![]() |
Ο Μοχάμαντ Εντρις Νιάζι, η σύζυγός του Ζάχρα Μασούμι και η κόρη τους, Ζόγια |
«Μη φοβάσαι, αγάπη μου, σχεδόν φτάσαμε»
Δεν έχει τέλος το μαρτύριο των προσφύγων (και των συγγενών τους) που επέζησαν από το ναυάγιο της 20ής Δεκεμβρίου, όταν το σκάφος στο οποίο επέβαιναν συγκρούστηκε με περιπολικό του Λιμενικού με αποτέλεσμα να βρουν φρικτό θάνατο οκτώ άνθρωποι. ● Τα αποτελέσματα του DNA που καθυστερούν και η έκκληση να μεταφερθεί σε ΜΕΘ της Αθήνας σύζυγος 34χρονου Αφγανού και μητέρα της αγνοούμενης Ζόγια.
Εγκλωβισμένοι στη Ρόδο, να περιμένουν για εβδομάδες τα αποτελέσματα του DNA, βρίσκονται συγγενείς θυμάτων του τραγικού ναυαγίου που έγινε έξω από τη Ρόδο στις 20 Δεκεμβρίου, στο οποίο βρήκαν φρικτό θάνατο τουλάχιστον οχτώ πρόσφυγες όταν συγκρούστηκε σφοδρά με το σκάφος τους περιπολικό του Λιμενικού που τους καταδίωκε.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο Μιχάλη Φαχιρίδη που εκπροσωπεί οικογένειες ναυαγών, η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛ.ΑΣ. έχει ενημερώσει ότι η διαδικασία θα πάρει λίγες μέρες. Ωστόσο έχει περάσει ένας μήνας από το ναυάγιο και οι συγγενείς, που έχουν έρθει από τη Γερμανία, έχουν εγκατασταθεί με δικά τους έξοδα στη Ρόδο και περιμένουν να παραλάβουν τις σορούς των ανθρώπων τους για να τις μεταφέρουν στην πατρίδα τους το Αφγανιστάν.
Μεταξύ αυτών που βρίσκονται στη Ρόδο είναι ο 28χρονος Σαγιέντ Ταμίμ Σαντάτ, αναγνωρισμένος πρόσφυγας, που έχασε στο ναυάγιο τη μητέρα του και δύο αδελφούς, και ένας 25χρονος αναγνωρισμένος πρόσφυγας που έχασε στο ναυάγιο τον πατέρα του.
Στη Ρόδο βρίσκεται και ο 34χρονος Μοχάμαντ Εντρις Νιάζι, που βρισκόταν στο σκάφος μαζί με την 30χρονη σύζυγό του Ζάχρα Μασούμι και την τετράχρονη κόρη τους Ζόγια Νιάζι. Η Ζόγια θεωρείται αγνοούμενη από την ημέρα του ναυαγίου.
Η Ζάχρα εξακολουθεί να νοσηλεύεται στη ΜΕΘ του Νοσοκομείου Ρόδου και πρέπει να υποβληθεί σε επέμβαση στη γνάθο. Ωστόσο το Νοσοκομείο της Ρόδου δεν διαθέτει γναθοχειρουργό. Αίτημα του συζύγου της είναι να μεταφερθεί σε ΜΕΘ της Αθήνας, προκειμένου να γίνει εκεί η επέμβαση σε δημόσιο νοσοκομείο.
«Δεν είχαμε άλλη επιλογή από τη φυγή»
Σύμφωνα με την ιστορία που έγραψε για την «Εφ.Συν.» ο Μοχάμαντ Εντρις Νιάζι, το ζευγάρι παντρεύτηκε το 2019 στην Καμπούλ. Ο Μοχάμαντ ήταν πτυχιούχος Νομικής και εργαζόταν σε εταιρεία τηλεπικοινωνιών, η Ζάχρα ηλεκτρολόγος μηχανικός με πτυχίο από το Πολυτεχνείο της Καμπούλ και εργαζόταν στον Δήμο της Καμπούλ.
«Η ζωή μας άλλαξε προς το χειρότερο όταν ξαναπήραν την εξουσία οι Ταλιμπάν, που διακρίνονται για τη βίαιη περιφρόνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και απομάκρυναν γυναίκες από τους χώρους εργασίας και από σπίτια. Αντιμέτωποι με τον τρόμο, δεν είχαμε άλλη επιλογή από τη φυγή. Αφήσαμε τα πάντα, τη ζωή που γνωρίζαμε, και αναζητήσαμε καταφύγιο στο Ιράν. Στο Ιράν ωστόσο δεν είχαμε ζωή και αποφασίσαμε να κάνουμε το επικίνδυνο ταξίδι στην Τουρκία, ελπίζοντας σε ένα μέλλον χωρίς φόβο. Μας σταμάτησαν ξανά και ξανά στα ιρανοτουρκικά σύνορα και μας έστελναν κάθε φορά πίσω με ματαιωμένα όνειρα. Αλλά δεν μπορούσαμε να τα παρατήσουμε.
Εναν χειμώνα, με βαρυχειμωνιά, με το χιόνι να φτάνει το ένα μέτρο, η γυναίκα μου η Ζάχρα, η κόρη μας η Ζόγια και εγώ αψηφήσαμε την παγωνιά και περπατήσαμε μέσα στο χιόνι 12 ώρες καταβεβλημένοι από την κούραση και με τσακισμένα τα νεύρα. Στις 2 τα ξημερώματα, εξαντλημένοι και τρέμοντας, φτάσαμε επιτέλους σε ένα τουρκικό χωριό κοντά στα σύνορα. Εκανε κρύο αλλά μείναμε εκεί μέρες, αναζητώντας απεγνωσμένα τρόπο να προχωρήσουμε. Εν τέλει καταφέραμε να στριμωχτούμε σε ένα όχημα μισοδιαλυμένο, που χωρούσε 20 άτομα, αλλά καταφέραμε να μπούμε περισσότεροι από πενήντα.
Το ταξίδι ήταν ανυπόφορο, ασφυκτικό, αλλά συνεχίσαμε ελπίζοντας για το καλύτερο. Φτάσαμε στο Βαν της Τουρκίας και μείναμε για λίγο πριν φύγουμε για την Κωνσταντινούπολη. Μας έπιασε όμως η τουρκική αστυνομία και μείναμε κρατούμενοι σε καμπ είκοσι ολόκληρες μέρες, πριν μας αφήσουν ελεύθερους. Πήγαμε στο Νεβσεχίρ και προσπαθήσαμε να περάσουμε στην Ελλάδα. Υστερα από μία ώρα και είκοσι λεπτά περπάτημα φτάσαμε σε μια βάρκα. Ταξιδεύαμε 21 ενήλικες, τέσσερα παιδιά και δύο καπετάνιοι. Μας υποσχέθηκαν ότι το ταξίδι θα ήταν μόνο 45 λεπτά. Είχαν περάσει όμως δύο ώρες και βρισκόμασταν ακόμη στη θάλασσα, στο άγνωστο. Η κόρη μου είχε αποκοιμηθεί. Ξύπνησε και ψιθύρισε “μπαμπά, φοβάμαι”. Την κράτησα σφιχτά πάνω μου, προσπάθησα να την ηρεμήσω, έτρεμε. “Μη φοβάσαι, αγάπη μου, σχεδόν φτάσαμε”».


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου