υπάρχοντα τμήματα.
Το χειρότερο: η δημιουργία ενός αστυνομικού σώματος, που και μόνο η παρουσία του θα προκαλεί τα δημοκρατικά αντανακλαστικά στον ακαδημαϊκό χώρο, προοιωνίζεται όξυνση (όχι άμβλυνση) των τριβών και των συγκρούσεων μέσα στο Πανεπιστήμιο. Μαζί με την «πολιτική υπηρεσία ασφαλείας» στα ΑΕΙ, που θα αποτελείται από ακαδημαϊκούς λειτουργούς και διοικητικούς υπαλλήλους, το ειδικό σώμα της ΕΛ.ΑΣ. θα συρρικνώσει μακροπρόθεσμα τον ενθουσιασμό, την πρωτοβουλία και την αυθορμησία των νέων ανθρώπων.
Η πρωτοβουλία Κεραμέως και Χρυσοχοΐδη δημιουργεί εξάλλου το εξής πολύ συγκεκριμένο ερώτημα: εν τοιαύτη περιπτώσει σε τι χρειάζεται η (συμβατική) ΕΛ.ΑΣ. και γιατί πληρώνει ο Ελληνας φορολογούμενος το κόστος ενός ειδικού σώματος; Δεν υπάρχει η ίδια ανάγκη ασφάλειας και περιφρούρησης όλων ανεξαιρέτως των δημόσιων κτιρίων; Γιατί εκεί δεν προβλέπεται η δημιουργία «πολιτικής υπηρεσίας ασφαλείας» και ειδικού αστυνομικού σώματος;
Οι πανεπιστημιακοί και κάθε δημοκρατικός πολίτης έχουν την υποχρέωση να εμποδίσουν αυτή την καταστροφική πολιτική. Αυτό είναι, χωρίς υπερβολή, ένα εθνικό καθήκον.
Παρότι το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας παρουσιάστηκε επισήμως πολύ πρόσφατα, τα μέτρα που περιέχει έχουν ήδη προαναγγελθεί από τα συστημικά ΜΜΕ. «Λαγοί», όψιμα «αγανακτισμένοι» και διαπιστευμένοι απολογητές της κυβερνητικής πολιτικής, έχουν φροντίσει να προετοιμάσουν την εκπαιδευτική κοινότητα και την υπόλοιπη κοινωνία ότι επίκεινται σαρωτικές αλλαγές στα Πανεπιστήμια, που θα διορθώσουν δήθεν τα κακώς κείμενα. Η απάντηση σε αυτά τα φληναφήματα πρέπει να είναι συγκεκριμένη και αναλυτική. Το πρώτο καθήκον των δημοκρατικά σκεπτόμενων ανθρώπων και των πανεπιστημιακών είναι να αποτρέψουν την υλοποίηση των κυβερνητικών σχεδίων· το δεύτερο όμως είναι να αποκαλύψουν τον πυρήνα αυτών των μεθοδεύσεων, που θα επηρεάσουν με πολλαπλό τρόπο όχι μόνο το παρόν, αλλά και το μέλλον των νέων ανθρώπων. Ας κάνουμε μια απόπειρα εδώ.
1. Ερασιτεχνισμός ή νεοφιλελεύθερη στρατηγική;
Το νομοσχέδιο προβλέπει τη θέσπιση ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ) στα
ΑΕΙ. Η ΕΒΕ υπολογίζεται για κάθε πανεπιστημιακό Τμήμα από τον μέσο όρο
των μέσων επιδόσεων στα τέσσερα εξεταζόμενα μαθήματα κάθε επιστημονικού
πεδίου, πολλαπλασιασμένο με έναν συντελεστή που κυμαίνεται από λιγότερο
έως περισσότερο του 1.0 (π.χ., 0.8-1.2). Αυτό διαφέρει ριζικά, από
εκείνο που θεωρούσαμε μέχρι σήμερα ως «βάση εισαγωγής».
Οι
νέες ρυθμίσεις περιλαμβάνουν δύο «γύρους» επιλογής: έναν πρώτο, που
αφορά όλα τα Πανεπιστημιακά Τμήματα, και έναν δεύτερο, που περιορίζεται
στα Τμήματα τα οποία δεν θα έχουν καλύψει το σύνολο των διαθέσιμων
θέσεων στον πρώτο «γύρο». Ας μη μας παραπλανήσει το τέχνασμα: Οι
επιλογές των υποψηφίων στη δεύτερη φάση δεν θα είναι ελεύθερες, αλλά
εξαναγκαστικές. Το πρόβλημα της εισαγωγής φοιτητών σε Τμήματα που δεν
έχουν σχέση με τα ενδιαφέροντά τους δεν επιλύεται τόσο εύκολα και
μάλιστα με εκβιαστικό τρόπο. Αλλά ακόμα και αν αυτό ήταν έτσι, το
μοντέλο των δύο «γύρων» ελάχιστα επηρεάζει τον συνολικό αριθμό των
εισακτέων. Ο αριθμός των εισακτέων ρυθμίζεται από τον τρόπο υπολογισμού
της ΕΒΕ. Εξηγώ.
Με τα νέα μέτρα, είναι αναμενόμενο ότι Τμήματα
που ανήκουν σε επιστημονικά πεδία με σχετικά χαμηλό μέσο όρο επιδόσεων
στα εξεταζόμενα μαθήματα (π.χ., 4ο επιστημονικό πεδίο), ιδιαίτερα εκείνα
που βρίσκονται στην Περιφέρεια, θα χρησιμοποιήσουν έναν χαμηλό
συντελεστή (π.χ., 0.8), ώστε να μειώσουν κάπως την ΕΒΕ και να
υποβοηθήσουν την είσοδο νέων φοιτητών, παραμένοντας βιώσιμα. Όμως, ένας
υπολογισμός με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας για τις
πανελλήνιες εξετάσεις του 2020 δείχνει ότι, ακόμα κι έτσι, ορισμένα
Τμήματα που ειδικεύονται στα Οικονομικά θα μπορέσουν να πάρουν μόλις το
7% των υποψηφίων που πήραν πέρυσι! Αυτό σημαίνει ότι ένας αριθμός
Τμημάτων θα πάψει να έχει υπόσταση και ένας μεγάλος αριθμός υποψηφίων θα
μείνει εκτός. Εάν το Υπουργείο ήθελε να «κλείσει» Τμήματα επί τη βάσει
ορθολογικών κριτηρίων, θα έπρεπε να τεκμηριώσει τις επιλογές του και να
αναλάβει το ανάλογο κόστος. Τώρα, η ευθύνη αυτή μεταφέρεται στα
Πανεπιστήμια. Ουδέν πρόβλημα επ’ αυτού. Αλλά το θέμα δεν τοποθετείται σε
επιστημολογική ή αναπτυξιακή βάση. Αντίθετα, ο (αγοραίος) νόμος της
ζήτησης και της προσφοράς αναδεικνύεται και επισήμως σε όργανο
εκπαιδευτικής πολιτικής.
Τί πρόκειται να συμβεί προκειμένου
περί Τμημάτων «υψηλής ζήτησης» (ιδιαίτερα αυτά του 3ου επιστημονικό
πεδίου), που έχουν υψηλό μέσο όρο επιδόσεων και έδρα το Κέντρο; Αυτά θα
χρησιμοποιήσουν πιθανότατα τον υψηλό συντελεστή (π.χ., 1.2), ώστε να
αυξήσουν την ΕΒΕ και να μειώσουν έτσι τον αριθμό των εισακτέων (διότι
δεν κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς φοιτητές). Αυτό μεταφράζεται σε
(σκόπιμη) μείωση των νέων φοιτητών, η οποία, προκειμένου περί Ιατρικών
Σχολών, μπορεί να ξεπεράσει σε ορισμένες περιπτώσεις το 50%! Τί νόημα
όμως έχει η μείωση του αριθμού των φοιτητών, τη στιγμή που τα
Πανεπιστήμια ωθούνται να δημιουργήσουν νέα, ξενόγλωσσα προγράμματα
σπουδών, που θα στηριχθούν στο ίδιο προσωπικό και στις ίδιες υποδομές;
Δεν είναι υποκριτικό, από τη μία πλευρά να ζητείται η μείωση των
εισακτέων για να γίνει πιο σωστά η εκπαίδευσή τους σε κλινικές και
εργαστήρια και από την άλλη να επιδιώκεται η προσέλκυση ξένων φοιτητών,
που θα εκπαιδευθούν στις ίδιες υποδομές; Όπως και σε άλλα ζητήματα, καλά
θα κάνουμε εδώ να αναζητήσουμε «τον δρόμο του χρήματος».
Θα
μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι τα περισσότερα πανεπιστημιακά Τμήματα
δεν ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες. Πράγματι, ένας μεγάλος αριθμός
Τμημάτων συγκεντρώνει συνήθως υποψηφίους με μέτριο μέσο όρο επιδόσεων
(ιδιαίτερα Τμήματα που ανήκουν στο 1ο και το 2ο επιστημονικό πεδίο). Το
πώς θα χρησιμοποιήσουν το νέο σχήμα εισαγωγής αυτά τα Τμήματα δεν είναι
σαφές. Μια πιθανότητα είναι ότι ορισμένα από αυτά (που
«μεγαλοπιάνονται») θα επιδιώξουν την άνοδο της ΕΒΕ και τη συνακόλουθη
μείωση των εισακτέων. Ένας λάθος υπολογισμός μπορεί όμως να οδηγήσει
αυτά τα Τμήματα στην αυτό-κατάργησή τους. Άλλοι μπορεί βέβαια να
υιοθετήσουν μια πιο συντηρητική στάση, διατηρώντας τον αριθμό των
εισακτέων περίπου στα ίδια επίπεδα.
Σε κάθε περίπτωση, τα
μέτρα που σχεδιάζει να εφαρμόσει το Υπουργείο για την πρόσβαση στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση έχουν πολύ προβλέψιμες συνέπειες:
- Πρώτον, τη μείωση των εισακτέων σε ένα ποσοστό που θα ξεπεράσει κατά πάσα πιθανότητα το 20%.
- Δεύτερον, την όξυνση των ανταγωνισμών μέσα στα Πανεπιστήμια.
- Τρίτον, την απαξίωση ικανού αριθμού πανεπιστημιακών Τμημάτων, ιδιαίτερα στα Περιφερειακά ΑΕΙ.
- Τέταρτον, τη μείωση της δημόσιας δαπάνης για την Παιδεία.
Η μείωση των εισακτέων στα ΑΕΙ θα έχει ολέθριες συνέπειες για το
μέλλον των νέων παιδιών, που θα κατευθυνθούν αναγκαστικά προς Κολλέγια
με υποτυπώδη προγράμματα σπουδών, απορυθμισμένα και υποχρηματοδοτημένα
δημόσια ΙΕΚ και ιδιωτικά ΙΕΚ (που δεν χρειάζεται να χαρακτηρίσω). Αυτό
συνεπάγεται μακροπρόθεσμα πτώση του μορφωτικού επιπέδου, καλλιέργεια της
ηττοπάθειας στους νέους και περιθωριοποίηση των πιο ευάλωτων από
αυτούς. Παράλληλα, ευνοούνται επιχειρήσεις, που αλιεύουν φθηνό εργατικό
δυναμικό χωρίς πραγματικές δεξιότητες ή, στην καλύτερη περίπτωση,
προσωπικό με αδιαβάθμητα «soft skills».
Η όξυνση των
ανταγωνισμών θα οδηγήσει σε μείωση της ακαδημαϊκής συνοχής και θα
υπονομεύσει τις συνέργειες στο Πανεπιστήμιο. Αυτό μπορεί να αποβεί
ιδιαίτερα επιζήμιο εάν απαξιωθούν μαζικά τα νέα Τμήματα στα περιφερειακά
Πανεπιστήμια, καθώς και τα παλαιότερα που αντιμετωπίζουν προβλήματα
στην ανανέωση του προσωπικού τους. Απώτερος στόχος της κυβέρνησης είναι
να νομιμοποιηθεί η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης για την Παιδεία.
Αυτός άλλωστε ήταν και ο στόχος της Τρόϊκας. Στο κείμενο της συμφωνίας
με τα Τεχνικά Κλιμάκια που προετοιμάστηκε τον Ιούνιο του 2017, οι Θεσμοί
υποχώρησαν σε αρκετά σημεία, αλλά υιοθετήθηκε η διατύπωση ότι «οι
οικονομικές συνέπειες της οποιασδήποτε αλλαγής στη μέση και την ανώτατη
εκπαίδευση, καθώς και την είσοδο στο Πανεπιστήμιο, δεν θα θίξουν τα
έσοδα που προέρχονται από τη μεταπτυχιακή εκπαίδευση». Η σπόντα
περί οικονομικών συνεπειών που θα είχαν τυχόν αλλαγές στην είσοδο στο
Πανεπιστήμιο δεν ήταν ακριβώς ένα «slip of tongue». Οι Θεσμοί ήταν
σφόδρα αντίθετοι σε τυχόν αύξηση των εισακτέων μέσω ελεύθερης πρόσβασης.
Υπήρχε μάλιστα αφόρητη πίεση για την επιβολή τελών εγγραφής στους
προπτυχιακούς φοιτητές, για να μειωθεί η δημόσια δαπάνη.
Τις
συνέπειες των νέων μέτρων δεν πρέπει να τις δούμε απομονωμένα, αλλά ως
σύνολο. Όλες οι αλλαγές που προωθεί το Υπουργείο Παιδείας κατατείνουν
στη διεύρυνση της ανισομέρειας και των ανισοτήτων. Θα ήταν λοιπόν αφελές
να αποδώσουμε τις πρωτοβουλίες του Υπουργείου σε ερασιτεχνισμό,
προχειρότητα ή ελλιπή γνώση του ακαδημαϊκού χώρου. Πρόκειται για μια
στρατηγική, που ευθυγραμμίζεται πλήρως με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα και
χαρακτηρίζεται από κυνισμό και κοινωνική αναλγησία.
2. Επαρχιωτισμός ή ιδεολογική εμμονή;
Η έμφαση που δίνεται στο νομοσχέδιο στο (δήθεν) πρόβλημα των «αιώνιων
φοιτητών» φανερώνει, πρώτα απ’ όλα, έλλειψη εμπειρίας σε ό,τι αφορά τα
διεθνώς ισχύοντα. Σε «απαιτητικά» ΑΕΙ των ΗΠΑ ισχύουν αυστηροί κανόνες
σε ό,τι αφορά τον αριθμό των ευκαιριών που δίνονται στους φοιτητές για
να εξετασθούν. Μπορεί, παραδείγματος χάριν, να επιτρέπονται δύο μόνο
ευκαιρίες για να περάσουν ένα μάθημα ή τρεις (με επιτροπή) όταν υπάρχουν
αποχρώντες λόγοι. Οι φοιτητές που δεν μπορούν να ανταποκριθούν ενίοτε
αναγκάζονται να ξαναπάρουν το μάθημα, όλο τον κύκλο σπουδών ή να
απευθυνθούν σε άλλο Πανεπιστήμιο. Σε καμία περίπτωση όμως δεν χάνουν το
«credit» για τα μαθήματα που έχουν περάσει, διατηρώντας, τουλάχιστον
θεωρητικά, τη δυνατότητα μιας «επανεκκίνησης». Αυτό συμβαίνει βέβαια
σπανίως, γιατί τα πράγματα στις επιστήμες προχωρούν γρήγορα και η
αποξένωση από τις σπουδές αυξάνεται συναρτήσει του χρόνου. Για αυτό, οι
πιο «ηλικιωμένοι», που δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους,
αναζητούν συνήθως υποκατάστατα σε μαθήματα δια βίου εκπαίδευσης,
σεμινάρια ή ενημερωτικά προγράμματα στον χώρο εργασίας τους. Αλλά το
δικαίωμα δεν χάνεται, εκτός εάν προσκρούσει σε έναν κανονισμό όπως αυτός
που ανέφερα παραπάνω.
Εξηγεί ο επαρχιωτισμός του Υπουργείου
την εμμονή του με τους βραδυπορούντες φοιτητές, που σε πολλές
περιπτώσεις αντιπροσωπεύουν φτωχούς νέους, που αναγκάζονται να διακόψουν
τις σπουδές τους για να αναζητήσουν εργασία· γυναίκες, που μεγαλώνουν
παιδιά χωρίς βοήθεια· μέλη ολιγομελών οικογενειών, που αισθάνονται την
ανάγκη να περιθάλψουν και να φροντίσουν τους γέροντες συγγενείς τους ή
παιδιά με ειδικές ανάγκες; Δεν βρισκόμαστε στη Σουηδία, όπου οι
προνοιακές πολιτικές είναι αναπτυγμένες. Οι κοινοί θνητοί, σε αντίθεση
με τους «πορφυρογέννητους», έχουν όλοι την εμπειρία: Μερικές φορές, η
πίεση από τον συνδυασμό οικονομικής δυσπραγίας και αδήριτων ηθικών
υποχρεώσεων απέναντι στην οικογένεια είναι συνθλιπτική. Η κυβέρνηση
θέλει τώρα να αυξήσει ακόμη περισσότερο αυτό το βάρος, προσθέτοντας και
το αφόρητο ψυχολογικό φορτίο μιας «επίσημης» και τελεσίδικης απόρριψης.
Πέρα από ανάλγητο του πράγματος, αναρωτιέται κανείς εάν το συγκεκριμένο
μέτρο είναι συμβατό με το πνεύμα των συνταγματικών κανόνων, που
εγγυώνται το αναφαίρετο δικαίωμα στη μόρφωση.
Προς τί όμως η
εμμονή; Το μένος απέναντι σε μια κατηγορία φοιτητών, που έχει αδίκως και
αδικαιολόγητα στοχοποιηθεί, εξυπηρετεί την ιδεολογική συνοχή της
συντηρητικής παράταξης και ενισχύει τους δεσμούς της με το «ακραίο
Κέντρο». Δεν (τους) κοστίζει τίποτε να διαγράψουν μια ομάδα ανθρώπων που
είναι διασκορπισμένοι και απορροφημένοι με τα προς το ζην. Το κέρδος
της Νέας Δημοκρατίας είναι σημαντικό γιατί ενισχύει την εντύπωση της
«ευταξίας» και της καλής λειτουργίας των ΑΕΙ, χωρίς να δαπανηθεί ούτε
ένα ευρώ.
3. Αυταρχισμός ή πελατειακή πολιτική;
Η ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας στο πλαίσιο της ΕΛ.ΑΣ. και η
πρόσληψη 1.000 αστυνομικών υπαλλήλων είναι μια πρόκληση, τη στιγμή που
υποδομές του ΕΣΥ και της κοινωνικής πρόνοιας παραμένουν αποψιλωμένες. Το
θέμα γίνεται όμως σκανδαλώδες, αν σκεφτεί κανείς ότι στην πρώτη φάση
μιλάμε για την αστυνόμευση 5 μόνο ΑΕΙ. Το Υπουργείο θα μας πει ότι στο
μέλλον αυτή η δύναμη θα καλύψει και τα υπόλοιπα Ιδρύματα, αλλά
προεκλογικά πολλά μπορεί να συμβούν.
Δεν υποβαθμίζω, ούτε
προτάσσω την οικονομική επιβάρυνση στο συμβολικό αποτύπωμα και τις
δυσλειτουργίες που θα προκαλέσει η εγκατάσταση ενός αστυνομικού σώματος
με εκτελεστικές (κατασταλτικές και ανακριτικές) αρμοδιότητες στο
Πανεπιστήμιο. Αλλά, για να συνεννοηθούμε: Η δημιουργία πανεπιστημιακής
αστυνομίας, μαζί με την ίδρυση «πολιτικής υπηρεσίας ασφαλείας» εντός των
ΑΕΙ θα κοστίσει πολλά σε ανθρώπινο δυναμικό και εξοπλισμό. Εάν λοιπόν
ακολουθήσουμε τον «δρόμο του χρήματος», μπορεί να καταλήξουμε στα
γνωστά: Εξυπηρετήσεις, συναλλαγές, επιλεκτική ενίσχυση επιχειρήσεων που
ειδικεύονται στα μέσα παρακολούθησης και τα σχετικά «εργαλεία». Όλα
αυτά, εμμέσως πλην σαφώς, εις βάρος του Κράτους Προνοίας.
Αν ο
αυταρχισμός είναι στο DNA της ελληνικής Δεξιάς, η πελατειακή πολιτική
είναι στο RNA της. Μέσω αυτής της πολιτικής έχει καταφέρει διαχρονικά να
εξαπατά τους ψηφοφόρους και να δημιουργεί εξαρτήσεις, που είναι
εξαιρετικά δύσκολο να αντικατασταθούν κατόπιν από καλές πρακτικές, χωρίς
πολιτικό κόστος. Οι πολιτικοί θεσμοί, εκτός των άλλων, «εκπαιδεύουν»
την κοινωνία με συγκεκριμένους τρόπους. Και μετά από ένα σημείο, οι
συνήθειες μετατρέπονται σε τρόπο ζωής και βιοθεωρία. Πώς να ξηλώσει μια
μελλοντική προοδευτική κυβέρνηση τα συντεχνιακά και τα πελατειακά
δίκτυα, όταν αυτά έχουν γιγαντωθεί και αποτελούν σταθερά στη δημόσια
σφαίρα; Μια ζωή θα προσπαθεί να ανταποκριθεί σε αντικρουόμενα αιτήματα,
που δεν συναρθρώνονται σε μια συνεκτική αναπτυξιακή στρατηγική.
4. Το τέλος ή η αρχή;
Ας μην κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε ότι τα μέτρα που προωθεί το
Υπουργείο Παιδείας είναι το τέλος της νεοφιλελεύθερης εφόδου στο
Πανεπιστήμιο. Έπονται άλλα, με Συμβούλια Ιδρύματος και διάφορους
τέτοιους «νεωτερισμούς». Μία πλευρά της στρατηγικής της Νέας Δημοκρατίας
είναι η εδραίωση της ιδεολογικής κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού και η
εγκατάσταση μηχανισμών παρέμβασης στις ακαδημαϊκές λειτουργίες, που θα
καταστήσουν την εικόνα των δημοσίων Ιδρυμάτων μη ελκυστική στα πιο
ανήσυχα πνεύματα της νεολαίας. Η άλλη όψη της είναι η διαμεσολάβηση
ανάμεσα στην κοινωνία και αυτό που θα ονόμαζε κανείς «έκνομη/παρασιτική
επιχειρηματικότητα», δηλαδή τις επιχειρήσεις που τρέφονται αφ’ ενός από
τα ράκη του Κράτους Προνοίας και αφ’ ετέρου από τον εκμαυλισμό και την
υπερ-εκμετάλλευση των πιο περιθωριοποιημένων στρωμάτων της κοινωνίας.
Η Αριστερά οφείλει να δει το πρόβλημα όχι μόνο στη συγκυριακή του
διάσταση, αλλά και στην προοπτική της εμπέδωσης ενός σκληρά
νεοφιλελεύθερου μοντέλου, που διαρκώς διευρύνει τις ανισότητες. Οι δε
δημοκρατικές δυνάμεις, τις οποίες έχουμε κουραστεί να προκαλούμε και να
προσκαλούμε σε κοινό αγώνα για το πολιτικά αυτονόητο, πρέπει κάποτε να
αποφασίσουν εάν στο μέλλον θα είναι μαζί με τους νέους και την κοινωνία ή
εναντίον τους. Το σύνθημα «ή αυτοί ή εμείς» μπορεί να ήταν χονδροειδές
και πολιτικά άκομψο, εξέφραζε όμως στην ουσία μια μεγάλη (και πικρή)
αλήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου