Το επιτελικό κράτος θαυματούργησε και πάλι… Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε ομόφωνα (!) υπέρ της μελέτης τεμαχισμού απόσπασης και επανατοποθέτησης (;) του αρχαιολογικού συνόλου που αποκαλύφθηκε στο σταθμό Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης.
Μια απόφαση, η οποία σε πολιτικό επίπεδο ήταν ήδη προειλημμένη και απόλυτα μεθοδευμένη, ταυτίζοντας την τύχη ενός μνημειακού συνόλου με τις εργολαβικές απαιτήσεις και αγνοώντας με εξωφρενικά επιδεικτικό τρόπο τις συνεχείς – επιστημονικά τεκμηριωμένες – εκκλήσεις για τη διατήρηση των αρχαίων στη θέση τους, που διατυπώθηκαν από επιστημονικούς φορείς, διεθνή Πανεπιστήμια και έγκριτους επιστήμονες Ελλήνες και ξένους.
Αποτελεί όνειδος ο αιφνιδιαστικός τρόπος με τον οποίο το θέμα εισήχθη στο ΚΑΣ, αφού εκκρεμεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η συζήτηση, στις 6 Νοεμβρίου, επί αιτήσεων ακύρωσης της προηγούμενης Υπουργικής Απόφασης με την οποία δινόταν το πράσινο φως για την απόσπαση των αρχαίων. Να θυμίσουμε ότι οι προσφυγές στο ΣτΕ έχουν κατατεθεί από την Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, τη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, την Κίνηση Πολιτών Θεσσαλονίκης για την Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς από κοινού με 25 επιστήμονες και Συλλόγους του Υπουργείου Πολιτισμού (Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, Πανελλήνια Ενωση Συντηρητών Αρχαιοτήτων, Ενιαίος Σύλλογος Υπουργείου Πολιτισμού).
Είναι τόση η απαξία της «επιτελικής» κυβέρνησης για τους ίδιους τους θεσμούς του δικού τους κράτους, ώστε παραβλέποντας την επερχόμενη συζήτηση στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, μεθόδευσε να επιτύχει μία έγκριση της μελέτης απόσπασης του ευρήματος, ώστε να επισπεύσει τις εξελίξεις δημιουργώντας τετελεσμένα, πριν διατυπώσει την κρίση του το ΣτΕ. Σέβεται, δε, τόσο τις δικές της ρητορείες περί «διαφάνειας» ώστε χρειάστηκε, προκειμένου να δοθεί η υπό εξέταση μελέτη στους ενδιαφερόμενους εμπλεκόμενους φορείς, να καταφύγει η Κίνηση Πολιτικών Θεσσαλονίκης, στον Εισαγγελέα και να δοθεί εισαγγελική παραγγελία! Στο ίδιο πλαίσιο του σεβασμού – πάντα – του δικαιώματος στην ενημέρωση, η συνεδρίαση (μέσω τηλεδιάσκεψης) έγινε χωρίς την παρουσία δημοσιογράφων.
Οι αποφάσεις που μεθοδεύτηκαν από την κυβέρνηση και με τις οποίες συμφώνησε το ανώτατο επιστημονικό συμβούλιο για την προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, απαξιώνουν και ευτελίζουν ένα μνημειακό σύνολο με μοναδικά χαρακτηριστικά, το οποίο ήδη για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα συνιστά μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής μνήμης. Το λεγόμενο «βυζαντινό σταυροδρόμι» δεν είναι μόνο η διασταύρωση δύο κεντρικών αρτηριών της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, αλλά το μοναδικό σύνολο των βυζαντινών χρόνων που αποκαλύπτει στοιχεία της πολεοδομικής οργάνωσης και της δημόσιας ζωής της πόλης.
Γι’ αυτό το εύρημα η κυβέρνηση αποφάσισε ότι η ενδεδειγμένη μεταχείριση είναι να τεμαχιστεί, να περάσει μέσα από εργοταξιακές οπές, να μεταφερθεί κάπου… και μετά να επανασυγκοληθεί στη θέση του… ό,τι βέβαια θα έχει απομείνει από τη φθορά που αναπόφευκτα θα υποστεί. Εάν αυτό δεν συνιστά βαρβαρότητα όχι μόνο στο υλικό μέρος του μνημείου, αλλά και απέναντι στη συλλογική μνήμη και την ιστορική κληρονομιά των ανθρώπων, τότε τι άλλο μπορεί να είναι;
Παραθέτουμε την παρέμβαση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων στη συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού, με την οποία διατυπώνει τη θέση του για τη μελέτη απόσπασης που εγκρίθηκε και την τύχη των αρχαιοτήτων.
«Λίγες μέρες μετά την συνεδρίαση του ΚΑΣ της 18/12/2019, στις 27/12/2020 ο Πρόεδρος της Αττικό Μετρό κ. Ν. Ταχιάος έδωσε στη δημοσιότητα 8 βήματα για την ολοκλήρωση του έργου του Μετρό Θεσσαλονίκης τον Απρίλιο του 2023.
Από το χρονοδιάγραμμα που ο ίδιος έδινε τότε, και επιβεβαίωνε ο Υπουργός Μεταφορών Κ. Καραμανλής κατά την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο 2020, προκύπτουν οι καθυστερήσεις που ήδη έχουν “φορτωθεί” στο έργο λόγω της εμμονής στην απόσπαση των αρχαιοτήτων του σταθμού Βενιζέλου. Από τα 8 βήματα που ανακοίνωσε τότε ο κ. Ταχιάος, μόνο η απομάκρυνση των σάκκων της άμμου με τους οποίους είχαν σκεπαστεί οι αρχαιότητες προκειμένου να προφυλαχθούν ολοκληρώθηκε στην ώρα της (6-8 μήνες), καθώς υλοποιήθηκε στη συνέχεια του προηγούμενου σχεδιασμού της κατά χώραν διατήρησης των αρχαιοτήτων και δεν είχε καμία σχέση με τον ανασχεδιασμό του Σταθμού. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από τα άλλα βήματα που ανακοίνωσε ο κ. Ταχιάος, η μεν Υπουργική Απόφαση έκανε 3 μήνες να εκδοθεί (εκδόθηκε τον Μάρτιο 2020, ενώ το ΚΑΣ είχε γνωμοδοτήσει τον Δεκέμβριο 2019!), η τελική μορφή της μελέτης απόσπασης κατατέθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2020, δηλαδή 9 μήνες μετά, ενώ ο κ. Ταχιάος είχε ανακοινώσει ότι θα είναι έτοιμη εντός 3 μηνών. Η ίδια η Μελέτη Απόσπασης ορίζει ως ορίζοντα ολοκλήρωσης τις 21 εβδομάδες.
Ακόμη κι αν πάρουμε τα χρονοδιαγράμματα της Αττικό Μετρό, και μάλιστα τα πλέον αισιόδοξα (στην πραγματικότητα η απόσπαση, επειδή περιλαμβάνει και ανασκαφή, θα κρατήσει περισσότερο από 5 μήνες): Ακόμη κι αν υπολογίζει η Αττικό Μετρό ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που θα συνεδριάσει στις 6 Νοεμβρίου, θα είναι θετική για την απόσπαση και θα εκδοθεί έως το τέλος του 2020 και τον Ιανουάριο 2021 θα ξεκινήσουν τις εργασίες απόσπασης των αρχαιοτήτων. Αν το έργο της απόσπασης χρειάζεται 5 μήνες για να ολοκληρωθεί (με τα πλέον αισιόδοξα σενάρια), οι ανασκαφές στα υποκείμενα στρώματα χρειάζονται ένα χρόνο με βάση τα χρονοδιαγράμματα που δίνει η Αττικό Μετρό (τα οποία βέβαια δεν συνυπολογίζουν καν τις νέες συνεδριάσεις του ΚΑΣ που θα χρειαστούν, τις νέες αποσπάσεις αρχαιοτήτων, τον υδράργυρο κλπ) και τους 18 μήνες για την κατασκευή του σταθμού, όπως η ίδια η Αττικό Μετρό έχει ανακοινώσει, φτάνουμε στο Δεκέμβρη 2023, χωρίς καν να έχει γίνει η δοκιμαστική λειτουργία των συρμών!
Κατόπιν όλων αυτών, προφανώς δεν μπορούμε να πιστέψουμε τα μεγάλα λόγια του κ. Ταχιάου τον Δεκέμβριο 2019 ότι το μετρό θα δοθεί σε λειτουργία αφού ολοκληρωθεί η επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων. Αντιθέτως, από την ίδια τη Μελέτη επανατοποθέτησης, που περιορίζεται σε μόλις 11 σελίδες, είναι σαφές ότι η έμφαση είναι στην απομάκρυνση των αρχαιοτήτων και όχι στην επιστροφή τους. Ειναι εξαιρετικά αμφίβολο αν, μετά την απόσπασή τους, αυτές οι αρχαιότητες θα ξαναγυρίσουν ποτέ στον Σταθμό.
Το χρονοδιάγραμμα που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός το Σεπτέμβρη 2019, ο Ν. Ταχιάος το Δεκέμβριο 2019 και ο Κ. Καραμανλής τον Μάιο 2020, για την παράδοση όλων των σταθμών του Μετρό Θεσσαλονίκης τον Απρίλιο του 2023, είναι ήδη στον αέρα!
Η υποβληθείσα “Αναμορφωμένη Μελέτη απόσπασης, προσωρινής αποθήκευσης και επανατοποθέτησης των αρχαιολογικών ευρημάτων στον Σταθμό Βενιζέλου” του σχήματος ΑΚΤΩΡ-Korres Engineering, στο βαθμό που ήταν δυνατό να διαβαστεί μέσα σε ελάχιστες ώρες από την ώρα που επεδόθη στους ενδιαφερόμενους φορείς με εισαγγελική παραγγελία -αφού το ΥΠΠΟΑ δεν θέλησε να την δώσει- παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά προμελέτης. Όποιος την διατρέξει διαπιστώνει ξεκάθαρα ότι δεν είναι αυτό που ορίζει η σχετική Υπουργική Απόφαση στον όρο 2, δηλαδή «οριστική μελέτη εφαρμογής για την απόσπαση και την επανατοποθέτηση στην αυτή θέση των αρχαιοτήτων, η οποία θα εκπονηθεί βάσει τρισδιάστατης αποτύπωσης, προκειμένου να εισαχθεί στο ΚΑΣ για την κατά νόμο γνωμοδότηση».
Είναι αλήθεια ότι η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών πάνω σε πάσης φύσεως τεχνικά έργα έχει οδηγήσει στην διασφάλιση της προόδου και επιτυχούς ολοκλήρωσης ενός έργου μέσα από μελέτες με βαθμό ωρίμανσης. Για παράδειγμα, το Π.Δ. 696/1974, άρθρο 223 προέβλεπε τέσσερα στάδια στη μελέτη κτηρίων: την προκαταρκτική, την προμελέτη, την οριστική μελέτη και την μελέτη εφαρμογής. Ακόμη και για τον Ν. 3028/2002 υπάρχει από το 2019 (ΦΕΚ 2837, Β΄ 05.07.2019) πρόνοια για τη ρύθμιση θεμάτων που σχετίζονται με το άρθρο 40, δηλαδή θέματα που αφορούν στα στάδια εκπόνησης μελετών για την εκτέλεση εργασιών σε ακίνητα μνημεία.
Αυτό όμως δεν ισχύει σε ό,τι αφορά το άρθρο 42 του Ν.3028/2002 (μεταφορά ακίνητων μνημείων), το οποίο προβλέπει ότι η μεταφορά επιτρέπεται μόνο εφόσον διασφαλίζονται οι απαραίτητες εγγυήσεις. Θα ανέμενε κανείς ότι η Αττικό Μετρό, εάν ενδιαφερόταν πραγματικά να πείσει όλους για ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα υλοποίησης του έργου, θα κατέθετε την προκείμενη μελέτη στο ΚΑΣ του Δεκεμβρίου, όπως ορίζει το άρθρο 42.
Θα επαναλάβουμε την θέση του Συλλόγου ότι η πρόσφατη Υ.Α. παραβιάζει το πνεύμα του συγκεκριμένου άρθρου, καθώς η τεχνική της διάτρησης (μέθοδος ΝΑΤΜ) που εγγυόταν την κατασκευή του Σταθμού με την κατά χώραν διατήρηση του αρχαιολογικού τοπίου δεν αποδείχθηκε ότι ήταν ανέφικτη λύση. Εξάλλου, η συγκεκριμένη λύση παρουσιάστηκε πρόσφατα και στην επιστημονική κοινότητα από τον μελετητή στον οποίο ανετέθη το 2017.
Η εξεταζόμενη μελέτη δεν παρουσιάζει χαρακτηριστικά ακρίβειας. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη μεθοδολογία απόσπασης για κάθε τμήμα που θα αποσπαστεί, μεταφερθεί και επανατοποθετηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε καμία περίπτωση αυτό που ορίζει η ίδια η Υπουργική Απόφαση για την τρισδιάστατη αποτύπωση. Αντιθέτως, στην μελέτη απλά παρουσιάζεται η χωροθέτηση των υπό απόσπαση αρχαιοτήτων σε ένα τοπογραφικό σχέδιο.
Άλλο χαρακτηριστικό της έλλειψης ακρίβειας βρίσκεται στη σελ. 11/56: «Εν συνεχεία κατασκευάζεται ο νάρθηκας απόσπασης και ο νάρθηκας προστασίας, εφ’ όσον ο δεύτερος κριθεί απαραίτητος από τον μελετητή». Δεν καθορίζεται ποια θα γίνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σελ. 10/56: «Η παραπάνω ομαδοποίηση, όσον αφορά την επιλογή της μεθόδου, δεν είναι δεσμευτική, αλλά μπορεί να τροποποιηθεί αναλόγως των τελικών διαστάσεων και της θεμελίωσης των ευρημάτων, όπως αυτά θα προσδιοριστούν κατά την πλήρη αποκάλυψη τους μετά την περιμετρική ανασκαφή.» Αυτό θα έπρεπε να καθορίζεται επακριβώς σε μια μελέτη, αν αυτή είχε πραγματοποιηθεί όντως με τρισδιάστατη αποτύπωση και στόχευε στο να παρουσιάσει την απόσπαση κάθε χωριστού τμήματος του αρχαιολογικού χώρου.
Στις κατηγοριοποιήσεις των αποσπάσεων δεν περιέχεται μία σημαντική κατηγορία: «Λιθοδομές εδραζόμενες επί προγενέστερων», ακόμη και αν αυτό το ενδεχόμενο το γνωρίζει καλά το μελετητής: «Κατά την ανασκαφή εντοπίζεται η στάθμη θεμελίωσης ή έδρασης σε υποκείμενη κατασκευή» (Τεχνική Έκθεση Απόσπασης Αρχαιοτήτων, σ. 7/56). Και εδώ θέτουμε το ερώτημα: υπάρχει άλλο παράδειγμα στον κόσμο αρχαιολογικό τοπίο (όχι μεμονωμένο μνημείο) να αποσπάται και να μεταφέρεται όχι σε παρακείμενη ή άλλη θέση παρθένα αρχαιολογικά, αλλά στην ίδια στάθμη μίας βαθιάς στρωματογραφίας, όπως αυτή της Θεσσαλονίκης, που μπορεί να αγγίζει ή να περιλαμβάνει την εποχή ίδρυσής της, τοποθετημένο όμως πλέον πάνω σε μια πλάκα μπετόν; Σε 120 σελίδες παρουσίασης του έργου των αποσπάσεων πανελλαδικά, δεν υπάρχει ούτε ένα τέτοιο παράδειγμα. Αντιθέτως, υπάρχει η μεταφορά και τοποθέτηση σε άλλη θέση μεμονωμένων κτιρίων ή κτιριακών συμπλεγμάτων, ποτέ όμως ενός ολόκληρου αρχαιολογικού χώρου.
Επίσης σε καμία άλλη περίπτωση δεν είχε προκύψει η ανάγκη διάλυσης/διαμελισμού των μνημείων για να εξαχθούν από οπές συγκεκριμένων διαστάσεων, όπως προκύπτει τώρα: Λόγω της αλλαγής του σχεδιασμού, ο αρχαιολογικός χώρος πρέπει να διαμελιστεί για να εξαχθεί από τα ανοίγματα που βρίσκονται στα φρεάτια, διαστάσεων 6,50Χ9,68 και 5Χ7,18. Ο διαμελισμός των αρχαιοτήτων δεν θα ακολουθήσει τις κατασκευαστικές τους ιδιαιτερότητες, αλλά θα πρέπει να ακολουθήσει τα κατασκευαστικα χαρακτηριστικά του τεχνικού έργου, και μάλιστα χαρακτηριστικά που εξυπηρετούσαν άλλους σκοπούς κι όχι την απόσπαση των αρχαιοτήτων!
Να σημειώσουμε ότι οι απαραίτητες ανασκαφικές εργασίες που θα συμπληρώσουν την απόσπαση καθιστούν το όλο έργο πολύπλοκο και αδιέξοδο. Πιστεύουμε ότι η οικονομία του έργου πρέπει να συντονίζεται με την οικονομία της επιστήμης. Έτσι, πρέπει να παραμείνουμε στον ιστορικό ορίζοντα του 4ου αι. μ.Χ., όπως προβλέπει η τεχνική λύση της κατά χώραν διατήρησης των αρχαιτήτων, και να μην υπάρξουν κι άλλες πολλαπλές καταστροφές αρχαιοτήτων. Άλλωστε, έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από την εποχή που οι βυζαντινές αρχαιότητες θεωρούνταν “δευτερεύουσες” και θυσιάζονταν στο όνομα του να αποκαλυφθεί το κλέος της κλασικής αρχαιότητας.
Από τη μελέτη δεν μπορεί να διακριβωθεί τι συγκεκριμένα θα γίνει σε κάθε κομμάτι που θα αποσπασθεί και δεν μπορεί επίσης να γίνει ακριβής -έστω και με αποδεκτή απόκλιση- υπολογισμός κόστους/χρόνου. Υπάρχει μόνο μια ρήτρα (στη σ. 7/49 του ίδιου Τεύχους) η οποία ουσιαστικά θέτει όλο το έργο υπό την αίρεση του χρόνου: «Κατόπιν αυτών καθορίζεται το σχήμα και ο όγκος των αποσπώμενων αρχαιοτήτων έχοντας υπόψη τους περιορισμούς των διαστάσεων των φρεατίων, του διαθέσιμου χρόνου περαίωσης του έργου και της ασφάλειας των εργαζομένων».
Και ενώ τη συζήτηση μονοπωλεί το θέμα της απόσπασης, εκείνο της επανατοποθέτησης θεωρείται μάλλον δευτερεύον. Το τεύχος της μελέτης επανατοποθέτησης (μόλις 11 σελίδων) παρουσιάζει την όλη διαδικασία απλά ως μία αντίστροφη πράξη της απόσπασης. Ωστόσο, από αυτό απουσιάζει η παρουσίαση και ανάλυση βασικών δεδομένων, όπως π.χ. το ζήτημα της στατικής μελέτης ή του χρονοδιαγράμματος. Αυτή η απλούστευση μας φαίνεται απόλυτα ανησυχητική, καθώς υπονομεύεται ξεκάθαρα η επανατοποθέτηση ως αναπόσπαστο μέρος ενός έργου, για το οποίο προωθείται συστηματικά η αρχή του, δηλαδή η απομάκρυνση των αρχαιοτήτων, ενώ η συνέχειά του παραμένει εντελώς έωλη. Την ίδια εμπειρία άλλωστε έχουμε από πολλά άλλα παραδείγματα, από το Ζάγανι μέχρι τον σταθμό Αγίας Σοφίας, από όπου αποσπάσθηκε τμήμα του decumanus maximus με υποσχέσεις για την επιστροφή του, χωρίς όμως να υπάρξει πρόνοια για το από πού θα μπουν οι αρχαιότητες στο σταθμό, με αποτέλεσμα σήμερα να μη μπορεί να επανατοποθετηθεί εντός του Σταθμού το αποσπασμένο Τμήμα. Αντιθέτως, στον Σταθμό Αγ. Σοφία, σε άλλη περίπτωση, υπήρξε ανασχεδιασμός της μίας εισόδου για να παραμείνουν αρχαιότητες in situ κι αυτό είναι θετικό παράδειγμα.
Οι πρόνοιες προστασίας των αρχαιοτήτων στο πλαίσιο μεγάλων τεχνικών έργων υπόκεινται αναπόφευκτα στους χρονικούς περιορισμούς, που σημαίνει παίρνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του έργου, ότι θα γίνουν τελικά αβαρίες στη διαδικασία, κυρίως στη φάση της επανατοποθέτησης. Εάν συνυπολογίσουμε και τον κίνδυνο να καθυστερήσουν συνολικά τα χρονοδιαγράμματα του έργου, η στιγμή που η επανατοποθέτηση θα θυσιαστεί για λόγους “ανωτέρας βίας”, έλλειψης κονδυλίων ή ανάγκης να τελειώσει το έργο του Μετρό, δεν φαίνεται καθόλου μακρινή. Πόσο μάλλον που στη Μελέτη Επανατοποθέτησης δεν ορίζεται καν πόσος είναι ο χρόνος ή το κόστος αυτής.
Εάν τελικά ο στόχος του έργου είναι, όπως σημειώνει ο κ. Κορρές στη μελέτη, «οι αρχαιότητες μετά την επαναφορά στην αρχική τους θέση να αποδίδουν απόλυτα την εικόνα της ανασκαφής» (Τεύχος, σ. 4/49), τότε έστω και αυτός ο στόχος κινδυνεύει να μην πραγματοποιηθεί, για λόγους, που δεν αναλύονται στη μελέτη. Και σημειωτέον ότι αυτός ο στόχος επικεντρώνεται στην εντύπωση (την απόδοση της εικόνας) και όχι στη διατήρηση της αυθεντικής ιστορικής πραγματικότητας, όπως απαιτούν οι διεθνείς συμβάσεις προστασίας.
Εξαρχής ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, όπως και όλοι οι φορείς που αγωνίζονται για τις αρχαιότητες του σταθμού Βενιζέλου, τονίζαμε ότι η απόσπαση των αρχαιοτήτων δεν αποτελεί λύση που συμβάλλει στην ολοκλήρωση του έργου. Αντιθέτως, η λύση της κατά χώραν διατήρησης, χωρίς νές ανασκαφές και χωρίς νέες αποδομήσεις και καταστροφές αρχαιοτήτων, ήταν η επιστημονικά, χρονικά και οικονομικά ενδεδειγμένη.
Αν συνεχίσουν σε αυτή την καταστροφική πορεία, το μόνο που θα καταφέρουν είναι και να ξηλώσουν το σημαντικό τμήμα της βυζαντινής Θεσσαλονίκης και να μην παραδοθεί το Μετρό της Θεσσαλονίκης ούτε καν στο τέλος του 2023! Είναι εντελώς αμφίβολο, δε, αν θα επανατοποθετηθούν ποτέ οι αρχαιότητες στη θέση τους.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΗ ΧΡΟΝΟΣ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΑΥΤΗ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ: να συνεχίσει να υλοποιείται η τεχνική λύση της κατά χώραν διατήρησης των αρχαιοτήτων του Σταθμού Βενιζέλου και να αποσυνδεθεί ο σταθμός Βενιζέλου από την παράδοση των υπολοίπων 12 σταθμών.
Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο δεν έχει κανέναν λόγο να συνεχίσει στην εκβιαστική πορεία που χαράχτηκε με τα διλήμματα που έθεσε η Αττικό Μετρό τον Δεκέμβριο του 2019, όταν είναι εμφανές ότι αυτή η πορεία δεν οδηγεί πουθενά. Στις 6 Νοεμβρίου εκδικάζονται στο ΣτΕ οι προσφυγές του Συλλόγου μας και άλλων φορέων ενάντια στην Υπουργική απόφαση που άλλαξε τον σχεδιασμό της κατά χώραν διατήρησης και σταμάτησε ουσιαστικά το έργο. Είναι προφανές ότι κανείς δεν μπορεί να αποσπάσει τις αρχαιότητες μέχρι να βγει η απόφαση του ΣτΕ. Ως εκ τούτου, υπάρχει χρόνος για αυτό που ορίζει η ίδια η λειτουργία του Συμβουλίου: “Το Συμβούλιο δύναται να αναβάλλει τη γνωμοδότησή του, οσάκις κρίνει ότι απαιτείται επιτόπια εξέταση του θέματος (αυτοψία)”. Η αυτοψία καθίσταται πλέον απαραίτητη, τόσο για να δουν με τα μάτια τους τα μέλη του ΚΑΣ για ποιον αρχαιολογικό χώρο πρόκειται, όσο και για να κατανοήσουν πόσο καταστροφική για την αυθεντικότητά του θα είναι η εφαρμογή της υπό συζήτηση μελέτης απόσπασης».
ΠΗΓΗ: Ημεροδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου