16 Ιανουαρίου 2025

Αερολογίες τα περί επενδυτικής ανάπτυξης - Έκθεση «κόλαφος» από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ - «Η ακρίβεια, ο πληθωρισμός και η στεγαστική κρίση κατατρώγουν τα εισοδήματα των μισθωτών» (UPDATE με ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ)

Κωστής Χατζηδάκης
(ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ/EUROKINISSI)

Ανάπτυξη βασισμένη στην κατανάλωση παρουσιάζει η νέα έκθεση της ΙΝΕ - ΓΣΕΕ • Στον πάτο της ΕΕ οι επενδύσεις • Ταξική επιβάρυνση του κόστους στέγασης • Καμία ουσιαστική παρέμβαση για το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο κατρακυλά • Μείωση δημοσίου χρέους λόγω πληθωρισμού.

Ακόμη μια έκθεση προστίθεται στη λίστα εκείνη που αποδομεί το κυβερνητικό αφήγημα περί «οικονομικής ανάπτυξης» και ότι η Ελλάδα αποτελεί τη «θετική εξαίρεση της Ευρώπης». 

Όπως καταγράφει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ενδιάμεση έκθεση του 2024 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση η εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας βρίσκεται σε υψηλότερο ποσοστό από τον μέσο όρο της Ε.Ε, αλλά αυτή βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση της κατανάλωσης, όχι βέβαια σε όρους όγκου όπως έχουν δείξει επανειλημμένως τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά λόγω της κατακόρυφης αύξησης των τιμών λόγω του πληθωρισμού, απληστίας και μη.

Το εισόδημα των μισθωτών έχει ισχνή συμβολή στη μεταβολή του ακαθάριστου εισοδήματος αναφέρει η έκθεση της ΓΣΕΕ όπως συμβαίνει και με τις επενδύσεις, «τρυπώντας» με αυτό τον τρόπο τα «πανηγυρικά μπαλόνια» που αφήνει σε καθημερινή βάση η κυβέρνηση, αναφερόμενη στα πεπραγμένα της ελληνικής οικονομίας.

Συγκεκριμένα, οι πραγματικοί μισθοί κατά το 2023 συνέβαλαν μόλις κατά 1%, τα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων κατά 1,76% και τα κέρδη από διακράτηση πλούτου κατά 1,5%, ενώ οι πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθούν να είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, ενώ το γ ́ τρίμηνο του 2024 έμειναν στάσιμες, τονίζει η ΓΣΕΕ.

Και προσθέτει μάλιστα αυτό που είναι γνωστό πλέον σε όλους ότι, η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση εντοπίζεται στις επενδύσεις σε κατοικίες, οι οποίες έχουν προκαλέσει και τη φούσκα στην αγορά των ακινήτων, οι αξίες των οποίων έχουν εκτοξευτεί, πλήττοντας με αυτό τον τρόπο τα αδύναμα νοικοκυριά και όσους μένουν στο ενοίκιο, ενώ η περιουσία των κατέχοντων ιδιοκτησία εκτοξεύεται και «αυγατεύει»

Το κόστος στέγασης κατανέμεται ταξικά

Για το κόστος στέγασης στην έκθεση αναφέρεται ότι στη χώρα μας έχει δυσανάλογη επίδραση στην ευημερία των πολιτών διαφορετικής εισοδηματικής κατάστασης. Ενδεικτικά, το 2023 για τα άτομα που ανήκαν στο φτωχότερο εισοδηματικό πεμπτημόριο το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανερχόταν στο 85,3% (έναντι 29,9% στην ΕΕ), ενώ για τα πλουσιότερα άτομα (5ο εισοδηματικό πεμπτημόριο) στο 1,2% (συγκριτικά με 0,7% στην ΕΕ).

Σημαντικές είναι και οι διαφοροποιήσεις που παρουσιάζει το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανάλογα με το καθεστώς ιδιοκτησίας της κατοικίας. Το 2023 το ποσοστό αυτό για τους ενοικιαστές ανερχόταν στο 40,5% (τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ), ενώ για τα άτομα σε ιδιόκτητη κατοικία, χωρίς δάνειο ή υποθήκη σε εκκρεμότητα, ήταν 23,7 % (το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ).

Αναφορικά με τις Περιφέρειες της χώρας όπου παρατηρείται το υψηλότερο ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης εμφάνισαν το 2023 σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ είναι οι περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας (34,8%), Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (32,7%) και Πελοποννήσου (31,8%).

Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά επιβάρυνσης κατέγραψαν οι περιφέρειες Κρήτης (20,2%) και Ιονίων Νήσων (23,1%), ακολουθούμενες από τις περιφέρειες Θεσσαλίας (23,9%), Νοτίου Αιγαίου (25%), Ηπείρου (25,6%) και Δυτικής Μακεδονίας (25,7%). Κοντά στον μέσο όρο της χώρας (28,5%) κυμάνθηκαν, τέλος, τα αντίστοιχα ποσοστά στην Αττική (27,9%) και στις περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και Βορείου Αιγαίου (27,7%).

Τονίζεται τέλος ότι οκτώ από τις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν το 2023 υψηλότερα ποσοστά υπερβολικής επιβάρυνσης του στεγαστικού κόστους έναντι του 2021, στοιχείο ενδεικτικό της όξυνσης του προβλήματος στέγασης σε αυτές το εν λόγω διάστημα.

«Καμπάνες» για το εμπορικό έλλειμμα

Παρά τη μεγάλη βελτίωση στο ισοζύγιο ενέργειας η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών διατήρησε το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε πολύ υψηλό επίπεδο. Τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση σε αυτή την εξέλιξη είχε το ισοζύγιο ενδιάμεσων προϊόντων, το οποίο το α ́ εξάμηνο του 2024 διευρύνθηκε κατά 932 εκατ. ευρώ έναντι του α ́ εξαμήνου του 2023 και επιπλέον κατά 425 εκατ. ευρώ το γ ́ τρίμηνο σε ετήσια βάση.

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση το αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα είναι αποτέλεσμα της μεγάλης εξάρτησης της εγχώριας παραγωγής από εισαγόμενα ενδιάμεσα προϊόντα, η οποία με τη σειρά της αναδεικνύει, αφενός, τη σοβαρή διαρθρωτική ανεπάρκεια του παραγωγικού συστήματος και, αφετέρου, την επιτακτική ανάγκη σχεδιασμού μιας σύγχρονης βιομηχανικής πολιτικής.

Τονίζεται ότι «το γεγονός ότι δεν σημειώνεται κάποιος ουσιαστικός μακροοικονομικός και παραγωγικός μετασχηματισμός αποτελεί ένδειξη αδυναμίας διαμόρφωσης συνθηκών διατηρήσιμης δυναμικής ανθεκτικότητας και βιωσιμότητας της οικονομίας».

Μείωση δημοσίου χρέους λόγω πληθωρισμού

Το Ινστιτούτο Εργασίας υπογραμμίζει ότι σημαντική αποκλιμάκωση καταγράφηκε στο ύψος του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2024, υποβοηθούμενο κυρίως από την άνοδο του πληθωρισμού και την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας.

Συγκεκριμένα, το β ́ τρίμηνο του 2024 κατήλθε στο 163,6% έναντι 172,5% το β ́ τρίμηνο του 2023. Ωστόσο, σε απόλυτα νούμερα, και παρά τη μετάβαση της οικονομίας σε καθεστώς πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εξακολουθούσε το β ́ τρίμηνο του 2024 να κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, στα οποία βρέθηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης το 2020.

Παρότι βελτιωμένη, εύθραυστη παραμένει η χρηματοπιστωτική κατάσταση του ελληνικού δημόσιου τομέα, παρά τη θετική δημοσιονομική επίδραση του πληθωρισμού και τους θετικούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. «Ο δείκτης φερεγγυότητας του ελληνικού Δημοσίου να εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το 2024 εντός του χρηματοπιστωτικού καθεστώτος Ponzi» αναφέρεται στην έκθεση.

Έχουμε κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης

Το εξωτερικό έλλειμμα εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό του 2019. Ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να χρηματοδοτήσει τόσο το εξωτερικό έλλειμμα όσο και τη δημοσιονομική προσαρμογή του δημόσιου τομέα, το έλλειμμα του οποίου έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Το α ́ τρίμηνο του 2024 το ισοζύγιο των επιχειρήσεων ήταν σχεδόν ισοσκελισμένο, πράγμα που συνεπάγεται ότι το έλλειμμα των νοικοκυριών είναι αυτό που προσδιορίζει τη μακροοικονομική κατάσταση της οικονομίας.

Τον Δεκέμβριο του 2024 ο ρυθμός μεταβολής του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), σε ετήσια βάση, διαμορφώθηκε στο 2,9% έναντι 3,7% τον Δεκέμβριο του 2023.

Ωστόσο, παρά τη σχετική αποκλιμάκωσή του και τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια για την αντιμετώπισή του, ο πληθωρισμός συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των πολιτών, τροφοδοτώντας την κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης, η οποία πλήττει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.

Όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο της έκθεσης, συνεχίστηκε και το 2024 η βελτίωση που παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια τα βασικά ποσοτικά μεγέθη της αγοράς εργασίας.

Ωστόσο, αν και η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στη μερική αντιστάθμιση των σημαντικών απωλειών που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι στη χώρα μας όσον αφορά το βιοτικό τους επίπεδο εξαιτίας της οικονομικής και της πληθωριστικής κρίσης, η κατάσταση στην αγορά εργασίας παραμένει εύθραυστη.

ΠΗΓΗ


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΝΕ - ΓΣΕΕ  
 
-ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ και σχετικό ρεπορτάζ της "Εφ.Συν.":
Κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης για τα ελληνικά νοικοκυριά

Τα 5 βασικά ευρήματα: στρεβλή ανάπτυξη χωρίς ανθεκτικότητα, εκτεταμένη κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης, η αγοραστική δύναμη των μισθών στην τελευταία θέση της Ε.Ε., χαμηλά ποσοστά απασχόλησης στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα και σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, μακράν το υψηλότερο στην Ε.Ε. ποσοστό νοικοκυριών με κόστος στέγασης μεγαλύτερο του 40% του διαθέσιμου εισοδήματος.

Χωρίς λεκτικές εξάρσεις και κραυγές, αλλά με τα αδιαμφισβήτητα τεκμήρια των στατιστικών στοιχείων, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ με την Ενδιάμεση Εκθεσή του για την ελληνική οικονομία αποδομεί πλήρως το κυβερνητικό «μεγάλο αφήγημα» περί «ισχυρής ανάπτυξης» που εξασφαλίζει «πολλές και καλές δουλειές».

Σε πλήρη αντίθεση με αυτό, η Εκθεση παρουσιάζει τον στρεβλό χαρακτήρα αυτής της ανάπτυξης, που δεν εξασφαλίζει ανθεκτικότητα και επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και αναλύει τις διαστάσεις της κρίσης αξιοπρεπούς διαβίωσης για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, το υψηλό επίπεδο των αυξήσεων σε βασικές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών που συνθέτουν το «καλάθι του νοικοκυριού» μεταξύ 2020 και 2024, που υποσκάπτουν το εισόδημα των μισθωτών, το χαμηλό επίπεδο των αποδοχών των μισθωτών, ιδιαίτερα σε όρους αγοραστικής δύναμης, το χαμηλό επίπεδο των θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα και στους κλάδους υψηλής τεχνολογίας και την οξύτητα της στεγαστικής κρίσης για τα λαϊκά νοικοκυριά.

Συγκεκριμένα, το «βαρύ κατηγορητήριο» της Εκθεσης περιλαμβάνει σε αδρές γραμμές τα εξής:

1. Ανάπτυξη χωρίς ανθεκτικότητα – Το βασικό εύρημα εδώ συνοψίζεται στο εξής: «Το γεγονός ότι δεν σημειώνεται κάποιος ουσιαστικός μακροοικονομικός και παραγωγικός μετασχηματισμός αποτελεί ένδειξη αδυναμίας διαμόρφωσης συνθηκών διατηρήσιμης δυναμικής ανθεκτικότητας και βιωσιμότητας της οικονομίας». Αυτή η συνόψιση παραπέμπει στα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, που, παρά την αύξηση του ΑΕΠ και των επενδύσεων, δεν «γιατρεύονται»: το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, το χαμηλό ποσοστό επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ (παρά την αύξησή του τα τελευταία χρόνια), το περιορισμένο ειδικό βάρος του μεταποιητικού τομέα (που εξηγεί την εξάρτηση από τις εισαγωγές ενδιάμεσων προϊόντων) και η άνιση κατανομή του ειδικού βάρους των συνιστωσών του ΑΕΠ υπέρ των υπηρεσιών και των ακινήτων κ.λπ.

2. Κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης – Η Εκθεση εκτιμά ότι αυτή εκτείνεται σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και οφείλεται στο πληθωριστικό κύμα της τριετίας 2021-2024, αλλά και στο γεγονός ότι ο πληθωρισμός παρά τη σχετική του αποκλιμάκωση εξακολουθεί να επηρεάζει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Παραθέτοντας το σχετικό γράφημα, υπογραμμίζει ότι στο σύνολο της περιόδου Νοέμβριος 2020 - Νοέμβριος 2024, πλην της κατηγορίας «Επικοινωνίες», όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών που απαρτίζουν τον ΓΔΤΚ σημείωσαν θετικές μεταβολές τιμάριθμου, στην πλειονότητά τους διψήφιες. Τη μεγαλύτερη μεταβολή εμφάνισαν οι κατηγορίες «Ενδυση και υπόδηση» (+31,3%), «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» (+30,5%) και «Στέγαση» (24,3%), ενώ μεγάλες αυξήσεις καταγράφηκαν και στις κατηγορίες «Μεταφορές» (+23,8%) και «Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια» (+21,4%).

3. Χαμηλές αποδοχές των μισθωτών – Το 2023 στη χώρα μας το ύψος του μέσου ετήσιου προσαρμοσμένου μισθού πλήρους απασχόλησης ήταν 17.013 ευρώ, επίδοση που αποτελεί την τρίτη χαμηλότερη μεταξύ των 26 υπό εξέταση κρατών-μελών της Ε.Ε. Επίσης, η Ελλάδα αποτελεί το μοναδικό από τα υπό εξέταση κράτη-μέλη της Ε.Ε. όπου καταγράφεται μείωση του συγκεκριμένου μεγέθους συγκριτικά με το 2009. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην υποβάθμιση της θέσης της Ελλάδας από τη 13η το 2009 στην 24η θέση της σχετικής κατάταξης το 2023. Τέλος, σε όρους PPS (μονάδων αγοραστικής δύναμης), το αντίστοιχο μέγεθος ανήλθε στην Ελλάδα σε 21.004, το χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ των υπό εξέταση κρατών-μελών της Ε.Ε.

4. Ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας – Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε σύγκριση με το γ’ τρίμηνο του 2009, το γ’ τρίμηνο του 2024 το μερίδιο των θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα παραγωγής στον συνολικό όγκο της απασχόλησης ήταν χαμηλότερο κατά 4,7 ποσοστιαίες μονάδες (από 21,4% το γ’ τρίμηνο του 2009 σε 16,7% το γ’ τρίμηνο του 2024), ενώ στον πρωτογενή τομέα κατά μία ποσοστιαία μονάδα (από 11,2% σε 10,2%). Αντίθετα, το μερίδιο των θέσεων απασχόλησης στους κλάδους του τομέα των υπηρεσιών ενισχύθηκε από 67,4% το γ’ τρίμηνο του 2009 σε 73,1% το γ’ τρίμηνο του 2024. Παράλληλα με την υστέρηση της απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα, η ελληνική οικονομία καταγράφει ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις και όσον αφορά το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο της απασχόλησης. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό το 2023 ανήλθε στο 3,4%, τιμή που είναι η δεύτερη χαμηλότερη στο σύνολο των κρατών-μελών της Ε.Ε.

5. Στεγαστική κρίση – Το 2023 στην Ελλάδα το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιούσε σε νοικοκυριά στα οποία το στεγαστικό κόστος ήταν μεγαλύτερο του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους (ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης) ανερχόταν στο 28,5%. Η τιμή αυτή, αν και μειωμένη συγκριτικά με το 2019, παραμένει με διαφορά η υψηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.

Το 2023 για τα άτομα που ανήκαν στο φτωχότερο εισοδηματικό πεμπτημόριο το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανερχόταν στο 85,3% (έναντι 29,9% στην Ε.Ε.), ενώ για τα πλουσιότερα άτομα (5ο εισοδηματικό πεμπτημόριο) στο 1,2% (συγκριτικά με 0,7% στην Ε.Ε.).

«Απατηλό αφήγημα η αύξηση των εισοδημάτων».

Γιώργος Χριστόπουλος, υπεύθυνος Επικοινωνίας και Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης της ΓΣΕΕ

Ονειρο απατηλό αποτελεί το αφήγημα της κυβέρνησης για την αύξηση των εισοδημάτων των ανθρώπων της εργασίας. Η ακρίβεια, ο πληθωρισμός και η στεγαστική κρίση κατατρώγουν τα εισοδήματα των μισθωτών. Τρανότερη απόδειξη; Η 24η θέση σε επίπεδο Ε.Ε. στο ύψος μισθού πλήρους απασχόλησης και η ντροπιαστική τελευταία θέση στην αγοραστική δύναμη. Σχεδόν σε όλα τα είδη που συγκροτούν τον Γενικό Δείκτη Καταναλωτή, η αύξηση τιμών από το 2020 μέχρι σήμερα είναι διψήφια σε ποσοστό. Η δε στεγαστική κρίση τσακίζει κόκαλα.

Το ένα τρίτο των ελληνικών νοικοκυριών δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του σε στεγαστικές δαπάνες, ποσοστό το οποίο εκτοξεύεται στο 85%, όταν μιλάμε για τους πιο φτωχούς συμπολίτες μας. Η ΓΣΕΕ έχει καταθέσει μια πλήρη πρόταση για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, καθώς υπάρχει αναξιοποίητο 1,5 δισ. ευρώ στα ταμεία του ΟΑΕΔ. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η εικόνα στην αγορά εργασίας καταδεικνύει πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι εύθραυστη.

Υπάρχει μείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή και ιδιαίτερα στον δευτερογενή τομέα, ενώ είναι απογοητευτική η προτελευταία θέση στην Ευρώπη σε ποσοστό εργαζομένων σε επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας. Την ώρα που καταγράφονται υψηλές επενδύσεις στις κατασκευές και σε μηχανολογικό εξοπλισμό, οι επενδύσεις σε προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας, οι οποίες αποτελούν κρίσιμο μέγεθος για την ποιοτική αναβάθμιση του εγχώριου παραγωγικού ιστού, αποτελούν μόλις το 2,4% του ΑΕΠ. Επομένως, έχουμε μια αναιμική ανάπτυξη χωρίς ποιότητα και προοπτική για το αύριο της χώρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου