16 Σεπτεμβρίου 2021

Η ανάδυση του μεταναστευτικού εθελοντισμού - Του Ερβίν Σέχου*

EUROKINISSI/ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Οι μετανάστες ως εθελοντές υπηρετούν το «κοινό καλό», μολονότι διαχρονικά έχουν στερηθεί δικαιώματα, οι κρατικές πολιτικές και θεσμοί τούς έχουν θέσει στο περιθώριο, σε καθεστώς ομηρίας, σε ανήκουστες συνθήκες εξαθλίωσης εκ παραλλήλου με έναν ευρύτερο κοινωνικό ρατσισμό.

Το τελευταίο διάστημα, στη συζήτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με τις φωτιές που κατέστρεψαν δάση και οικισμούς ανά την Ελλάδα εμφανίζονται πρωτότυπες αναφορές και σχόλια· αφορούν την εθελοντική προσφορά στους πυρόπληκτους από μετανάστες και πρόσφυγες στο πλαίσιο ατομικών και συλλογικών πρωτοβουλιών, γεγονός που έχει τη δική του σημασία. Μεμονωμένα άτομα και συλλογικότητες μεταναστών μαζεύουν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, οργανώνουν παρεμβάσεις στις πυρόπληκτες περιοχές, προσπαθούν να σβήσουν φωτιές με ό,τι μέσα διαθέτουν, να σώσουν ζώα κ.λπ.

Εντός αυτών των δικτύων τέτοια περιστατικά προκαλούν δέος και αμηχανία: φαίνεται ότι οι ξένοι «νοιάζονται για την Ελλάδα και αγαπούν τον νέο τόπο τους». Ωστόσο παραμένουν ανερμήνευτα τα κίνητρα και οι παράγοντες εκείνοι που ωθούν μετανάστες και πρόσφυγες να προσφέρουν, ακόμη και με αυτοθυσία, αμέριστη βοήθεια και εθελοντισμό. Ετσι, σε αυτό το σημείο τίθεται ένας προβληματισμός που χρήζει διερεύνησης: ποιος είναι ο λόγος να συνεισφέρουν σε αυτόν τον τόπο από τη στιγμή που ο τόπος παραμένει πολιτικά, θεσμικά και κοινωνικά αφιλόξενος;

Για να απαντηθεί ένα τέτοιο ερώτημα, θα πρέπει προηγουμένως να κατανοηθεί το κοινωνικό και συστημικό πλαίσιο του βίου τους σε συνθήκες μετανάστευσης, αλλά και η δική τους ιστορία και ο πολιτισμός· οφείλουμε να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβάνονται την έννοια του εθελοντισμού, την προσφορά βοήθειας και πώς αυτά εντάσσονται στις δικές τους κοσμοαντιλήψεις. Υπάρχουν εξωγενείς παράγοντες (κοινωνικό περιβάλλον σε συνθήκες μετανάστευσης) και ενδογενείς (αξίες και αρχές ιστορικά δομημένες και εσωτερικευμένες από τα υποκείμενα) που διαμορφώνουν τις δικές τους δράσεις, πρακτικές και στάσεις.

Η αναφορά τους στον εθελοντισμό καταδεικνύει ότι η έννοια της αλληλεγγύης, έστω και με τους δικούς τους πολιτικούς όρους, δεν λείπει από το αξιακό τους σύμπαν. Είναι επομένως εύστοχο να τον αντιλαμβανόμαστε ως πρακτική που εμπεριέχει το στοιχείο της αυτενέργειας, επενδυμένο με κοινωνικές αξίες, ως ένα κοινωνικό παράγωγο που καλεί τα άτομα, ξένους και ντόπιους, να προσφέρουν «για το κοινό καλό του τόπου», να συμμετέχουν στα κοινά ως «ενεργοί πολίτες». Δίνεται λοιπόν η «ευκαιρία» στους μετανάστες να νιώσουν ότι συμπεριλαμβάνονται στις τοπικές κοινότητες καθώς γίνονται κομμάτι αυτού του μη κρατικού πλαισίου που ταυτόχρονα τους θέτει εκτός.

Ετσι, ο εθελοντισμός συμπεριλαμβάνει στοιχεία που τίθενται εκτός του ελέγχου της εξουσίας. Πρόκειται για μορφή κοινωνικής προσαρμογής και κοινωνικοποίησης μέσω της οποίας αντιπαρατίθενται προς την κοινωνική και θεσμική περιθωριοποίηση. Εντός κοινωνικού πεδίου και αλληλεπιδράσεων δρουν διαμεσολαβητικοί παράγοντες που τους οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση, τους εκπαιδεύουν, τους μαθαίνουν να λειτουργούν ως εθελοντές.

Ετσι, για μεγάλο κομμάτι μεταναστών και προσφύγων η προσφορά βοήθειας και αλληλεγγύης φέρει ανθρωπιστικές διαστάσεις οι οποίες, όπως φάνηκε τα τελευταία χρόνια, υιοθετήθηκαν μέσα από την επαφή και τη συνύπαρξη με ένα αλληλέγγυο ταξικό ακτιβιστικό κίνημα, με τον ανθρωπιστικό εθελοντισμό, με τον ενδοπροσφυγικό/μεταναστευτικό ανθρωπισμό, ακόμη και με τον επαγγελματικό ανθρωπισμό – όλα μείζονος σημασίας προκειμένου να ενστερνιστούν τις αρχές του εθελοντισμού. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι εκδηλώνουν ένα προφίλ που αμφισβητεί έμπρακτα την κοινωνική απάθεια και την αδράνεια, την αντίληψη ότι «βρίσκονται στη χώρα μόνο για να πάρουν» ή ως δέκτες υπηρεσιών.

Ως εθελοντές υπηρετούν το «κοινό καλό», μολονότι διαχρονικά έχουν στερηθεί δικαιώματα, οι κρατικές πολιτικές και θεσμοί τούς έχουν θέσει στο περιθώριο, σε καθεστώς ομηρίας, σε ανήκουστες συνθήκες εξαθλίωσης εκ παραλλήλου με έναν ευρύτερο κοινωνικό ρατσισμό. Καλούνται οι ίδιοι να τοποθετηθούν επί του πρακτέου, χαράζοντας τις δικές τους διαδρομές στο νέο κοινωνικό περιβάλλον, δηλαδή δρουν, αναλαμβάνουν ευθύνες και εκδηλώνουν την προθυμία να ανταποδίδουν τη βοήθεια που έχουν εισπράξει.

Στους ενδογενείς παράγοντες συγκαταλέγονται ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία με κοινωνικές/ηθικές διαστάσεις. Σε μεγάλο τμήμα των υποκειμένων τίθεται ζήτημα θρησκευτικής ηθικής. Ενας αναγνωρισμένος πρόσφυγας, μέλος κοινότητας, αναφέρει: «Η θρησκεία μας, το Ισλάμ, μας μαθαίνει ότι πρέπει να είμαστε κοντά στον άνθρωπο. Επίσης νιώθουμε ότι πρέπει να ανταποδίδουμε την προστασία που μας έδωσε η Ελλάδα από τις διώξεις που αντιμετωπίζουμε στη χώρα μας και έτσι, με αυτόν τον τρόπο εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας. Αυτές τις δύσκολες ώρες νιώθουμε ότι πρέπει να βοηθήσουμε τα αδέρφια μας, τους Ελληνες». Σήμερα στην Ελλάδα πολλά μέλη της κοινότητας ως αιτούντες άσυλο εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα σχετικά με τη θεσμική αναγνώριση της προσφυγικής ταυτότητας.

Αλλά και ο μετανάστης που βρίσκεται πολλά χρόνια στην Ελλάδα ενδέχεται να νιώσει το κάποτε εχθρικό περιβάλλον ως «δικό του τόπο», εστιάζοντας στην έννοια της κοινότητας και της μικρής κοινωνίας, εκεί όπου ο ίδιος ενδεχομένως έχει γίνει αποδεκτός, παραμένοντας όμως κοινωνικά ξένος.

Ετσι, οι πρακτικές εθελοντισμού του κυοφορούν προσδοκίες αποστιγματοποίησης: στιγματισμένος ως «αχάριστος», επιχειρεί μέσω της επιθυμίας του για προσφορά να αποδείξει το αντίθετο, να δείξει «το καλό του πρόσωπο» ως πρακτική επιβίωσης και κοινωνικότητας και όχι εσωτερικευμένης ενοχής, να αποτινάξει το βάρος του απρόσκλητου φιλοξενούμενου, υπόχρεου αιώνιας ευγνωμοσύνης.

Με βάση τα παραπάνω οφείλουμε να κατανοήσουμε τις ποικιλόμορφες εκφάνσεις και νοηματοδοτήσεις του εθελοντισμού από άτομα και κοινωνικές ομάδες. Επιπλέον, οι τελευταίες φωτιές στην Ελλάδα αποκαλύπτουν τον εφήμερο χαρακτήρα της ατομικής και συλλογικής ασφάλειας με πραγματικές εικόνες ντόπιων πάνω σε καράβια, εκτοπισμένων από τα εδάφη τους.

Είναι οικείες εικόνες μιας σκληρής πραγματικότητας, συγκρινόμενες τηρουμένων των αναλογιών με εκείνες οικονομικών προσφύγων και προσφύγων πολέμου, των ανθρώπων δηλαδή που διασχίζουν το Αιγαίο διεκδικώντας ένα μέλλον. Από τη μια σπίτια καμένα από τις βόμβες και από την άλλη σπίτια ρημαγμένα από την πύρινη λαίλαπα, περιοχές σαρωμένες από την οικολογική καταστροφή – παντού σε κίνδυνο η ίδια η ζωή, το μέλλον εγκλωβισμένο σε ένα αβέβαιο περιβάλλον.

Ετσι, οι άνθρωποι –είτε ντόπιοι είτε ξένοι– βρίσκουν καταφύγιο στις δικές τους δυνάμεις, στην αλληλοϋποστήριξη και αλληλοβοήθεια, εμπνεόμενοι από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δικών τους κινήτρων για εθελοντισμό. Σε περιόδους οικολογικής και ανθρωπιστικής κρίσης, τα υποκείμενα έρχονται με τις δυνάμεις τους να «αντικαταστήσουν» ή εντός του κοινωνικού και αξιακού τους περιβάλλοντος να βρουν τρόπους για να κάνουν την υπέρβαση, να αμφισβητήσουν την ανύπαρκτη κρατική πολιτική, τους μηχανισμούς.

Σε τέτοιες περιόδους φαίνεται ότι οι δυναμικές του εθελοντισμού δεν είναι παροδικές, αλλά κυοφορούνται στους κόλπους της κοινωνίας, ενδεχομένως με νέα προτάγματα, ανεξάρτητες από κάθε μορφή εξουσίας και ελέγχου. Οπως φάνηκε στις τελευταίες πυρκαγιές, ένα τμήμα του εθελοντισμού εκφράστηκε επί του πρακτέου ενάντια στην επίσημη πολιτική, που επιδίωκε με αστυνομικά μέτρα να εκκενώνονται οι οικισμοί την ώρα που απείθαρχοι κάτοικοι και εθελοντές παρέμεναν για να προστατέψουν σπίτια και δάση.

*Κοινωνικός ερευνητής, υποψήφιος διδάκτωρ Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου