Ζούμε σε μια καπιταλιστική οικονομία «ανάπτυξης». Ότι η παραπέρα ανάπτυξη είναι δυνατή, επιθυμητή και αναγκαία, είναι ένα από τα ιδεολογικά θεμέλια των καπιταλιστικών κοινωνιών μας, που κρύβει το γεγονός ότι ποτέ μέχρι σήμερα σε ολόκληρη την ανθρώπινη Ιστορία δεν υπήρξαν τόσο πολλοί άνθρωποι να παράγουν τόσο πολύ πλούτο για λογαριασμό τόσο λίγων ανθρώπων σε κάθε χώρα. Όταν το λεγόμενο ΑΕΠ μιας χώρας αυξάνεται, χειροκροτούν όλοι.
Αν δεν αυξάνεται τότε κάνουν ό, τι είναι δυνατόν για να αλλάξει αυτό (ας θυμηθούμε τις τοξικές πριμοδοτήσεις στη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης μετά το 2008). Όταν κάποιος αυξάνει το εισόδημά του και το οικογενειακό ακαθάριστο προϊόν τότε θεωρείται επιτυχημένος, ενώ αν μείνει άνεργος, χωρίς μισθό είναι ο αποτυχημένος. Η ευθύνη για την επιτυχία ή την αποτυχία θεωρείται προσωπική και συχνά αποδίδεται στην εργατικότητα, στην ευφυία, στην μοίρα ή στο θέλημα του θεού, για να γίνεται γενικώς αποδεκτή.
Η οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει βέβαια να λύσει όχι μόνο τα οικονομικά προβλήματα, όπως το χρέος ή την έλλειψη θέσεων εργασίας, αλλά και κοινωνικά προβλήματα, όπως η ανισότητα ή έλλειψη θέσεων στα νηπιαγωγεία, ισχυρίζονται, ιδίως οι αριστεροί. Πολλοί μάλιστα-περισσότερο πράσινοι- έχουν και την ελπίδα ότι "πράσινη ανάπτυξη"- μέσω της ενεργειακής πολιτικής και τεχνολογικής καινοτομίας-θα λύσει και τα οικολογικά προβλήματα. Η στασιμότητα σημαίνει για όλους κοινωνική κρίση: ανεργία, ελλείμματα προϋπολογισμού, φτώχεια. Όλα τα κόμματα – ακόμα και της αριστεράς ή των πρασίνων - εστιάζουν στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη.
Όταν οι ιδεολόγοι της ανάπτυξης ισχυρίζονται ότι η μεγέθυνση, η επέκταση, ταχύτητα και όλα τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης, είναι κεντρικής σημασίας για την ευημερία της κοινωνίας, και ότι το ΑΕΠ είναι μέχρι σήμερα το καταλληλότερο μέτρο του πλούτου ενός έθνους και των ανθρώπων του, ο ισχυρισμός αυτός είναι μάλλον αμφίβολος. Ούτε καν οι εφευρέτες του ΑΕΠ το 1930, δεν συμμερίζονταν αυτήν την άποψη. Σήμερα αμφισβητείται αυτό και υπάρχουν οικονομολόγοι, κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί που εργάζονται εδώ και δεκαετίες για τη διαμόρφωση καλύτερων δεικτών ευημερίας, διότι η προσήλωση στο ΑΕΠ θέτει στο περιθώριο της κοινωνικής συνείδησης το περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος της ανάπτυξης.
Η “ανάπτυξη” δεν έχει νόημα
«Χωρίς ανάπτυξη, δε γίνεται τίποτα», αυτό είναι το κλειδί στην ιδεολογία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η πίστη στον επεκτατικό μοντερνισμό δεν θέλει να σπάσει: η ανάπτυξη είναι η πανάκεια, το ελιξίριο, το καθολικό μέτρο της προόδου, του εκσυγχρονισμού και της εξέλιξης. Αλλά είναι πραγματικά έτσι;
Ο στόχος για αέναη ανάπτυξη είναι παράλογος, δεδομένου ότι το χρήμα μπορεί να είναι μόνο ένα μέσο για ένα σκοπό(ένα τέλος)1, και όχι ένας σκοπός για τον εαυτό του. Εάν ο σκοπός-τέλος μιας κοινωνίας είναι η «καλή ζωή»(το «ευ ζην», ευζωία), τότε σε κάποιο σημείο μια κοινωνία θα πρέπει να παράγει αρκετά για την επίτευξή της, καθιστώντας περιττή την περαιτέρω ανάπτυξη. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν συσσωρεύσει πλούτο αδιανόητο για μερικές γενιές πίσω, αλλά φαίνονται υποχρεωμένες να κρατούν έναν ρυθμό ανάπτυξης χρόνο με τον χρόνο. Ένα βασικό ερώτημα που αντιμετωπίζει η βιβλιογραφία της αποανάπτυξης είναι το γιατί να είναι έτσι!
Στο μικροεπίπεδο των ατόμων, το ακόρεστο καθοδηγείται από τον ανταγωνισμό για την κοινωνική θέση. Μόλις ικανοποιηθεί μια βασική υλική ανάγκη, τα επιπλέον εισοδήματα αφιερώνονται όλο και περισσότερο για την επιδίωξη της βελτίωσης της θέσης στην κοινωνική πυραμίδα(π.χ., ένα σπίτι μεγαλύτερο από του γείτονα είναι ένα αγαθό θέσης). Ο σχετικός, και όχι ο απόλυτος πλούτος είναι αυτό που έχει σημασία.
Η οικονομική ανάπτυξη και η αύξηση της παραγωγικότητας στον υλικό τομέα, ωστόσο, δεν αλλάζουν τις σχετικές θέσεις, αλλά αυξάνουν την τιμή των αγαθών θέσης. Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη καθιστά τα αγαθά θέσης κοινωνικά σπανιότερα. Αυτά είναι τα κοινωνικά όρια της ανάπτυξης, δηλαδή υπάρχουν εγγενή όρια όσον αφορά την ικανότητα της ανάπτυξης να ικανοποιεί την ευημερία. Αυτά τα όρια είναι και ένας λόγος γιατί πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, η ανάπτυξη δεν αυξάνει κατά μέσο όρο την ευτυχία.
Από ατομική άποψη, είναι λογικό να επιδιώκεται περισσότερος πλούτος για την κοινωνική ανέλιξη, αλλά συλλογικά, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η συνολική ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα αυτού του παράλογου ανταγωνισμού θέσης μεταξύ ατόμων που δεν κάνει κανέναν καλύτερο. Η υπόσχεση της ανάπτυξης, από την άλλη πλευρά, είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η ψευδαίσθηση της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας μπορεί να διατηρηθεί προσωρινά ελλείψει αναδιανομής. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια παράλογη επιδίωξη ανάπτυξης για χάρη της ανάπτυξης.
Η «ανάπτυξη» είναι αντιοικονομική και άδικη
Η ανάπτυξη δεν αυξάνει πλέον τη συλλογική ευημερία. Αυτή η αποτυχία δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή από το ΑΕΠ, διότι το ΑΕΠ μετρά την ανάπτυξη και όχι την ευημερία. Δεν διακρίνει τη βελτίωση της ευημερίας από την μείωση της ευημερίας από την οικονομική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, δαπάνες για τον καθαρισμό μιας πετρελαιοκηλίδας, την κατασκευή φυλακών ή την διεξαγωγή πολέμου, αυξάνουν το ΑΕγχΠ. Ανεξάρτητες μετρήσεις της ευημερίας, όπως οι αυτοαναφερές για ικανοποίηση ζωής και θέσμιση άλλων εναλλακτικών δεικτών ευτυχίας ή ευημερίας, όπως είναι ο γνήσιος δείκτης Προόδου ή ο δείκτη βιώσιμης οικονομικής ευημερίας, επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, η ανάπτυξη δεν βελτιώνει την ευημερία.
Το κοινωνικό κόστος της ανάπτυξης περιλαμβάνει κακή ψυχολογική υγεία, αυξημένες ώρες εργασίας, συμφόρηση και ρύπανση. Η εμπορευματοποίηση και η εισαγωγή στην οικονομία των ΑΕΠ των υπηρεσιών στο οικοσύστημα και των μη αμειβόμενων δραστηριοτήτων, ή η χρηματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, όπως η φιλοξενία ή η φροντίδα, διαβρώνουν την κοινωνικότητα, την κοινότητα και το περιβάλλον.
Επίσης, τους ηθικούς κανόνες που χρησιμοποιούνται για την καλύτερη ρύθμιση τέτοιων κοινωνικών και περιβαλλοντικών σχέσεων. Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί η σχέση μεταξύ ανάπτυξης και μιας σειράς κοινωνικών δεικτών, όπως η εκπαίδευση ή η ασφάλεια από την εγκληματικότητα, παίρνει τη μορφή: για τα χαμηλά επίπεδα του ΑΕΠ, τόσο πλουσιότερη είναι μια χώρα, όσο καλύτερες είναι οι κοινωνικές συνθήκες, αλλά για τα υψηλά επίπεδα του ΑΕΠ η μεγαλύτερη ανάπτυξη δεν κάνει τη διαφορά.
Μάλιστα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανάπτυξη επιτυγχάνεται λόγω του αυξανόμενου κόστους και όχι μέσω της αύξησης των κοινωνικών παροχών. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη έχει καταστεί αντιοικονομική. Αντ' αυτού, υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ ισότητας και κοινωνικής ευημερίας.
Η συνεχής ανάπτυξη του κοινωνικού μεταβολισμού της παγκόσμιας οικονομίας προκαλεί επίσης κοινωνικό και περιβαλλοντικό όλεθρο στις χώρες από όπου εξάγονται τα βασικά προϊόντα για την ενέργεια και οι πρώτες ύλες και εισάγονται τα απόβλητα από τις «αναπτυγμένες» χώρες.
Η ανάπτυξη υποστηρίζεται από μια άνιση ανταλλαγή πόρων και υλικών. Αυτό εγείρει ζητήματα περιβαλλοντικής- οικολογικής δικαιοσύνης: τα υλικά οφέλη της εξόρυξης και της κατανάλωσης για τις πλούσιες περιοχές ή τις πιο εύπορες ομάδες (ελίτ), ενώ το κόστος επωμίζονται κοινωνικά περιθωριοποιημένες κοινότητες και γειτονιές. Η άνιση φύση της ανάπτυξης είναι διαπιστωμένη: διατηρεί τα οφέλη που προκύπτουν για τις ελίτ και μετατοπίζει το κόστος προς τους «από κάτω» παντού.
Η «Αποανάπτυξη» δεν είναι στέρηση και οπισθοδρόμηση
Από την άλλη, η Από-ανάπτυξη είναι μια πρόκληση, μια προβοκάτσια, αν το θέλετε, στον όρο ανάπτυξη. Ακριβώς όπως η συμβολική εικόνα του σαλιγκαριού που χρησιμοποιεί συχνά το κίνημα, και που «σέρνεται» σιγά-σιγά και υπομονετικά στο έδαφος και ανάλογα με τις δυσκολίες του καθορίζει με τις κεραίες την πορεία του . Είναι μια πρόκληση κατά της κοινωνικής τάξης στην οποία όλοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους, στην οποία όλοι στρέφουν τις επιδιώξεις τους προς την κατεύθυνση των συνθημάτων: ψηλότερα, γρηγορότερα, παραπέρα! Ανεξάρτητα αν αυτές ακριβώς οι επιδιώξεις καταστρέφουν τις ίδιες τις βάσεις της ύπαρξής μας.
Οι υπέρμαχοι της ανάπτυξης κατηγορούν το κίνημα της αποανάπτυξης ότι καθορίζεται από τη λογική της στέρησης και της λιτότητας και ότι παλεύει ενάντια στην ίδια την ανθρώπινη φύση ως εχθρό του. Για την Αποανάπτυξη είναι ακριβώς αυτό το σημαντικό: να αμφισβητηθεί αυτή η κοσμοθεωρία, ότι τάχα η «ανθρώπινη φύση» ταυτίζεται με του homo economicus, ο οποίος προσπαθεί ατομικά να μεγιστοποιήσει τα οφέλη του. Το αντίθετο: οι άνθρωποι είναι σχεσιακά όντα, που οδηγούνται από πολύπλοκα κίνητρα. Και το κίνημα της Αποανάπτυξης το ενδιαφέρει πρωτίστως να διερευνήσει και να ολοκληρώσει τις μορφές εκείνες των διανθρώπινων σχέσεων που δεν ακολουθούν την εγωιστική, ωφελιμιστική και χρηστική λογική.
Αλλά Αποανάπτυξη είναι επίσης μια πρόταση. Όχι για την ατομική στέρηση και θυσία, αλλά για ένα μετασχηματισμό των πλουσιότερων κοινωνιών προς δομές που δεν βασίζονται στην αέναη και μόνιμη μεγέθυνση, αλλά στην επάρκεια. Δεν ταυτίζεται με τις προτάσεις της «λιτανάπτυξης»2 που κάνουν κάποιοι πολιτικοί και οικονομολόγοι της δεξιάς και της αριστεράς. Η Αποανάπτυξη αντιπροσωπεύει ένα απελευθερωτικό, χωρίς κυριαρχία και χωρίς αποκλεισμούς μέλλον.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τέλος στα αρχαιοελληνικά: ολοκλήρωση, τελείωση, εκπλήρωση
2.«Λιτανάπτυξη»: ο όρος που χρησιμοποίησε η Κριστίν Λαγκάρντ του ΔΝΤ, για το ξεπέρασμα της κρίσης μέσα από τη λιτότητα-για τους πολλούς- και της ανάπτυξης –για τους λίγους
*Συγγραφέας
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών
Σχετικό και το σημερινό άρθρο του: Η «ανάπτυξη» είναι οικολογικά μη βιώσιμη και φθάνει στο τέλος της
Περισσότερα, στην ιστοσελίδα του συγγραφέα: http://www.topikopoiisi.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου