Ετσι, ο υπουργός προσπερνά με άνεση βιρτουόζου τη θεμελιώδη διαφορά του σήμερα ισχύοντος δικαίου από το σχέδιό του ως, περίπου, αμελητέα: Στη θέση της συλλογικής συμφωνίας, με την οποία σήμερα μπορεί να συμφωνηθεί διευθέτηση του χρόνου εργασίας από τον εργοδότη και τη συνδικαλιστική οργάνωση, ο υπουργός θέλει να βάλει την ατομική σύμβαση εργασίας. Το «αίτημα του εργαζομένου» δεν παραπέμπει σε τίποτε διαφορετικό από την ατομική σύμβαση εργασίας. Ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ ο εργαζόμενος να αρνηθεί την πρόταση (εντολή) του εργοδότη του να συμφωνήσει διευθέτηση του χρόνου εργασίας.
Από τη θέσπιση του νόμου για τη διευθέτηση το 1990 μέχρι σήμερα οι διατάξεις του παρέμειναν ανενεργές, γιατί καμιά συνδικαλιστική οργάνωση δεν θέλησε να συνδέσει το όνομά της με μια τέτοια ρύθμιση. Οπως αναφέρθηκε ήδη, η εφαρμογή του συστήματος αυτού επιτρέπεται μόνο μετά από επιχειρησιακή συλλογική συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων. Αφήνω για την ώρα κατά μέρος το ότι η διευθέτηση του χρόνου εργασίας ακόμη και με συλλογική συμφωνία (άρθρο 42 ν. 3986/2011) παραβιάζει τις δύο βασικές αρχές του δικαίου του χρόνου εργασίας:
α) την απαγόρευση συμψηφισμού λιγότερων ωρών εργασίας της μιας μέρας/εβδομάδας/μήνα με περισσότερες ώρες εργασίας μιας άλλης μέρας/εβδομάδας/μήνα και
β) την καταβολή πρόσθετης αμοιβής και μάλιστα προσαυξημένης για την υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου.
Το αφήνω κατά μέρος, γιατί ο κ. Χατζηδάκης αποδεικνύει ότι για το «σπάσιμο» του 8ώρου υπάρχει κάτι ακόμη χειρότερο από τη διευθέτηση με συλλογική συμφωνία, η διευθέτηση με ατομική σύμβαση εργασίας.
Ο υπουργός Εργασίας δεν είναι αδαής∙ υποστηρίζω όμως ότι είναι (συν)ένοχος, συνένοχος μιας ανομίας που δεν θα αντέξει στον δικαστικό έλεγχο, συνένοχος γιατί και στο σχέδιο αυτό είναι ευδιάκριτο το αποτύπωμα του ΣΕΒ, στον οποίο έχει παραχωρηθεί από την κυβέρνηση άτυπη νομοθετική πρωτοβουλία στα εργασιακά. Ενας υπουργός Εργασίας, ακόμη και ο πιο μπρουτάλ νεοφιλελεύθερος, (οφείλει να) γνωρίζει ex officio τα θεμελιώδη του Εργατικού Δικαίου.
Αυτός ο κλάδος δικαίου χτίστηκε με αφετηρία την απώθηση ή και την εξαφάνιση κάποτε της ατομικής σύμβασης εργασίας από τον νόμο (π.χ. στις αρχές του 19ου αιώνα στην Αγγλία και αλλού) και αργότερα και από τη συλλογική σύμβαση εργασίας. Στοιχειώδες ακόμη και για νεοφιλελεύθερους υπουργούς Εργασίας: «Ο εργαζόμενος είναι ελεύθερος να διαθέτει την εργασιακή του δύναμη αλλά δεν είναι εξίσου ελεύθερος να μην τη διαθέτει». Δεν είναι χωρίς σημασία να υπογραμμίσουμε ότι αυτή την εμπεδωμένη στις κοινωνίες συνείδηση συμμερίζεται και η ΟλΣτΕ 2307/2014.
Το δικαστήριο (Σκέψη 32) αποδοκίμασε ρητά την ατομική σύμβαση εργασίας ως εργαλείο ρύθμισης των όρων εργασίας (μισθολογικών και μη) λόγω της δομικής ανισότητας εργοδότη - εργαζομένου. Τώρα η ατομική σύμβαση εργασίας παλινορθώνεται από την κυβέρνηση μετά τις περιπέτειες των συλλογικών συμβάσεων, της διαιτησίας και του 8ώρου τα τελευταία χρόνια∙ παλινορθώνεται ενώ οι πληγές, οικονομικές και κοινωνικές, που προκάλεσε η επέλαση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και η κορύφωσή της με τις φονικές πολιτικές των μνημονίων που επιδεινώθηκαν από τη διαχείριση της πανδημίας είναι χαίνουσες. Σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν ο κ. Χατζηδάκης μάς λέει ότι η 10ωρη εργασία με απλήρωτο το δίωρο της υπέρβασης και με τα λοιπά μέτρα για τον χρόνο εργασίας απελευθερώνει τον εργαζόμενο.
Τη χώρα σκεπάζει η αποφορά της λεηλασίας του δημόσιου πλούτου, των απευθείας αναθέσεων, των trash-TV δεσμών και των εξαρτήσεων της κυβερνητικής εξουσίας από τους ολιγάρχες των ΜΜΕ και των επιχειρήσεων, η αποφορά της παροχής ασυλίας για την υποτροπιάζουσα απιστία διοικητικών στελεχών, του ανοχύρωτου ΕΣΥ και της αποδοχής του ενδεχομένου να χάσει τη ζωή του απροσδιόριστος αριθμός ασθενών από κορονοϊό.
Μέσα σ’ αυτήν την όζουσα συνθήκη του καιρού μας το σχέδιο «Ελλάδα 2.0», ειδικά σε ό,τι αφορά την εργασία, όπως και το νομοσχέδιο Χατζηδάκη/Βρούτση κάνουν ένα τεράστιο άλμα προς τα πίσω. Κι όλα αυτά σε μια εποχή όπου αναδύεται η ανάγκη αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού μέσω της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και της προστασίας της εργασίας και μιας «νέας κοινωνικής συμφωνίας», αιτήματα που βρίσκουν ανταπόκριση στις περισσότερες χώρες (βλ. σχετικά σειρά άρθρων Τραυλού - Τζανετάτου, Η «μεγάλη επανεκκίνηση»: Ο καπιταλισμός σε κρίσιμο σταυροδρόμι, Δρόμος της Αριστεράς, 3.4., 10.4. και 17.4.2021, όπου και κριτική ανάλυση του βιβλίου των Schwab - Malleret, Covid-19: The Great Reset, 2020).
Τώρα, με την ατομική σύμβαση εργασίας του κ. Χατζηδάκη επιστρατεύεται η «ελευθερία των (ατομικών) συμβάσεων», προκειμένου να καμφθεί η επίμονη άρνηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων να συμφωνήσουν διευθέτηση του χρόνου εργασίας και να «σπάσουν» το 8ωρο όλα τα προηγούμενα χρόνια. Δεν υπάρχει το δίλημμα «πρόοδος ή καθήλωση», όπως διατείνεται η κυβέρνηση, αλλά μια προφανής καταβύθιση στις απαρχές του 19ου αιώνα, στο βασίλειο της βίας της ατομικής σύμβασης εργασίας.
Την ατομική σύμβαση εργασίας «δείχνει» το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης∙ ο νόμος 4635/2019 που εισάγει πλήθος εξαιρέσεων από συλλογικές συμβάσεις και ακρωτηριάζει το συνταγματικό δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία, οι νόμοι για τη ΔΕΗ και τα ΕΛΤΑ, που εξαιρούν τους νεοπροσλαμβανόμενους από τις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις και τους κανονισμούς εργασίας. Γιατί η ατομική σύμβαση εργασίας εγγυάται, εκτός των άλλων, και την ακώλυτη συνέχιση της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης διά της μείωσης των μισθών∙ των μισθών που έχουν ήδη κατακρημνιστεί το τελευταίο διάστημα κατά 30% σε μέσους όρους, σε μια οικονομία που όπως οι περισσότερες είναι, όπως λένε οι Αγγλοσάξονες, wage driven και όχι profit driven.
*Ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου