«Σύμφωνα με τις εισηγήσεις, την υψηλότερη βαθμολογία είχε η ιατρός που κατέλαβε τη μία θέση ειδικότητας Αιματολογίας ή Ιατρικής Βιοπαθολογίας που είχε προκηρυχθεί για την ενίσχυση του νοσοκομείου.

Η συγκεκριμένη ιατρός είχε τα περισσότερα τυπικά προσόντα (τίτλοι σπουδών και προϋπηρεσία), εξού και η υψηλότερη βαθμολογία, και την ίδια οικογενειακή κατάσταση με την καταγγέλουσα, αν και η μητρότητα δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για πρόσληψη στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.

Σημειώνεται, όμως, ότι οποιαδήποτε αναφορά στην οικογενειακή κατάσταση υποψηφίου, αν και δεν επηρεάζει την αντικειμενική κρίση, κρίνεται παντελώς άστοχη.

Με τη συνέντευξη δεν ανατράπηκε η βαθμολόγηση και επομένως ούτε και η κατάταξη. Κατά τη διαδικασία της συνέντευξης και οι δύο ιατροί ερωτήθηκαν για την οικογενειακή τους κατάσταση, γεγονός που καταδικάζει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας και έχουν γίνει ήδη οι σχετικές συστάσεις, ώστε να μην επαναληφθούν τέτοιου είδους φαινόμενα που δεν συνάδουν με την αυτονόητη ισότητα και τα δικαιώματα των γυναικών και μητέρων στην εργασία.

Η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Υγείας μελέτησε τον σχετικό φάκελο και απέρριψε την ένσταση της καταγγέλουσας ιατρού (αίτημα αναπομπής), με βάση αποκλειστικά τα αξιοκρατικά κριτήρια.    

Η αναπληρώτρια υπουργός Μίνα Γκάγκα ως γυναίκα, μητέρα και ιατρός στηρίζει απόλυτα τη μητρότητα και ως υπουργός δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει ανεκτά φαινόμενα ανισότητας εις βάρος των γυναικών που εργάζονται στο ΕΣΥ. Άλλωστε, από τη θέση της ως διευθύντρια Κλινικής, καθώς και διευθύντρια Ιατρικής Υπηρεσίας στο νοσοκομείο ‘Σωτηρία” στήριξε και στηρίζει συναδέλφους της έγκυες και μητέρες, οι οποίες – ακριβώς όπως όλοι οι υγειονομικοί – με επαγγελματισμό και αυταπάρνηση υπηρετούν το Εθνικό Σύστημα Υγείας»

Αυτή ήταν η απάντηση από την πλευρά του υπουργείου Υγείας και της Μίνας Γκάγκα στην καταγγελία που έφερε στο φως το Ενωτικό Κίνημα Ανατροπής, κατηγορώντας την αναπληρώτρια υπουργό Υγείας πως δεν προσέλαβε υποψήφια για μια θέση γιατρού Επιμελητή Β’, διότι έχει δύο μικρά παιδιά. Σύμφωνα με την καταγγελία, η προκήρυξη είχε δημοσιευθεί το 2016. Η κρίση των υποψηφίων στο Συμβούλιο Επιλογής, έγινε φέτος, πέντε χρόνια μετά.

«Το να κρίνεται μία γιατρός από γυναίκες επίσης γιατρούς και να απορρίπτεται από μία θέση στο ΕΣΥ με αιτία ότι έχει δύο μικρά παιδιά εν έτει 2021, αυτό ξεπερνάει το άτομο και αφορά όλους τους γιατρούς, γυναίκες και άνδρες» υπογράμμισε, μιλώντας τη Δευτέρα στο Open, η γιατρός Αργυρώ Κυριακάκη, που «κόπηκε» από Επιμελήτρια Β’ «επειδή έχει δύο μικρά παιδιά». «Ούτε λίγο ούτε πολύ μας προτρέπουν αν όχι σε στείρωση, σε μη τεκνοποίηση προκειμένου να καταφέρουμε να διοριστούμε. Και αυτό καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα και είναι σαφής διάκριση» σημείωσε.

Μετά την απάντηση της Μ. Γκάγκα που επιμένει στη σεξιστική διάκριση, η ΟΕΝΓΕ εξέδωσε ανακοίνωση ζητώντας απαντήσεις.

«Η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας με δελτίο τύπου που εξέδωσε τη Δευτέρα 27/09 αργά το μεσημέρι, σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος της συνάδελφου μητέρας δυο ανήλικων παιδιών, για αναπομπή της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων, επιχειρεί μάταια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Οι διευκρινίσεις της ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας είναι αποκαλυπτικές. Όχι μόνο δεν καταδικάζει το σκεπτικό του συμβουλίου κρίσης, απεναντίας το υπερασπίζεται, το επικυρώνει και το προσυπογράφει.

Η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας ισχυρίζεται προκλητικά ότι η οικογενειακή κατάσταση των υποψηφίων δεν επηρέασε την «αντικειμενική κρίση» του συμβουλίου κρίσης τη στιγμή που το πρακτικό, στο οποίο αναφέρεται ξεκάθαρα ότι οι κριτές προβληματίστηκαν «αν θα μπορούσε η συνάδελφος αν και πολύ αξιόλογη να προσαρμόσει την επαγγελματική της ζωή στο πλαίσιο που της θέτει η οικογενειακή της ζωή, λόγω των δύο μικρών παιδιών», αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο.

Ας μας απαντήσουν για ποιο λόγο ρωτήθηκαν οι υποψήφιες συνάδελφοι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αν «παίρνουν άδειες ειδικού σκοπού», αν δεν σκόπευε το συμβούλιο κρίσης να το λάβει υπόψη του στην τελική του αξιολόγηση;

Δεν πρόκειται για «απλή αστοχία» του συμβουλίου κρίσης, αλλά για σαφή διάκριση σε βάρος μιας συναδέλφου μητέρας ανήλικων παιδιών. Το γεγονός ότι, όπως οι ίδιοι ομολογούν, το συμβούλιο κρίσης έθεσε τα ίδια ερωτήματα και στις δύο υποψήφιες συναδέλφους, το επιβεβαιώνει περίτρανα.

Άλλωστε δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό. Συνάδελφος μας επικουρική γιατρός, μητέρα ανήλικου τέκνου, βρέθηκε στο στόχαστρο διοικητή νοσοκομείου και τελικά απολύθηκε επειδή έκανε το λάθος να διεκδικήσει την άδεια ειδικού σκοπού. Δεκάδες εργαζόμενες μητέρες απολύονται μετά την άδεια μητρότητας. Εκατοντάδες νέες γυναίκες εκβιάζονται να υπογράψουν δήλωση ότι δε θα δημιουργήσουν οικογένεια ως προϋπόθεση για να προσληφθούν. Δεκάδες καταγγελίες την περίοδο της πανδημίας για εργοδότες που απειλούσαν μητέρες εργαζόμενες ότι θα απολυθούν αν διεκδικήσουν την «άδεια ειδικού σκοπού».

Η Αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας έφτασε στο σημείο για να δικαιώσει το συμβούλιο κρίσης να αναγορεύσει τον εαυτό της σε ανώτατο κριτή και υπερδικαστή! Αποφάσισε, ενώ δεν έχει την αρμοδιότητα, ότι η συνάδελφος υποψήφια μητέρα δύο ανήλικων τέκνων υστερεί έναντι της πρώτης.

Για αυτό οι δηλώσεις της Αναπληρώτριας Υπουργού Υγείας για τη στήριξη της μητρότητας είναι υποκριτικές και εξοργιστικές. Είναι υποκριτικές και για έναν επιπλέον λόγο. Γιατί υπερασπίζεται με σθένος την πολιτική που γεννά, συντηρεί, αναπαράγει και διευρύνει τις οικονομικές, κοινωνικές και εργασιακές αιτίες της ανισοτιμίας και των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών. Την πολιτική που σε τελική ανάλυση θεωρεί την προστασία της μητρότητας «βαρίδι» και «κόστος» για το κράτος και την εργοδοσία.

Η ΟΕΝΓΕ εκφράζει την αμέριστη συμπαράσταση και τη στήριξή της στη συνάδελφο που είχε το θάρρος να καταγγείλει το περιστατικό. Δεν αφορά μόνο τη συνάδελφο. Δεν αφορά μόνο τις συναδέλφους γιατρούς. Δεν αφορά μόνο τις εργαζόμενες μητέρες, τις νέες γυναίκες. Μας αφορά όλους.

Αν νομίζουν ότι με ένα δελτίο τύπου θα ξεμπερδέψουν είναι βαθιά γελασμένοι. Δεν πρόκειται να κάνουμε βήμα πίσω. Δυναμώνουμε την αλληλεγγύη μας, τη συλλογική διεκδίκηση και τους αγώνες μας ενάντια στις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, σε κάθε είδους κοινωνικές διακρίσεις. Αυτή είναι η δική μας «ασπίδα προστασίας μας» απέναντι στον εργασιακό μεσαίωνα που θέλουν να μας επιβάλλουν».

ΠΗΓΗ