«Η Ισπανία καθιερώνει την τετραήμερη εργασία», «Εργασιακό πείραμα στην Ισπανία» και άλλοι παρεμφερείς τίτλοι προαναγγέλλουν την πρωτοποριακή κίνηση να υπάρξει από το φθινόπωρο –και για μερικές χιλιάδες εργαζομένων– νέο εργασιακό καθεστώς τετραήμερης εργασίας στην Ισπανία. Εν συντομία η είδηση έχει ως εξής: η κυβέρνηση συνεργασίας Σοσιαλδημοκρατών (PSOE) και Αριστεράς (Unidas Podemos) ψήφισε και θα αρχίσει τους επόμενους μήνες να εφαρμόζει την τετραήμερη εργασία σε ορισμένες επιχειρήσεις. Πρακτικά λοιπόν μιλάμε για μείωση τόσο των εργάσιμων ημερών όσο και των εργάσιμων ωρών, όχι καθολικά αλλά για κάποιες χιλιάδες εργαζόμενους. Είναι αυτό κάτι ιστορικό, πρωτοποριακό ή εν πάση περιπτώσει άξιο αναφοράς; Κατά την άποψη μας είναι, γιατί αφενός πρόκειται για την πρώτη μείωση του εργάσιμου χρόνου εδώ και δεκαετίες, αφετέρου γιατί η μείωση της εργάσιμης εβδομάδας εφαρμόζεται ή θα εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες. Οφείλουμε ωστόσο να είμαστε κάπως προσεκτικοί καθώς όπως προαναφέρθηκε μιλάμε για κάτι περιορισμένο σε έκταση, δεν ξέρουμε τους ακριβείς όρους και –προφανώς– δεν μπορούμε να προδικάσουμε τα αποτελέσματα του μέτρου. Η είδηση από μόνη της αποτελεί πάντως μία πολύ καλή εισαγωγή –ίσως και spoiler– για το βασικό μας επιχείρημα: βρισκόμαστε μπροστά σε έναν νέο εργασιακό μετασχηματισμό. Η παραπάνω εξέλιξη μάς ώθησε στη συνένωση κάποιων σκέψεων σχετικών με την εργασία τόσο σε στενό εγχώριο επίπεδο όσο και σε πιο ευρύ εννοιολογικό πλαίσιο.
Η εργασία είναι ένα δυναμικό φαινόμενο που βρίσκεται σε διαρκή διάδραση με άλλους παράγοντες. Επηρεάζει και επηρεάζεται από αυτούς και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τόσο το ζην όσο και το ευ ζην μας. Στο σημείωμά μας αναφερόμαστε σε αυτήν όχι απλά σαν μία νομική σύμβαση ανάμεσα σε εργοδότη-εργαζόμενο ούτε ως μία αφηρημένη φιλοσοφική έννοια. Ασφαλώς οι προαναφερθείσες οπτικές υπάρχουν, ωστόσο εν προκειμένω θα εστιάσουμε στο πραγματολογικό επίπεδο: στην εργασιακή πραγματικότητα στην Ελλάδα του σήμερα.
Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί στην Ελλάδα μία μεγάλη αλλαγή, καθώς έχουν καταργηθεί ή περισταλεί σειρά εργασιακών δικαιωμάτων, υπήρξαν δραστικές μειώσεις μισθών-συντάξεων-εφάπαξ, αύξηση της ανεργίας αλλά και των ελαστικών μορφών εργασίας κ.ά. Παρά το γεγονός πως την τελευταία τριετία υπήρξε μια σταθεροποίηση της ανεργίας, αύξηση του κατώτατου-βασικού μισθού και εν γένει η οικονομία έδειχνε έστω και ανεπαίσθητα ή επιφανειακά να είναι σε καλύτερη κατάσταση, οι αλλαγές σε ό,τι αφορά την εργασία συνεχίστηκαν. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών έχει προχωρήσει σε μία ευρείας κλίμακας μεταβολή στα εργασιακά. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές κυβερνητικές πολιτικές για την εργασία (υπό ευρεία έννοια): νέο ασφαλιστικό, αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού και το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών, πολυνομοσχέδιο με μέτρα όπως οι ψηφιακές συνεδριάσεις και ψηφοφορίες των συνδικαλιστικών οργάνων ή το πάγωμα του κατώτατου μισθού, νέος πτωχευτικός κώδικας κ.ά. Τα παραπάνω δείχνουν πως υπάρχει ένας καθολικός σχεδιασμός από πλευράς της κυβέρνησης για τον εργασιακό-ασφαλιστικό τομέα· ότι υφίσταται, με άλλα λόγια, μια προσπάθεια νεοφιλελεύθερης ρύθμισής του. Το σχέδιο αυτό δεν έχει ολοκληρωθεί, για την ακρίβεια είναι εν εξελίξει. Η συνέχιση του σχεδίου θα κριθεί από πολλούς παράγοντες και σε βάθος χρόνου. Ανάμεσα στους παράγοντες αυτούς, ξεχωρίζουν δύο: η πανδημία και η έκθεση Πισσαρίδη, δύο συνθήκες που κατά τη γνώμη μας θα διαδραματίσουν κομβικό ρόλο στην εξέλιξη και ολοκλήρωση (;) του εργασιακού μετασχηματισμού.
Η πρωτόγνωρη συνθήκη της πανδημίας έχει επηρεάσει καθολικά τις ζωές μας. Οι επιπτώσεις της δεν αφορούν μόνο την υγεία, αλλά προεκτείνονται σε όλους τους τομείς της καθημερινότητάς μας (πολιτική, διαπροσωπικές σχέσεις, περιβάλλον κ.ο.κ). Η εργασία ήταν επομένως αδύνατο να μείνει ανεπηρέαστη. Τον τελευταίο χρόνο οι αλλαγές που βιώνουμε όσον αφορά το εργασιακό πλαίσιο είναι κοσμογονικές. Στα καθ’ ημάς, τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία του καινούργιου εργασιακού πλαισίου είναι η ανάδυση νέων μορφών εργασίαςόπως η τηλεργασία, οι χιλιάδες εργαζόμενοι που τέθηκαν σε καθεστώς αναστολής, η συρρίκνωση του οικονομικού κύκλου (ύφεση πέριξ του 10%) και η αναμενόμενη και αναπόφευκτη αύξηση της ανεργίας (αλλά και της επισφάλειας). Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και τη διαχρονική εργατική πραγματικότητα: απλήρωτες υπερωρίες, αδήλωτη εργασία, επισφάλεια, καταστρατήγηση εργασιακών δικαιωμάτων κ.λπ. Είναι κοινή παραδοχή άλλωστε πως η εργασία ήταν και προ πανδημίας, το λιγότερο, σε «άσχημη κατάσταση».
Η πανδημία αποτέλεσε τη «χρυσή ευκαιρία» για μαζικές απολύσεις, μη ανανεώσεις συμβάσεων κ.λπ. σε μία σειρά από τομείς όπως οι τράπεζες, ο τουρισμός και το προσφυγικό. Ο μετασχηματισμός των εργασιακών σχέσεων στους παραπάνω κλάδους δεν οφείλεται κατά αποκλειστικότητα στην πανδημία, ωστόσο η σημερινή κατάσταση επιτάχυνε τις αλλαγές. Για παράδειγμα, η δραστική μείωση των τραπεζοϋπαλλήλων ήταν προγραμματισμένη εδώ και καιρό και συνδέεται με παράγοντες όπως η επέκταση της «ψηφιακής τραπεζικής», το κλείσιμο καταστημάτων κυρίως στην περιφέρεια κ.ά., αλλά η συνθήκη του Covid-19 έδωσε μια γερή ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση. Ειδικότερα για τον τραπεζικό κλάδο το μέλλον φαντάζει εντελώς αυτοματοποιημένο, αμιγώς ψηφιακό και – για πολλούς λόγους- δυστοπικό, όχι γιατί το λέμε εμείς αλλά γιατί έτσι το σχεδιάζουν οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι.
Ένα από τα βασικότερα, αν όχι το βασικότερο, μέτρο που τέθηκε σε εφαρμογή την περίοδο της πανδημίας είναι η τηλεργασία. Θυμίζουμε πως για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα η τηλεργασία αφορούσε τουλάχιστον το 50% των εργαζόμενων τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Δεν άλλαξε ωστόσο μόνο ο εργασιακός χώρος, αλλά και ο εργασιακός χρόνος, καθώς πολλές ήταν οι καταγγελίες για παράνομες, απλήρωτες και εκβιαστικές υπερωρίες. Οι απλήρωτες υπερωρίες δεν είναι ωστόσο απότοκο της πανδημίας. Θυμίζουμε πως τους προηγούμενους μήνες ακούσαμε προτάσεις για πληρωμένες σε άδεια υπερωρίες καθώς και περαιτέρω επέκταση του ωραρίου κατά το δοκούν. Ή, ορθότερα, κατά το επιθυμείν της εργοδοσίας. Στην Ελλάδα, εν αντιθέσει με άλλες χώρες, η τηλεργασία είχε μέχρι πρότινος περιορισμένη εφαρμογή. Η πανδημική συνθήκη φαίνεται όμως πως θα αλλάξει και αυτό το status, καθώς ήδη δείχνει να παγιώνεται ως τρόπος εργασίας. Καθώς η συζήτηση για την παγίωση του μέτρου δείχνει να έχει ανοίξει για τα καλά, κρίσιμο είναι να ληφθούν και παράγοντες όπως η ψυχολογία των κατ’ οίκων εργαζόμενων. Σημαντικό ρόλο στις συνθήκες γύρω από την εργασία διαδραματίζει επίσης το ηλεκτρονικό εμπόριο και γενικότερα η επέκταση της τεχνολογίας. Η αυξανόμενη χρήση ψηφιακών εφαρμογών τόσο για την παραγγελία όσο και για τη διανομή τροφίμων/αγαθών και το σύστημα click away αποτυπώνουν άλλωστε μία αλλαγή καταναλωτικών συνηθειών και πρακτικών.
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να είμαστε αρκετά επιφυλακτικοί για το κατά πόσο η νέα αυτή πραγματικότητα της εργασίας μπορεί να διασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες, τόσο μισθολογικά όσο και σε θέματα σταθερότητας και δικαιωμάτων. Για την ακρίβεια πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση καθώς, για παράδειγμα, ένας μισθός των 272 ευρώ/μήνα συν 100 ευρώ/μήνα για αγορές από super market, δεν εξασφαλίζει σε καμία περίπτωση αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Κι αν σας προκαλούν εντύπωση τα παραπάνω νούμερα, να σας ενημερώσουμε πως αφορούν έναν εργαζόμενο στο χώρο της διανομής για 5ήμερη και 4ώρη εργασία στην Ελλάδα του 2021.
~*~
Όπως τονίσαμε προηγουμένως η εργασία – υπό ευρεία έννοια – βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο, σε μία διαδικασία μετασχηματισμού και δύο είναι κατά την προσέγγιση μας οι βασικοί επιταχυντές του μετασχηματισμού: η πανδημία και η έκθεση Πισσαρίδη. Έχοντας περιγράψει κάποιες από τις επιπτώσεις της συνθήκης Covid-19 στην εργασία, τόσο σε θεσμικό επίπεδο (καθεστώς αναστολής εργασίας, τηλεργασία κ.ά.) όσο και σε πραγματολογικό επίπεδο (με την υγεία των εργαζομένων να βρίσκεται σε κίνδυνο όπως έγινε στις κονσερβοποιίες στη Β. Ελλάδα, με αρκετές καταγγελίες για απλήρωτες υπερωρίες κ.λπ.), μπορούμε τώρα να εστιάσουμε την ανάλυσή μας στην έκθεση Πισσαρίδη.
Η έκθεση Πισσαρίδη κατά την άποψή μας θα καθορίσει εν πολλοίς όχι μόνο το εργασιακό status αλλά γενικά το ποιο οικονομικό μοντέλο θα εφαρμοστεί στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Οι προτάσεις αυτές δεν αφορούν αποκλειστικά τα εργασιακά αλλά επεκτείνονται σε βασικούς τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας όπως το ασφαλιστικό και η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για να είμαστε ακριβείς, οι προτάσεις για την εργασία είναι σαφώς λιγότερες συγκριτικά με άλλους τομείς, ωστόσο είναι ξεκάθαρο πως η εργασία θα επηρεαστεί και από τις υπόλοιπες ρυθμίσεις, καθώς αυτές αφορούν πεδία που συνδέονται άμεσα με αυτή.
Για παράδειγμα, η πρόταση της επιτροπής Πισσαρίδη για κατάργηση των ενδιάμεσων ηλικιακών ορίων για τη συνταξιοδότηση, πρακτικά σημαίνει πως οι έως σήμερα δικαιούχοι πρόωρης συνταξιοδότησης (κυρίως «ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες») θα έχουν την ίδια αντιμετώπιση με όλους τους άλλους. Οι σχετιζόμενες με τα εργασιακά προτάσεις, αν και λίγες αριθμητικά, είναι τόσο σημαντικές που εάν εν τέλει εφαρμοστούν, θα αλλάξουν ριζικά τον εργασιακό χάρτη στη χώρα. Πρέπει επίσης να τονιστεί πως σε αντίθεση με τα λεγόμενα των κυβερνώντων, η έκθεση Πισσαρίση όχι μόνο δεν είναι πολιτικά και ιδεολογικά ουδέτερη – όπως προσπάθησαν να υποστηρίξουν ορισμένοι καλοθελητές –, αλλά έχει ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερο πρόσημο. Αυτό προκύπτει τόσο από το γενικό πνεύμα όσο και από συγκεκριμένα προτεινόμενα μέτρα. Ως προς το πρώτο σκέλος, το γενικό πλαίσιο, η έμφαση σε έννοιες ταυτόχρονα ασαφείς αλλά και με συγκεκριμένη πολιτική φόρτιση όπως π.χ. η ανταγωνιστικότητα, ο εκσυγχρονισμός, η κανονικοποίηση κ.ά., επιβεβαιώνουν πως μέσω της έκθεσης επιχειρείται μία ευρείας κλίμακας οικονομικοκοινωνική ρύθμιση, με σαφή νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Πώς αλλιώς εκτός από νεοφιλελεύθερο μπορεί να χαρακτηριστεί άλλωστε το σχέδιο για ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης; Η πρόταση για σύσταση αρμόδιας επιτροπής που θα καθορίζει το ύψος του κατώτατου/βασικού μισθού δεν αποτελεί μία ακόμη παράδοση του πολιτικού στους τεχνοκράτες; Δεν έχει τις ρίζες της η πρόταση αυτή στις νεοφιλελεύθερες πρακτικές που εφαρμόστηκαν σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο κατά το παρελθόν; Μπορεί η περαιτέρω ελαστικοποίηση – στα πρότυπα του μοντέλου flexicurity, το οποίο προκρίνει ως λύση ο οικονομολόγος (Κυριακάτικο Βήμα, 29.11.2020)– της εργασίας να μην οδηγήσει χιλιάδες εργαζόμενους στην επισφάλεια;
Η έκθεση έρχεται να συμπληρώσει το νέο εργασιακό πλαίσιο που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό να διαμορφώνεται (νέο ασφαλιστικό, πτωχευτικός κώδικας, πολυνομοσχέδιο), έχοντας διττό στόχο: αφενός συμπληρώνει το παραπάνω σχέδιο, και αφετέρου επιταχύνει την ολοκλήρωση του μετασχηματισμού. Ίσως φαίνεται πως επιμένουμε σε αυτό, αλλά θεωρούμε πως πρέπει να καταστεί σαφές: το μείγμα πολιτικών γύρω από την εργασία – που είτε εφαρμόζονται ήδη είτε θα εφαρμοστούν στο άμεσο μέλλον – έχει σαφή ιδεολογικά στοιχεία. Θεωρούμε πως είναι ξεκάθαρο σε ποιο πολιτικό φάσμα ανήκουν μέτρα όπως: η επέκταση της ελαστικής εργασίας, η ενοποίηση των επιδομάτων ανεργίας, η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, η ποινικοποίηση της απεργίας, η ενοποίηση προνοιακών επιδομάτων, η περιστολή της κυριακάτικης αργίας κ.ά. Στο παρελθόν, σε αντίστοιχες βίαιες και έντονες προσπάθειες αναπροσαρμογής του εργασιακού πλαισίου, παρατηρήθηκαν αντινομίες και λογικά κενά. Τα παραπάνω οδήγησαν σε δυσλειτουργικά συστήματα και αντιφατικά μέτρα (για παράδειγμα οι μνημονιακές ρυθμίσεις). Η έκθεση Πισσαρίδη δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, καθώς βρίθει αντιφάσεων και μη ρεαλιστικών στόχων.
Η πιο χαρακτηριστική αντίφαση αφορά το ασφαλιστικό, τομέα άρρηκτα συνδεδεμένο με την εργασία. Ήταν Δεκέμβριος του 2020 όταν ο αρμόδιος υπουργός Γ. Βρούτσης δήλωνε ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση (Ν.4670/2020) «εγγυάται τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος έως το 2070». Σήμερα, η έκθεση Πισσαρίδη έρχεται να διαψεύσει την παραπάνω «θριαμβευτική» δήλωση. Συγκεκριμένα στη σελίδα 106 αναφέρεται πως το ασφαλιστικό δεν είναι βιώσιμο και πως –κατ’ επέκταση– θα χρειαστεί περαιτέρω αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών ή/και μείωση των συντάξεων στο μέλλον. Τι από τα δύο ισχύει άραγε; Το γεγονός πως μία από τις προτάσεις είναι η ευθεία-πλήρης ανταποδοτικότητα των ασφαλιστικών εισφορών και της σύνταξης, οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο οικονομολόγος φωτογραφίζει μια μελλοντική ασφαλιστική μεταρρύθμιση, με τα γνωστά αποτελέσματα και «θύματα». Ένας από τους –πολλούς και μάλλον ανέφικτους– στόχους της έκθεσης είναι η χώρα να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 3,5%. Τέτοιοι στόχοι μας θυμίζουν έντονα –και δικαίως– τους βασισμένους σε ιδεοληψίες και «αποτυχημένες συνταγές» παρεμφερείς στόχους που έθετε η τρόικα. Χρειάζεται να πούμε κάτι παραπάνω ή «το πράγμα μιλάει από μόνο του»;
~*~
Η πλήρης χαρτογράφηση του νέου εργασιακού πλαισίου είναι αδύνατο να καλυφθεί σε σημειώματα όπως αυτό, αφενός για λόγους χώρου, αφετέρου γιατί ο μετασχηματισμός δεν έχει ολοκληρωθεί. Θεωρούμε ωστόσο πως έγινε αντιληπτό, βάσει των όσων αναφέραμε, ότι η επόμενη χρονική περίοδος θα είναι περίοδος έντονων, ριζικών, πυρηνικών αλλαγών στα εργασιακά. Τόσο οι δύο παράγοντες που εξετάσαμε (πανδημία, έκθεση Πισσαρίδη) όσο και η εγχώρια και διεθνής οικονομική κατάσταση (ύφεση, αστάθεια κ.λπ.), ανοίγουν τον δρόμο για ένα νέο εργασιακό πλαίσιο. Το μέλλον της εργασίας εν συντομία θα μπορούσε να αποτυπωθεί με τρεις μόλις λέξεις: μεταχηματισμός-ανατροπές-ανασφάλεια. Ευτυχώς η συζήτηση γύρω από τα εργασιακά φαίνεται να βρίσκεται στο προσκήνιο διεθνώς, δυστυχώς όμως το μέλλον της εργασίας προμηνύεται δυσοίωνο. Έχοντας λοιπόν αυτό ως δεδομένο, οφείλουμε να είμαστε σε διαρκή εγρήγορση απέναντι στη «νέα κανονικότητα», όπως και όποτε αυτή «επιστρέψει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου