Γιατί ο Κολοκοτρώνης νικά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο αλλά και τον Μεγαλέξανδρο στην αρένα της ιστορικής μνήμης; Τι σημαίνει το ότι ο Μακρυγιάννης παράγγειλε ζωγραφικές απεικονίσεις των μαχών που έκριναν την Επανάσταση του 1821; Γιατί το πρώτο μνημείο για το ‘21, το οποίο σχεδιάστηκε μετά την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, αποφασίστηκε να αφορά όχι την Επανάσταση αλλά την Ανεξαρτησία;
Γιατί ο Ιωάννης Κωλέττης, πρώτος πρωθυπουργός (1844-47) μετά την εγκαθίδρυση της συνταγματικής μοναρχίας στην Ελλάδα, απέτυχε να μεταφέρει τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου στο Φάληρο, στο μνημείο του Καραϊσκάκη; Γιατί «κόπηκε» ο Κοραής από τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν παραγγέλθηκαν οι πρώτοι ανδριάντες για τον εορτασμό των 50 χρόνων από την Επανάσταση;
Δεν είναι αθώες αυτές οι
ερωτήσεις. Αντίθετα, παραπέμπουν στον Κανόνα της ιστορικής μνήμης της
ελληνικής κοινωνίας, στο συγκινησιακό αποτύπωμα του Αγώνα της
Ανεξαρτησίας, στις πρακτικές μέσα από τις οποίες αναπαριστάται,
σκηνοθετείται και καταναλώνεται το παρελθόν στον δημόσιο χώρο και
εντέλει παραπέμπουν στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης και της
εθνικής ταυτότητας κατά τον πρώτο κρίσιμο αιώνα του ελληνικού κράτους.
Είναι ακριβώς τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται η ιστορικός Χριστίνα Κουλούρη, πρύτανις σήμερα του Παντείου, στο καινούργιο βιβλίο της Φουστανέλες και Χλαμύδες. Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821-1930 (εκδ. Αλεξάνδρεια). Ενα έργο 624 σελίδων, λεπτομερώς τεκμηριωμένο, που δεν σκαλίζει την ιστοριογραφία ή τη λογοτεχνία, ούτε την ιδεολογική χρήση τους, αλλά εστιάζει στη δημόσια Ιστορία.
Ειδικότερα, αξιοποιεί ένα τεράστιο εύρος οπτικών πηγών, συνδέοντας μεταξύ τους ελαιογραφίες, λιθογραφίες, μνημεία, ανδριάντες, εθνικές επετείους και τελετές μνήμης, την επικράτηση του «φιλελληνικού βλέμματος» στην αναπαράσταση των πρωταγωνιστών του Εικοσιένα, τα θεατρικά δρώμενα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, τις παρελάσεις και τα λαϊκά εμπορικά θεάματα ώς και τον μπερντέ του Καραγκιόζη, συνεξετάζει δηλαδή την εικονοποιία και την επιτέλεση: «Διότι η ιστορική μνήμη συγκροτείται σε μεγάλο βαθμό από εικόνες, οι άνθρωποι θέλουν να “δουν” το παρελθόν να ξαναζεί στο παρόν, κάτι που συναντάμε και σήμερα στη νέα μόδα με αμφίβολης αισθητικής αναπαραστάσεις μαχών και άλλων ιστορικών επεισοδίων».
Ετσι, η «φουστανέλα» στον τίτλο του βιβλίου «ντύνει» την εθνική ταυτότητα. Χάνει τη χρηστικότητά της, γίνεται το ένδυμα των παρελάσεων και των δημόσιων θεαμάτων και πραγματώνει τελετουργικά αυτήν την επαναλαμβανόμενη σύνδεση παρόντος-παρελθόντος ως υλικό συστατικό στοιχείο της πολιτισμικής μνήμης. Ενώ η «χλαμύδα» παραπέμπει στον ανταγωνισμό των παρελθόντων: του πρόσφατου επαναστατικού (και άμεσα ή έμμεσα βιωμένου στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου που μελετά η Κουλούρη) και των απομακρυσμένων παρελθόντων.
Το Βυζάντιο θα ηττηθεί από τη συμβολική δύναμη της αρχαιότητας από τη στιγμή που όσοι προετοίμαζαν το επαναστατικό σχέδιο, «είτε μιλούσαν ελληνικά, είτε αλβανικά κ.ά.», θεωρούσαν ότι ήσαν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Αργότερα, με τη βοήθεια και της βαυαρικής διοίκησης, το νέο κράτος θα αποκτήσει ένα νεοκλασικό πρόσωπο που θα κυριαρχήσει καθώς θα χτιστεί πάνω στα αρχαία ερείπια και όχι πάνω στις στάχτες του πολέμου του 1821...
Μ’ αυτό το βιβλίο ανοίγει διάπλατα ο ορίζοντας της υποφωτισμένης ώς τώρα στην ελληνική βιβλιογραφία -αλλά κρίσιμης- πολιτισμικής χρήσης της Ιστορίας, η οποία μαρτυρεί τη «μετάβαση της ελληνικής περίπτωσης στη νεωτερικότητα που αναδύεται σχεδόν ταυτόχρονα σε ολόκληρη την Ευρώπη». Οπως μας επισήμανε η συγγραφέας: «Είναι διαδεδομένη η άποψη ότι οι αγωνιστές δεν κατανοούσαν τους φιλελεύθερους πολιτικούς θεσμούς ούτε δέχονταν το δυτικού τύπου κράτος.
Ομως οι πολιτισμικές πρακτικές τους που συνδέονταν με τη διατήρηση της μνήμης, αποδεικνύουν ότι στη διάρκεια της ζωής τους εξελίχθηκαν σε νεωτερικά υποκείμενα. Ο Καραϊσκάκης λ.χ. ή ο Μακρυγιάννης έχουν συνείδηση ότι μετέχουν σε ένα ιστορικό γεγονός που τους ξεπερνά, ο Μακρυγιάννης παραγγέλνει πίνακες που λειτουργούν ως μνημεία κ.ο.κ.».
Αντίστοιχα έχει πολύ ενδιαφέρον το ότι την ίδια περίοδο οικοδομήθηκε μια ιδιαίτερη γυναικεία μνήμη (π.χ. με την Μπουμπουλίνα αλληλέγγυα με το χαρέμι του Χουρσίτ στην Τριπολιτσά) και η Επανάσταση λειτούργησε νομιμοποιητικά για τη φεμινιστική διεκδίκηση αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Η Χριστίνα Κουλούρη διερευνά επιπλέον τους όρους που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι οι αγωνιστές για τον αγώνα τους. Και επισημαίνει ότι η κεντρική έννοια γύρω από την οποία δομήθηκε η ιστορική μνήμη και η εθνική ταυτότητα κατά τις επετειακές τελετές του 1930 δεν ήταν η εξέγερση, η «Επανάσταση», αλλά η «Παλιγγενεσία». Μία ακόμη διεθνής έννοια, κοινή κατά τον 19ο αιώνα οπότε ιδρύονται πλήθος εθνικά κράτη.
Αυτό θα ήταν το πνεύμα του μνημείου που θα κτιζόταν στην Πιάδα, κατοπινή Νέα Επίδαυρο, το 1822 (αλλά κτίστηκε τον 20ό αιώνα) μετά την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, όπου αποφασίστηκε η ίδρυση εθνικού κράτους ως τομή με το πρόσφατο παρελθόν.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στην ελληνική περίπτωση, και κυρίως εξαιτίας της «Μεγάλης Ιδέας», η «Παλιγγενεσία» βιώθηκε ως διαδικασία εν εξελίξει που έκλεισε οριστικά μετά την «Καταστροφή», αλλά…μεταβολίστηκε στις πολιτικές της μνήμης.
«Δεν είναι τυχαίο», σχολίασε η Χριστίνα Κουλούρη, «ότι το 1930 γιορτάστηκε όχι μόνο η εκατονταετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης αλλά και κάθε ιστορικό γεγονός που θεωρήθηκε ως συνέχειά της, όπως οι ελληνικές νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους. Μια ανάλογη ιδέα διατυπώνει σήμερα και η Επιτροπή του 2021. Ενώ η Γαλλία πριν από τρεις δεκαετίες προσπάθησε να αναδείξει την οικουμενική διάσταση του 1789, η σημερινή Ελλάδα φαίνεται να υιοθετεί έναν εθνοκεντρικό προσανατολισμό για τον εορτασμό. Αυτό είναι προβληματικό, διότι η Ελληνική Επανάσταση δεν μπορεί να ιδωθεί ξεκομμένη από το ευρωπαϊκό περιβάλλον, πόσο μάλλον που λειτούργησε ως μοντέλο για τη δημιουργία των βαλκανικών εθνικών κρατών».
«Το παρελθόν που επιλέγουμε δεν είναι απογυμνωμένο από πολιτικά μηνύματα»
«Η πανελλήνια πολιτική της μνήμης ξεκινά με τον Βενιζέλο» επισημαίνει η Χριστίνα Κουλούρη. Νωρίτερα, το κράτος δεν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο, με εξαίρεση τις δυναστείες του Οθωνα και του Γεωργίου, που επεξεργάζονταν τη νομιμοποίηση της βασιλείας, και ενδεχομένως τον Κωλέττη. Σήμερα δεν μας εκπλήσσει να βλέπουμε κυβερνήσεις, αυτοδιοικητικές αρχές, ποικίλες κοινωνικές ομάδες ή θεσμούς να εκπονούν πολιτικές της μνήμης, αλλά αυτό δεν συνέβαινε στην εποχή που εξετάζει η συγγραφέας.
Ετσι, στο Φουστανέλες και Χλαμύδες θα δούμε διαφορετικές ομάδες να συγκρούονται για το ποια θα καθορίσει και θα ελέγξει τη συλλογική μνήμη με σειρά μνημονικών πράξεων και πολιτικών μνήμης.
Ιδιαίτερα στις δεκαετίες 1840, 1850 αντιπαρατίθενται οι Ρουμελιώτες (τους οποίους ήθελε να δικαιώσει ο Κωλέττης) και οι Πελοποννήσιοι, σε σχέση με τη μνήμη της Επανάστασης, και κατά τον Μεσοπόλεμο αντιπαρατίθενται οι παλαιοί πολεμιστές και οι πρόσφυγες, σε σχέση με τη μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής. Εδώ νικούν οι βετεράνοι ενώ στην πρώτη περίπτωση οι Μοραΐτες.
Είναι χαρακτηριστικό, σημειώνει η συγγραφέας, ότι «παρ’ όλο που ο Κολοκοτρώνης ηττήθηκε στους Εμφύλιους της Επανάστασης, επιβλήθηκε ως ο πρώτος τη τάξει ήρωας και στο πρόσωπό του αναδείχθηκε ολόκληρος ο Μοριάς». Ετσι, ακόμη και εκτός Πελοποννήσου μετράμε περισσότερους δικούς του ανδριάντες παρά του Καραϊσκάκη (…που το μνημείο του στο Φάληρο στήθηκε το 1835 αλλά εγκαταλείφθηκε στη φθορά). «Ούτε καν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν θα τον νικήσει στην αρένα της ιστορικής μνήμης, και το σχήμα αυτό θα αντέξει μέχρι τη δεκαετία του 1990».
Εξίσου εύγλωττη είναι η μικρή ιστορία πίσω από τους πρώτους ανδριάντες στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Παρ’ ότι η Σύγκλητος είχε αποφασίσει για την επέτειο των 50 χρόνων από το Εικοσιένα να ανεγερθούν ανδριάντες του Ρήγα Φεραίου και του Αδαμάντιου Κοραή, τελικά έγινε αυτό που αποφάσισε ο χρηματοδότης, ο ισχυρός Ελληνας της Διασποράς Γεώργιος Αβέρωφ, ο οποίος επέβαλε τον Γρηγόριο Ε’.
Ο ανδριάντας του Κοραή στήθηκε αργότερα (1874) και τον πλήρωσαν Χιώτες. Οσο για τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη, ο οποίος θα στηθεί το 1901 στο Ναύπλιο και το 1904 στην Αθήνα, αυτός θα γίνει με πανελλήνιο έρανο.
Πρώτος ο Βενιζέλος θα παραγγείλει 700 αναθηματικές πλάκες για τους πεσόντες των Βαλκανικών Πολέμων, και αυτή η πρωτοβουλία θα φανερώσει την πολιτική της μνήμης της Πολιτείας σε σχέση με τον εθνικό διχασμό. Λίγο αργότερα, το ελληνικό κράτος θα επιχειρήσει να κατευθύνει τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης με τα πρώτα μνημεία που θα χρηματοδοτήσει και θα τα εγκαταστήσει εκεί όπου θα θεωρηθεί ότι χωλαίνει η εθνική ομοιογένεια.
Στις «Νέες Χώρες» δηλαδή, που προσαρτώνται στο ελληνικό κράτος το 1912-1913 και «έχουν πληθυσμό με μεγαλύτερες εθνοπολιτισμικές διαφορές από ό,τι η “Παλαιά Ελλάδα”, ο οποίος θα διαφοροποιηθεί ακόμη περισσότερο με την εγκατάσταση των προσφύγων».
Οπως σχολιάζει η Χριστίνα Κουλούρη: «Στην Ιστορία, η πολιτιστική διάσταση των πραγμάτων δεν γίνεται να εξεταστεί απομονωμένη από την πολιτική και κοινωνική διάστασή τους. Το παρελθόν που επιλέγουμε δεν είναι απογυμνωμένο από πολιτικά μηνύματα, κι αυτά τα μηνύματα είναι αναγνωρίσιμα, δεν αφήνουν περιθώρια σύγχυσης. Το ναζιστικό σύμβολο λ.χ. είναι μέρος του παρελθόντος αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι απο-ιδεολογικοποιημένο».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ altersyros: Περισσότερα για τη συγγραφέα και το βιβλίο της στις εκδόσεις Αλεξάνδρεια .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου