Στην δημόσια πολιτική και επιστημονική συζήτηση που διεξάγεται για την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας, προβάλλεται, μεταξύ των άλλων, το επιχείρημα ότι λόγω της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού, το δημόσιο αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι μακροχρόνια βιώσιμο.
Έτσι, κατά την λανθασμένη και μη τεκμηριωμένη αυτή εκτίμηση, οι νέες γενιές έχουν απολέσει την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) της χώρας μας, πιστεύοντας ότι δεν θα λάβουν σύνταξη.
Ταυτόχρονα, προβάλλεται λανθασμένα το επιχείρημα ότι η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των νέων γενεών προς το συνταξιοδοτικό σύστημα.
Όμως, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Οι νέες γενιές πιστεύουν ότι δεν θα λάβουν σύνταξη στο μέλλον επειδή αμέσως ή εμμέσως υπονοείται λανθασμένα από τους υποστηρικτές της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, προκειμένου να εμφανίσουν το εγχείρημα της κεφαλαιοποίησης ως την λύση τόσο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της νέας γενιάς προς το ΣΚΑ, όσο και για την αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης και της βέβαιης χορήγησης των συνταξιοδοτικών παροχών στο μέλλον.
Βέβαια, η λανθασμένη και μη τεκμηριωμένη εκτίμηση της μη βιωσιμότητας της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, αποδεικνύεται τόσο από την έρευνα μας, όσο και από τις αναλογιστικές μελέτες που εκπονούν, για το Ageing Working Group της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι Εθνικές Αναλογιστικές Αρχές των κρατών-μελών της Ε.Ε-27. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατα (Φεβρουάριος 2021) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε τις δημογραφικές και μακροοικονομικές υποθέσεις εργασίας για κάθε κράτος-μέλος, οι οποίες θα ληφθούν υπόψη από τις αντίστοιχες Αναλογιστικές Αρχές των χωρών που θα εκπονήσουν τις μελέτες βιωσιμότητας για το AgeingWorkingGroup (AWG)στο πρώτο 6-μηνο του 2021.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με αυτές τις υποθέσεις εργασίας για την χώρα μας οι δημογραφικές υποθέσεις εργασίας αναφέρουν ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας από 10,7 εκατομ. άτομα το 2019 θα μειωθεί στα 8,6 εκατομ. το 2070.
Ο δείκτης γήρανσης (πληθυσμός ατόμων ηλικίας 65 και άνω προς τον πληθυσμό ηλικίας 15-64 ετών) θα αυξηθεί από το 34,6% το 2019 στο 59,9 το 2070 και το προσδόκιμο ζωής των ανδρών από 79 έτη το 2019 θα αυξηθεί στα 86,4 έτη το 2070 και για τις γυναίκες από 84,3 έτη το 2019 θα αυξηθεί σε 90,3 έτη το 2070, λαμβάνοντας υπόψη το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού. Όμως, στις μακροοικονομικές υποθέσεις έχει ληφθεί υπόψη ότι ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για την περίοδο 2019-2070 θα είναι 1,2%, βελτιωμένος σε σχέση με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πριν τρία χρόνια (AWG 2018),οι οποίες θεωρούσαν ότι θα ήταν 1%.
Αυτή η υπόθεση εργασίας, του 1%, έχει ληφθεί υπόψη και στην αναλογιστική μελέτη του Ν.4670/2020, στην οποία ο δείκτης της συνταξιοδοτικής δαπάνης προς το ΑΕΠ από 15,4% το 2019 μειώνονταν σε 11,9% το 2070, όταν το Μνημονιακό όριο είναι 16,2% του ΑΕΠ και η μέση σύνταξη για το 2070 εκτιμώταν σε 950 ευρώ (730 ευρώ κύρια και 220 ευρώ επικουρική σύνταξη). Όμως, με την βελτίωση της υπόθεσης εργασίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ την περίοδο 2019-2070 στο επίπεδο του 1,2%, ο συντελεστής της συνταξιοδοτικής δαπάνης, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, θα μειωθεί στο 11,2% του ΑΕΠ από το 11,9% του ΑΕΠ το 2070.
Παράλληλα, η μέση σύνταξη θα αυξηθεί από τα 950 ευρώ στα 995 ευρώ (765 ευρώ κύρια και 230 ευρώ επικουρική σύνταξη) και αυτό γιατί σε αυτές τις μελέτες υπάρχει η υπόθεση εργασίας ότι η μέση ετήσια αύξηση των μισθών ακολουθεί τον μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ. Στην προοπτική αυτή, η χρηματοδότηση του κράτους μειώνεται στο 4,5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, από 4,8% του ΑΕΠ της μελέτης του Ν. 4670/2020 και αυτό συμβαίνει γιατί η προκαλούμενη ποσοστιαία αύξηση του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη από την αύξηση των συνταξιοδοτικών παροχών.
Κι΄αυτό γιατί οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται ως ο μέσος όρος όλου του εργασιακού βίου του ασφαλισμένου. Άρα η πραγματικότητα που απαιτείται να γνωρίζουν οι νέες γενεές είναι ότι το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι μακροχρόνια βιώσιμο, οι νέες γενεές θα λάβουν σύνταξη και μάλιστα με ένα μέσο επίπεδο της τάξης των 995 ευρώ, και χωρίς να επιβαρύνονται καθόλου τα δημόσια οικονομικά (δημόσιο έλλειμμα, δημόσιο χρέος)της χώρας μας, αφού η χρηματοδότηση του κράτους θα μειωθεί στο 4,5% του ΑΕΠ το 2070 από το 8,1% του ΑΕΠ που ήταν το 2020.
Παράλληλα, η επικουρική κοινωνική ασφάλιση δεν έχει καμία κρατική χρηματοδότηση και το 4,5% του ΑΕΠ αφορά μόνο την κύρια σύνταξη, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσμενείς δημογραφικές προοπτικές και την γήρανση του πληθυσμού της χώρας μας.
Στις συνθήκες αυτές, η προοπτική που μπορεί πραγματικά να δημιουργήσει δυσπιστία στους νέους(ες) είναι η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, δεδομένου ότι το εγχείρημα αυτό θα προκαλέσει ένα κόστος (χρέος) μετάβασης ύψους 62 δις ευρώ, το οποίο θα χρηματοδοτήσει ο Κρατικός Προϋπολογισμός διαμέσου της φορολογίας των πολιτών.
Επιπλέον, δυσπιστία προκαλείται από το γεγονός ότι στην κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση, η σύνταξη εξαρτάται από τους κινδύνους των χρηματιστηρίων και όχι από την ανάπτυξη της οικονομίας, την αύξηση της απασχόλησης, των μισθών, και της παραγωγικότητας της εργασίας.
*Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου