19 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Δημήτρης Τοσίδης φωτογράφισε μια Ελλάδα που χάνεται - Μια συνέντευξή του που αξίζει να διαβαστεί (ΦΩΤΟς - PHOTOS)

Ο βραβευμένος με το Athens Photo World 2021 φωτογράφος μιλά στη Χρύσα Λύκου για το έργο του "Διάβα", τα καθαρά από ανεμογεννήτριες βουνά και για το πώς μια φωτογραφία μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο τεκμήριο της συλλογικής μνήμης.


Όλες οι φωτογραφίες είναι του Δημήτρη Τοσίδη από το project Διάβα, που πήρε το φετινό βραβείο Athens Photo World.

Με τον Δημήτρη Τοσίδη, δεν καταφέραμε να βρεθούμε από κοντά, κατορθώσαμε όμως μετά από διάφορες επικοινωνίες να σκαρώσουμε μια κουβέντα, με την οποία νιώθω πολύ οικεία, τόσο γιατί ο μεγάλος νικητής του Athens Photo World 2021 διακατέχεται από μια περιζήτητη λιτή ευγένεια, όσο και γιατί το έργο του «Διάβα» για το οποίο βραβεύτηκε και στάθηκε αφορμή για τη συζήτηση μας, διαδραματίζεται στα μέρη που έντυσαν με βουνά και νερά, τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου.  

Ο Δημήτρης Τοσίδης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε στο τμήμα κινηματογράφου στην Καλών Τεχνών, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. «Πάντα μου άρεσε ό,τι είχε να κάνει με την καταγραφή της πραγματικότητας, τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα. Με γοητεύουν οι ανθρώπινες ιστορίες και κυρίως οι ιστορίες ανθρώπων που δύσκολα βρίσκουν φωνή προς τα έξω. Σπουδάζοντας στο τμήμα κινηματογράφου, δεν είχα ιδέα ότι θα ήθελα κάποια στιγμή να γίνω φωτογράφος. Η πρώτη επαφή έγινε σε ένα μάθημα στο πρώτο έτος, τότε που χρειάστηκε να τραβήξω κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Αρχάριος τότε, άρχισα να φωτογραφίζω την πόλη μου, το λιμάνι, την παραλία, όχι τόσο τον κόσμο και τους ανθρώπους.

Το μεγάλο ερέθισμα ήρθε για εμένα όταν έπεσε στα χέρια μου ένα λεύκωμα με φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα. Πρόκειται για έναν απ’ τους πρωτοπόρους Έλληνες φωτογράφους. Αυτοδίδακτος, φωτογράφισε κυρίως την Εθνική Αντίσταση και έπειτα την απελευθέρωση, τη μεταπολεμική Ελλάδα τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, τους ανθρώπους του μόχθου. Συγκλονιστικές εικόνες, που κατόρθωσαν και άφησαν ένα πολύτιμο τεκμήριο στη συλλογική μνήμη της χώρας. Με αφορμή τη δουλειά του, κατάλαβα πόσο λιτό μέσο είναι η φωτογραφία. Δεν χρειάζεσαι πολλά τεχνικά πράγματα, μεγάλο budget ή πολλούς ανθρώπους, μιας και μπορείς να μεταφέρεις πολύ απλά μια ιστορία.

Η πρώτη φωτογραφία που τράβηξα και μου άρεσε -σπάνια μας αρέσουν οι πρώτες μας φωτογραφίες- ήταν ένας κάβος στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ήταν τόσο συμμετρικό το κάδρο, που εντυπωσιάστηκα τόσο εγώ όσο και οι καθηγητές μου».

Ο Δημήτρης Τοσίδης

Ο Δημήτρης, μέχρι το 2013 ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος, τραβώντας πράγματα που αφορούσαν κυρίως εκείνον, χωρίς να συνεργάζεται με κάποιο πρακτορείο. Όλα αυτά, μέχρι να βρεθεί τυχαία στην Κάλυμνο όπου και φωτογράφιζε τους ανθρώπους εκεί, καταγράφοντας τις ιστορίες τους. Το Αθηναϊκό Πρακτορείο ενδιαφέρθηκε για μια άτυπη συνεργασία μαζί του, με αποτέλεσμα αυτή να είναι και η πρώτη του επαφή με τον επαγγελματικό κόσμο του φωτορεπορτάζ.

«Κίνητρο μου αποτέλεσε η κατάσταση που βρισκόταν τότε η χώρα. Ήμασταν στην καρδιά της οικονομικής και στην αρχή της προσφυγικής κρίσης. Έτρεχαν πολλά και σημαντικά θέματα στην Ελλάδα που παράλληλα αφορούσαν κι όλο τον κόσμο. Έτσι, βρέθηκα απ’ την αρχή να φωτογραφίζω σπουδαία γεγονότα, καταλαβαίνοντας πόσο σημαντικό είναι το φωτορεπορτάζ και η εικονοποίηση των ειδήσεων.

Δεν είναι απλά μια φωτογραφία, είναι όλα εκείνα που περικλείει, όπως είναι η αισθητική της στιγμή, ένα πράγμα που στην ανώτερη μορφή του, το λες έργο τέχνης, ένα έργο που μιλάει για τον δημιουργό του».

Αναρωτιέμαι πόσο δύσκολη είναι η καταγραφή της αλήθειας σε μορφή ντοκουμέντο, πόσο κοντά νιώθει σε εκείνο που ο Γιάννης Μπεχράκης είχε πει, πως δηλαδή φωτογράφιζε για να μην πει ποτέ κανείς ότι δεν ήξερε. «Ο Μπεχράκης, ήταν ένας άνθρωπος που φωτογράφισε μοναδικά την εποχή του μεταφέροντας αλήθεια, κάτι που δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο, αλλά σαν κάτι που χρειάζεται να κατακτήσεις. Για να το εξηγήσω καλύτερα, έχει να κάνει με την προσωπικότητα του δημιουργού, την ηθική και την ειλικρίνεια που κουβαλάει. Η φωτογραφία αποτελεί πολύτιμη έκφραση γιατί είναι πραγματική και όχι προϊόν μυθοπλασίας. Δεν έχει να κάνει με το πόσο όμορφη ή όχι είναι, αλλά με το πόσο εύστοχα μεταφέρει αυτό που πραγματικά συμβαίνει».

Το 2017 και 2018, ο Δημήτρης βραβεύτηκε με το βραβείο Migration Media Award για την εργασία του πάνω στην προσφυγική κρίση, στην περιοχή των Βαλκανίων. Τον ρωτάω πόσο «βαραίνει» ο φακός μπροστά σε εικόνες ανθρώπινου πόνου και εξαθλίωσης, αν υπήρχαν φορές που δεν θέλησε να τραβήξει ή να δώσει στη δημοσιότητα κάποιο απ’ τα καρέ του. «Ήταν οι μέρες του 2013, όταν άρχισα να ασχολούμαι ενεργά με το επαγγελματικό φωτορεπορτάζ, και από τότε μέχρι και σήμερα ακόμη φωτογραφίζω την προσφυγική κρίση, την περιπέτεια των ανθρώπων που φεύγουν απ’ τα μέρη τους, αναζητώντας έναν τόπο ελευθερίας. Κλήθηκα να καλύψω μια τέτοια συνθήκη, τη στιγμή που είχα μηδενική εμπειρία, οπότε αναπόφευκτα στην αρχή η προσέγγιση μου αποτύπωνε την ακτιβιστική αισθητική μου. Αυτό που με διαμόρφωσε στην πορεία, ήταν η παρατήρηση των εικόνων άλλων συναδέλφων, καθώς και η εμπειρία μου τόσο στα νησιά όσο και στα βόρεια σύνορα. Μπορώ να πω ότι όσα έζησα στην Ειδομένη καθόρισε την ταυτότητα μου τόσο ως φωτογράφο, όσο και ως άνθρωπο.

Η σταδιακή αποστασιοποίηση, έκανε τις εικόνες μου πιο «κανονικές», με αποτέλεσμα να μεταφέρουν τελικά πιο άμεσα τον ανθρώπινο πόνο. Υπήρξαν φορές που δεν θέλησα να δώσω κάποιες απ’ τις φωτογραφίες μου, γιατί αποτύπωναν υπερβολική βία και θάνατο. Ειδικά στην Ειδομένη, ένα απ’ τα καρέ που δεν επέλεξα να δώσω ήταν ενός ανθρώπου ο οποίος είχε πάθει ηλεκτροπληξία πάνω σ’ ένα τραίνο, στην προσπάθεια του να δραπετεύσει. Το σώμα του είχε παραμορφωθεί σε τέτοιο βαθμό απ’ τα εγκαύματα, που τον φωτογράφιζα προσπαθώντας να μην κοιτάω μέσα απ’ το «μάτι». Ακολούθησαν συγκλονιστικές στιγμές με τους ομοεθνείς του να τον μεταφέρουν νεκρό, σαν ένδειξη διαμαρτυρίας στους αστυνομικούς, και να ακολουθούν βίαια επεισόδια. Αποφάσισα λοιπόν να αφήσω στην άκρη αυτήν την τόσο ωμή εικόνα, τιμώντας με αυτόν τον τρόπο και τη μνήμη του νεκρού.

Διαρκώς οι φωτογράφοι συζητάμε μεταξύ μας για το τι μπορούμε να «τραβάμε» και τελικά να δημοσιεύουμε, καταλήγοντας πάντα στο ότι τελικά όλα έχουν να κάνουν με την ηθική του καθενός».

Επιστρέφοντας στην αρχή και την αφορμή της συνέντευξης, φτάνουμε στο «Διάβα» ένα ντοκουμέντο για την ανεξερεύνητη ταυτότητα της ορεινής Ελλάδας, μέσα από την ανθρώπινη ιστορία των μετακινούμενων κτηνοτρόφων στην Ήπειρο. «Όπως είπα και πριν, κίνητρο μου για να ασχοληθώ με τη φωτογραφία ήταν οι εικόνες του Κώστα Μπαλάφα, αλλά και ο έρωτας μου για τα βουνά. Είναι τα μέρη που ξοδεύω όλο τον ελεύθερο και μη ελεύθερο χρόνο μου και κάπως έτσι προέκυψε η αρχική ιδέα του project.

Μιλάμε λοιπόν για την Ήπειρο και τους μετακινούμενους κτηνοτρόφους, γι’ αυτούς που πάνε στα χειμαδιά, μετακινώντας τα κοπάδια τους χειμώνα-καλοκαίρι, απ’ τα βουνά στον κάμπο. Η αλήθεια είναι πως δεν μου ήταν τόσο ξεκάθαρη η διαδικασία αυτή, μέχρι που ήρθα σε επαφή με ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στον Σμόλικα, οι οποίοι διαβίωναν σε υψόμετρο κάπου στα 1600μ., μέχρι να μετακινηθούν ακόμη πιο ψηλά, κοντά στη Δρακόλιμνη, μέσα σ’ ένα τσίγκινο καλυβάκι που είχε όλο τους το βιος.

Αυτή ήταν όλη τους η ζωή. Περπατούσαν από την Παραμυθιά της Θεσπρωτίας -που ήταν το χωριό τους και έμεναν τον χειμώνα- μέχρι τον Σμόλικα, με τα κοπάδια τους και πίσω. Χωρίς καμία άνεση, χωρίς ηλεκτρισμό και πράγματα απαραίτητα για ηλικιωμένους ανθρώπους. Ο τρόπος ζωής τους ήταν τόσο αυθεντικός, μνημείο του ελληνικού πολιτισμού. Ήμουν τυχερός που έγινα μάρτυρας όλου αυτού. Όσο τους φωτογράφιζα, ξεκίνησα να ψάχνω περισσότερα στοιχεία για τη μετακινούμενη κτηνοτροφία και τους νομάδες κτηνοτρόφους, διαπιστώνοντας ότι ναι μεν η μετακινούμενη κτηνοτροφία είναι απ’ τις κύριες πρακτικές των κτηνοτρόφων στην Ελλάδα, αλλά και πως αυτοί οι οποίοι κάνουν την παλιά πρακτική, να μετακινούν δηλαδή τα κοπάδια τους με τα πόδια, είναι ελάχιστοι. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι στον 21ο αιώνα, άνθρωποι επιλέγουν να περπατάνε στα βουνά για μέρες. Ο ένας απ’ τους βοσκούς που ακολούθησα, περπάτησε έναν μήνα για να γυρίσει απ’ την Ήπειρο στη Θεσσαλία, κάνοντας με να θέλω να τον αποτυπώσω, σε μια φωτογραφική και ιστορική έρευνα. Ήταν σαν ανάγκη μου».

Όσα μου εξιστορεί ο Δημήτρης κρύβουν μια πρωτογονισμένη γοητεία, που οι άνθρωποι της πόλης αγνοούμε, χωρίς να ξέρουμε οι περισσότερες και οι περισσότεροι από εμάς, πόση ομορφιά ρισκάρουμε να μη γνωρίσουμε ποτέ. «Η επαφή με τους ανθρώπους ήταν αρκετά δύσκολη μιας και ελάχιστοι κρατούν ακόμη αυτό το επάγγελμα. Είχα εντοπίσει τέσσερις, δύο από τη Σαμαρίνα και δύο απ’ το Περιβόλι Γρεβενών.

Το επόμενο δύσκολο βήμα ήταν να τους πείσω να με αφήσουν να περάσω χρόνο μαζί τους. Δεν με ενδιέφερε να τραβήξω απλά ένα πορτρέτο τους, ήθελα να γίνω μάρτυρας αυτού που κάνουν, να καταλάβω τη ζωή τους και παράλληλα να δημιουργήσω τις εικόνες που θα μετέφεραν την περιπέτεια τους. Στην αρχή ήταν δύσπιστοι, μου έλεγαν να φωτογραφίσω το κοπάδι, δεν καταλαβαίναναν ότι στο μυαλό μου είχα να τους ακολουθήσω, να κοιμηθώ και να φάω μαζί τους, να δω την οικογένεια και την καθημερινότητα τους.

Μέσα από τις εικόνες μου προσπαθούσα να τεκμηριώσω τα πάντα, γι’ αυτό μου πήρε πολύ χρόνο, και μου παίρνει ακόμη μιας και η εργασία αυτή συνεχίζεται. Απ’ την άλλη, μεγάλο κίνητρο για μένα αποτέλεσαν τα βουνά, η ορεινή ταυτότητα της Ελλάδας και των Βαλκανίων, ένα άσημο ζήτημα, ειδικά στη χώρα μας που την ακολουθεί πάντα η βιτρίνα της Μεσογειακής κουλτούρας, του Αιγαίου, των νησιών, της αρχαία και της βυζαντινής παράδοσης. Επειδή όμως το έχω δει με τα μάτια μου, είμαι σίγουρος πως η ορεινή ταυτότητα της Ελλάδας είναι ένα πλούσιο κεφάλαιο της χώρας.

Πέρα απ’ την κουλτούρα, τον πολιτισμό και ό,τι έχει να κάνει με την ανθρώπινη παρουσία, το βουνό από μόνο του διατρέχει πολύ μεγάλο κίνδυνο. Με την κλιματική αλλαγή και με την καθημερινή ανθρώπινη παρέμβαση, που δεν αφορά μόνο στις πυρκαγιές αλλά και στις ανεμογεννήτριες που καταστρέφουν και θα καταστρέψουν την εικόνα των βουνών που θα αντικρίσουν παγκόσμια οι επόμενες γενιές. Είμαι ενάντια σε αυτό, και όσοι ισχυρίζονται πως είμαστε ενάντια στην πράσινη ενέργεια, θέλω να πω πως υπάρχουν πολλές άλλες εναλλακτικές. Μιλάω για την αποανάπτυξη, η κοινωνία πρέπει επιτέλους να ρίξει ρυθμούς, η τεχνολογία που έχουμε κατακτήσει μας το επιτρέπει αυτό. Ο υπερκαταναλωτισμός και η ενεργοβόροι ξέφρενοι ρυθμοί των πόλεων αυξάνουν τις ανάγκες για ενέργεια, και σίγουρα το πετσόκομμα των βουνών για ανεμογεννήτριες δεν είναι μία σοφή λύση σε αυτό.

Γυρνώντας στα βουνά μαζί με τους κτηνοτρόφους, βλέποντας τους να ζουν και να δουλεύουν, μου έγινε ξεκάθαρο ότι τίποτα απ’ όσα έβλεπα δεν θα ήταν ίδιο με τις ανεμογεννήτριες ή τα καμένα δάση από πίσω. Έχουμε χρέος να διαφυλάξουμε τους ορεινούς όγκους. Τα μνημεία της φύσεως δεν μας ανήκουν, πρέπει να τα αφήσουμε για να τα ζήσουν και να τα θαυμάσουν οι άνθρωποι στο μέλλον. Οι άνθρωποι που ακολούθησα στο «Διάβα», χρησιμοποιούν όλες τις διαθέσιμες πηγές που δίνουν τα μέρη αυτά, το νερό, την τροφή, το γρασίδι, την ξυλεία, τα πάντα. Συμβιώνουν με όλα τα στοιχεία της φύσης, η άγρια ζωή είναι παρούσα παντού.

Τον ρωτάω πόσο καιρό πέρασε με τους ανθρώπους αυτούς, τι ιστορίες έχει πλέον να διηγείται. «Με τις τέσσερις οικογένειες που ακολούθησα και συμβίωσα τον καιρό που ήταν σε εξέλιξη το project μου -ακόμη και τώρα- ήταν μεγάλη πρόκληση να με εμπιστευτούν και μεγαλύτερη πρόκληση η συμβίωση μαζί τους. Όταν είδαν πόσο αποφασισμένος είμαι, τότε με εμπιστεύτηκαν και «λύθηκαν». Με την κάθε οικογένεια πέρασα 7-10 μέρες στο βουνό και στα χωριά, έμεινα δηλαδή περίπου δύο μήνες. Μπορεί να μην τα βρήκαμε κοινωνικά ή πολιτικά, αυτό όμως που κρατάω είναι ότι οι άνθρωποι σε αυτές τις περιοχές έχουν μια πολιτική συνείδηση που σίγουρα δεν μπορείς να την κατατάξεις τόσο εύκολα κάπου. Βλέπουν τα πράγματα πολύ πιο ταπεινά και ασχολούνται με ζητήματα που έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την καθημερινότητα και την οικογένεια τους.

Έχω κρατήσει πάρα πολλές ιστορίες, κάποιες απ’ αυτές τις αφηγούμαι στο project, κάποιες άλλες δεν μεταφράστηκαν σε φωτογραφίες και παρέμειναν μια προφορική αφήγηση. Μία που μπορώ να μοιραστώ, είναι μια σκηνή που είδα με τα μάτια μου στο καφενείο του χωριού της Σαμαρίνας. Πολλοί βοσκοί και κτηνοτρόφοι, που προέρχονταν από πολλές διαφορετικές χώρες, κυρίως των Βαλκανίων, μαζεύονταν το βράδυ για να πιούν ένα κρασί. Οι βοσκοί που δουλεύουν σε αυτά τα κοπάδια, είναι άνθρωποι που προέρχονται κυρίως απ’ την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Βόρεια Μακεδονία που έχει τεράστια κτηνοτροφική παράδοση. Όλοι μαζί λοιπόν, συναντιόντουσαν στο ίδιο καφενείο και μπορούσαν να συνεννοηθούν στην ίδια γλώσσα. Οι Έλληνες κτηνοτρόφοι μπορούν να μιλήσουν τα Αλβανικά και εννοείται τα βλάχικα, τα οποία είναι κοινά με τα Ρουμάνικα, οπότε μπορούν να συνεννοηθούνε και με τους Ρουμάνους. Είναι σαν να υπάρχει μια κοινή κουλτούρα και γλώσσα, σαν να καταργούνται τα σύνορα, σαν να υπάρχουν μόνο τα βουνά και οι κορυφογραμμές, ανάμεσα σ’ ένα κλίμα απόλυτης συμβίωσης με το φυσικό περιβάλλον.

Μια ακόμη ιστορία που θέλω να μοιραστώ, είναι η προφορική αφήγηση ενός κτηνοτρόφου, του Θωμά του Ζιάγκα από τη Σαμαρίνα. Όταν πήγα να τον βρω φέτος το Πάσχα, περίοδος του ετήσιου κουρέματος των προβάτων, μου είπε ότι δεν χρειάστηκε να επιλέξει αυτό το επάγγελμα, όχι μόνο γιατί η οικογένεια του τον έβαλε σε αυτό, αλλά γιατί από μικρό παιδί το μόνο που σκεφτότανε ήταν τα πρόβατα. Τα όνειρα που έβλεπε το βράδυ ήταν αποκλειστικά με πρόβατα και βουνά, τίποτα άλλο δεν τον είχε απασχολήσει ποτέ μέχρι και σήμερα που είναι 75 χρονών. Μια άλλη φορά θυμάμαι, με τον κτηνοτρόφο Γιώργο Ανθούλη, τον περιβόητο ‘Ζιώγα’ από την Σαμαρίνα, περπατούσαμε κάτω απ’ τον Σμόλικα και έψαχνε μια προβατίνα που είχε χαθεί. Είχε περίπου 3.500 ζώα, κι όμως παρατήρησε ότι του λείπει ένα, υπολογίζοντας το πώς και πού χάθηκε. Πήραμε το αγροτικό, πήγαμε στα μέρη που περπατήσαμε και από μακριά είδε να ασπρίζει κάτι μέσα στα δέντρα. Το μόνο που είχε μείνει ήταν το μαλλί του προβάτου στο χώμα, με στάμπες από αίμα. Αμέσως καταλάβαμε ότι την έφαγε λύκος, που την άρπαξε απ’ το κοπάδι. Ούτε γκρίνιαξε ούτε παραπονέθηκε. Το μόνο που είπε για τα δύσβατα αυτά μέρη, είναι ότι πρόκειται για μια θυσία, κάτι σαν διόδια που έπρεπε να αφήσουμε στην περιοχή για να μπορέσουμε να τη διασχίσουμε».

Μετά απ’ όλη αυτή την εμπειρία, προσπαθώ να καταλάβω πόση αξία κουβαλάει το βραβείο που κέρδισε. «Το βραβείο δεν το είχα στο μυαλό μου, όπως δεν είχα σκοπό να καταθέσω εξαρχής το project, μιας και δεν θεωρώ ότι έχει τελειώσει για μένα. Παρόλα αυτά, βλέποντας τις εικόνες μου μια μέρα πριν λήξει η προθεσμία, θεώρησα ότι είναι «δεμένες» και έτσι επέλεξα δώδεκα απ’ αυτές.

Σημαίνει για μένα πράγματα αυτό το βραβείο, μιας και προέρχεται απ’ τον σημαντικότερο φωτογραφικό θεσμό στην Ελλάδα, και φέρει το όνομα του Γιάννη Μπεχράκη από πίσω. Ο «ανταγωνισμός» ήταν μεγάλος, με φοβερά αξιόλογες δουλειές. Το Project μου θεωρώ πως ήταν κάπως εξωγήινο, μιας και δεν είναι καθαρά ρεπορταζιακό όπως τα άλλα. Προσωπικά, δεν είχα καμία αισιοδοξία και προσδοκία. Γι’ αυτό που χάρηκα κυρίως, ήταν για το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί βρήκαν μια θέση μέσα απ’ αυτόν τον θεσμό, μπόρεσαν να διηγηθούν την ιστορία τους.

Σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι το βραβείο αυτό αποτελεί σταθμό στην καριέρα μου. Μου έδωσε όμως σίγουρα χαρά και την υποχρέωση του να κατανοήσω τι σημαίνει η δουλειά μου και πως πρέπει να την κάνω καλύτερη. Κυρίως όμως, μου έδωσε κίνητρο για τη φωτογραφία ντοκουμέντο. Παρόλο που μου αρέσει η ειδησιογραφία, είναι ένα πράγμα που σε φθείρει και προσωπικά και φωτογραφικά, οπότε έβαλα στόχο να διηγούμαι όσο μπορώ τις ανθρώπινες ιστορίες. Δεν με ενδιαφέρει να γίνουν κάποια μέρα μουσειακό αφήγημα, αλλά να τεκμηριώνουν τις ζωές αυτές, ρίχνοντας φως».














ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου