Τα τεστ θα αφορούν τη Γλώσσα, τα Μαθηματικά και ακόμη ένα μάθημα, που θα επιλεγεί ανάμεσα στις φυσικές επιστήμες και την πληροφορική, ενώ διευκρινίζεται ότι «δεν θα πρόκειται για απολυτήριες εξετάσεις, αλλά για διαγωνίσματα των οποίων η βαθμολογία δεν θα μετράει για την πρόοδο κάθε μαθητή. Ομως θα αξιοποιούνται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) και την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ)».

Η «αξιοποίηση» των μαθησιακών αποτελεσμάτων από το ΙΕΠ και την ΑΔΙΠΠΔΕ δεν είναι τυχαία. Και οι δύο αυτοί μηχανισμοί είναι μηχανισμοί αξιολόγησης (εξωτερική αξιολόγηση) και συντάσσουν κάθε έτος την δική τους έκθεση μεταξιολόγησης, την οποία υποβάλλουν στον υπουργό Παιδείας.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα δεν πρέπει να ταυτίζονται με τις εξετάσεις της Ελληνικής PISA στις οποίες υποβάλλεται μέρος των μαθητών (όσο υποτίθεται η εφαρμογή είναι πιλοτική) της ΣΤ’ τάξης Δημοτικού και Γ’ τάξης του Γυμνασίου στη Νεοελληνική Γλώσσα και στα Μαθηματικά.

Υπουργείο Παιδείας και ΙΕΠ βάζουν σε εφαρμογή την παράγ. 3 του άρθρου 104 του Ν. 4823/2021 για την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, που προβλέπει τα εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία εκδίδεται ύστερα από εισηγήσεις της Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. και του Ι.Ε.Π, είναι δυνατόν να διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές/τριες της ΣΤ’ Τάξης των δημοτικών σχολείων και τους μαθητές/τριες της Γ’ Τάξης των γυμνασίων σε θέματα ευρύτερων/γενικών γνώσεων και άλλων γνωστικών αντικειμένων που περιλαμβάνονται στα αναλυτικά προγράμματα σπουδών πλέον εκείνων που προβλέπονται στην παρ. 1. (σ.σ. δηλαδή πλέον των εξετάσεων PISA)». 

Είναι επίσης πιθανόν στο μέλλον να δούμε και εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα και στις άλλες τάξεις Δημοτικών και Γυμνασίων, κατ’ εφαρμογή της παράγ. 4  του άρθρου 104 του Ν. 4823/2021: «Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία εκδίδεται ύστερα από εισηγήσεις της Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. και του Ι.Ε.Π., είναι δυνατόν οι παρ. 1 έως 3 να εφαρμόζονται και για τους μαθητές/τριες οποιασδήποτε άλλης τάξης πλέον εκείνων που προβλέπονται στην παρ. 1.».

Γιατί έχουν τόση πρεμούρα υπουργείο και ΙΕΠ να εισάγουν αυτόν τον νέο ταξικό φραγμό από το 2024, όπως επικαλείται το δημοσίευμα; Γιατί είναι σε εξέλιξη η προσπάθεια επιβολής της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, προσπάθεια που και ο Πιερρακάκης έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι θα συνεχίσει. Και επιδιώκουν να συνδέσουν αυτήν την αξιολόγηση με τα μαθησιακά αποτελέσματα που αποτελούν δήθεν «αντικειμενικό» κριτήριο.

Η δημιουργία ενός εξετασιοκεντρικού Μινώταυρου που θα τρομάζει τους μαθητές και θα απογειώνει το άγχος δεν είναι νέα ιστορία. Κάθε φορά που και στο παρελθόν έγινε προσπάθεια επιστροφής στον επιθεωρητισμό, γινόταν παράλληλα συζήτηση και για την επιβολή νέων μορφών αξιολογικών κρίσεων στους μαθητές, όπως συμβούλευε ο ιμπεριαλιστικός οργανισμός ΟΟΣΑ.

Από το 2017, ο ΟΟΣΑ (σε ρόλο τρόικας), στην προκαταρκτική μελέτη του για το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα έλεγε τα ακόλουθα: «Ο ΟΟΣΑ παρατηρεί εδώ ότι στην Ελλάδα υπάρχουν λίγες μόνο εθνικές αξιολογήσεις των μαθητών, ωστόσο ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά σε ιδιαίτερα μαθήματα και φροντιστήρια, λόγω του συστήματος εισαγωγής στην Τριτοβάθμια. Προτείνονται περισσότερες διαδικασίες αξιολόγησης επί των επιδόσεων των σχολείων (κατ’ αναλογία του διεθνούς διαγωνισμού PISA για την αξιολόγηση των μαθητών), αλλά και συγκέντρωση κοινωνικών και οικονομικών στατιστικών και δεδομένων για τους μαθητές και τα σχολεία, προκειμένου να ενισχυθεί η λήψη αποφάσεων. Η Τσεχία, η Ισλανδία, η Ιρλανδία, η Σουηδία και η Εσθονία το κάνουν». 

«Να κάνουμε το σχολείο πιο απαιτητικό» δήλωνε από την πλευρά της η Κεραμέως, ενώ από τον Δεκέμβρη κιόλας του 2020 διαρρέονταν στην ιστοσελίδα esos «σκέψεις» του υπουργείου Παιδείας σχετικά με τον τρόπο αξιολόγησης-βαθμολόγησης των μαθητών σε Δημοτικό, Γυμνάσιο-Λύκειο και τη σύνδεσή του με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

Σύμφωνα με αυτές: το υπουργείο δεν θέλει, λέει, να μην τηρείται η βαθμολόγηση με βάση την κλίμακα 5-10 στο Δημοτικό και να πληθαίνουν οι αριστούχοι στα Γυμνάσια και Λύκεια.

Προς τούτο εξετάζει ως βοηθητικά μέσα «αντικειμενικής βαθμολόγησης» την καθιέρωση στο Δημοτικό Σχολείο ενός είδους γραπτής αξιολόγησης των μαθητών στις τρεις τελευταίες τάξεις, την επιβολή Τράπεζας Θεμάτων στο Λύκειο και έλεγχο-αξιολόγηση εκείνων των εκπαιδευτικών που οι προφορικές βαθμολογίες που έβαλαν στους μαθητές θα απέχουν σημαντικά από τις βαθμολογίες που θα πετυχαίνουν οι εξεταζόμενοι στις γραπτές εξετάσεις.

Η επιβολή της Τράπεζας Θεμάτων σε όλες τις τάξεις του Λυκείου είναι ήδη γεγονός. Γεγονός επίσης είναι ότι στο Γυμνάσιο αυξήθηκαν από 4 σε 7 τα γραπτώς εξεταζόμενα μαθήματα, προϋπόθεση προαγωγής και απόλυσης των μαθητών είναι η κατοχύρωση της βάσης 10 σε κάθε μάθημα ή 13 κατά μέσο όρο σε όλα τα μαθήματα (!) και μόνο 4 μαθήματα μπορεί να έχει ο μαθητής κάτω από την επιτρεπόμενη βάση, ώστε να υπάρχει δυνατότητα επανεξέτασης το Σεπτέμβριο.

Στη συνέχεια στο Λύκειο αυξήθηκαν κατά ένα τα γραπτώς εξεταζόμενα μαθήματα στη Β’ και Γ’ Λυκείου, οι μαθητές προάγονται/απολύονται εφόσον έχουν γενικό μέσο όρο τουλάχιστον 10 και οι μαθητές της θεωρητικής κατεύθυνσης στη Γ’ Λυκείου παρακολουθούν υποχρεωτικά και μαθηματικά, και οι της θετικής κατεύθυνσης παρακολουθούν ιστορία («κόντρα μάθημα»).

Τώρα προωθείται μια παραλλαγή «βοηθητικού μέτρου αντικειμενικής αξιολόγησης» (όχι εξετάσεις στις τρεις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, αλλά «διαγνωστικές» στην τελευταία τάξη του Δημοτικού και του Γυμνασίου).

Οπως και να αλλάζει, όμως, το μείγμα των αξιολογικών κρίσεων, αυτές δεν παύουν να αποτελούν ταξικούς φραγμούς για τους μαθητές και λεπίδα καρατόμησης των εκπαιδευτικών, μιας και τα μαθησιακά αποτελέσματα συνδέονται με την αξιολόγηση.

Τα απαρχαιωμένα εκπαιδευτικά προγράμματα, η απέραντη ύλη και ο μεγάλος βαθμός δυσκολίας της, τα απαράδεκτα σχολικά εγχειρίδια, ο τρόπος διδασκαλίας, η έμφαση στην αποστήθιση ανούσιων και ατάκτως εριμμένων πλήθους πληροφοριών, και κυρίως το μορφωτικό προφίλ των μαθητών που εδράζεται στο οικονομικό-κοινωνικό-μορφωτικό-πολιτιστικό οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον εξαφανίζονται ως οι βασικές αιτίες των «μορφωτικών και μαθησιακών αποτελεσμάτων». 

Η πλάστιγγα των ευθυνών γέρνει στην πλευρά του εκπαιδευτικού, που γίνεται ο αποκλειστικός υπεύθυνος. Ο εκπαιδευτικός είναι το θύμα και ταυτόχρονα ο θύτης των μαθητών. Οσο πιο πολλούς μαθητές καρατομήσει μέσω της βαθμολογίας, τόσο πιο καταξιωμένος θα θεωρείται.

Και η βαθμολογία δε θα συναρτάται με τη γενική εικόνα που παρουσιάζει ο μαθητής στη σχολική καθημερινότητα, με το παιδαγωγικό ενδιαφέρον και προσέγγιση των μαθητών από τους εκπαιδευτικούς τους, αλλά από σκληρούς «αναβαθμισμένους» ταξικούς φραγμούς (εξετάσεις ακόμη και στο Δημοτικό!), που θα απογειώσουν τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα, επιβαρύνοντας τους φτωχούς οικογενειακούς προϋπολογισμούς.  

Σκοπός μας δεν είναι να υποστηρίξουμε τη βαθμολογία και τις άλλες αξιολογικές κρίσεις (τεστ, ωριαία γραπτά διαγωνίσματα, γραπτές εξετάσεις, κ.λπ.), που θεωρούμε ότι σε κάθε περίπτωση στο αστικό σχολείο σκοπό έχουν να βάλουν «ταμπέλες» στους μαθητές, να τους κατηγοριοποιήσουν και κατατάξουν και τέλος να πετάξουν έξω απ’ το σχολείο πολλούς από αυτούς, κυρίως τα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Απλώς θέλουμε να σημειώσουμε την υποκρισία των αστικών κυβερνήσεων σχετικά με την παιδαγωγική ελευθερία του δάσκαλου, τη δημοκρατικότητα του σχολείου και τις ίσες ευκαιρίες για όλα τα παιδιά.

ΠΗΓΗ