Στον δημόσιο πολιτικό και επιστημονικό διάλογο που διεξάγεται για την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας, χρησιμοποιείται, μεταξύ των άλλων, ως παράδειγμα το σουηδικό μοντέλο, ενώ η πραγματικότητα είναι ότι η Σουηδία δεν εφήρμοσε το μοντέλο που προτείνεται να εφαρμοστεί από την ελληνική κυβέρνηση στην επικουρική κοινωνική ασφάλιση.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Συγκεκριμένα, η Σουηδία, δεν επιχείρησε να μετατρέψει το αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Κι’ αυτό, για να μην υποστεί το κόστος μετάβασης το οποίο θα επιβάρυνε σε μεγάλο βαθμό την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Έτσι, δημιούργησε έναν κεφαλαιοποιητικό πυλώνα ασφάλισης από την αρχή για όλους τους ασφαλισμένους, ο οποίος λειτουργεί συμπληρωματικά της κοινωνικής ασφάλισης.
Αντίθετα, το εγχείρημα υψηλού δημοσιονομικού κινδύνου και κόστους για την οικονομία και την κοινωνία της χώρας μας, που προτείνεται από την ελληνική κυβέρνηση, σημαίνει την εξ ολοκλήρου μετάβαση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης σε ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα ατομικών λογαριασμών, δημιουργώντας ένα κόστος μετάβασης περίπου 62 δις ευρώ, το οποίο, σύμφωνα με κυβερνητικούς παράγοντες, πρόκειται να χρηματοδοτηθεί, μεταξύ των άλλων, με πόρους από το Ταμείο ανάκαμψης οι οποίοι προορίζονται για την στήριξη της οικονομίας από τις επιπτώσεις της πανδημίας του Covid-19.
Όμως, το ερώτημα που προκύπτει είναι, γιατί η πραγματική οικονομία να απωλέσει τους πόρους του Ταμείου ανάκαμψης (κόστος ευκαιρίας) οι οποίοι θα χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη ενός αχρείαστου για την ελληνική οικονομία χρέους, από την στιγμή που το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (κύρια και επικουρική σύνταξη) είναι βιώσιμο και οικονομικά ισορροπημένο μέχρι το 2070, σύμφωνα με την εγκεκριμένη, ακόμη και από τους θεσμούς, αναλογιστική μελέτη που συνοδεύει τον Ν. 4670/2020;
Το γεγονός ότι η κυβερνητική πρόταση της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, αγνοεί του κινδύνους του εγχειρήματος, προτιθέμενη να υποστεί το κόστος ευκαιρίας και διαθέτοντας οικονομικούς πόρους από το Ταμείο ανάκαμψης σε ένα αχρείαστο χρέος, ουσιαστικά σημαίνει ιδεολογικο-πολιτική προσέγγιση των συστημάτων χρηματοδότησης (αναδιανεμητικό και κεφαλαιοποιητικό) ενός συνταξιοδοτικού συστήματος.
Όμως, η επιλογή ενός συστήματος χρηματοδότησης εφαρμόζεται κατά περίπτωση εκεί που είναι εύχρηστο και προκαλεί μεγαλύτερα οφέλη.
Ειδικότερα, το αναδιανεμητικό σύστημα εφαρμόζεται στη δημόσια κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης και αυτό για δύο λόγους, γιατί:
- α) όταν ξεκινούσε ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης υπήρχε πληθυσμός που ήταν ηλικιωμένος και δεν μπορούσε να εργαστεί και επίσης χήρες και ανάπηροι που έπρεπε να χρηματοδοτηθούν οι συντάξεις τους άμεσα, ενώ εάν χρησιμοποιούνταν το κεφαλαιοποιητικό σύστημα χρηματοδότησης αυτοί δεν θα ελάμβαναν σύνταξη γιατί απλά δεν θα είχαν ατομικούς λογαριασμούς αφού τότε θα ξεκινούσε το σύστημα, το οποίο θα άρχιζε να χρηματοδοτεί τους πρώτους συνταξιούχους μετά από 35 με 40 χρόνια (όσο θα εργάζονταν). Έτσι, επιλέχθηκε η μέθοδος της άμεσης χρηματοδότησης που συνιστά το αναδιανεμητικό σύστημα. Εάν δεν επιλέγονταν το αναδιανεμητικό σύστημα, τότε η πρώτη γενιά συνταξιούχουν θα έπρεπε να χρηματοδοτείται από το κράτος, αυτό ακριβώς είναι το κόστος μετάβασης στην περίπτωση που κεφαλαιοποιηθεί η επικουρική ασφάλιση, αφού η τελευταία γενιά συνταξιούχουν δεν θα έχει από ποιόν να χρηματοδοτηθεί και έτσι θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από το κράτος,
- β) οι χώρες θα έπρεπε να διατηρούν ως μαθηματικά αποθέματα τεράστια ποσά (τρις ευρώ), γεγονός που θα δημιουργούσε προβλήματα στα χρηματιστήρια τους αφού κανένας επενδυτής δεν θα ήθελε να επενδύσει σε ένα χρηματιστήριο το οποίο ουσιαστικά θα ελέγχονταν από τεράστια κρατικά κεφάλαια. Το ίδιο θα συμβεί και στο ελληνικό χρηματιστήριο όπου κανένας σοβαρός επενδυτής δεν θα θέλει να εμπλακεί σε μια αγορά που θα επενδύονται δις ευρώ κρατικών κεφαλαίων.
Αντίθετα, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα εφαρμόζεται στην ιδιωτική ασφάλιση γιατί οι εποπτικές αρχές των κρατών, επειδή η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά λειτουργεί με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κέρδους, υποχρεώνει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να διατηρούν μαθηματικά αποθέματα προκειμένου να διασφαλιστούν όσο είναι δυνατόν οι εισφορές των ασφαλισμένων-πελατών σε περίπτωση χρεοκοπίας της επιχείρησης.
"Στην ιδιωτική ασφαλιστική αγορά εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να εφαρμοστεί το αναδιανεμητικό σύστημα χρηματοδότησης και ως εκ τούτου είναι πιο κατάλληλο το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Όμως, η κοινωνική ασφάλιση δεν εμπλέκεται και δεν επηρεάζει την ιδιωτική ασφάλιση."
Αντίθετα, στην Ελλάδα σήμερα παρατηρείται μία ιδεολογικο-πολιτική προσήλωση της κυβέρνησης να θέλει να κεφαλαιοποιήσει την κοινωνική ασφάλιση, ακόμα κι’ εάν αυτή προκαλέσει το αχρείαστο για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, κόστος μετάβασης.
Έτσι, όπως η κοινωνική ασφάλιση δεν επιχειρεί να αντικαταστήσει την ιδιωτική ασφάλιση έτσι και η ιδιωτική ασφάλιση δεν θα πρέπει να επιχειρεί να περιορίσει το θεμελιώδες δικαίωμα της κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό ακριβώς προτείνει και η ευρωπαϊκή κοινοτική οδηγία που ρυθμίζει την λειτουργία του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης της προαιρετικής επαγγελματικής ασφάλισης.
Στις συνθήκες αυτές, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να στηρίξει δυναμικά την λειτουργία της δημόσιας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης και όχι να επιχειρήσει να αντικαταστήσει μέρος της δημόσιας αναδιανεμητικής κοινωνικής ασφάλισης με την κεφαλαιοποιητική ιδιωτική ασφάλιση, από την στιγμή που γνωρίζει ότι η ελληνική κοινωνία θα επιβαρυνθεί με το κόστος μετάβασης σε μία περίοδο που προσπαθεί να αντιμετωπίσει και τις ακραίες δυσμενείς κοινωνικο-οικονομικές και εισοδηματικές συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία του Covid-19.
*Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου